Απόψεις|01.11.2019 17:52

Όχι, η εποχή της διπλωματίας των κανονιοφόρων δεν έχει περάσει ανεπιστρεπτί

Γιώργος Σκαφιδάς

Όχι, η εποχή της διπλωματίας των κανονιοφόρων δεν έχει περάσει ανεπιστρεπτί, όπως δήλωσε στις 30 Οκτωβρίου ενώπιον της Διαρκούς Επιτροπής Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών της Βουλής ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, Νίκος Δένδιας, απευθυνόμενος άραγε σε ποιον;

Στην Τουρκία του Ερντογάν που δεν καταλαβαίνει από λόγια; Στη διεθνή κοινότητα που θεωρητικολογεί απρόθυμα κάθε φορά που καλείται να επιβάλει κυρώσεις σε βάρος της Άγκυρας; Στους βουλευτές παρατάξεων που συχνά προσεγγίζουν το εθνικό συμφέρον μέσα από μικροκομματικό πρίσμα; Ή μήπως στον Έλληνα ψηφοφόρο (για να κοιμάται ήσυχος τα βράδια);  

Όχι, η διπλωματία των κανονιοφόρων είναι εδώ, με τα κανονιοφόρα να έχουν απλώς δώσει πια τη θέση τους σε γεωτρύπανα (συνοδευόμενα από κανονιοφόρα), proxy troops, εποίκους και «εργαλειοποιημένες» ροές προσφύγων και μεταναστών. Η διπλωματία των κανονιοφόρων είναι εδώ και παράγει τετελεσμένα από το Αιγαίο (γκρίζες ζώνες de facto αποδεκτές από Ελλάδα και Τουρκία) έως την Κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (παραβιάσεις κυριαρχικών δικαιωμάτων, παράνομες έρευνες και γεωτρήσεις, κατοχή, εποικισμός) και τη Συρία (τουρκική εισβολή, απομάκρυνση Κούρδων, «ζώνη ασφαλείας» στον βορρά).

Όσο για τις μεγαλοστομίες του προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, εκείνες (με όλο το σεβασμό προς την πολιτειακή ηγεσία της χώρας) έχουν καταντήσει πια… ανέκδοτο. «Δεν θα ανεχτούμε τουρκικές παραβιάσεις στην κυπριακή ΑΟΖ», δήλωσε στις 30 Οκτωβρίου από την Αθήνα ο κ. Παυλόπουλος, έχοντας στο πλευρό του τον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκο Αναστασιάδη. Σοβαρά τώρα; Τι θα πει «δεν θα ανεχτούμε» και σε τι ακριβώς χρησιμεύει η συγκεκριμένη φράση όταν στην πράξη ανεχόμαστε. Διότι το «Fatih» βρίσκεται στην κυπριακή ΑΟΖ από τον περασμένο Μάιο και το «Yavuz» από τον περασμένο Ιούλιο. Όσο για το ερευνητικό «Barbaros», εκείνο αλωνίζει στα κυπριακά νερά εδώ και χρόνια...

Εάν θέλει κάποιος να είναι ακριβής, πιο σωστή θα ήταν ίσως η φράση «δεν πρόκειται να αποδεχτούμε εκείνα τα οποία ανεχόμαστε».

Από την άλλη βέβαια, στην πολιτική κάποια πράγματα (τύπου «δεν θα ανεχθούμε») πρέπει να συνεχίζουν να λέγονται ακόμη και αν δεν ισχύουν εν τοις πράγμασι στο βαθμό που θα επιθυμούσαμε. Για να αποστέλλεται έτσι ένα μήνυμα. Για να αρθρώνεται η διαρκής απροθυμία συμμόρφωσης σε έναν πειρατικό τουρκικό αναθεωρητισμό που δείχνει πια να αναπαράγει το «μοντέλο» της κυπριακής διένεξης και σε άλλα μέτωπα εκτός Κύπρου.  

Tο Κυπριακό (Ζήτημα ή Πρόβλημα, διαλέγετε και παίρνετε) αποτέλεσε επί σειρά δεκαετιών μια ξεχωριστή περίπτωση «παγωμένης διένεξης» με πολύ ιδιαίτερα - sui generis - χαρακτηριστικά.

Ωστόσο, 45 χρόνια έπειτα από την τουρκική εισβολή του 1974, «κυπριακού» τύπου διενέξεις εμφανίζονται να ξεφυτρώνουν πια και αλλού, πέρα από τα στενά σύνορα της ιδίας της Κύπρου, διαμορφώνοντας ένα μοτίβο που θα έπρεπε να προβληματίζει.  

Έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί πλέον τα δεδομένα εν έτει 2019, το Κυπριακό παραμένει μεν ζήτημα εισβολής και κατοχής, ένα ζήτημα το οποίο όμως πλέον η κατοχική Τουρκία επιδιώκει ανοιχτά να διασυνδέσει όχι μόνο με το διαμοιρασμό της πολιτικής εξουσίας («πολιτική ισότητα») στο εσωτερικό της Κύπρου ή τη διαιώνιση του αναχρονιστικού καθεστώτος των εγγυήσεων αλλά και με τις εξελίξεις στα ενεργειακά της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ως προς αυτό, ο πρέσβης της Τουρκίας στην Αθήνα, Μπουράκ Οζουγκέργκιν, ήταν σαφής σε βαθμό… προκλητικά εκβιαστικό. «Αν οι Ελληνοκύπριοι δεν συμπεριλάβουν τους Τουρκοκυπρίους στη διαδικασία λήψης αποφάσεων σχετικά με τις πηγές υδρογονανθράκων ή δεν διακόψουν τις σχετικές μονομερείς δραστηριότητές τους, τα πλωτά γεωτρύπανα και ερευνητικά σκάφη μας θα συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους», δήλωσε ο ίδιος στην εφημερίδα «Καθημερινή» και στον συνάδελφο Βασίλη Νέδο, αναφερόμενος στα τουρκικά «πειρατικά» «Yavuz», «Fatih», «Barbaros» και «Oruç Reis». Για να γίνει δε περισσότερο σαφής, ο Τούρκος διπλωμάτης δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει με νόημα ότι η επίλυση του Κυπριακού πρόκειται τελικώς να κριθεί από το «αν οι Ελληνοκύπριοι θα μπορέσουν να αποδεχθούν τον διαμερισμό της πολιτικής ισχύος, καθώς και τους πόρους πάνω και γύρω από το νησί».

Εκβιαστικά σαφής ήταν όμως και ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ως προς τις προϋποθέσεις επίλυσης του Κυπριακού που έθεσε μέσα τις σελίδες του τουρκικού ειδησεογραφικό πρακτορείο Anadolu: εκ περιτροπής προεδρία, τουρκοκυπριακό βέτο στις αποφάσεις, διαιώνιση τουρκικών εγγυήσεων, παραμονή κατοχικών δυνάμεων στο νησί κ.ά. Διερωτάται ωστόσο ευλόγως κανείς με ποια ιδιότητα η Τουρκία τολμά να υπαγορεύει δημόσια απαιτήσεις σε θέματα όχι εγγυήσεων ή ασφαλείας αλλά… εσωτερικής διακυβέρνησης. Μόνο ένας επικυρίαρχος, ένας αποικιοκράτης ή ένας εντολέας της εκάστοτε τουρκοκυπριακής διοίκησης θα μπορούσε να λειτουργεί κατά τέτοιο τρόπο.    

Το Κυπριακό, ωστόσο, ως «πρότυπο» διένεξης, δεν περιορίζεται πια μόνο στο νησί της Αφροδίτης και τα πέριξ αυτού ύδατα. Αντιθέτως, «κυπριακού» τύπου διενέξεις κάνουν πλέον την εμφάνισή τους και αλλού, από τη Συρία και την Υεμένη έως τη Λιβύη.

Ο λόγος για μια σειρά από διενέξεις που χαρακτηρίζονται:

  • από εισβολές εθνικών στρατευμάτων σε εδάφη ξένων χωρών,
  • από δυνάμεις «κατοχής» που παραμένουν εντός των συνόρων ξένων χωρών επί μακρόν έπειτα από την πρώτη αρχική εισβολή,
  • από νέα εσωτερικά «σύνορα» επιβεβλημένα δια της στρατιωτικής ισχύος (σε Συρία, Λιβύη, Υεμένη),
  • από δυνάμεις που λειτουργούν πλέον ως de facto εγγυήτριες της «της ανεξαρτησίας, της εδαφικής ακεραιότητας και της ασφάλειας» στα εδάφη τρίτων (στη βόρεια Συρία), επαναφέροντας στο νου εκείνη τη Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960 και όσα έχουν λάβει χώρα έκτοτε στην Κύπρο,
  • από πληθυσμιακές ομάδες (Τουρκοκύπριοι, Τουρκομάνοι, μουσουλμάνοι κ.ά.) η «ασφάλεια» των οποίων πια εργαλειοποιείται στα χέρια επεκτατικών δυνάμεων (ως πρόφαση για στρατιωτικές επεμβάσεις),
  • αλλά και από πρόσφυγες που επαναπροωθούνται όχι όμως στα μέρη εκείνα από όπου εκτοπίστηκαν αλλά στα μέρη που επιθυμεί η εκάστοτε επαναπροωθούσα δύναμη (προσεχώς και στη βόρεια Συρία με στόχο τη δημογραφική αλλοίωση περιοχών τον πολιτικό έλεγχο των οποίων είχαν μέχρι πρότινος οι Κούρδοι).

Μέσα σε όλα αυτά, ας προσθέσει κανείς και τους ανταγωνισμούς για ενεργειακούς διαδρόμους και σφαίρες επιρροής... 

Οι εξελίξεις σκιαγραφούν ένα μοτίβο θα έπρεπε να μας προβληματίζει, ειδικά από την πλευρά της αναθεωρητικής Τουρκίας. 

Ενδεικτικά ως προς αυτό όσα ανέφερε ο πρώην υφυπουργός Εξωτερικών, Ιωάννης Βαληνάκης, από το βήμα της εκδήλωσης του Κέντρου Διεθνών Στρατηγικών Αναλύσεων (ΚΕΔΙΣΑ) που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 21 Οκτωβρίου με θέμα το Κυπριακό («Κυπριακό: Προκλήσεις και προοπτικές»).

«Μέχρι σήμερα δεν είδαμε να έχει αποτραπεί η Τουρκία από την υλοποίηση των σχεδίων της. Κάθε άλλο… Η Τουρκία έχει ξεφύγει πλέον σε σχέση με το παρελθόν. Δεν μετράει το κόστος που μπορεί να υποστεί. Δεν την νοιάζει. Προχωράει ακάθεκτη και αυτό είναι πάρα πολύ ανησυχητικό για το μέλλον», δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Βαληνάκης.

Ενδεικτικά όσα ανέφερε από το ίδιο βήμα της εκδήλωσης του ΚΕΔΙΣΑ και ο αντιστράτηγος ε.α. Λάμπρος Τζούμης.

«Υπάρχει ένας αναθεωρητισμός της Τουρκίας η οποία δείχνει να αδιαφορεί για τις αντιδράσεις του οποιουδήποτε… Η Τουρκία χρησιμοποιεί το δίκαιο του ισχυρού… Στο συριακό μέτωπο χρησιμοποιεί το σύνολο σχεδόν της πολεμικής της μηχανής σε ό,τι αφορά στα οπλικά της συστήματα. Κάνει όμως και κάτι άλλο. Χρησιμοποιεί δυνάμεις που έχει μεταφέρει από διάφορα σημεία της τουρκικής επικράτειας. Συγκροτεί εκείνη την ώρα τακτικές διοικήσεις τις οποίες στέλνει μέσα στο συριακό μέτωπο και στη συνέχεια τις αλλάζει ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Παίρνει από την ανατολική Θράκη μηχανοκίνητες και τεθωρακισμένες μονάδες γιατί αυτή είναι η αποστολή τους εκεί. Αυτό θα αντιμετώπιζαν σε μια μελλοντική σύγκρουση με την Ελλάδα. Παίρνει ειδικές δυνάμεις από το Αιγαίο, από τη Σμύρνη. Τις χρησιμοποιεί στη Συρία και τις επαναφέρει. Και δεν παίρνει ολόκληρη την ταξιαρχία για να μην απομειώσει τον επιχειρησιακό σχηματισμό αλλά παίρνει ένα τάγμα, μια επιλαρχία», σημείωσε χαρακτηριστικά από την πλευρά του ο κ. Τζούμης.

Όμως, το θέμα δεν είναι μόνο εξοπλιστικό ή στρατιωτικό. «Είναι και θέμα πολιτικής βούλησης να είσαι παρών», όπως υπογράμμισε εύστοχα ο κ. Βαληνάκης. Διότι πίσω «στις αρχές της δεκαετίας του 1970», σύμφωνα με τον πρώην ΥΦΥΠΕΞ, «δεν πέταγε τουρκικό πολεμικό αεροσκάφος στο Αιγαίο».

Σήμερα όμως;

Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάνζώνη ασφαλείαςπόλεμος στη ΣυρίαΚυπριακόΝίκος Δένδιας