Απόψεις|24.11.2018 17:15

Καθαρίστρια από τον Βόλο: Φταίει η Θέµιδα, φταίµε και εµείς

Κατερίνα Τζαβάρα

Αναµφίβολα η πίεση της κοινής γνώµης λογικά θα οδηγήσει σε αλλαγή της ποινής, στις 28 Νοεµβρίου. Ωστόσο πρέπει να συνυπολογιστούν αρκετές παράµετροι. 

Η πρώτη είναι ότι η γυναίκα αυτή βιοποριζόταν µε αυτήν την πράξη της. ∆εν αισχροκερδούσε, δεν έγινε πλούσια. Εργασία ζητούσε, για τα παιδιά της. Η δεύτερη παράµετρος είναι ότι αυτή η γυναίκα έµεινε στη θέση που πήρε (µε µη νόµιµο τρόπο) επί περίπου δεκαπέντε χρόνια. ∆εν ζήτησε «µετάταξη», δεν ακολούθησε την πεπατηµένη, δεν προσπάθησε να µεταταγεί σε «δουλειά γραφείου», µε ό,τι αυτό θα µπορούσε να σηµαίνει σε ένα χαοτικό ελληνικό ∆ηµόσιο. 

Στην πιθανή αντίρρηση ότι η γυναίκα παρανόµησε, και ότι αυτό που λέει ο νόµος, αυτό εφαρµόστηκε, υπάρχει αµάχητος αντίλογος: Εάν έτσι λαµβάνονται οι αποφάσεις της ∆ικαιοσύνης, αναρωτιέµαι τι νόηµα έχει η ύπαρξη φυσικού δικαστή; Κάλλιστα θα µπορούσαµε να «φορ- 

τώσουµε» όλη τη νοµοθεσία σε µερικούς υπερυπολογιστές και σε κάθε υπόθεση να εισάγουµε απλώς τα στοιχεία της. Μετά το µηχάνηµα θα βρίσκει την οικεία νοµοθεσία και θα προσδιορίζει την αντίστοιχη ποινή. Τι τον θέλουµε τον φυσικό δικαστή; 

Τον θέλουµε ακριβώς για να αξιολογήσει µε την ανθρώπινη διάσταση τις συνθήκες τέλεσης του αδικήµατος. ∆εν ζητεί κανείς αθώωση. Η κοινωνική κατακραυγή προέκυψε από την απόφαση για φυλάκιση της καθαρίστριας. Και αυτή η φυλάκιση «εν ονόµατι του νόµου» αποφασίστηκε σε µια κοινωνία, όπου η ανοµία κυριαρχεί παντού γύρω µας: από την παραβίαση του µονόδροµου από τον µάγκα µοτοσικλετιστή έως τα προφανή αδικήµατα πολιτικών προσώπων, τα οποία απλώς δεν τιµωρούνται λόγω παραγραφής. 

Από την άλλη µεριά, βέβαια, η προσοχή µας δεν µπορεί να εξαντληθεί  

στο πρόσωπο της καθαρίστριας, που µε πλαστογραφία πήρε τη θέση στο ∆ηµόσιο. Πρέπει να επεκταθεί και στο πρόσωπο µιας άλλης γυναίκας, που επέλεξε να τηρήσει τον νόµο, να µην πλαστογραφήσει κανένα πτυχίο της, και ενώ θα έπρεπε να πάρει τη θέση και να είναι εκείνη που θα εργαζόταν, τελικά την έχασε. Αυτή δεν θα τη σκεφτούµε; Αυτή θεωρούµε ότι δεν είχε ανάγκη την εργασία; ∆εν αδικήθηκε; Πώς η κοινωνία θα «απαλύνει» την αδικία στο πρόσωπό της; 

∆εν θα την απαλύνουµε την αδικία, γιατί δεν γνωρίζουµε ποια είναι αυτή η γυναίκα. Απλώς είµαστε βέβαιοι ότι υπάρχει. Και την ώρα που δικαίως φωνάζουµε για την εξοντωτική ποινή στη συγκεκριµένη καθαρίστρια, προσπερνάµε τη γυναίκα που -όπως άλλωστε και όλοι οι νοµιµόφρονες στη χώρα αυτή- διάλεξε να τηρήσει τα νόµιµα. Ε, καλά να πάθει!