Απόψεις|26.04.2019 15:01

Στην κόψη

Ελευθερία Αρλαπάνου

Τα οικονοµικά µιας χώρας δεν πρέπει και δεν µπορεί εκ των πραγµάτων να αντιµετωπίζονται ως ο ισολογισµός µιας ανώνυµης εταιρείας εισηγµένης στα χρηµατιστήρια. Σε αντίθεση µε τις επιχειρήσεις και τις χρηµατιστηριακές αναλύσεις, οι χώρες αποτελούνται από κοινωνίες που ως ζωντανοί οργανισµοί έχουν ανάγκες µακράν διαφορετικές και πιο σύνθετες από εκείνες µιας εταιρείας, µεγάλης ή µικρής.

Είναι δε προφανές πως όταν κάποιος έχει να κάνει µε µια χώρα και µε µια κοινωνία όπως είναι η ελληνική, που πραγµατοποίησε µια δηµοσιονοµική προσαρµογή-µαµούθ σε χρόνο εξπρές, προκειµένου να καλύψει και τις πολιτικές αδυναµίες ισχυρών κρατών-µελών στην Ευρωζώνη, είναι µονόδροµος η ανάγκη να ανακτηθούν γρήγορα τα χαµένα εισοδήµατα εκατοµµυρίων Ελλήνων στα χρόνια της κρίσης.

Αυτό είναι σαφές και το επιδιώκουν όλες οι πολιτικές δυνάµεις και τα κόµµατα εξουσίας στη χώρα. Το µεγάλο στοίχηµα είναι πώς επιτυγχάνεται αυτό µε τρόπο που να είναι διατηρήσιµος, που να µη δίνει λάθος µηνύµατα στις αγορές και που προπάντων µπορεί να δηµιουργήσει τις συνθήκες επιχειρηµατικής ανάπτυξης στη χώρα που θα θωρακίσουν τις υφιστάµενες θέσεις εργασίας και θα δηµιουργήσουν και νέες.

Πρόκειται για στοίχηµα που µπορεί κανείς να το προσεγγίσει από διαφορετικές οδούς, ανάλογα µε την ιδεολογική του προοπτική, ιδεοληψία ή πολιτική επιλογή. Εδώ που είµαστε όµως, οι όποιες αποφάσεις έχουν πολύ µεγάλη σηµασία καθώς δεν υπάρχει ούτε η πολυτέλεια, ούτε ο χρόνος, ούτε και οι αντοχές για σφάλµατα και πισωγυρίσµατα.

Η λεπτή ισορροπία που έχει επιτύχει η ελληνική οικονοµία χρειάζεται διαρκή τροφοδοσία θετικών ειδήσεων, φιλικών προς τις αγορές, για να συνεχίσουν να πέφτουν τα επιτόκια και να δανείζονται φθηνά το ελληνικό ∆ηµόσιο και οι ελληνικές επιχειρήσεις, χρειάζεται επαρκή ροή επενδύσεων και ειδικά ξένων άµεσων επενδύσεων, και χρειάζεται και έξυπνη διαχείριση των βαθµών οικονοµικής ελευθερίας που ανακτούµε µετά την έξοδο από τα µνηµόνια.

Τι σηµαίνει αυτό; Λύσεις και παρεµβάσεις που θα κάνουν το ένα ευρώ που δίνει το κράτος τρία, πέντε και δέκα ευρώ. Μόνο έτσι θα µπορέσει να στηριχθεί ουσιαστικά και µε µόνιµο τρόπο το πραγµατικά αδύναµο κοµµάτι της κοινωνίας αλλά και να µην πάνε στράφι θυσίες τόσων χρόνων.

Και επειδή ο χρόνος των αποφάσεων πλησιάζει για τις παροχές, ας ελπίσουµε για το καλύτερο