Απόψεις|02.04.2020 18:24

Η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισµός

Γιώργος Κουλούρης

Το φαινόµενο της φτώχειας απασχολούσε κυρίως τη διεθνή κοινότητα έχοντας στον πυρήνα του τις αναπτυσσόµενες χώρες, όµως από το 2008 και το ξέσπασµα της οικονοµικής κρίσης έχει επηρεάσει δραστικά το επίπεδο διαβίωσης και στην ΕΕ. Τα µέτρα λιτότητας και η κάµψη της οικονοµικής δραστηριότητας την περίοδο της οικονοµικής ύφεσης επιδείνωσαν την κατάσταση, µε αποτέλεσµα να απασχολεί ιδιαίτερα το φαινόµενο της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισµού.

Χαρακτηριστικό είναι ότι ο κίνδυνος φτώχειας αφορούσε 78 εκατ. πολίτες πριν από την κρίση, ενώ το 2017 ο αριθµός αυτός ανέρχεται στα 118,7 εκατ., ήτοι 1/4 πολίτες, ενώ η ανεργία από το 7%, πλέον σε φθίνουσα πορεία, βρίσκεται στο 9%.

Εν αντιθέσει µε την ακραία φτώχεια στον αναπτυσσόµενο Νότο, στην ΕΕ εξετάζεται η σχετική φτώχεια στο πλαίσιο του βιοτικού επιπέδου της εκάστοτε κοινωνίας, µε τον δείκτη AROPE (At Risk of Poverty or Social Exclusion) να είναι το βασικό εργαλείο αξιολόγησης της φτώχειας. Οι χώρες που αντιµετωπίζουν τα µεγαλύτερα προβλήµατα βρίσκονται στον ευρωπαϊκό Νότο, στη Βαλτική και στις βαλκανικές χώρες, µε την κατηγορία των νέων ανθρώπων να επωµίζεται το µεγαλύτερο βάρος. Εξίσου σηµαντική είναι και η έννοια του κοινωνικού αποκλεισµού που εισήχθη στην ΕΕ στα µέσα της δεκαετίας του ’80 από τον Ζακ Ντελόρ και αφορά τη σχέση του ατόµου µε την υπόλοιπη κοινωνία.

Ο κοινωνικός αποκλεισµός αποτελεί µια ευρύτερη έννοια από τη φτώχεια, λειτουργώντας ως συνέπειά της, ενώ είναι σε άµεση συνάρτηση µε την απασχόληση. Το 22,4% του πληθυσµού βρίσκεται σε κατάσταση φτώχειας, µε την πλειονότητα να είναι σε αγροτικές ή αποµακρυσµένες περιοχές. Από την κρίση και µετά 14 χώρες βρίσκονται σε δυσµενέστερη θέση από αυτή του 2008, µε την Ελλάδα να βρίσκεται στην 3η θέση, καθώς από το 28,1% πλέον το 36% του πληθυσµού µαστίζεται από τον κίνδυνο της φτώχειας. Οι χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά βρίσκονται σε καλύτερη θέση, κάτω από τον µέσο όρο της ΕΕ, µε αποτέλεσµα να διευρύνεται το χάσµα µεταξύ Βορρά και Νότου.

Ο δείκτης AROPE λαµβάνει υπόψη τρεις διαστάσεις, το εισόδηµα, την εργασιακή συχνότητα και την υλική στέρηση, δίνοντας µια συνολική εκτίµηση της φτώχειας στην ΕΕ. Η εισοδηµατική διάσταση έχει ως κατώτατο κριτήριο το 60% του εθνικού διάµεσου ισοδύναµου εισοδήµατος, αφαιρώντας τις κοινωνικές µεταβιβάσεις. Στον συνολικό πληθυσµό της ΕΕ το 17,3% βρίσκεται κάτω από το συγκεκριµένο όριο. Οι υψηλότεροι δείκτες εισοδηµατικής φτώχειας καταγράφονται στον ευρωπαϊκό Νότο, µε την Ελλάδα να έχει το 21,3% του πληθυσµού της κάτω από τον ευρωπαϊκό µέσο όρο, ενώ συνολικά αφορά 86,7 εκατ. πολίτες της ΕΕ.

∆εύτερη διάσταση είναι η υλική στέρηση που εξετάζει 9 µεταβλητές, όπως η αδυναµία να πληρωθούν εγκαίρως οι λογαριασµοί, να διατηρηθεί το σπίτι ζεστό, να αντιµετωπιστούν απροσδόκητα έξοδα, να φάνε ψάρι, κρέας, λαχανικά κάθε δεύτερη µέρα, να πάνε διακοπές µία εβδοµάδα µακριά από το σπίτι, να έχουν ένα αυτοκίνητο, ένα πλυντήριο, µια έγχρωµη τηλεόραση, ένα τηλέφωνο, συµπεριλαµβανοµένου του κινητού. Σε δυσµενή θέση είναι όσοι βρίσκονται σε τουλάχιστον τρεις από αυτές τις κατηγορίες. Το 9% του πληθυσµού της ΕΕ, περίπου 40,3 εκατ., βιώνει αυτή την κατάσταση που σηµαίνει ότι έχουν περιορισµένες συνθήκες διαβίωσης λόγω έλλειψης οικονοµικών πόρων.

Η Ελλάδα βρίσκεται αρκετά πάνω από τον µέσο όρο µε 21,5%, ενώ Γαλλία, Αυστρία, Σουηδία καταγράφουν τα χαµηλότερα ποσοστά. Η τρίτη διάσταση του AROPE αφορά την εργασιακή συχνότητα των δυνητικά εργαζόµενων κατοίκων στην ΕΕ και σχετίζεται µε τα νοικοκυριά τα µέλη των οποίων εργάζονται λιγότερο από το 20% του ετήσιου χρόνου. Οι ηλικίες που αφορούν ιδιαίτερα τη συγκεκριµένη διάσταση είναι 18 έως 64 ετών. To ποσοστό του πληθυσµού έχει αυξηθεί από το 8% το 2008 στο 11% το 2015, ενώ το 16% ξεπερνούν Ισπανία και Ελλάδα.

λιτότητα