Απόψεις|01.10.2019 19:08

Αποτεφρωτήριο: Όταν πεθάνω… κάψτε με σε μια γωνιά μονάχο!

Νίκος Τζιανίδης

Λίγες μέρες πριν αφήσει τη στερνή πνοή του ο πατέρας μου, με έπιασε από το κεφάλι προσπάθησε να σηκώσει το δικό για να μου μιλήσει σιγανά στο αφτί κι όταν μετά από πολύ κόπο και ιδρώτα το κατάφερε μου ψιθύρισε: «Θέλω να με κάψετε, αλλά… αλλά πού να τρέχετε βρε παιδί μου στη Βουλγαρία, έ;». Τον χτύπησα στον ώμο και για να ελαφρύνω το συγκινησιακό φόρτο των λόγων του, του αποκρίθηκα: «Να σε κάψουμε στην ψησταριά του Γιώργου, πλάι στα κοκορέτσια…»

Γέλασε και ξαναγύρισε στις βαθιές σκέψεις του και στην προετοιμασία για το ταξίδι στο άγνωστο.

«Έφυγε» λίγες μέρες μετρά. Δεν τον κάψαμε! Τον θάψαμε στο κοιμητήριο της περιοχής μας· του φορτώσαμε πάνω του, ένα βαρύ λευκό μάρμαρο για να μην βγει και μας κυνηγήσει που δεν του ικανοποιήσαμε την τελευταία επιθυμία και επιστρέψαμε στις ζωές μας. Ήθελε να τον κάψουμε! Δεν το κάναμε κι ακόμα με καίει η ανεκπλήρωτη επιθυμία του.

Ο πατέρας μου κατοικούσε πλάι σε κοιμητήριο κι όλη μέρα, παιδί, έπαιζε ανάμεσα στα μνήματα και στις οιμωγές των τεθλιμμένων. Θυμάμαι τις διηγήσεις του και συμπληρώνω ένα ένα τα κομμάτια από τις σκέψεις που τον οδήγησαν στο αποτεφρωτήριο, έστω και σαν επιθυμία.

«Με τα κόκκαλα παίζαμε όλη μέρα. Έπρεπε να δεις τις εικόνες των συγγενών που περίμεναν την εκταφή του δικού τους ανθρώπου. Πιο νεκροί κι απ’ τους νεκρούς! Και μετά τι; Σ’ ένα κουτί και σ’ ένα ράφι και μετά λησμονιά και κάθε Μεγάλη Παρασκευή να ‘ρχονται να ψέλνουν τα κόκκαλα και να τα ραίνουν με κρασί. Αβάσταχτος πόνος! Ενώ σε καίνε, παίρνεις τη στάχτη την ρίχνεις στη θάλασσα και αδειάζεις την ψυχή σου»… Έτσι μου ‘λεγε.

Κι ήταν κι άλλα, που δεν έλεγε: Τα παζάρια για τα μνήματα. Η ματαιοδοξία για τα μάρμαρα. «Γρανίτη μαύρο για τον μπαμπά…». Το άναμμα των καντηλιών στην αρχή από τους οικείους κι έπειτα από τις εταιρίες που εκμεταλλεύονται τα νεκροταφεία.  

«Θα σας βάζουμε και φρέσκα λουλούδια κάθε μέρα, θα σας πλένουμε και τον τάφο θα σας θυμιατίζουμε και άπαξ της εβδομάδας, 30 ευρώ»! Και τα τρισάγια πού τα πας; Μαύρο χρήμα στους ιερείς για την ανάπαυση της ψυχής του αποθανόντος. Και έρχεται η ώρα της εκταφής. Και καλά να έχει λιώσει ο νεκρός. Αν δεν, άλλα χρήματα για χρόνο στο χώμα και τέλος στο χωνευτήρι ή σε κουτί. Ποια η διαφορά με την καύση; Το κουτί το παίρνεις από τη αρχή! Γλυτώνεις όλη αυτή την ψυχοφθόρο διαδικασία κι όλο το πάρε δώσε με τους σκληρούς εμπόρους του θανάτου και της θλίψης.

«Οίκοι ἐμπορίου» τα μεγάλα κοιμητήρια, και οίκοι Φαρισαίων αδίστακτων, που πλουτίζουν ακουμπώντας στον ώμο και τις τσέπες των ζωντανών, που αποχαιρετούν τους νεκρούς τους.

Στη Ριτσώνα θα λειτουργήσει άμεσα το αποτεφρωτήριο. Κλάμα στα νεκροταφεία, κι αυτή τη φορά όχι μοναχά από τους τεθλιμμένους συγγενείς, αλλά κι από τους επιχειρηματίες της απώλειας και της οδύνης!

αποτέφρωσηαποτεφρωτήριοκοιμητήριο