Απόψεις|30.07.2019 14:34

Οι Κροίσοι της Μυκόνου και οι κρίσεις των δήθεν πνευματικών ηγετών του διαδικτύου

Νίκος Τζιανίδης

Θυμώνεις με όσα ακούς κι όσα διαβάζεις. 

Ξαπλωμένος στην αναπαυτική πολυθρόνα απολαμβάνεις καλοκαίρι και τα μάτια σου στάζουν αρμύρα. Η θάλασσα μπροστά χαλί που αλλάζει χρώματα και διαθέσεις. Μια ασπρίζει μια γίνεται μπλε, μια ανταριάζει και μια γαληνεύει, μια πίσω, μια μπροστά… Σαν τα νομοσχέδια που ακολουθούν το ένα τ’ άλλο…

Σαν την καθημερινότητά μας ένα πράγμα που’ έρχεται αφρίζοντάς από τα sites, που μπαίνει σαν αέρας από τα τηλεοπτικά παράθυρα, που χύνεται σαν καυτός καφές πρωινός από τα πρωτοσέλιδα των (ακόμη σοβαρών) εφημερίδων. Θα γίνει άρση βουλευτικής ασυλίας του Πολάκη ή όχι; Τι θα φέρει η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου; Πόση θα είναι η μείωση του ΕΝΦΙΑ;  Καύσωνας στη Γροιλανδία και δροσιές στη Γαύδο. Η Ελλάδα που κουράστηκε να επιμένει και απλά υπομένει!

Κι από την άλλη οι «σοφοί» της δημόσιας ζωής μας σερφάρουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης  φωνάζοντάς καθημερινά τις σκέψεις τους,  προσπαθώντας απεγνωσμένα να αποδείξουν την αειθαλή φύση τους, αγνοώντας τον φυλλοβόλο χρόνο. Τα χρόνια που όργωσαν το νου σε κάποιους ή κάποιες μπορεί να μην καθρεφτίζονται στο πρόσωπο, παραμένουν όμως «εντός» κι αροτριούν· κι αν δεν το καταλάβεις για να σπείρεις εμπειρία και να θερίσεις σοφία, αυλάκια άγονα μένουν, που βαθαίνουν και με την πρώτη νεροποντή έπαρσης και φιλαρέσκειας,  παρασέρνουν τους αλόγιστους σε καταγέλαστους άγονους κάμπους παλιμπαίδισμου...

Και πίσω από τους  διαδικτυακούς πνευματικούς ηγέτες των καιρών μας, οι «ακόλουθοι» πιστοί που επιβραβεύουν ή χλευάζουν, ό,τι μπορούν να διαβάσουν και να καταλάβουν. Κι όλα τούτα μαζί υφαίνουν έναν κοινωνικό συνεκτικό ιστό ευαίσθητο, που δίχως αντίσταση διαρρηγνύεται από το πρώτο καιροσκόπο μελτέμι, που υπόσχεται θαύματα μέχρι να εισβάλει και να καταλάβει εξουσίες και αξιώματα.

Από την άλλη τα ντους χρυσής σαμπάνιας διασκεδαστών των «Κροίσων», μας πνίγουν αλλά περνούν πλέον σχεδόν ασχολίαστα. Οι αγωνιούντες για τον ΕΝΦΙΑ έπαψαν πια να οργίζονται με υπερβολές και φιλήδονες απολαύσεις άλλων, που κάποτε και οι ίδιοι απολάμβαναν. Το ‘χουμε ως λαός σε βαθμό υπερθετικό: αυτοσαρκαζόμαστε!

Πόσος αυτοσαρκασμός όμως να εξορκίσει τα φαντάσματα που μας φοβίζουν; Για πόσο ακόμη, ακόλουθοι σε ανακόλουθος ταγούς;

Διαδίκτυοκαλοκαίρι