Απόψεις|24.12.2024 07:55

Από τη jumbo αστραφτερή εικονική πραγματικότητα στην σκοτεινή και θλιβερή αλήθεια των Χριστουγέννων

Νίκος Τζιανίδης

Όσα Χριστούγεννα κι αν φύγουν, όσες jumbo* σακούλες και να χρειαστούν για να γεμίσουμε των καιρών τις αναμνήσεις από την άγια τούτη μέρα της υπερκατανάλωσης (φαγητού, αλκοόλ, χρήματος), πάντα δυο σακιά ασήκωτα θα μένουν στου χρόνου τα σκονισμένα σκοτεινά: το ένα, η εκδημία της μητέρας μου μια τέτοια μέρα και το άλλο η ιστορία που άκουσα ένα βράδυ σ’ ένα στολισμένο-πάμφωτο μπαλκόνι, πλημμυρισμένο γιορτή, από τον βετεράνο δημοσιογράφο Κώστα Παπαπέτρου, που γιορτή για 'κείνον ήταν το λειτούργημά του…

«Ήταν παραμονές Χριστουγέννων- έλεγε και τα μάτια του αγρίευαν- όταν με τηλεοπτικό συνεργείο επισκέφτηκα το Νέο Αργύρι, χωριό της Νότιας Πίνδου. Βγαίνοντας, μεσ’ το ψιλόχιονο, για ρεπορτάζ, από την πρωινή ομίχλη, σαν μπροστάρης περιπόλου μάχης, ξεπρόβαλε ένας ψηλός, ευθυτενής γέροντας- κοντά στα 70 θα ‘ταν- βοσκός, σηκώνοντας χιονισμένα χρόνια στη βαριά κάπα του.
-Ε, γέροντα, του φώναξα, πώς θα περάσεις τα Χριστούγεννα;
Ο βοσκός κοντοστάθηκε, σκέφτηκε λίγο κι έπειτα αποκρίθηκε κοφτά, με κουβέντα που πιο πολύ σαν τουφεκιά ακούστηκε κι αντήχησε στο βουνό: «Μόνος»!
«Μόνος με τη γριά μου», απόσωσε… Και η ερώτηση- τι ήταν να την κάνω- ήρθε αφελής κι ερεθιστική: Παιδιά δεν έχεις;
Κι ακούστηκε δεύτερη τουφεκιά από τη δίκαννη ψυχή του: “Οκτώ”!
Και μετά τους κρότους, σαν την ηχώ που κατακλύζει τον αέρα, η φωνή του γέροντα με αντάριασε: “Ακόμα και οι λύκοι τέτοιες βραδιές έχουν πλάι τους τα παιδιά τους· εμείς μόνοι!”… Κι έπειτα γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε στην ομίχλη. Μοναδικό διακριτικό που απόμεινε στο χιόνι ήταν το πάτημα της μοναξιάς του.

»Ρώτησα, έμαθα το όνομά του και λίγες μέρες μετά αναζήτησα τα παιδιά του· ένα βρήκα. Πήρα το τηλεοπτικό συνεργείο και χτυπήσαμε τις πόρτες τους.
-Κάνουμε μια εκπομπή για το πώς περάσατε τα Χριστούγεννα, είπαμε κι οι πόρτες άνοιξαν διάπλατα.
“Με τους φίλους μας περάσαμε, γιορτινά κι ωραία. Κοσμικά. Τραγουδήσαμε, ήπιαμε, φάγαμε. Τι άλλο;”…
-Γονείς έχετε;
-“… Οι γονείς, στον δικό τους κόσμο, ευτυχισμένοι κι αυτοί…”!

Η μονταζιέρα της ζωής έπαιζε το παιχνίδι της: στο ένα καρέ η εικόνα του γέροντα με τις χιονισμένες πλάτες να λέει με παράπονο: “Ακόμα και οι λύκοι τέτοιες βραδιές….” και στο άλλο την κόρη του: “Με τους φίλους μας περάσαμε, γιορτινά κι ωραία”…
Τέτοιες μέρες η μοναξιά και η κατάρα μοιάζουν δίδυμες. Κι όσο γεμίζουν οι jumbo σακούλες μας με ευτυχία και υπερκατανάλωση τόσο αδειάζει η ψυχή μας...
Μοναχοπαίδια του ανείπωτου, αλλοιώσαμε τα πάντα με τη χημική αντίδραση που ολοένα μας καταπίνει: την αδιαφορία!
Οι δικοί μας άνθρωποι, οι γέροντες μας, αποζητούν μια αγκαλιά. Κι εμείς, δεν ξεγελιόμαστε ποτέ- παιδιά της πολύβουης πόλης, της λάμψης και της jumbo διασκέδασης- δεν ξεγελιόμαστε να τους πάρουμε αγκαλιά· θα τυλιχτούν άγρια γύρω από τον λαιμό των δώρων μας· θα μας πνίξουν…

Η μοναξιά έχει την όψη των αστέγων που κοιμούνται σε χαρτόνια· το χρώμα των εργατών της γης που ξυπνούν με φυτοφάρμακα, κοιμούνται με φυτοφάρμακα· τη μυρωδιά των σκοραμίδων των νοσοκομείων πλάι στις ετοιμόρροπες ψυχές των σιωπηλών δωματίων· τον ήχο της αγωνίας από την τρικυμία της μάνας μεσοπέλαγα που άβουλη κοιτά το παιδί της να πνίγεται. Κι όλες οι αισθήσεις αυτές, δεν έχουν καθόλου από τη γεύση των Χριστουγέννων που μας ταΐζουν· λάθος!

Εμείς στον περίλαμπρο κόσμο μας… Μέχρι να γεράσουμε· και φορτωμένοι νοτισμένους χρόνους θα ξημερώσουν κάποια σκοτεινά Χριστούγεννα που αυτά θα μας πνίξουν με δάκρια μετάνοιας. Θα ξυπνήσουμε- σκέλεθρα του χειμώνα- ανήσυχοι γιατί θα το ‘χουμε καταλάβει πια: δαρμένοι από τις μπόρες σαν αμμουδιά η ζωή μας και χαμένοι από τον τζόγο σαν χαρτοπαίκτες δεν έχουμε άλλη αγκαλιά εξόν απ’ τη δική μας… Πού πια ψυχή για Γιορτές; Τώρα μάταιοι, πένθιμοι αναστοχασμοί κι απ’ έξω οι λύκοι να καρτερούν… με τα παιδιά τους!

jumbo: άνθρωπος, ζώο ή πράγμα μεγάλου μεγέθους, όρος υιοθετημένος και από την εταιρία κατασκευής αεροσκαφών Boeing (Boeing 747 jumbo jet)... 




ειδήσεις τώραμοναξιάΧριστούγεννα