Απόψεις|11.08.2019 11:15

Πρώτος γύρος αντιπαράθεσης: Κολυμπώντας στα βαθιά

Χρήστος Μαχαίρας

Αν και πολλοί αντιμετώπισαν τις κοινοβουλευτικές αντιπαραθέσεις της περασμένης εβδομάδας όπως τα «φιλικά» του καλοκαιριού, όπου οι ομάδες τεστάρουν το ρόστερ και προετοιμάζονται για τα «επίσημα», αυτό που πράγματι συνέβη στη Βουλή δεν είχε σχέση με προπόνηση. Το αντίθετο. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση επιχείρησαν να βρουν τα πατήματά τους, παίζοντας ντάλα καλοκαίρι ένα «κανονικό» πρώτο ημίχρονο με την πόλωση να σηκώνεται για πρώτη φορά από τον πάγκο, γνωρίζοντας ότι στο δεύτερο ημίχρονο τα πράγματα θα είναι ακόμα πιο έντονα και πιεστικά.

Η ρεβάνς

Τι  μάθαμε, όμως, από αυτά τα πρώτα σαρανταπέντε λεπτά; Η κοινή αίσθηση είναι ότι η Νέα Δημοκρατία δεν μπήκε στο παιχνίδι μόνο «διαβασμένη», αλλά διατεθειμένη να καλύψει μέσα σε τριάντα όλες κι όλες μέρες μία γκάμα πολιτικών που εκτείνονται από τις αλλαγές στο κράτος και φτάνουν μέχρι την υλοποίηση δεσμεύσεων εμβληματικού για τον συντηρητικό χώρο χαρακτήρα, όπως η κατάργηση του ασύλου και η παράκαμψη της απλής αναλογικής στην τοπική αυτοδιοίκηση.

Θα μπορούσε να είχε προωθήσει περισσότερα ή και λιγότερα – το βέβαιο είναι, ωστόσο, ότι με όσα προωθεί δίνει από την αρχή σαφές πολιτικό και ιδεολογικό στίγμα στη διακυβέρνησή της. Μπορεί ο φιλικός προς την κυβέρνηση Τύπος να εμφανίζει το μπαράζ νομοσχεδίων ως επικράτηση της τεχνοκρατίας έναντι των ιδεολογικών αγκυλώσεων ή να χειροκροτεί την αξιοποίηση στελεχών του μεσαίου χώρου και της κεντροαριστεράς, αυτό ωστόσο καθόλου δεν σημαίνει ότι το προφίλ των κυβερνητικών δράσεων είναι ουδέτερο, κεντρώο ή τεχνοκρατικό.Αντιθέτως, το νομοσχέδιο για το επιτελικό κράτος, η έκταση και το κοινωνικό προφίλ των φοροελαφρύνσεων, η προαναγγελία εκδήλωσης πολιτικών πυγμής και η επιδιωκόμενη «αποσυμφόρηση» των πανεπιστημίων συγκροτούν μια συμπαγή ατζέντα, μέσω της οποίας η συντηρητική παράταξη και ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχειρούν να πάρουν πολιτική, ιδεολογική και αξιακή ρεβάνς από το χώρο της Αριστεράς και της κεντροαριστεράς.

Μετασχηματισμός

Στην άλλη πλευρά του λόφου, ο ΣΥΡΙΖΑ δοκιμάζει να συνδυάσει ένα νέο γι αυτόν μοντέλο αντιπολίτευσης, που εστιάζει περισσότερο στις προγραμματικές αντιπαραθέσεις και λιγότερο στις αντανακλαστικές αντιδράσεις, με τη διαδικασία μετεξέλιξής του σε κόμμα – κορμό της προοδευτικής παράταξης. Πρόκειται για μια δίδυμη ουσιαστικά προσπάθεια μετασχηματισμού, που υπακούει στην ανάγκη να συναντήσει ο κομματικός ΣΥΡΙΖΑ τον κοινωνικό, στο πλαίσιο νέων ίσως ρητορικών, αλλά στη βάση ιστορικών διαιρέσεων, όπως είναι η τομή Αριστεράς – Δεξιάς και η διαχωριστική γραμμή πρόοδου  -συντήρησης.

Υπό αυτή την έννοια, μικρή σχέση έχουν με την πραγματικότητα, αλλά και με όσα επίκειται να συμβούν, οι προσεγγίσεις που θέλουν τον Αλέξη Τσίπρα να οδηγεί τον ΣΥΡΙΖΑ και την Προοδευτική Συμμαχία στη γη του κέντρου, εγκαταλείποντας το χώρο της Αριστεράς σε παλιούς ή σε νέους μνηστήρες, όπως το ΚΚΕ ή το κόμμα Βαρουφάκη.

Το ίδιο το εκλογικό αποτέλεσμα δείχνει, άλλωστε, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ δεν έχει κανένα λόγο να «πασοκοποιηθεί», έχει πολλούς λόγους να ρυμουλκήσει τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, επιχειρώντας να κάνει στην Ελλάδα από τα αριστερά ό, τι επιχειρούν να κάνουν σε επίπεδο συνεργασιών οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές από το κέντρο: να φέρει κοντά, δηλαδή, την ευρωπαϊκή Αριστερά, τους σοσιαλιστές και τους οικολόγους.

Παιχνίδι κέντρου

Στο σκηνικό που διαμορφώνεται και με την πίεση του διπολισμού να εντείνεται, το Κίνημα Αλλαγής εκπαιδεύεται να κολυμπά στα αχαρτογράφητα νερά της διπλής γραμμής που επέλεξε, άλλοτε στηρίζοντας κι άλλοτε καταψηφίζοντας τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες. Το αν καταφέρει να επιπλεύσει δεν εξαρτάται μόνο από το ίδιο. Όσο οι δύο μονομάχοι κλίνουν προς το κέντρο, ο χώρος στενεύει – όσο η ΝΔ επιστρέφει στη γη των συντηρητικών καταβολών της, το ΚΙΝΑΛ δείχνει να αναπνέει - αν και η προοπτική σύμπλευσης με τον ΣΥΡΙΖΑ έστω και στα επιμέρους εντείνει τις ανασφάλειες και ενισχύει τις φοβίες.

ΣΥΡΙΖΑΝέα Δημοκρατία