Φτάσαμε στη µέση της πιο αλλόκοτης χρονιάς της ζωής µας! Παγιδευµένοι λες, κάπου µεταξύ της «Αλληγορίας του Σπηλαίου» του Πλάτωνα και του δυστοπικού videogame Final Fantasy VII. «Εδώ στου δρόµου τα µισά», τι µας έµαθε το 2020; Τι εποχή είναι αυτή που ξηµέρωσε; Μας παρέλυσε ή µπορεί και να µας εµπνεύσει να πάρουµε πρωτοβουλίες για να βγούµε όρθιοι και δυνατοί όχι µόνο από την πανδηµία αλλά και από τη νέα κρίση; Κανείς µας δεν θα µπορούσε να διανοηθεί την εξέλιξη που θα είχε η ζωή και ο κόσµος, σε χρόνο µικρότερο µιας εγκυµοσύνης. Κανείς, ακόµη, δεν είναι σε θέση να πει τι ακριβώς γεννήθηκε από αυτόν τον τοκετό. Οµως υπήρχαν πάντα οι καλλιτέχνες που ήταν εκεί, να βοηθήσουν στους πόνους της γέννας, να ρυθµίσουν τις ανάσες µας, να παρηγορήσουν, να µας κάνουν να γελάσουµε ή να συγκινηθούµε, κρατώντας το χέρι µας µε τον ορό, απαλά και σταθερά. Η συγγραφέας Μάρω Βαµβουνάκη, ο ερµηνευτής Γιώργος Νταλάρας, η σκηνοθέτις και ηθοποιός Ρούλα Πατεράκη, οι ηθοποιοί Κάτια Δανδουλάκη, Ελένη Ράντου, Νίκος Ψαρράς, Γιάννης Στάνκογλου, και ο τραγουδοποιός Φοίβος Δεληβοριάς αποκωδικοποιούν αυτό το περιπετειώδες εξάµηνο. Κάτια Δανδουλάκη: «Μάθαµε να ζούµε πάνω από την άβυσσο» Βρίσκομαι ακόµη κάτω από ένα τροµερό συνειδητό άγχος έκθεσης σε αυτόν τον ιό. Νοµίζω πως το σώµα του ηθοποιού είναι διχασµένο, στην κυριολεξία. Αισθάνοµαι µετά από χρόνια ένα αντίπαλο σώµα. Θυµάµαι τον εαυτό µου στις εξετάσεις µπροστά στον Κουν. Ηταν ένα σώµα µετέωρο. Αυτό αισθάνοµαι πάλι. Αυτήν την εκκρεµότητα στο σώµα. Με έναν τρόπο πρέπει πάλι να νοηµατοδοτηθεί το σκηνικό σώµα. Χειρονοµίες, κινήσεις, οι απλές λειτουργίες της φωνής. Αυτός ο ιός µοιάζει µε ένα είδος εξορίας. Είµαι ωστόσο πάντα αισιόδοξη στις µεγάλες δυσκολίες. Σύντοµα πάλι, ως θεατρικές δοµές, θα επανεκκινήσουµε µε πιο καθαρές χαρές. Η τέχνη µας εξάλλου είναι η τέχνη του να ζεις πάνω από την άβυσσο. Ρούλα Πατεράκη: «Σαν θρίλερ στο Νetflix» Φέτος τα Χριστούγεννα ήταν σαν όλα τα Χριστούγεννα. Φέτος ο Ιανουάριος προειδοποιούσε από την Κίνα για έναν κορονοϊό τύπου SARS όπου έκλεινε πόλεις, αποµόνωνε ανθρώπους στα σπίτια τους, δηµιουργούσε µεταφυσικούς πανικούς και επιτελούσε το σκηνικό µιας ταινίας, σε σενάριο Στίβεν Κινγκ. Φέτος ο Φεβρουάριος λόγω της παγκοσµιοποίησης µετέφερε τον Κινέζο Στίβεν Κινγκ και στη γηραιά, δηµοκρατική, φιλελεύθερη, ατοµικιστική και πάνω από όλα καπιταλιστική Ευρώπη. Αρα επόµενο θα ήταν µετά τον ορυµαγδό της Ιταλίας, παράλληλα µε τη Γερµανία, τον υγειονοµικό εκτροχιασµό της Γαλλίας, της Ισπανίας και λοιπών µεγάλων ή µικρών ευρωπαϊκών κρατών να έρθει ο κορονοϊός και στην Ελλάδα. Επόµενο ήταν να κλείσει όλη η ζωντανή δραστηριότητα της ζωής των Ελλήνων, να αποκλειστούµε στα σπίτια µας κι όλοι λίγο ή πολύ, ανάλογα µε την οικονοµική επάρκειά του ο καθένας, να ζήσουµε κάτι που σε άλλες περιπτώσεις θα το βλέπαµε ξαπλωµένοι στον καναπέ µας σαν ένα τροµερό θρίλερ στο Netflix. Είτε βγαίνουµε είτε µένουµε σπίτι. Ελένη Ράντου: «Η λέξη του 2020; Ελεγχος» Ο,τι δεν κατάφεραν να κάνουν µια χρεοκοπία, 2-3 µνηµόνια και κάποια χρόνια capital controls, το κατάφερε µια γρίπη. Κι αρχίζει το παράλογο, οι λέξεις χάνουν το νόηµα µε το οποίο καταχωρίστηκαν. «Αυτός ο ιός δεν θέλει επαφές. Είναι αντικοινωνικός» λέγαµε. Τώρα ο... αντικοινωνικός βγαίνει έξω κι αποζητά επαφή. Μέχρι το 2020 νοµίζαµε ότι ο καρκίνος είναι η πιο απειλητική ασθένεια. Αυτή χρειαζόταν κονδύλια έρευνας και θεραπείας. Τώρα µάθαµε πως η πραγµατική απειλή έρχεται από αλλού. Κι αρχίζει η ανάγκη για «ασφάλεια», που για ολόκληρες γενιές έφερνε µνήµες αυταρχισµού και κατάχρησης εξουσίας. Εγινε ζητούµενο και λέξη αγαπηµένη. Και η Τέχνη από συνώνυµο ανάγκης, βαλβίδα εξαέρωσης µιας κοινωνίας, τοπίο ελευθερίας λόγου, κι αυτή µε χειροπέδες στο όνοµα της ασφάλειας. Επικίνδυνη για διασπορά µόλυνσης! Σε αντίθεση µε τις µετακινήσεις µε αεροπλάνα. Αλήθεια, πώς κάνεις Τέχνη µε ασφάλεια; Την παρακολουθείς από το λάπτοπ, όπως παλιά άκουγαν οι γονείς µας ειδήσεις από ξένα ραδιόφωνα; Την κάνεις παθητική τηλεόραση; Κονσέρβα ελεγχόµενη; Την κάνεις κρατική µέριµνα και υπόθεση που αφορά µόνο κρατικές σκηνές και τους πέριξ; Ελεγχος. Αυτή είναι η λέξη που µου ξανασύστησε το πρώτο εξάµηνο του 2020. Μια γρίπη κατάφερε να ελέγξει τη λογική µας, κάθε µας παρόρµηση και ανάγκη, κάθε δικαίωµα κερδισµένο, κάθε κίνηση ελευθερίας, αυτά που ξέραµε, εννοούσαµε και νιώθαµε. Τώρα δεν χρειάζεται κάποιος κακός να µας επιβάλει τίποτε. Κανένας δεν χρειάζεται να µας... καταστείλει. Το κάνουµε µόνοι µας. Με παραδειγµατικό τρόπο. Φοίβος Δεληβοριάς: «Είµαστε αλυσίδα που δεν σπάει» Στην αρχή της καραντίνας ήµουν ευτυχισµένος. Κανείς δεν µε ενοχλούσε, το smartphone σιωπηλό. Εβγαζα βόλτα την κόρη µου στον γειτονικό Αρδηττό ή στο Α’ Νεκροταφείο. Βλέπαµε τα τελευταία µαρµαρένια σπίτια του Κουν, του Κατράκη, της Βουγιουκλάκη, της Καρέζη και του Χορν και προσπαθούσα να της εξηγήσω τι ήταν ο καθένας τους. Το βράδυ έδειχνα στην 7χρονή της ύπαρξη τους ίδιους ζωντανούς και λαµπερούς στην τηλεόραση. Εκείνη πάλι µου έδειχνε τους «Φοβερευνητές», αγαπηµένη σειρά των συµµαθητών της, στο Netflix. Με ανακούφιση έβλεπα ότι οι ταινίες που µου άρεσαν παιδί είχαν κρατήσει ζωντανό το µυστικό τους, ήταν ακόµα αστείες γι’ αυτήν, η γλώσσα τους τόσο κοντά σε κάτι που δεν θα αλλάξει ποτέ. Με την ίδια ανακούφιση έβλεπα ότι γέλαγα και εξιταριζόµουν κι εγώ µε τα παιδάκια του δικού της κόσµου, που θα προλάβω µόνο ένα µέρος του. Και ξαφνικά αισθάνθηκα ότι εγώ, εκείνη και η Τέχνη που µας ένωνε ήµασταν ξεχασµένοι – για να µας θυµηθούν έπρεπε να βάλουµε τις φωνές. Υπερέβαλλα; Ισως. Μαύρες αναρτήσεις και µια φωνή που δεν ήξερα καν ότι υπάρχει µέσα µου. Φωνή υπεράσπισης των ανθρώπων της δουλειάς µου. Που είµαστε µάλλον ντροπαλοί, που την αξία µας δεν µπορούµε να την ξέρουµε – κι όµως συνεχίζουµε τη γλώσσα των µαρµαρένιων µας πατέρων. Ισως να βγήκε κάτι λίγο τελικά από αυτές τις φωνές. Μια συνείδηση δική µας, που την άκουσαν οι ιθύνοντες, ίσως γιατί άκουσε για πρώτη φορά τον εαυτό της. Αν ευγνωµονώ λοιπόν για κάτι αυτόν τον σάπιο τον κορονοϊό, είναι αυτό και µόνο. Είµαστε µια αλυσίδα ζωντανή γύρω από τα µάρµαρα. Τα αδέλφια µου τα βλέπω πεντακάθαρα. Αλλα δεν είναι πια εδώ κι άλλα δεν γεννήθηκαν ακόµα. Οσο ζω, όµως, θα υπερασπίζοµαι την ύπαρξη της αλυσίδας µας. Υποψιάζοµαι ότι δεν σπάει. Αν κάποιος πάει να τη σπάσει, όµως, θα ’χει να κάνει µαζί µου. Γιώργος Νταλάρας: «Οταν ο κόσµος έπαθε συγκοπή» Τα είχε όλα «...και ξαφνικά παθαίνει συγκοπή» έλεγε σε ένα ωραίο τραγουδάκι του ο Λουκιανός. Ο κόσµος έπαθε συγκοπή. Αλλοι αρρώστησαν, άλλοι δεν άντεξαν, άλλοι θρηνούν τους αγαπηµένους τους. Αλλοι βυθίστηκαν σε απόγνωση και απελπισία. Παντοδύναµοι ηγέτες εκτέθηκαν ανεπανόρθωτα και γελοιοποιήθηκαν, ενώ οι συνάνθρωποί µας σε όλο τον κόσµο προσπαθούν να µαζέψουν τα κοµµάτια τους. Με την πανδηµία συνειδητοποιήσαµε ότι τίποτα δεν είναι αυτονόητο και δεδοµένο και ότι «η ζωή είναι αυτό που συµβαίνει όταν εµείς κάνουµε σχέδια». Τι µας διέσωσε; Το ένστικτο της προσαρµογής που έχουµε οι άνθρωποι και το υψηλό αίσθηµα αλληλεγγύης (που δεν έχουν όλοι), το οποίο είναι βασικό και απαραίτητο για να πάµε παρακάτω Η Τέχνη, για άλλη µία φορά, αποδείχθηκε γιατρικό και παυσίλυπο. Γιατί είναι σύµφυτη µε τον άνθρωπο. Είναι τρόπος έκφρασης και επικοινωνίας µεταξύ µας. Η οµορφιά της ξορκίζει την αγωνία, παρηγορεί. Ερχεται να σου δείξει τον δρόµο, όταν είσαι χαµένος και ανήµπορος. Γιατί ανήµποροι είµαστε απέναντι στο καινούργιο άγνωστο. Αυτήν την περίοδο µείναµε άλαλοι και η Τέχνη µπόρεσε να δώσει φωνή στα ανείπωτα. Αυτό έκανε πάντα, αυτό εξακολουθεί να κάνει. Μακάρι να το έχουν αυτό στο µυαλό τους οι ιθύνοντες. Να µην ξεχνούν ότι στην ιστορία της Τέχνης δεν υπάρχουν µόνο πρωτοµάστορες αλλά και πολλοί µάστορες και βοηθοί, που είναι εξίσου σηµαντικοί και απαραίτητοι και χωρίς αυτούς δεν τελειώνει το έργο. Εµείς θα συνεχίσουµε να πορευόµαστε, ο καθένας µας όπως ξέρει και µπορεί. Γιάννης Στάνκογλου: «Μια κανονικότητα εναντίον µας» Σκέφτομαι πως όλο αυτό το άγριο σκηνικό µέσα στο οποίο ζήσαµε, αυτή η επιτακτική ανάγκη δηµόσιου εγκλεισµού, έθεσε σοβαρά ζητήµατα ελευθερίας. Με προβληµάτισε πολύ ο τρόπος που η εξουσία επέβαλε και εργαλειοποίησε αυτήν την κατασκευασµένη συνθήκη ελέγχου της ζωής. Επιτρέψτε µου να διατηρώ µεγάλες επιφυλάξεις για την ορθότητα οποιουδήποτε µέτρου επιβολής εγκλεισµού. Εξοργίστηκα κάποιες φορές από την αστυνοµική αυθαιρεσία και τον υπερβάλλοντα ζήλο, ακόµη και µπροστά σε µικρά παιδιά. Θύµωσα για το ξύλο στον Αϊ-Γιώργη και το πανηγύρι στην Οµόνοια, χωρίς µάσκες. Οσο για την επιστροφή στην κανονικότητα, αυτή µας βρίσκει λεηλατηµένους και µετέωρους. Πρόκειται για µια κανονικότητα εναντίον µας. Θέλω να είµαι αισιόδοξος αλλά και µαχητικός. Αυτό που µου υπενθύµισε το πρώτο εξάµηνο του 2020 είναι οι αξίες της υπευθυνότητας και της αλληλεγγύης και πως η µεγαλύτερη απόλαυση στη ζωή έρχεται µόνο από την αγάπη που παίρνεις και χαρίζεις στους ανθρώπους δίπλα σου. Μάρω Βαµβουνάκη: «Συνήθεια: To ασφαλές λίκνο του ενήλικα» Από τις πρώτες µαρτιάτικες µέρες της καραντίνας ακούγαµε πως «ποτέ δεν θα είµαστε ίδιοι µετά από αυτό!». Ο άνθρωπος ευχαριστιέται να τραγικοποιεί τα βάσανά του. Του δίνει µια ηδονή το αίσθηµα πως «ζω τώρα ένα δράµα, που όµως γράφει Ιστορία και µάλιστα παγκόσµια!». Είναι η αποζηµίωσή του. Με τη λήξη των ηµερών του κορονοϊού γίναµε άλλοι; Μεταµορφώνεται τόσο σύντοµα ο άνθρωπος; Μεταµορφώνεται άραγε ποτέ; Πιστεύω πως ναι, µπορεί να αλλάξει, αλλά µόνο εφόσον σοβαρά το επιθυµεί. Από µόνα τους τα γεγονότα είναι ουδέτερα, ακόµα και ρηχά. Εµείς τα νοηµατοδοτούµε. Ή θα µάθουµε ή θα τα πετάξουµε στο καλάθι αχρήστων µιας χλωµής λησµονιάς... Κατά κανόνα εµείς δεν αλλάζουµε, οι συνθήκες αλλάζουν. Το σοκ του κορονοϊού συνεχίζει να µας σοκάρει. Θεωρούµε ότι θα µας χαράξει παντοτινά. Ασφαλώς µια απειλή θανάτου, ξαφνική και αόρατη, είναι πρωτόγνωρη εµπειρία. Οµως πολλοί ζήσαµε την καραντίνα µε ∆ιαδίκτυο, µαθήµατα, ταινίες, βιβλία, ξεκούραση, χιούµορ, άδειες ήρεµες πόλεις, τηλεφωνήµατα ατέλειωτα όπως παλιά. ∆εν µιλάµε για όλους, ποτέ δεν γίνεται να µιλάµε για όλους. Ηταν ασφυκτικά, όµως δεν βιώσαµε και τον Α’ Παγκόσµιο Πόλεµο, ούτε τις πληγές του Φαραώ. Επιστρέψαµε στις δουλειές µας, στην καθηµερινότητα και κυρίως στον χαρακτήρα µας. Λιγάκι φοβισµένοι στην αρχή, µουδιασµένοι, δύσπιστοι, κι ύστερα ξανά οι ίδιοι. ∆εν αλλάζει εύκολα ο άνθρωπος, οι αληθινές αλλαγές θέλουν χρόνο, κόπο, πόνο, θυσία και απώλειες. Οι συνήθειες είναι το αναπαυτικό και ασφαλές λίκνο του ενήλικα. Οσο για την ευαγγελιζόµενη µεταµόρφωση, υπάρχουν πάντα ευκαιρίες και εκτός ιών. Πρόκειται για εσωτερική πνευµατική περιπέτεια, προσωπική και ανεξάρτητη. Πλαίσια και περιστάσεις είναι µονάχα το πρόσχηµα. Πάντα το «επιθυµώ», το «θέλω» είναι ο λόγος. Νίκος Ψαρράς: «Δεν µπαίνει το θέατρο σε κονσέρβες» Αυτή τη χρονιά ήταν σίγουρα απρόβλεπτη. Κυριάρχησαν ο εγκλεισµός, ο φόβος για το άγνωστο, η αβεβαιότητα, οι περιορισµοί και βεβαίως ο τρόµος για τις οικονοµικές συνέπειες της πανδηµίας. Και µέσα σε όλα, το θέατρο και ο πολιτισµός. Θεωρώ πως έγινε ένας λανθασµένος χειρισµός από αρκετούς συναδέλφους, παραγωγούς και ανθρώπους του χώρου. Στην εποχή αναγκαστικής παύσης δεν λείψαµε από κανέναν, αφού κάποιοι επέλεξαν να βοµβαρδίσουν το κοινό µε παραστάσεις-κονσέρβες, που προορίζονταν για αρχείο και όχι προβολή. Το θέατρο πρέπει να είναι ζωντανό, η δύναµή του έγκειται στην αµεσότητα, όχι στη µαγνητοσκόπηση. Ο κόσµος έχει ανάγκη από πνευµατική τροφή, δεν είµαστε µόνο καταναλωτικά όντα, η πολιτεία οφείλει να βρει λύσεις, να προβληµατιστεί για τους αναρίθµητους ανέργους, αλλά κυρίως για τις συνθήκες εργασίας, τις απλήρωτες πρόβες, τη συλλογική σύµβαση, τη δική µας ασφάλεια. Αν αυτή η χρονιά µάς αιφνιδίασε, ο επόµενος δυσοίωνος χειµώνας ας µας βρει προετοιµασµένους.