Απόψεις|02.12.2018 16:01

Η Κεντροδεξιά µπορεί να περιµένει…

Χρήστος Μαχαίρας

Στην πολιτική αγορά υπάρχει µια διαδεδοµένη παρεξήγηση: το γεγονός ότι τα κόµµατα εξουσίας είναι πολυσυλλεκτικά οδηγεί πολλούς στο συµπέρασµα ότι είναι κόµµατα µε ασταθή χαρακτηριστικά και χαλαρούς ιδεολογικούς δεσµούς. Στην πραγµατικότητα, συµβαίνει το ακριβώς αντίθετο: τα κόµµατα εξουσίας είναι πολιτικοί οργανισµοί µε καθαρό στίγµα και σαφή γραµµή, εξ αυτού µάλιστα του λόγου καταφέρνουν να ενοποιούν τις ετερόκλητες ή και αντίπαλες οµάδες που συναντώνται στο εσωτερικό τους.

Οι πρωταγωνιστές

Η Νέα ∆ηµοκρατία, για παράδειγµα, δεν υπήρξε ποτέ κόµµα-σούπερ µάρκετ. Μπορεί η εκλογική πελατεία της να είχε τη δυνατότητα να επιλέξει πολιτικά προϊόντα µιας γκάµας που ξεκινούσε από την ορίτζιναλ ∆εξιά και έφτανε µέχρι το φιλελεύθερο Κέντρο, υπήρξε, ωστόσο, ο ιστορικός φορέας της Κεντροδεξιάς στην Ελλάδα που σηµάδεψε µε την παρουσία του την αυγή, τη συνέχεια και την κρίση της Μεταπολίτευσης.

Τι σηµαίνει, όµως, σήµερα Κεντροδεξιά; Είναι ο τόπος συνάντησης όλων των φυλών της ∆εξιάς, που µάχονται να ανακτήσουν την εξουσία, ή µήπως το πράγµα είναι κατά τι πιο σύνθετο από συγκατοικήσεις και σύµφωνα πολιτικής συµβίωσης; Ας γίνουµε πιο συγκεκριµένοι κι ας δούµε τους πρωταγωνιστές: ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπήρξε πολιτικός µε ευδιάκριτη ταυτότητα και καθαρό κεντροδεξιό προφίλ. Νεοφιλελεύθερος στην οικονοµία, φιλελεύθερος σε µια ορισµένη κατηγορία κοινωνικών ζητηµάτων, δαλλακτικός -και από οικογενειακή παράδοση- στη διαχείριση των εθνικών θεµάτων.

Το δίδυµο Βορίδη - Γεωργιάδη δεν είχε ούτε θα µπορούσε να έχει επαφή µε την Κεντροδεξιά. Τα δύο πρώην στελέχη του ΛΑΟΣ είναι σκληρά νεοφιλελεύθεροι στην οικονοµία -εδώ αρχίζει και τελειώνει και η εγγύτητά τους µε το περιβάλλον Μητσοτάκη-, βαθιά συντηρητικοί στην αντιµετώπιση των κοινωνικών ζητηµάτων και µε µηδενικές ανοχές στα εθνικά ή στα µεταναστευτικά.

Κοινή γλώσσα

Θεωρητικά, ο κεντροδεξιός αρχηγός της Ν∆ και το πολιτικό προσωπικό που στήριξε την εκλογή του δεν θα µπορούσε να βρει κοινή πολιτική γλώσσα µε τους ∆ιόσκουρους της «Νέας ∆εξιάς». Τη βρίσκει, ωστόσο, παραχωρώντας όχι µόνο χώρο στις απόψεις τους, αλλά αλλάζοντας και το συνολικό πολιτικό µείγµα που χαρακτηρίζει τη σηµερινή Νέα ∆ηµοκρατία.

Η Κεντροδεξιά, ωστόσο, δεν είναι... σέικερ, όπου για να πετύχει το κοκτέιλ αρκεί να βάλεις µία δόση ∆εξιάς και µία δόση Κέντρου. Και η αλήθεια είναι ότι, παρά τη συγκατοίκηση στα ρετιρέ του κόµµατος «σκληρών» και «εκσυγχρονιστών», το πολιτικό και ιδεολογικό στίγµα της αξιωµατικής αντιπολίτευσης έχει γείρει προς τα δεξιά, ακολουθώντας παράλληλη τροχιά µε πολλές δυνάµεις του ευρωπαϊκού συντηρητικού χώρου.

Οι πολιτικές εξελίξεις της τελευταίας περιόδου αποδεικνύουν ότι για να διεκδικήσει η Ν∆ το πολιτικό κέντρο και να ανακτήσει τις µερίδες του µεσαίου χώρου που αποκολλήθηκαν από αυτήν λόγω της οικονοµικής κρίσης, δεν αρκούν οι δηλώσεις. Χρειάζεται να αναµετρηθεί µε την αντίληψη του πολιτικού κόστους και να σπάσει την αλυσίδα των αγκυλώσεων που κρατούν ένα τµήµα της προσκολληµένο σε µια φοβική αντιµετώπιση του σύγχρονου κόσµου, ανακυκλώνοντας αµυντικά σύνδροµα και απόψεις της «βαθιάς» ∆εξιάς.

Πιο πολύ κι από την άρνηση του κόµµατος να αποδεχτεί εκσυγχρονιστικές τοµές, όπως το σύµφωνο συµβίωσης, το πελατειακό δέος που εξακολουθεί να καθορίζει τη σχέση του µε την Εκκλησία, τη στάση του στο «Μακεδονικό», όπου εγκαταλείφθηκε χάριν της ενότητας η γραµµή του Βουκουρεστίου και υιοθετήθηκαν στο ακέραιο οι αντιλήψεις Σαµαρά, αυτό που δείχνει τη διολίσθηση της αξιωµατικής αντιπολίτευσης προς τα δεξιά είναι ο τρόπος µε τον οποίο χειρίστηκε τις εθνικιστικές καταλήψεις της περασµένης εβδοµάδας.

Τα αποτυπώματα

Πολλοί θα πουν ότι η Νέα ∆ηµοκρατία διέκοψε κάποια στιγµή την παρατεταµένη αφωνία της και κατήγγειλε την πατριδοκαπηλία. Και θα ’χουν δίκιο. Το γεγονός, ωστόσο, ότι επί ηµέρες το µπλοκ Βορίδη - Γεωργιάδη εξίσωνε τις καταλήψεις της Χρυσής Αυγής µε τις καταλήψεις της Αριστεράς αφήνει βαριά αποτυπώµατα και υποσκάπτει την ίδια την έννοια του δηµοκρατικού τόξου, για τη συγκρότηση του οποίου µόχθησε µεταπολιτευτικά η Νέα ∆ηµοκρατία.

Στα πρόθυρα µιας κρίσιµης εκλογικής αναµέτρησης, η Ν∆ είναι απολύτως φυσικό να επιδιώκει τη µεγαλύτερη δυνατή συσπείρωση, άρα και να βάζει νερό στο κρασί της για να προσελκύσει νέα ή παλιότερα ακροατήρια. Είναι επικίνδυνο, ωστόσο, στο όνοµα των προσδοκιών που θρέφει η αναµονή της εξουσίας, να θυσιάζει ένα µέρος της πολιτικής περιουσίας της, αποδεχόµενη οπτικές που κινούνται πέρα από τις αναφορές του αστικού κόσµου και την κουλτούρα ανεκτικότητας ενός σύγχρονου συντηρητικού κόµµατος. 


Του ύψους...

Λόγους να είναι ικανοποιηµένοι από τα ευρήµατα των δηµοσκοπήσεων νέας γενιάς έχουν και η Νέα ∆ηµοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ.

Σύµφωνα µε τις περισσότερες µετρήσεις που είδαν το φως της δηµοσιότητας, η αξιωµατική αντιπολίτευση εξακολουθεί να συντηρεί ένα ισχυρό δηµοσκοπικό προβάδισµα, που κυµαίνεται από 6,7 έως 9 µονάδες (πρόθεση ψήφου). Η υπεροχή αυτή δηµιουργεί κλίµα νίκης, ανεβάζει την αυτοπεποίθηση του κόµµατος και επηρεάζει διεκδικούµενα κοινά.

Ταυτόχρονα, ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει αξιοσηµείωτη αντοχή, καθώς «µαζεύει» τη διαφορά που τον χώριζε από τη Νέα ∆ηµοκρατία σε όλες τις έρευνες, ενώ αναµένει να κεφαλαιοποιήσει τη νοµοθέτηση των εξαγγελιών της Θεσσαλονίκης και την ακύρωση του µέτρου της περικοπής των συντάξεων.

& του βάθους

Προβληµατισµό προκαλεί στην κυβέρνηση το γεγονός ότι στις έρευνες κοινής γνώµης όλων των εταιρειών η προοπτική πεντακοµµατικής Βουλής εµφανίζεται ως η πιθανότερη. Αν η τάση αυτή επιβεβαιωθεί και το κοινοβουλευτικό κατώφλι περάσουν µόνο το ΚΙΝΑΛ, η Χρυσή Αυγή και το ΚΚΕ, διευκολύνεται η αυτοδυναµία του πρώτου κόµµατος, ασχέτως της εκλογικής επίδοσης του δευτέρου.

Αντίστοιχα, ανησυχία προκαλεί στο επιτελείο της Ν∆ η εξαιρετικά υψηλή «στάθµη» της δεξαµενής των αναποφάσιστων, η οποία παραµένει σε επίπεδα άνω του ˜™%. ∆εδοµένης της πολιτικής καταγωγής όσων βρίσκονται σε αυτήν την γκρίζα ζώνη -το 15% ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ τον Σεπτέµβριο του 2015- και της εξαιρετικά χαµηλής συσπείρωσης του κυβερνώντος κόµµατος (43-54%), οι µετακινήσεις των «αναποφάσιστων» ενδέχεται να αποδειχθούν καταλύτης ανατροπής των συσχετισµών.

Άδωνις ΓεωργιάδηςκεντροδεξιάΜάκης Βορίδης