Απόψεις | 16.12.2019 18:12

Ποιες χαρές και ποιους καηµούς κρύβουν οι γιρλάντες στα µπαλκόνια των Αθηνών

Νίκος Ξυδάκης

Intro: que sera sera

Πριν από καµιά δεκαπενταετία αναρωτιόµουν ποιες χαρές και ποιους καηµούς κρύβουν οι φωτεινές γιρλάντες στα µπαλκόνια των Αθηνών. Ποιοι άνθρωποι τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους ή κοιτούν τα τηλερεβεγιόν µόνοι µε µια καρό κουβέρτα. Ηταν η εποχή του ευδαίµονος ατοµικισµού, τα κινέζικα LED στόλιζαν κορµούς δέντρων, φανοστάτες, στέγαστρα καφέ-µπαρ, κάθε µπαλκόνι και κάθε γλάστρα από τη Γλυφάδα έως τα Λιόσια. Και είναι η εποχή της µακράς µακρότατης µετα-κρίσης, της διαρκούς συνθήκης επισφαλούς βίου. Τα φώτα πρώτα λιγόστεψαν, τρεµόπαιξαν, αναβόσβησαν, και τώρα ανάβουν πάλι, τεράστια, παµφάγα, διαφορετικά. Περπατώ στις κεντρικές οδούς της Αθήνας, κοιτώ το φετινό στερέωµα των χορηγών: πολύχρωµο κορεσµένο, ντιζαϊνάτο, µοδέρνο, ε, και λιγάκι προπετές.

[beat: Σ’ ευχαριστώ, ω εταιρεία!] Ακούω το στερέωµα των corporations και των καραµουρτζούνηδων να λέει: κοίτα µε, άφησε το σµάρτφον, τα τσατ και τα ίνµποξ, άσε την κοινωνία των emoticons, εν ανάγκη άσε και το τιµόνι, µην κοιτάς τ’ αυτοκίνητα, κοίτα εµένα, νιώσε το θάµβος, δώσου στη µοντερνιά, δέξου µε µεγαλειώδη και επιβλητικό, νιώσε την άλωση και αυτού ακόµη του τελευταίου δηµόσιου, θαµβώσου, παραδώσου, κοιµήσου, άσε το soma να κυλήσει χαυνωτικά στο κυκλοφορικό του Θαυµαστού Καινούργιου Κόσµου, η εταιρεία επιλέγει, σχεδιάζει, επεµβαίνει, φροντίζει και µορφοποιεί, ο δήµος είναι µοναχά ένας τροχονόµος επαίτης πτωχευµένος κατάχρεος, ένας χατζηαβάτης που υποκλίνεται στην πολυχρονεµένη corporation, και ζητιανεύει φαντασµαγορία για µια πόλη βιαστική µελαγχολική προσπερνώντας άστεγους και πρεζάκια, µητρόπολη που µπαινοβγαίνει στους συρµούς µε σφιγµένα χείλη, προσθαφαιρεί µονόευρα και σεντ, και δεν διψά για φαντασµαγορία. Αλλα ποθεί η καρδιά της, άλλα έχει χρεία. Μα φαντασµαγορία και λοιδορία λαµβάνει.

[beat: Πόση καλοσύνη γύρω µου κι εντός!] Πόση τέχνη και πόση εκτροπή της, πόση ιδιοποίηση πόθων και συµβόλων, πόση επικυριαρχία και υποβολή χωράνε αυτές οι µέρες του 2019! Πόση αισθητικοποίηση και πόση επιβολή… Η Βουλή φουσκώνει µορφισµένη 3D, ο γερο-έλατος γέρνει, η µπανάνα του Κατελάν φαγώθηκε σαρδόνια επιτόπου και µιντιο-καταναλώθηκε πλανητικά, οι φυσιογνωµιστές και οι τροβαδούροι υµνούν το brand Kyriakos, οι αρχαιολόγοι του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συµβουλίου επικυρώνουν σαν χατζηαβάτες και ζαφτιέδες προειληµµένη απόφαση για καταστροφή αρχαιοτήτων, ένα ροµαντικό κράτος ένδοξων ερειπίων καταχώνει τη µνήµη και την ταυτότητά του, τα ζωγραφισµένα µαρτύρια κά και βεβαίως το ερώτηµα για το περιεχόµενό της, εάν δηλαδή ήταν πρωτίστως εθνικό ή κοινωνικό.

Ως προς το δεύτερο έχουµε εκφράσει σε προηγούµενο άρθρο µας την άποψη ότι δεν πρέπει το ένα να διαχωρίζεται από το άλλο. Θα σταθούµε, λοιπόν, στο πρώτο, στη συζήτηση γύρω από την έννοια του έθνους. Από τη δεκαετία του 1980 ήδη στους κύκλους της ελληνικής διανόησης αναπτύχθηκε ένας διάλογος, ο οποίος, όπως και σε πολλά άλλα πράγµατα, οδήγησε στη συγκρότηση δύο «οµάδων», σε έναν µικρό διχασµό ανάµεσα στους λεγόµενους «εθναµύντορες» από τη µια και τους «εθνοµηδενιστές» από την άλλη. Οι «εθναµύντορες» παρουσιάζονται ως υπερασπιστές της εθνικής ιδέας, υποστηρίζοντας την άποψη ότι το ελληνικό έθνος έχει µια διαχρονική παρουσία και συνέχεια από την αρχαιότητα µέχρι σήµερα, συνεπώς είναι µια µάλλον υπεριστορική κατηγορία, είναι αυτό που δηµιούργησε το ελληνικό κράτος και είναι κατά κάποιον τρόπο αυτό που δηµιουργεί την ιστορία και όχι το αντίθετο.

Από την άλλη όχθη, οι «εθνοµηδενιστές» δεν είναι παρά κοινωνικοί επιστήµονες που, ακολουθώντας τη σύγχρονη θεωρία περί ιστορικής συγκρότησης του έθνους στο πλαίσιο της νεωτερικότητας, όπου το έθνος πολιτικοποιείται και η πολιτεία εθνικοποιείται, υποστηρίζουν ότι το έθνος είναι µια νεωτερική κατηγορία και είναι συνυφασµένο µε το κράτος. Πρόκειται για τη «θεωρία της κατασκευής» (constructionism), που στην πιο προωθηµένη της εκδοχή θεωρεί το έθνος δηµιούργηµα του κράτους και όχι το αντίθετο. Σε αυτήν την περίπτωση εννοείται πως η ιστορία φτιάχνει το έθνος και όχι το αντίθετο. Ο «διάλογος» αυτός έφτασε να µοιάζει µε πόλεµο και µάλιστα η µια πλευρά να κατηγορεί την άλλη σαν «µη πατριωτικά δρώσα» ή και σε µια πιο αγοραία εκδοχή να της προσάπτει αν όχι κατηγορίες εθνικής προδοσίας, σίγουρα «µειωµένης εθνικής συνείδησης». Τα πράγµατα βεβαίως οδηγήθηκαν εκεί µέσα από ιδεολογικές πολώσεις και εµπάθειες, που συχνά προσέλαβαν και προσωπικές διαστάσεις. Κατά την άποψή µας, όσο ατεκµηρίωτο είναι το επιχείρηµα ότι το κράτος φτιάχνει το έθνος, άλλο τόσο έωλο είναι το επιχείρηµα ότι το έθνος είναι αιώνιο και είναι µια υπεριστορική κατηγορία.

Σε ό,τι αφορά την ελληνική περίπτωση, η ελληνική πολιτιστική κοινότητα έχει µια διαχρονική παρουσία, δίχως να παραµένει βεβαίως αναλλοίωτη (σε αυτήν την πορεία υπάρχουν παράλληλα µε τη συνέχεια και οι ρήξεις και οι τοµές), και αυτή η κοινότητα συγκροτεί το νεωτερικό ελληνικό έθνος µε την εθνεγερσία του 1821 και ό,τι επακολούθησε. Ο Ελληνισµός υπήρξε µια πολιτιστική κατηγορία και όχι βιολογική. Με αυτήν την έννοια δέχθηκε επιρροές και κυρίως ενσωµάτωσε και αφοµοίωσε πλείστα όσα στοιχεία άλλων πολιτισµών, διατηρώντας τα βασικά του κοσµοθεωρητικά χαρακτηριστικά και βεβαίως τη γλώσσα, η οποία µε όλες τις αλλαγές παραµένει ίδια. Η πολιτισµική συνέχεια δεν σηµαίνει την απουσία ωσµώσεων και αλληλεπιδράσεων. Το αντίθετο. Η συνέχεια υπάρχει µέσα από τις ρήξεις, τις τοµές, τις ωσµώσεις µε τις ετερότητες. Και αυτό είναι το µεγαλείο της ελληνικότητας.

● Επέτειοι και ειδικά ετούτη για τα διακόσια χρόνια από την Επανάσταση του 1821 επαναφέρουν στο προσκήνιο τη συζήτηση περί έθνους γενικά και βεβαίως το ερώτηµα για το περιεχόµενό της, εάν δηλαδή ήταν πρωτίστως εθνικό ή κοινωνικό. του Καραβάτζιο ξαναζωγραφίζονται λάιβ κιαροσκούρο στους κακόφηµους δρόµους, η λούµπεν ελίτ γυµνώνει τ’ αγόρια και τα κορίτσια της κρίσης, ταπεινώνει τη χαµένη γενιά, αφού πρώτα της αφαίρεσε το φως, το ψωµί, το όνειρο.

[beat: Η φτώχεια είναι φρόνιµη αν νιώθει ότι φταίει] Οι πράξεις των επικυρίαρχων ποτίζονται αυτάρεσκα απ’ την αισθητική τους: αισθητική ξιπασµένου νεόπλουτου, αισθητική µισανθρωπίας και επιβολής, µονοδιάστατη και βίαιη, ναρκωτική. Πράξεις και αισθητική που επικουρούνται από την παθητικότητα, τη σιωπή, το προσπέρασµα, την αποδοχή, την υποταγή. Πάνω απ’ το στερέωµα της χορηγικής φαντασµαγορίας, ακούω τα ολόπικρα λόγια του Καντ: «Από το στραβό ξύλο που είναι φτιαγµένος ο άνθρωπος, τίποτε ίσιο δεν κατασκευάστηκε ποτέ»