«Οι περισσότερες χώρες επιδιώκουν να αποφύγουν έναν άμεσο στρατιωτικό πόλεμο»
NewsroomΔύο μήνες πριν την ανάληψη των καθηκόντων της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Ντόναλντ Τραμπ, ο Τζο Μπάιντεν φαίνεται να κλιμακώνει τον πόλεμο στην Ουκρανία. Έχει λόγους η διεθνής κοινότητα να φοβάται μία γενικευμένη σύρραξη; Δύο διεθνολόγοι απαντούν στην ερώτηση της εβδομάδας.
«Η συνεχιζόμενη στρατιωτική υποστήριξη στην Ουκρανία και οι ρωσικές προκλήσεις αυξάνουν τον κίνδυνο απρόβλεπτων κλιμακώσεων»
* Γράφει ο Διεθνολόγος, ερευνητής τμήματος Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών ΕΚΠΑ, Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος
Μετά την επιχειρησιακή αναβάθμιση της δυτικής υποστήριξης προς τους Ουκρανούς, η κατάσταση συνεχίζει να μας προκαλεί έντονη ανησυχία, καθώς οι συγκρούσεις μεταξύ των ουκρανικών δυνάμεων και των ρωσικών στρατευμάτων όχι μόνο παραμένουν αμείωτες, αλλά γεωγραφικά διευρύνονται. Από την έναρξη της ρωσικής εισβολής τον Φεβρουάριο του 2022, ο πόλεμος έχει μετατραπεί σε έναν εξαιρετικά βίαιο και πολυμέτωπο αγώνα, με σοβαρές συνέπειες τόσο για τις άμεσα εμπλεκόμενες πλευρές όσο και για την ευρύτερη διεθνή σταθερότητα.
Σχεδόν δύο χρόνια μετά, ο πόλεμος όχι μόνο δεν έχει τελειώσει, αλλά οι μάχες στην Ουκρανία εξακολουθούν να εξελίσσονται σε πολλαπλά μέτωπα, με τις πιο έντονες συγκρούσεις να σημειώνονται στις ανατολικές και νότιες περιοχές της χώρας. Η περιφέρεια του Ντονμπάς παραμένει στο επίκεντρο, όπου η Ρωσία προσπαθεί να εδραιώσει τον έλεγχό της, ενώ η Ουκρανία επιχειρεί να ανακαταλάβει εδάφη που βρίσκονται υπό ρωσική κατοχή. Ταυτόχρονα, οι ουκρανικές αντεπιθέσεις στις περιοχές της Ζαπορίζια και της Χερσώνας έχουν επιφέρει σημαντικές πιέσεις στις ρωσικές δυνάμεις.
Η χρήση εξελιγμένων όπλων από την Ουκρανία, που προμηθεύτηκε από τη Δύση, όπως τα πυραυλικά συστήματα HIMARS, έχει αλλάξει άρδην τις διπλωματικές ισορροπίες, όχι όμως τις επιχειρησιακές. Η Ρωσία συνεχίζει να χρησιμοποιεί βαριά πυροβολικό, μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πυραυλικές επιθέσεις, προκαλώντας σοβαρές ζημιές στις υποδομές και μεγάλες απώλειες αμάχων. Η νίκη Τραμπ στις Αμερικανικές εκλογές, ώθησε την υφιστάμενη Διοίκηση των Δημοκρατικών να αξιοποιήσουν τον χρόνο που τους απομένει στην εξουσία, ώστε να ενισχύσουν την Ουκρανία. Σε έναν πόλεμο που για τους Ουκρανούς είναι μάλλον χαμένος, η ενίσχυση του Κιέβου αποσκοπεί στην μέγιστη ισχυροποίηση της Ουκρανικής κυβέρνησης στις αναμενόμενες διαπραγματεύσεις.
Η αναβαθμισμένη στρατιωτική υποστήριξη της Δύσης προς την Ουκρανία και η εμπλοκή του στρατού της Βόρειας Κορέας έχουν δικαίως αναζωπυρώσει τις ανησυχίες για μια πιθανή κλιμάκωση της σύγκρουσης σε έναν ευρύτερο περιφερειακό ή ακόμη και παγκόσμιο πόλεμο. Παράλληλα, οι δηλώσεις και οι ενέργειες της Ρωσίας, όπως η κινητοποίηση εφέδρων και η απειλή χρήσης πυρηνικών όπλων, έχουν προκαλέσει διεθνή ανησυχία.
Αν και το ενδεχόμενο μιας γενικευμένης σύρραξης δεν μπορεί να αποκλειστεί, ωστόσο δεν αποτελεί το βασικό σενάριο τη δεδομένη στιγμή. Οι περισσότερες χώρες, περιλαμβανομένων των μεγάλων δυνάμεων, επιδιώκουν να αποφύγουν έναν άμεσο στρατιωτικό πόλεμο με τη Ρωσία. Παρόλα αυτά, η συνεχιζόμενη στρατιωτική υποστήριξη στην Ουκρανία και οι ρωσικές προκλήσεις αυξάνουν τον κίνδυνο απρόβλεπτων κλιμακώσεων. Το κρίσιμο σημείο ανησυχίας είναι η πιθανότητα χρήσης τακτικών πυρηνικών όπλων από τη Ρωσία, ιδιαίτερα αν η Μόσχα θεωρήσει ότι η απειλείται η ίδια ή η στρατιωτική της θέση στην ευρύτερη περιοχή. Ένα τέτοιο σενάριο θα είχε καταστροφικές συνέπειες και θα μπορούσε να προκαλέσει παγκόσμια αποσταθεροποίηση.
Εξάλλου, η σύγκρουση στην Ουκρανία δεν περιορίζεται μόνο στα σύνορα της χώρας. Οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες έχουν αποσταθεροποιήσει τη ρωσική οικονομία, ενώ η ενεργειακή κρίση που έχει προκύψει επηρεάζει ολόκληρη την Ευρώπη. Η εμπλοκή της Κίνας, αν και έμμεσο επίπεδο, περιπλέκει περισσότερο στην κατάσταση, καθώς το Πεκίνο παρακολουθεί στενά την εξέλιξη της σύγκρουσης, με το βλέμμα στραμμένο στη δική του στρατηγική για την Ταϊβάν.
Σε κάθε περίπτωση, η ενεργειακή κρίση και η επιδείνωση της επισιτιστικής ασφάλειας σε πολλές χώρες θα συνεχίσουν να αποτελούν «παράπλευρες απώλειες» του πολέμου, οι οποίες οδηγούν σε κοινωνικές και πολιτικές αναταράξεις σε παγκόσμια κλίμακα.