Το γένος πριν και μετά την Εθνεγερσία
Νίκος Ι. ΜέρτζοςΕυρισκόμενοι πλέον σε απόσταση δύο αιώνων από το 1821, έχουμε εισέλθει σε μίαν Άλλη Εποχή, η οποία καθιστά ολοένα πιο απρόσιτα τα ηθικά μεγέθη διότι τώρα προέχουν των ανθρώπων οι οικονομικοί αριθμοί, και την ανθρώπινη μοίρα ορίζουν οι χρηματοπιστωτικές συναλλαγές κινούμενες με ηλεκτρονική ταχύτητα σε παγκόσμια κλίμακα. Στη μακραίωνη διαδρομή του Ελληνισμού, ωστόσο, τα ηθικά μεγέθη απεδείχθησαν ιστορικά μεγέθη: υπερέβησαν την ύλη και την καθυπέταξαν. Διεμόρφωσαν Ιστορία. Αυτό σημαίνει θαύμα. Και αυτό είναι το ’21.
Ποια Ελλάδα εξήλθε όμως ελεύθερη από το ’21; Καμένη γη και σποδός. Δεκατισμένος, πεινασμένος και ρακένδυτος ο πληθυσμός του πρώτου Κράτους των νεοτέρων Ελλήνων, ούτε οκτακόσιες χιλιάδες ψυχές. Αλλά ελεύθερος. Και νικητής μιας Αυτοκρατορίας υπό την οποία είχε ζήσει αιώνες.
Το Ιστορικό Δράμα του ’21 εκτυλίχθηκε στο ευρύτερο επιχειρησιακό πεδίο της καθ’ ημάς Ανατολής. Ψηλά από την κορυφή της Τρίτης Χιλιετίας μ.Χ., αλλά υπό την οπτική γωνία εκείνης της εποχής, θα επιχειρήσουμε να αντικρίσουμε την τότε γεωπολιτική ισορροπία και ανθρωπογεωγραφία, την ιδεολογία, την παιδεία και την οικονομία, παράγοντες που όρισαν τη θέση του Ελληνισμού στο πεδίο της Ιστορίας και τη σχέση του μ’ αυτό, πριν την Εθνεγερσία.
Επιχειρησιακό πεδίο είναι ο χώρος που άλλοτε κατελάμβανε στην ακμή της η πατρώα Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η αποκαλούμενη μετά θάνατον Βυζαντινή: Μικρά Ασία έως την Υπερκαυκασία, Παλαιστίνη και Συρία, Βαλκανική Χερσόνησος και μέγα τμήμα της Ιταλίας, Αίγυπτος και Ανατολική Μεσόγειος. Περιελάμβανε τα τέσσερα από τα πέντε πρεσβυγενή Πατριαρχεία: της Κωνσταντινουπόλεως - Νέας Ρώμης, της Αλεξανδρείας, της Αντιοχείας και των Ιεροσολύμων. Ήταν πολυεθνική και αυστηρά χριστιανική. Κεφαλή της και αντιπρόσωπος του Θεού επί της Γης ο «εν Χριστώ τω Θεώ πιστός Βασιλεύς και Αυτοκράτωρ Ρωμαίων» μέχρι τέλους. Ρωμαίοι όλοι οι Χριστιανοί υπήκοοι, ανεξαρτήτως φυλής, μέχρι τέλους και μετά το τέλος, υπό τους Οθωμανούς. Ο Αυτοκράτωρ και ο Οικουμενικός Πατριάρχης αντικατόπτριζαν το ιδανικό της εν Χριστῴ Οικουμένης. Ο πολιτισμός βαθιά ελληνικός και χριστιανικός.
Αυτή είναι η καθ’ ημάς Ανατολή. Χώρος ιερός και μυσταγωγικά ψυχολογικός με ισχυρή επιρροή αλλά και χώρος προαιώνιων ελληνικών εστιών όπου λαοί, θρησκείες και πολιτισμοί, έμποροι και πολεμιστές ουδέποτε έπαυσαν αενάως να επικοινωνούν, παρ’ ότι από τα μέσα του 7ου αιώνος σταδιακά η Αίγυπτος, η Παλαιστίνη και μέγα μέρος της Συρίας περιήλθαν στους Άραβες. Από το τέλος του 11ου αιώνος οι Τούρκοι εγκατέστησαν ανεξάρτητα κράτη στην καρδιά της Μικράς Ασίας και στις αρχές του 13ου αιώνος η εναπομείνασα Αυτοκρατορία, μετά τη μοιραία άλωση και δήωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους παράσπονδους Καθολικούς Σταυροφόρους το 1204, κατακερματίσθηκε σε εναλλασσόμενα ρευστά κράτη μεταξύ των εμπολέμων Φράγκων, Ρωμαίων και Σέρβων.
Όταν την Αποφράδα Ημέρα, Τρίτη 29 Μαΐου 1453, «εάλω η Πόλις», υπήρχαν συμπαγείς χριστιανικοί ρωμαίικοι πληθυσμοί, οι οποίοι είχαν ζήσει ήδη υπό τουρκική κυριαρχία κατά τα τριακόσια προηγούμενα χρόνια και είχαν τουρκοφωνήσει σε εκτεταμένα τμήματα της Μικράς Ασίας, στη Θεοδοσιούπολη και στην Ανατολία, στην Κασταμονή των Κομνηνών και στην Καππαδοκία, μήτρα της Ορθοδοξίας, στο Ικόνιο και στην Κιλικία, στην Προύσα και στη Βιθυνία, στην Παφλαγονία και στην Άνω Συρία, ενώ δύο γενεές πριν την Άλωση οι Οθωμανοί είχαν ήδη εγκατασταθεί στη Θράκη και τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και τα Γιάννενα. Η όσμωση είχε προ πολλού αρχίσει. Στη Βασιλίδα των πόλεων, που άλλοτε ήταν η λαμπρότερη της Οικουμένης και η ασυγκρίτως μεγαλύτερη της Ευρώπης, είχαν απομείνει μονάχα πενήντα χιλιάδες κάτοικοι, οι οποίοι επί τρία ημερονύκτια σφάζονταν ή εξανδραποδίζονταν. Την τέταρτη ημέρα ο νεαρός Πορθητής Μωάμεθ Β΄ εισερχόμενος ανευφημήθη Πατισάχ, Βασιλεύς των Βασιλέων του Ισλάμ και Αυτοκράτωρ Ρωμαίων. Η μητέρα του, η Βαλιντέ Σουλτάνα, ήταν Χριστιανή πριγκίπισσα και ο ίδιος βαθύτατα ελληνομαθής. Οι γραμματείς του Έλληνες και δύο από τους τέσσερις διαδοχικούς Μεγάλους Βεζίρηδές του εξισλαμισμένοι Έλληνες. Επί των ημερών του και επί των τριών επομένων Σουλτάνων αυτοκρατορικά διατάγματα προς τους υπηκόους και επίσημα έγγραφα προς τις ξένες χώρες εξεδίδοντο στην ελληνική.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως η προκάτοχος της Ανατολική Ρωμαϊκή, ήταν πολυεθνική εκτός από μουσουλμανική. Όλοι οι υπήκοοι της Ορθόδοξοι Χριστιανοί επονομάζονταν μέχρι το ‘21 αδιακρίτως Ρουμ, Ρωμαίοι, και όλος ο απέραντος χώρος της προς δυσμάς της Κωνσταντινουπόλεως, στα ευρωπαϊκά εδάφη της, ονομάσθηκε Ρουμ Ιλί, «Χώρα των Ρωμαίων». Εκεί, άλλωστε, οι Μουσουλμάνοι ήσαν και παρέμειναν έως το τέλος η μειοψηφία του συνολικού πληθυσμού. Τέλος, τα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχαν ξεπεράσει κατά τον 16ο αιώνα τα ρωμαϊκά όρια του 6ου αιώνος, της μεγίστης βυζαντινής ακμής επί Ιουστινιανού. Έτσι, για πρώτη φορά μετά χίλια σχεδόν χρόνια, η νέα Αυτοκρατορία επανασυνέστησε το κοσμοείδωλο της παλαιάς: το Οικουμενικό Κράτος. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατέστη εκ νέου Οικουμενικός. Επιπλέον ανεκηρύχθη απαραβίαστος Εθνάρχης του γένους των Ρωμαίων, αδιακρίτως φυλής και καταγωγής, και έλαβε την απόλυτη εξουσία να τους ποιμαίνει, να τους εκπροσωπεί, να τους διδάσκει και, όσον αφορά το Οικογενειακό και το Κληρονομικό Δίκαιο, συχνά και το Ενοχικό, να τους δικάζει. Επίσης να τους φορολογεί.
Η Αυτοκρατορία είχε ανάγκη των Χριστιανών και των παλαιών θεσμών για να διοικηθεί. Έτσι, κατά συνέπεια:
Οι Φαναριώτες Έλληνες, ακόμη και απόγονοι των παλαιών δυναστειών, πλαισίωσαν την Αυτοκρατορική Αυλή. Έγιναν οι πλείστοι Μεγάλοι Δραγουμάνοι του Σουλτάνου και του Στόλου, οι οποίοι μαζί με τον Μέγα Βεζίρη ή με τον Στόλαρχο, τον Καπουδάν πασά, ασκούσαν τη διπλωματία. Ο τελευταίος Μέγας Δραγουμάνος, ονόματι Μουρούζης, αποκεφαλίσθηκε μέσα στο Σαράϊ, όταν ξέσπασε το ’21 η Εθνεγερσία. Και ο Πατριάρχης, Εθνάρχης των επαναστατημένων Ρωμαίων, απαγχονίσθηκε.
Φαναριώτες επίσης ήσαν οι πλείστοι Ηγεμόνες που εν ονόματι του Σουλτάνου κυβέρνησαν τις αυτόνομες υποτελείς Παρίστριες Ηγεμονίες. Τα εκατό τελευταία χρόνια μέχρι και το 1821 ηγεμόνευσαν αδιαλείπτως τη Βλαχία 29 φορές Έλληνες Ηγεμόνες -μερικοί δύο και τρεις φορές με εναλλαγές-, καθώς επίσης αδιαλείπτως 36 φορές Έλληνες τη Μολδαβία.
Γένος μεν ημίν των άγαν Ελλήνων, δηλαδή «είμαστε από γενιά εντελώς ελληνική», γράφει στο έργο του Φιλοθέου Πάρεργα (1708) ο πρώτος Ηγεμών Βλαχίας και ταυτοχρόνως Μολδαβίας Νικόλαος Μαυροκορδάτος, γιος του Μεγάλου Δραγουμάνου Αλεξάνδρου. Ήδη από τον 16ο αιώνα, στη σημερινή Ελλάδα, ο νικηφόρος Σουλτάνος Σελίμ, προ των πυλών της Βιέννης, ανασυνέστησε τα βυζαντινά κατεπανίκια, τα παλαιότερα ιμπερατόρια της Ρώμης, και όρισε Έλληνες Βλάχους υποτελείς του αρματολούς, δηλαδή αρματωμένους, να φυλάσσουν τις στρατηγικές κλεισώρειες και να τηρούν την τάξη κατά μήκος και στο ευρύτερο περιβάλλον των βασιλικών οδών. Είναι τα αρματολίκια: τα πρώτα στρατόπεδα της Εθνεγερσίας του ’21. Έτσι, υπό την εύνοια των ομαιμόνων αρματολών οι χερσαίες μεταφορές εμπορευμάτων προς τη Δύση, μέσω της αρχαίας Εγνατίας οδού, του Δυρραχίου και μετά της Ραγούζας, προς Βενετία και Τεργέστη, αργότερα, βορειότερα, μέσω του Σεμλίνου προς Βιέννη και Βουδαπέστη, περιήλθαν σταδιακά, ή μάλλον επανήλθαν, ως επί το πλείστον στα χέρια των Ελλήνων. Μέγα μέρος του εμπορίου πέρασε στα χέρια των Ρωμιών εμπόρων. Εξάλλου, ο μυθικός Δρόμος της Μετάξης, ο οποίος ξεκινούσε από την Πόλη, διέσχιζε τον Βόσπορο, παρέπλεε τα άγρια παράλια του Πόντου και έφτανε στο λιμάνι της Τραπεζούντος, εναλλακτικά και της Σαμψούντος, όπου τα καράβια μεταφόρτωναν στα ατελείωτα καραβάνια που ξεκινούσαν για την Περσία, μέσω Σαμαρκάνδης έφθαναν στην Ινδία και συχνά κατέληγαν στην Κίνα. Άλλα καραβάνια κατέρχονταν προς την Καππαδοκία κι από εκεί έφταναν στο Χαλέπι. Ήταν ο συντομότερος δρόμος προς τις Ινδίες, ταχύτερος από τον περίπλου της Αφρικής, αλλά ήταν ερμητικά κλειστός στους Άγγλους της Εταιρείας των Ινδιών από το έτος 1581 μέχρι το 1799, οπότε άδειες ναυσιπλοΐας ελάμβαναν μόνον Ρουμ, συνεργαζόμενοι στα ενδότερα της Ανατολής με Αρμενίους.
Άλλα καράβια, τα πλείστα ρωμαίικα, ανέβαιναν από την Πόλη τον Βόσπορο, για να φτάσουν στην Κριμαία, στην Οδησσό αργότερα, στα στόμια των μεγάλων πλωτών ρωσικών ποταμών, όπου ήσαν ήδη εγκατεστημένοι χιλιάδες Έλληνες κι όπου κατέβαιναν τα πλούσια στάρια των ρωσικών σιτοβολώνων, τα παχιά γουναρικά, τα ψάρια και το χαβιάρι της Κασπίας· στη Βραΐλα επίσης και στο στόμιο του Δούναβη ποταμού, όπου ηγεμόνευαν Έλληνες και οι απέραντες γαιοκτησίες ανήκαν στη ρωμαίϊκη αριστοκρατία.
Οι Ηγεμονίες έτρεφαν την Κωνσταντινούπολη, που είχε επανέλθει στην πρώτη τάξη της οικουμενικής κοσμοπόλεως και της αυτοκρατορικής σπατάλης. Έτρεφαν επίσης και το στράτευμα, διαρκώς εμπόλεμο και εν εκστρατεία. Σύμφωνα με τα επίσημα κατάστιχα οι Φαναριώτες Ηγεμόνες της Βλαχίας και της Μολδαβίας, σε αντάλλαγμα των βασιλικών προνομίων τους, το έτος 1782 πλήρωσαν στον Σουλτάνο φόρο υποτέλειας εις είδος 258.708 τόνους στάρι η Βλαχία και 39.500 τόνους η Μολδαβία, δύο εκατομμύρια πρόβατα, 35.000 καντάρια βούτυρο, άλλα τόσα τυρί και μέλι. Τόσα, δηλαδή, όσα δεν έτρωγε ολόκληρος ο τότε αστικός πληθυσμός της Δυτικής Ευρώπης.
Μέχρι το ’21 ρωμαίικα ήσαν όλα σχεδόν τα σλέπια, δηλαδή τα ξύλινα φορτηγά ποταμόπλοια, που εκινούντο επί του Δουνάβεως από τη Μαύρη Θάλασσα έως τα όρια των Αψβούργων στις ρωμαίικες Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Αλλά και στα όρια της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων το μονοπώλιο της ποταμοπλοΐας επί του Δουνάβεως στην Ουγγαρία και Αυστρία το είχε Ρωμιός: ο βαθύπλουτος τραπεζίτης Σίμων Σίνας, μέγας εθνικός ευεργέτης. Στην Πόλη, έναν αιώνα μετά την Άλωση, οι Ρωμιοί, εκτός από εμπορεύματα, διακινούσαν και το χρήμα. Οι περισσότεροι και πλουσιότεροι ανήκαν στην παλαιά αυτοκρατορική αριστοκρατία. Καταγράφονται Καντακουζηνοί, Παλαιολόγοι, Χαλκοκονδύληδες, Ράλληδες...
Το 1775, με τσαρικό επιτρεπτικό διάταγμα, εγκαθίστανται στον σιτοβολώνα της Αζοφικής οι πρώτοι, χιλιάδες, Έλληνες, στους οποίους παραχωρούνται 14.000 ρωσικά στρέμματα πλούσιας γης. Δεκαεννέα χρόνια αργότερα, ανάμεσα στις εκβολές των ποταμών Δνειπέρου και Δνειστέρου, η Ρωσία δημιουργεί το μεγαλύτερο στρατηγικό λιμάνι του Ευξείνου Πόντου και ανιδρύει μεγάλη πόλη, στην οποία δίδει το όνομα του Οδυσσέως: είναι η Οδησσός. Και κατακλύζεται από Έλληνες. Το 1808 η «Γραικορωσική Συντροφία των Ασφαλειών» αποφασίζει να διαθέτει ετησίως το 10% των κερδών της για το ελληνικό σχολείο και τα νοσοκομεία της Οδησσού και το 1812, ενώ προελαύνει ακόμη ο Μέγας Ναπολέων με τη Μεγάλη Στρατιά του έως τη Μόσχα, οι Γραικο-Ρωμαίοι έμποροι της Οδησσού προσφέρουν στον Τσάρο 100.000 ασημένια ρούβλια, ενώ οι Ρώσοι μόνον 14.000 κοινά ρούβλια. Δήμαρχος της Οδησσού ο μέγας εθνικός ευεργέτης Μαρασλής, βαθύπλουτος.
«Οι Έλληνες Ηγεμόνες στη διάρκεια του 18ου αιώνα μετέτρεψαν το Βουκουρέστι και το Ιάσιο σε κέντρα ελληνικής παιδείας», γράφει ο σύγχρονός μας Μαρκ Μαζάουερ, καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Και προσθέτει: «Οι λέξεις Ρουμανία και Βουλγαρία ήσαν έννοιες άγνωστες, οι οποίες, ακόμη και το 1830, ενέπνεαν μονάχα μια χούφτα διανοουμένων και αγωνιστών».
Ιδού λοιπόν γιατί το 1814 στην Οδησσό ιδρύθηκε η «Εταιρεία των Φιλικών»·γιατί επτά χρόνια αργότερα, Φεβρουάριο του ’21, ο πρίγκηψ Αλέξανδρος Υψηλάντης, γιος του Ηγεμόνος Κωνσταντίνου, κηρύσσει τον Ιερό Αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας στο Ιάσιο της Μολδαβίας·γιατί νέοι φοιτητές Έλληνες των Πριγκιπικών Ελληνικών Ακαδημιών συγκροτούν τον Ιερό Λόχο και πέφτουν μέχρις ενός σχεδόν στο Δραγατσάνι γιατί, τέλος, ο Ρήγας ο Βελεστινλής, λίγο ενωρίτερα, ωριμάζει στο Βουκουρέστι και τυπώνει τον Θούριο του, τη Χάρτα του και τ’ άλλα επαναστατικά κηρύγματα του στη Βιέννη. Στην πρωτεύουσα των Αψβούργων, στο πελώριο ελληνικό εμπορικό κέντρο, κατέληγαν τότε τα καραβάνια των μεγάλων Μακεδόνων πραγματευτάδων από την Κοζάνη, τη Σιάτιστα, την Καστοριά, τις Σέρρες, τη Θεσσαλονίκη. Εκεί οι Βλάχοι μεγάλοι τραπεζίτες και βαρώνοι Σίνας από τη Μοσχόπολη και Δούμπας από το Μπλάτσι χρηματοδοτούν τον Αψβούργο Αυτοκράτορα. Εκεί οι Σιατιστινοί αδελφοί Μαρκίδες Πουλιού εκδίδουν την πρώτη ελληνική εφημερίδα και τυπώνουν τα έργα του Ρήγα.
Με τα σημερινά κριτήρια και την οπτική γωνία του 21ου αιώνος είναι, φυσικά, αδύνατον να κριθούν τα ιερά δρώμενα των αρχών του 19ου αιώνος και, βεβαίως, των προηγουμένων. Ούτε είναι δυνατόν να απαριθμηθούν απλώς τα υλικά και ηθικά μεγέθη του Γένους στα πρόθυρα του ’21 και μακρύτερά του. Δύο εξέχοντες ιστορικοί του 20ού αιώνος, ο Βρετανός Άρνολντ Τόϋνμπη και ο Ρουμάνος Νικολάε Γιόργκα έχουν υπογραμμίσει ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαδέχθηκε και υποκατέστησε στην Ανατολή το Οικουμενικό Κράτος της Βυζαντινής. Ο Γιόργκα τονίζει: «Μετά το Βυζάντιο, ήλθε το Βυζάντιο». Πριν λίγο καιρό, άλλωστε, ο πολύς Ουίλιαμ Χάντινγκτον, Σύμβουλος Ασφαλείας της Αμερικανικής Κοσμοκράτειρας Υπερδυνάμεως, ανέπτυξε την πολύκροτη θεωρία του ότι οι πόλεμοι του 21ου αιώνος θα προέλθουν από τις συγκρούσεις των πολιτισμών και όρισε όριο του Δυτικού Χριστιανικού Πολιτισμού στην Ευρώπη την Καθολική Κροατία. Και προς ανατολάς του Βελιγραδίου έθεσε αυτό που ο ίδιος επονόμασε «Σλαβορθόδοξο Κόσμο και Ισλάμ». Το ίδιο ακριβώς σύνορο χάραξε στην πολύκροτη «Ευρωπαϊκή Ιστορία» του και ο σύγχρονος Γάλλος ιστορικός Durosel ο οποίος, λόγω της Ορθοδοξίας, απέκλεισε από την Γηραιά Ήπειρο την Ελλάδα η οποία έδωσε στην Ευρώπη τον πολιτισμό της κι αυτό ακόμη το όνομά της!
Αντανακλάται έτσι, μετά πεντέμισι αιώνες, ό,τι διεκήρυξε παραμονή της Αλώσεως ο Μέγας Δούξ της καθ’ ημάς Αυτοκρατορίας Λουκάς Νοταράς: κρειττότερόν εστίν ιδέναι εν μέσῃ τῃ πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν. Το Σχίσμα των Εκκλησιών Δύσης και Ανατολής, το 1054 οριστικά, δεν ήταν απλώς μια έρις θεολογική για ένα filioque. Είναι μια ριζικά διαφορετική κοσμοαντίληψη και κατέληξε σε μιαν αιματηρή πολιτική στρατηγική της χριστιανικής Δύσεως κατά της χριστιανικής Ανατολής με την πρώτη, την ιστορικώς μοιραία, άλωση και δήωση της Πόλης από τους Δυτικούς Σταυροφόρους υπό τις ευλογίες του Αγίου Πατρός της Ρώμης.
Εν τω μέσω αυτών, λοιπόν, δεν είναι ανεξήγητο ότι τόσον ο κόμης Ιωάννης Καποδίστριας, αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών του Τσάρου, όσο και άλλοι επιφανείς συμβούλευσαν ενθέρμως να μην κηρυχθεί η Επανάσταση του ’21. Μπορεί σήμερα, πρωθύστερα και εξ αποτελέσματος, να συμφωνεί ή να διαφωνεί κανείς, αλλά ούτε τη φωτεινή διάνοια ούτε τον πατριωτισμό ενός Καποδίστρια δικαιούται να αμφισβητεί. Εν πάση περιπτώσει ένας πρίγκιπας και ένα παπάς διεφώνησαν και έβαλαν φωτιά στα τόπια: ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και ο Γρηγόριος Δικαίος, ο Παπαφλέσσας των θρύλων. Ίσως είναι σύγκρουση ιδεολογιών. Ίσως...
Ωστόσο, ο κήρυκας της Εθνεγερσίας, ο Ρήγας ο Βελεστινλής, βαθύτατα διαποτισμένος από τον σύγχρονο του γαλλικό Διαφωτισμό, κινήθηκε και θέλησε να κινήσει το Γένος όλο προς το ρωμαίικο κοσμοείδωλο του Οικουμενικού Κράτους, την ανασύσταση της πατρώας πολυεθνικής Αυτοκρατορίας, σταθερά συνεχόμενης από τον ελληνικό πολιτισμό·εκήρυξε Δημοκρατία και ισονομία όλων, ανεξαρτήτως φυλής, φύλου και θρησκείας. Ενστερνιζόμενος στα καθ’ ημάς τα ιδεώδη του Διαφωτισμού, όπως αυτά πραγματώνονταν μάλιστα στην τότε εν εξελίξει Γαλλική Επανάσταση, ο Ρήγας επεδίωξε να διαλύσει εκ των ένδον την Οθωμανική Αυτοκρατορία καλώντας σε εξέγερση τους ισχυρούς πασάδες, από το Βιδίνι μέχρι το Χαλέπι κι από τη Βοσνία μέχρι την Αίγυπτο, παράλληλα με όλους τους λαούς, συνοίκους των Ελλήνων, ακόμη και τους απλούς Τούρκους, κατά της τυραννίας, ώστε να ανασυστήσει την πατρώα Αυτοκρατορία, ως πολυεθνική Ελληνική Δημοκρατία. Ο Βελεστινλής είχε απόλυτη βεβαιότητα ότι Ελληνισμός σημαίνει πρωτίστως πολιτισμός. Αυτός προϋπήρξε ανέκαθεν κι εξακολουθούσε να είναι ο άρρηκτος συνεκτικός δεσμός και ο ουσιαστικός αφομοιωτικός ιστός. Γεγονός που λησμονείται σήμερα, δυστυχώς. Γι’ αυτό στη Χάρτα του έμβλημα του έθεσε τον Αλέξανδρο τον Μέγα, τον φωτισμένο Μακεδόνα που πρώτος έκανε πράξη το Οικουμενικό Κράτος και την ρήση του Ισοκράτους ότι «Έλληνες εισίν οι της ημετέρας παιδείας μετέχοντες».
Τότε η Γαλλία υπό τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη είχε φθάσει στα Επτάνησα και διαπραγματευόταν με τον αυτονομημένο Αλή πασά. Λίγα μόλις χρόνια ενωρίτερα η Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας, προωθώντας τη στρατηγική του Μεγάλου Πέτρου για έξοδο στις θερμές θάλασσες, είχε εξεγείρει δύο φορές το 1770 και το 1792 τους Έλληνες, που πνίγηκαν στο αίμα τους. Το περίφημο «Ελληνικό Σχέδιο» της Τσαρίνας, που καταρχήν είχε αποδεχθεί ο Αψβούργος Αυτοκράτωρ Ιωσήφ Β΄, προέβλεπε τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την προσάρτηση της δυτικής Βαλκανικής στην Αυστρουγγαρία και την ανασύσταση της Ελληνικής Αυτοκρατορίας στην Ανατολή, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, υπό τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, τον εγγονό της Τσαρίνας, που αυτή η μεγαλεπήβολη Γερμανίδα είχε βαφτίσει επίτηδες με το βαρύτιμο όνομα του Μαρμαρωμένου Βασιλιά Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Σε αντίθεση, η Γαλλία και η Αγγλία συντηρούσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ως ανάχωμα της Ρωσίας, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα εξαιρετικά προνόμια χάρις στα οποία μονοπωλούσαν το εμπόριο Δύσης-Ανατολής, αφού και η Αγγλία διασφάλισε, μόλις το 1799, τον χερσαίο Δρόμο της Μετάξης, μέσω Τραπεζούντος-Σαμψούντος, προς τις Ινδίες.
Ο Διαφωτισμός τους και ο ορθόδοξος χριστιανισμός μπορούσε να περιμένει και να υπομένει τον ισλαμικό ζυγό. Οι λεγόμενες «ανίερες» συμμαχίες, άλλωστε, δεν απετέλεσαν τότε, τέλη του 18ου αιώνος, καμία καινοτομία. Προείχε και προϋπήρχε η ισορροπία. Έτσι, επί παραδείγματι, διακόσια χρόνια ενωρίτερα, αμέσως μετά τη νικηφόρο για τη Δύση Ναυμαχία της Ναυπάκτου (του Λεπάντε), που το 1571 είχε στόχο δήθεν την απελευθέρωση των Ανατολικών Χριστιανών από τον ζυγό των Μουσουλμάνων Οθωμανών, ο Βασιλεύς της Γαλλίας Φραγκίσκος Α΄, αποκαλούμενος «Πρεσβύτερος Υιός της Εκκλησίας», συνήψε συμμαχία με τον Οθωμανό Σουλτάνο Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή εναντίον της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, που υπέκλεψε την ιστορική νομιμότητα από την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Γι’ αυτό Γερμανοί επιστήμονες βάφτισαν μεταθανατίως πολύ αργότερα «Βυζαντινή» την πατρώα μας Αυτοκρατορία.
Ποιά όμως ήταν τότε, παραμονές του ’21, η κατάσταση του Γένους; Αιθεροβάμονες, λοιπόν, ονειροπόλοι ήσαν ο Βελεστινλής, οι Φιλικοί, ο Αδαμάντιος Κοραής; Πραγματευόμενος την οικονομική ανάπτυξη της Μεσευρώπης τότε, ο Alexander Pezc υπογραμμίζει: «Αδυνατούμε να εννοήσουμε την ανάπτυξη του εμπορίου της Βιέννης χωρίς να εξετάσουμε την ώθηση που έδωσαν σ’ αυτό οι Ρωμιοί έμποροι και τραπεζίτες». Κολοσσιαίες για την εποχή οι εμπορικές επιχειρήσεις των Ελλήνων ήσαν απλωμένες από την καθ’ ημάς Ανατολή σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο και την Ευρώπη, με κέντρα τη Βιέννη, το Βουκουρέστι, την Οδησσό, την Αλεξάνδρεια, την Τεργέστη, την Πέστη, το Βελιγράδι, τα Γιάννενα, τη Σμύρνη, τη Μαύρη Θάλασσα, τη Φιλιππούπολη, τη Βραΐλα, τη Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες, την Κοζάνη, την Καστοριά και τη Σιάτιστα, το Λιβόρνο, τη Μασσαλία, το Άμστερνταμ και, φυσικά, την Κωνσταντινούπολη. Ανάλογες ήσαν οι Ελληνικές Σχολές και, ακόμη, Ακαδημίες. Τα πρώτα ελληνικά τυπογραφεία είχαν εγκατασταθεί στη Μοσχόπολη και στην Πόλη, ενώ στη Βενετία τύπωνε ελληνικά βιβλία ο Νικόλαος Γλυκύς ο εξ Ιωαννίνων, στη Βιέννη οι Βλάχοι αδελφοί Πούλιου από τη Σιάτιστα, στο Παρίσι ο Κοραής, στο Βουκουρέστι και στο Ιάσιο οι Φαναριώτες Ηγεμόνες. Στη Βιέννη κυκλοφορούσε η «Εφημερίς», στο Λονδίνο το «Μουσείον», στο Παρίσι η «Αθηνά» και η «Μέλισσα ή Εφημερίς Ελληνική». Λειτουργούσαν εξ άλλου από το 1683 το Φροντιστήριον Τραπεζούντος που είχε συστήσει ο Σεβαστός Κυμινήτης, από το 1743 στο Άγιον Όρος η Αθωνιάς Σχολή, από το 1664 στη Βενετία το Φλαγγινιανόν Γυμνάσιον και στη Μοσχόπολη η Νέα Ακαδημία.
Για να αντιληφθεί κανείς το εύρος και τη ρώμη του Ελληνισμού στα τέλη του 18ου αιώνος, αρκεί να μνημονευθούν ενδεικτικά και επιτροχάδην ορισμένοι μόνον ορθόδοξοι ελληνικοί ναοί της Διασποράς: στη Βενετία ο Άγιος Γεώργιος των Γραικών, στη Βιέννη του Αγίου Γεωργίου και της Αγίας Τριάδος, στην Πέστη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στη Μινόρκα των Βαλεαρίδων ο ναός του Αγίου Νικολάου. Το 1676 ιδρύεται στο Λονδίνο ο πρώτος ναός αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου και στο Παρίσι ο Άγιος Στέφανος. Στο Λιβόρνο ο ναός της Αγίας Τριάδος το 1760, στην Τεργέστη το 1751 της Ευαγγελιστρίας και του Αγίου Σπυρίδωνος. Ορθόδοξοι ναοί ιδρύονται της Αγίας Άννης στην Αγκώνα και του Αγίου Νικολάου στην Πόλα της Δαλματίας καθώς επίσης στη Μασσαλία, στη Βαλέτα της Μάλτας, στη Γένοβα κι αλλού. Ακόμη και στην Καλκούτα των Ινδιών η Ελληνική Κοινότης της Φιλιππουπόλεως το 1782 ίδρυσε τον ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος.
Ο Γάλλος Ιησουίτης μοναχός Ταριγιόν γράφει το 1714 ότι στην Κωνσταντινούπολη, σε πληθυσμό 740.000 κατοίκων, οι Ρωμιοί ήσαν 200.000. Ο επίσης Γάλλος Σατωμπριάν, πολιτικός, ποιητής και πεζογράφος, γράφει στα ταξιδιωτικά του το 1806 επισκεπτόμενος τη Σμύρνη, την «Γκιαούρ Ιζμίρ» των Οθωμανών: «Ανάμεσα στα ερείπια της Αθήνας και στα χαλάσματα της Ιερουσαλήμ αυτό το άλλο Παρίσι είναι μια όαση πολιτισμού, μια Παλμύρα στη μέση της ερήμου της βαρβαρότητας».
Ήταν τόση η οικονομική άνθηση του ποντιακού Ελληνισμού, ώστε τα πολύτιμα αφιερώματα των Ποντίων στον Πανάγιο Τάφο, μόνον για να καταγραφούν, καλύπτουν έναν ολόκληρο κώδικα.
Στο Μυριόφυτο της Ανατολικής Θράκης, όταν τα ρωμαίικα κεραμουργεία αντιμετώπισαν τον οξύτατο ανταγωνισμό των γαλλικών εισαγωγών από τη Μασσαλία, εισήγαγαν νέες αγγλικές μηχανές και κατέβασαν το κόστος στα 70 γρόσια έναντι των 250 που κόστιζαν τα γαλλικά κεραμίδια. Μονοπώλησαν την αγορά της Πόλης και της Ανατολής.
Ωστόσο, η ανάπτυξη του ελληνικού ναυτικού στο Αιγαίο απεδείχθη στρατηγικής σημασίας και έκρινε τον Ιερό Αγώνα, όπου τα ελληνικά καράβια παρέμειναν αήττητα απ’ αρχής μέχρι τέλους. Το 1813 ο Φρανσουά Πουκεβίλ, Πρόξενος της Γαλλίας στην Αυλή του Αλή πασά, αναφέρει ότι τα νησιά του Αιγαίου, το Γαλαξίδι και το Πήλιο διέθεταν τότε 615 καράβια με 17.526 άνδρες και 5.878 κανόνια. Εξ υπαρχής οι Οθωμανοί ναυτολογούσαν Έλληνες και ο Μέγας Δραγουμάνος του Στόλου ήταν κατά κανόνα Έλληνας. Στην ιστορική ναυμαχία του Λεπάντε, επί παραδείγματι, Ρωμιοί ναυτικοί επάνδρωναν ισάριθμα τους δύο αντίπαλους στόλους. Το 1764 ο Άγγλος περιηγητής Τσάντλερ βρίσκει στην Ύδρα 120 καράβια εξοπλισμένα. Δύο μόλις χρόνια αργότερα ο Πρόξενος της Γαλλίας Λεμαίν βρήκε 200 και σημειώνει ότι οι Υδραίοι κατέστησαν επικίνδυνοι ανταγωνιστές της Αγγλίας στην Ανατολή.
Το 1774, με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, η Οθωμανική Αυτοκρατορία υποχρεώνεται από τη Ρωσία να επιτρέψει στα ελληνικά καράβια ελεύθερη ναυσιπλοΐα υπό ρωσική σημαία και με οπλισμό. Επακολουθούν, παραμονές του ’21, οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι και οι παράτολμοι Έλληνες ναυτικοί, άριστοι ναυσιπλόοι με πιο πολλά και πολύ ψηλά άκρως επικίνδυνα πανιά, σπάζουν τον ναυτικό αποκλεισμό της ηπειρωτικής Ευρώπης από τον αγγλικό στόλο, μεταφέροντας στη Δύση σιτάρι της Ρωσίας και επιστρέφοντας με θησαυρούς. Η Ύδρα διπλασιάζει τον πληθυσμό της σε 12.000 και γεμίζει τις στέρνες της με χρυσάφι. Είναι το ασυγκρίτως πλουσιότερο σημείο όλης της Ανατολής. Τα έδωσε όλα στον Αγώνα.
Έτσι εξηγείται η εχθρότης της Αγγλίας όταν το ’21 το Γένος εξεγέρθηκε από τον Δούναβη έως τη Μάνη και την Κρήτη. Η μεταστροφή εμφανίσθηκε με την ελπίδα ότι στη σύγκρουσή του με τον Οθωμανό Γολιάθ ο Έλληνας ανταγωνιστής θα καταστραφεί. Και, όταν ούτε αυτό συνέβη, τότε έπρεπε να αλωθεί. Αυτό συνέβη πράγματι. Τα πρώτα δάνεια της Εθνικής Ανεξαρτησίας χορηγήθηκαν στο Λονδίνο με τόκο ληστρικό 60% και οι Έλληνες δέθηκαν με μεταξωτά δεσμά. Γι’ αυτό, από το 1827 κιόλας, επακολούθησαν αλλεπάλληλες εθνικές πτωχεύσεις και ανάλογες ελληνικές δεσμεύσεις στο αγγλικό κεφάλαιο. Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, πρώην αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών πασών των Ρωσιών, δολοφονήθηκε.
Στο περισπούδαστο έργο της «Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα» η Μαριάννα Κορομηλά σημειώνει: «Η ίδρυση του πρώτου ελευθέρου Ελληνικού Κράτους μετέβαλε την οπτική των δύο εκατομμυρίων Ελλήνων Οθωμανών υπηκόων και επηρέασε αρνητικά την τουρκική στάση. Η πατροπαράδοτη τάξη των πραγμάτων είχε ανατραπεί».
Στην αυγή του 20ού αιώνος, παρά την ίδρυση των εθνικών κρατών και το άγριο κύμα του εθνικισμού, οι Έλληνες εξακολουθούν να ανθούν. Το 80% των καταστημάτων στα ρουμανικά πλέον λιμάνια ήσαν ελληνικά. Από τα 502 σλέπια που το 1900 κινήθηκαν στον Δούναβη και στον Προύθο τα 271 (54%) ήσαν ελληνικά. Από τα 77 ρυμουλκά τα 31 (40%) ελληνικά. Από τους 88 πλοηγούς οι 81 Έλληνες. Κάθε 25η Μαρτίου όλος ο Δούναβης έπλεε στις ελληνικές σημαίες. Στο Πέραν όλοι ομιλούσαν ελληνικά. Στην Αλεξάνδρεια, όπου έγραφε τα συναρπαστικά του ποιήματα για τον μεγάλο Ελληνισμό ο Κ.Π. Καβάφης, οι ελληνικές σχολές και επιχειρήσεις καρποφορούσαν ακόμη λαμπρά, έως το Χαρτούμ. Επί μισόν αιώνα, 1836-1884, ο Γεώργιος Ζαρίφης, δωρητής των μεγάλων Ζαριφείων Σχολών, ήταν ο μεγαλύτερος τραπεζίτης της Κωνσταντινουπόλεως, δανειστής του Σουλτάνου.
Στο Καρς, το Βατούμ και αλλού στη Μαύρη Θάλασσα διακόσιες χιλιάδες Έλληνες Πόντιοι·το 1990 ο αριθμός τους αδιευκρίνιστος, ίσως ένα εκατομμύριο και πλέον. Στην Αδριανούπολη το 1886 εγκαινιάσθηκε το Ζάππειο Παρθεναγωγείο. Στον νομό Αδριανουπόλεως το 1900 το Γένος συντηρούσε 178 ελληνικά σχολεία: 263 δάσκαλοι και καθηγητές, 7.823 μαθητές και 4.817 μαθήτριες. Στον νομό Σαράντα Εκκλησιών 100 ελληνικά σχολεία, 156 δάσκαλοι, 7.239 μαθητές, κορίτσια κι αγόρια. Στη διοίκηση της Ραιδεστού 117.000 Έλληνες έναντι 19.000 Μουσουλμάνων και 91 ελληνικά σχολειά. Στη διοίκηση Καλλιπόλεως 98.900 Έλληνες έναντι 35.000 Μουσουλμάνων. Στην Κωνσταντινούπολη, στα Πριγκηπόννησα και στη γύρω περιοχή 330.000 Ρωμιοί, 227 ελληνικά σχολεία.
Παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και κατά τη διάρκεια του εξαπολύθηκαν οι πρώτοι μεγάλοι διωγμοί υπό την έμπνευση του Γερμανού φον ντερ Γκολτς πασά. Οι Μητροπόλεις του Οικουμενικού Θρόνου απέγραψαν 774.235 διωχθέντες και 100.000 νεκρούς. 218.707 διώχθηκαν στην Ανατολική Θράκη, 257.019 στον Πόντο και οι υπόλοιποι στα μικρασιατικά παράλια της Προποντίδας και του Αιγαίου. 150.000 πρόσφυγες στην Ελλάδα το 1913-14. Ήταν μόνον η αρχή.
Τον Αύγουστο του 1922, έναν αιώνα μετά το ’21, επήλθε η Μικρασιατική Καταστροφή. Μετά 3.500 περίπου χρόνια χάθηκε η ελληνική Ανατολή. Σεισμός εθνικός, κοινωνικός, οικονομικός. Αλλά αλάνθαστος ο Ποιητής: «Το χάσμα, π’ άνοιξ’ ο σεισμός, ευθύς εγιόμισ’ άνθη». Η στατιστική είναι αποκαλυπτική. Το 1920 ο πληθυσμός της Ελλάδος είναι 5.536.000. Εξ αυτών 4.470.000 Έλληνες, το 8.0,75%. Το 1924, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, ο πληθυσμός ανήλθε σε 6.205.000. Εξ αυτών 5.822.000, το 93,83%, Έλληνες. Το 1918 η πρωτεύουσα Αθήνα είχε 240.000 κατοίκους και 25.000 οικήματα·το 1924 550.000 κατοίκους, και χρειάσθηκαν άλλα 30.000 οικήματα. Οι αγρότες πρόσφυγες αδελφοί μας εγκαταστάθηκαν σε 1.954 αγροτικούς οικισμούς -παλαιούς και, ως επί το πλείστον, νέους. Στη Μακεδονία 1.047 προσφυγικοί οικισμοί, στη Θράκη 574, και στην υπόλοιπη Ελλάδα 373 όλοι κι όλοι. Επακολούθησαν άλλα ρεύματα και προσφυγιές, έως και τις ημέρες μας ακόμη.
Τον 21ο αιώνα ο πληθυσμός της χώρας ανέρχεται σε 11 εκατομμύρια, αλλά μεταξύ αυτών 1,4 περίπου εκατομμύριο είναι ξένοι μετανάστες και πρόσφυγες.
Εντωμεταξύ η καθ’ ημάς Ανατολή είχε χαθεί και έως τα μέσα του 20ού αιώνος το Γένος είχε αποσυρθεί από την Ανατολική Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, τη Βαλκανική και την Ευρώπη. Ανθεί πια πέρα από τους Ωκεανούς. Και προχωρεί Περίπου 3,5 εκατομμύρια Έλληνες ζουν στην Υφήλιο με τις μεγαλύτερες εστίες τους στη Βόρειο Αμερική και στην Αυστραλία. Το 1830 το πρώτο ελλαδικό Κράτος περιελάμβανε στα όριά του κάτι ολιγότερο από το 20% των Ελλήνων που ζούσαν κατά την Εθνεγερσία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τέσσερα σχεδόν εκατομμύρια Έλληνες παρέμεναν υπόδουλοι των Οθωμανών. Μόνον 800.000 ήσαν οι πρώτοι ελεύθεροι Έλληνες πολίτες -και αυτοί διχασμένοι ανάμεσα σε αυτόχθονες και σε ετερόχθονες. Σήμερα δεν υπάρχουν υπό τουρκική κυριαρχία αλύτρωτοι Έλληνες -εκτός μια χούφτα στην Πόλη. Εντωμεταξύ εκατοντάδες χιλιάδες έχουν εξοντωθεί στην Ανατολή.
Επί πλέον, περισσότεροι από 800.000 Έλληνες αυτοκυβερνώνται στην Κύπρο που έχει διχοτομηθεί και τελεί υπό τουρκική κατοχή ή απειλή ενώ άλλες μυριάδες, σε αδιευκρίνιστο ακόμη αριθμό, είναι εγκατεστημένοι στη Βόρειο Ήπειρο και στην ευρύτερη Αλβανία. Άδηλο παραμένει, επίσης, πόσοι πολίτες των Σκοπίων έχουν συνείδηση της ελληνικής τους καταγωγής.
Στους δύο, περίπου, αιώνες από την Εθνεγερσία ο Ελληνισμός παρουσίασε εξαιρετική κινητικότητα, κατά κανόνα αναγκαστική. Δύο περίπου εκατομμύρια Έλληνες έχουν εκδιωχθεί από τις πατρογονικές εστίες τους, κυρίως της Ανατολής αλλά και της Άνω Μακεδονίας, της Ανατολικής Θράκης, της Αιγύπτου, της Ρουμανίας και άλλων εστιών. Τουλάχιστον 2,5 εκατομμύρια άλλοι Έλληνες έχουν διασπαρεί σε όλη τη Γη. Όλοι σχεδόν οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πάντως έχουν συγκεντρωθεί στο ελληνικό Κράτος, που εντωμεταξύ πολλαπλασιάσθηκε σε έκταση και σε ισχύ.
Μέσα σ’ αυτό το Κράτος εντωμεταξύ, σημειώνεται με εντυπωσιακούς ρυθμούς και αριθμούς, από τα τέλη της δεκαετίας 1940 έως και τον καιρό μας, μια πρωτοφανής συρροή του ελληνικού πληθυσμού προς τα μεγάλα αστικά κέντρα. Η πρωτεύουσα της χώρας εξαπλώθηκε στο ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα του Λεκανοπεδίου Αττικής και συγκεντρώνει το 40% τουλάχιστον των Ελλήνων πολιτών. Χιλιάδες χωριά έχουν ερημωθεί και την ερήμωση των θνησιγενών υπολοίπων προεξοφλεί, από το 2011, η συγκέντρωση όλων των χωριών σε ενιαίους Δήμους με λίαν αμφίβολη δυνατότητα αποτελεσματικής λειτουργίας, κοινωνικής συνοχής και οικονομικής αυταρκείας.
Η εκρηκτική, αστραπιαία και αφύσικη, αλλά επιβεβλημένη από τις περιστάσεις, αύξηση και αλλοίωση του πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα κατέστρεψε δια παντός τον πολεοδομικό ιστό τους και πολλαπλασίασε γεωμετρικά το αναγκαίο κόστος των υποτυπωδών αλλά πάντα κατόπιν εορτής υποδομών τους. Τα λειτουργικά προβλήματα των πόλεων και των κατοίκων τους πολλαπλασιάζονται σαν την αμοιβάδα: καθένα πρόβλημα χωριστά προκαλεί ολοένα περισσότερα και σοβαρότερα προβλήματα. Το συνολικό κόστος για την αντιμετώπιση, έστω ανεπαρκή, αυτών των αλυσιδωτών προβλημάτων απορροφά τεραστίους εθνικούς πόρους και έτσι στερεί τα αναγκαία κεφάλαια από την ικμάδα της εθνικής παραγωγής οικονομίας διαστρέφοντας περαιτέρω την δομή της οικονομίας και τις επιλογές της κοινωνίας.
Οι ισορροπίες κοινωνίας-οικονομίας, υποδομών-αναπτύξεως και ευκαιριών-αμυντικών γραμμών έχουν πλήρως ανατραπεί. Το εθνικό στρατηγικό ισοζύγιο επιβαρύνουν, επί πλέον, τουλάχιστον 1,4 εκατομμύριο ξένοι οικονομικοί πρόσφυγες που εισέρρευσαν παράνομα μεταξύ 1990-2011 και εξακολουθούν σε εισρέουν κατά χιλιάδες.
Στο πρώτο ανεξάρτητο Κράτος τα 5/6 των Ελλήνων αγροτών δεν είχαν καθόλου δική τους γη και η σαρωτική πλειοψηφία του ελληνικού Λαού ήσαν αγρότες, κτηνοτρόφοι και, ολιγότεροι, ναύτες. Η αρόσιμη, άλλωστε, γη ήταν εξαιρετικά περιορισμένη και ιδιαίτερα πτωχή. Η αυτάρκεια ήταν ασύλληπτο όνειρο ενός ανέκαθεν λιτοδίαιτου Λαού. Όλα αυτά τα μεγέθη έχουν βελτιωθεί σε μεγάλο βαθμό τα επόμενα χρόνια, ιδίως τα τελευταία 40 χρόνια του 20ου αιώνα.
Σημειώθηκε ένα ειρηνικό έπος στην αγροτική αποκατάσταση και ανάπτυξη έως το 1920. Το επόμενο ειρηνικό έπος σημειώθηκε μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Είναι η αποκατάσταση των προσφύγων της Ανατολής και η ανάπτυξη μιας άλλης κοινωνικής και οικονομικής δυναμικής χάρις σ’ αυτούς. Το τρίτο είναι η ανόρθωση της χώρας από τον ερειπιώνα στον οποία μετέβαλε την Ελλάδα η δεκαετής πολεμική περίοδος 1940-1950. Το τέταρτο ισάξιο μέγα έπος είναι η παγκόσμια ναυτιλία του Ελληνισμού.
Κανένα από τα ειρηνικά έπη, ωστόσο, δεν θα είχε επιτευχθεί, αν δεν επαναλαμβάνονταν συνεχώς ένα πολεμικό έπος. Αυτό είναι ένα διεθνώς λαμπρό επίτευγμα. Όλοι μαζί οι Έλληνες, άνδρες και γυναίκες, γέροντες και παιδιά, πολέμησαν επί 130 χρόνια συνεχώς από το 1821 έως το 1949 για να απελευθερωθούν, να απελευθερώσουν τα αδέλφια τους και να αντισταθούν εναντίον όλων των επιδρομέων! Ουδείς άλλος Λαός έχει να επιδείξει παρόμοια επιτεύγματα σε τόσο μακρά και πυκνή ιστορική συνέχεια.
Η δεύτερη μεγάλη στρατηγική καμπή του Ελληνισμού, μετά το πρώτο ελλαδικό Κράτος, συνετελέσθη με την απελευθέρωση των εδαφών που αποτελούν το σύγχρονο Κράτος. Η τρίτη καμπή πραγματώθηκε κατά την θυελλώδη τριακονταετία 1920-1950 η οποία αναδεικνύεται αναμφιβόλως κομβική διότι αποτελεί την καθοριστική αφετηρία όλων των επομένων ελληνικών γενεών. Δοκίμασε μέχρις ακροτάτου ορίου την αντοχή μα και την αλκή του Ελληνισμού, σφράγισε ανεξίτηλα την ελληνική ψυχή, συγκέντρωσε και διεμόρφωσε το Ελληνικό Έθνος σε ένα αμιγές εθνικό Κράτος. Εδέσμευσε, τέλος, σε αμετάκλητες σχεδόν συντεταγμένες, την πορεία του Έθνους και του Κράτους των Ελλήνων προς το μέλλον.
Οριακό σημείο και ακατάσχετη δύναμη της μείζονος αυτής στρατηγικής καμπής υπήρξε ασφαλώς και παραμένει η Μικρασιατική Καταστροφή. Αποδεικνύεται Ολική Αναστροφή. Έναν σχεδόν αιώνα από τότε, ίσως δεν συνειδητοποιούμε τις βαθιές πτυχές της τωρινής συλλογικής κι ατομικής ζωής μας προσδιορίσθηκαν τότε. Από εκεί έρχονται ακόμη και καθοριστικά στοιχεία της εθνικής μας ψυχολογίας όπως π.χ. η ακατάσχετη νοσταλγία της καθ’ ημάς Ανατολής, το μέλος κι η σαγήνη της λαϊκής μας μουσικής, η έλξη του ριζοσπαστικού συνδικαλισμού και του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος, οι Χαμένες Πατρίδες σε εκατοντάδες τοπωνύμια κ.α.
Στην περίοδο 1920-1950 τα κομβικά γεγονότα ήσαν εξαιρετικής πυκνότητος και το καθένα από αυτό συνταρακτικό. Επήλθαν καταιγιστικά όλα μαζί. Απίστευτοι θρίαμβοι, όπως Μικρασιατική Εκστρατεία, το Έπος του Σαράντα και η μαζική Εθνική Αντίσταση εναλλάσσονταν αστραπιαία με ανείπωτες συμφορές σαν ανεμοστρόβιλος. Προκάλεσαν ρήγματα στην ελληνική ψυχή και στη συλλογική μνήμη. Θρυμμάτισαν κάθε λογική.
Το 1919 στην Κωνσταντινούπολη και στα περίχωρά της, μέχρι τη Θάλασσα του Μαρμαρά, ζούσαν και ευημερούσαν 300.000 Έλληνες και λειτουργούσαν 227 ελληνικά σχολεία εκτός από τις περιώνυμες ανώτερες κι ανώτατες Σχολές. Η Αγορά απ’ άκρη σ’ άκρη στη Μεγάλη Οδό του Πέραν ομιλούσε ελληνικά. Στη Σμύρνη και στην περιοχή της 150.000 Έλληνες, 79 ελληνικά σχολειά και 19.195 μαθητές. Σε σύνολο 391 βιομηχανιών και βιοτεχνιών οι 344 ανήκαν σ’ Έλληνες. Στην Πόλη και στη Σμύρνη, στον Πόντο και στα δυτικά παράλιά του, στην Καππαδοκία και στην ενδότερη Μικρά Ασία Έλληνες τραπεζίτες, έμποροι και τεχνίτες διακινούσαν κατά μέγα μέρος το εμπόριο, την παραγωγή και το χρήμα της Ανατολής. Όλοι και όλα χάθηκαν. Μεταξύ 1914-1922 εξοντώνονται 800.000 Έλληνες. Μετά νέα δεινά.
Η πολεμική περίοδος 1940-1944 προκαλεί τις εξής απώλειες: 475.000 νεκροί στον πόλεμο και στην Εθνική Αντίσταση, στη λιμοκτονία και στη βουλγαρική γενοκτονία, στα ολοκαυτώματα και στο εκτελεστικό απόσπασμα. 57.000 Εβραίοι αδελφοί μας -οι 48.000 Θεσσαλονικείς- στα κρεματόρια. 1.200.000 άστεγοι. 3.000 πόλεις, κώμες και χωριά επλήγησαν βαριά ή κατεστράφησαν. Ερείπια ένα στα τέσσερα κτίρια της χώρας. Κατεστράφησαν: το 74,5% του εμπορικού στόλου: 434 καράβια, το 42,6% των ζώων εργασίας: 855.000 άλογα, μουλάρια και βόδια, το 53% του ζωϊκού κτηνοτροφικού κεφαλαίου, το 65% του τροχαίου υλικού:11.300 οχήματα, το 93,5% των σιδηροδρόμων, το 90% των γεφυρών, το 25% των δασών και το 22% των αρδευτικών έργων της Μακεδονίας. Με δείκτη 100 το 1939 η βιομηχανική παραγωγή του 1946 βρέθηκε στο 53. Αλλά η συμφορά αυτή δεν στάθηκε αρκετή. Επακολουθεί αμέσως ο Εμφύλιος: 54.000 Έλληνες πέφτουν εκατέρωθεν των ελληνικών γραμμών, 28.000 Ελληνόπουλα εκπατρίζονται διά της βίας, 60 έως 70.000 ηττημένοι διασκορπίζονται πρόσφυγες στο ανατολικό μπλοκ, εκατοντάδες χωριά καταστρέφονται κι άλλα εκκενώνονται διά της βίας και δεκάδες χιλιάδες ανέστιοι χωρικοί καταφεύγουν στις πόλεις. Χιλιάδες εξόριστοι και φυλακισμένοι. Ανυπολόγιστος σωρός υλικών καταστροφών.
Στο κατώφλι της Τρίτης Χιλιετίας μ.Χ., η Ελλάδα βυθίσθηκε αύτανδρη σε βαθειά κρίση που δεν είναι μόνον δραματικά οικονομική και κοινωνική αλλά υπαρξιακή κρίση αξιών, θεσμών, κρατικών λειτουργιών, αξιοπιστίας της συνόλης ηγεσίας. Παρ’ όλα αυτά παραμένει η πλουσιότερη, η στρατιωτικά ισχυρότερη και η εθνικά αμιγέστερη χώρα σε όλα τα Βαλκάνια. Το εθνικό εισόδημά της υπερβαίνει το άθροισμα των εισοδημάτων όλων των βαλκανικών χωρών. Ο Λαός της αποδέχτηκε έμπρακτα μεγάλες ήδη θυσίες και ριζικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να σωθεί η Πατρίδα. Εφ’ όσον ο Ελληνισμός αντλήσει παραγωγικά διδάγματα από το παρελθόν του, ανακτήσει την αυτοπεποίθηση του, όπως οι πατέρες του σε χαλεπούς καιρούς, και εννοήσει εκ νέου ότι ελληνισμός σημαίνει πολιτισμός, θα νικήσει ξανά.
Σε κάθε τέτοια περίπτωση, αποστάζοντας την Ιστορία των 199 ετών από το 1821, η Ελλάδα, το Γένος όλο, δικαιούται να ειπεί -και άλλωστε έχει κάμει πράξη- τον στίχο του Οδυσσέα Ελύτη: «Των φονιάδων το αίμα με φως ξεπληρώνω».
- Ποια ονόματα ακούγονται για την Προεδρία της Δημοκρατίας - Τι θα μετρήσει στην απόφαση του Μαξίμου
- Μαγδεμβουργο: Στην αναζήτηση κινήτρου του δράστη της επίθεσης – Οι ακροδεξιές θεωρίες και οι προειδοποιήσεις
- Πρύτανης του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστήμιου: Νέα προπτυχιακά προγράμματα μέσα στο 2025
- Η Σημασία των Μιτοχονδρίων στην Αναγεννητική Ιατρική: Ιστορία και Σύγχρονες Θεραπείες