Απόψεις|12.05.2019 15:05

Γιάννης Ιωάννου, η κληρονοµιά

Newsroom

του Νίκου Ξυδάκη

Πήγαινα να βρω τον Αλτάν, στην έκθεση γελοιογραφίας στο Σύνταγµα, απευθείας από το αεροδρόµιο, υπακούοντας στα SMS του Σπύρου. Κι έπεσα στον Γιάννη. Είχα να τον δω καιρό – ο Ιωάννου δεν ήταν της πολλής συνάφειας. Αδυνατισµένος, η αρρώστια είχε κουράσει το θηρίο, τον ψηλό, ευσταλή, ήρεµο Γιάννη. Ξεχύθηκε µόνη της η χαρά που τον έβλεπα, κάποια στιγµή άκουσα τον εαυτό µου κατάπληκτο να τον αποκαλεί «αγάπη µου». Ηταν υπερβολή; Οχι, ευτυχώς που είπα αυτό που ένιωθα και του άξιζε: την εκτίµηση, τον θαυµασµό, την αγάπη εντέλει, για τον καλλιτέχνη και τον άνθρωπο που είχα την τύχη να γνωρίσω από τον καιρό που δούλευα στην ένδοξη «Βαβέλ» και την «Πρώτη».

Υστερα πήγαµε για τσάι και απεριτίφ, µε τον Αλτάν, τη Νίκη, τον Σπύρο και τον Γιάννη, στη Στοά Μπολάνη, προτού καταλήξουν στο δείπνο των καλλιτεχνών της έκθεσης. Μιλούσε γαλλικά στον Βενετσιάνο οµότεχνο. Εκεί του µετέφερα τα λόγια του κοινού φίλου Αλέξη, πολιτικού συντάκτη τα χρόνια της «Πρώτης», πόσο οξυδερκή και θαρραλέο αναλυτή τον θεωρούσε – και το συµµεριζόµουν. Χαµογέλασε αχνά: «Υπερβάλλετε...». Κάθε έπαινος του αξίζει, κι ευτυχώς έλαβε πολλούς εν ζωή, και από τον δήµο και από τους σοφιστές.

Τι να πρωτοπείς; Για την προσωπική ακεραιότητα, το πολιτικό θάρρος και την πολιτική οξύνοια, την καλλιτεχνική µετουσίωση του ευτελούς και τετριµµένου, τον ανελέητο φωτισµό του εξουσιαστή και του φαύλου, την πλούσια τονικότητα των κρίσεων και των περιγραφών; Ας αρκεστούµε σε αυτό: ο Ιωάννου ήταν από τους πιο εµπνευσµένους και επιδραστικούς αφηγητές της Ελλάδας, τα τελευταία σαράντα χρόνια. Αφηγήθηκε τις ζωές µας. Μας έδειξε προς τα πού να κοιτάµε, τι να ψάχνουµε κάτω από τη φόδρα του προφανούς, πώς να µη βολευόµαστε στα στερεότυπα και τους χυλούς του µέσου όρου, να αντιµετωπίζουµε τα δύσκολα ερωτήµατα, να µην ισοπεδώνουµε άδικα, τεµπέλικα, αλλά και να παίρνουµε θέση. Ζωγράφισε τους ισχυρούς σαν χατζηαβάτες, έδειξε τους ταπεινούς σαν θυµόσοφους, εντόπιζε τις ποταπές έξεις και τις ρητορείες, χαστούκιζε την υποκρισία και τους πονηρούς φαιοφορούντες, αλλά ποτέ δεν πρόσβαλλε προσωπικές ζωές.

Μια ζωντανή, ριψοκίνδυνη, καθηµερινή διαλεκτική ήταν η δουλειά του, διαλεκτική της ισχύος, της κυριαρχίας, της βιοπολιτικής, του αληθούς, του προφανούς και του υποδηλούµενου. Η σειρά του «Τρίτου ∆ρόµου» ιδίως, αλλά και ο «Ευρωπαίος», το «Θαύµα», το «Τέλος εποχής», είναι τα πολύτροπα χρονικά της Μεταπολίτευσης, πολιτικά, κοινωνικά, ανθρωπολογικά.

∆ηλαδή χρονικά ζωής όλων όσοι ενηλικιώθηκαν και µεγάλωσαν αυτά τα σαράντα χρόνια. Οι ιστορικοί τέχνης θα εξετάσουν την εξέλιξη της γραφής του· εγώ µπορώ να πω πως µε τα χρόνια γινόταν όλο και πιο αφαιρετικός, λιτός, µινιµαλιστής, όλο και πιο εκφραστικός και ουσιώδης, και στο τέλος λυρικός. Η εκδηµία του, τρία χρόνια µετά τον άλλο µεγάλο Γιάννη, τον παθιασµένο ροµαντικό Καλαϊτζή, βρίσκει την Ελλάδα σε µεταίχµιο. ∆εν υπάρχουν σκιτσογράφοι και κοµίστες σαν αυτούς, δεν υπάρχουν εφηµερίδες και περιοδικά σαν αυτά που τους φιλοξένησαν, δεν υπάρχει δηµοσιογραφία σαν αυτή που υπηρέτησαν. Κάτι άλλο, κάποιοι άλλοι, θα πάρουν τη θέση τους· ελπίζω αντάξιο ή τουλάχιστον αναλόγως λυσιτελές, να εκφράζει τον καιρό, να εκφράζει τους ανθρώπους, να βγάζει γλώσσα στην εξουσία, να δείχνει τους γυµνούς γυµνούς, να διαµορφώνει και να εκπαιδεύει, να παρηγορεί. Αµµες δε γ’ εσόµεθα πολλώ κάρρονες: Ας είναι αυτή η κληρονοµιά του Γιάννη Ιωάννου.

Ο Νίκος Ξυδάκης είναι κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην υπουργός

Γιάννης Ιωάννου