Όταν ήρθα στην Αθήνα, 18 χρονών ως πρωτοετής φοιτήτρια, και μετέβην στο Πολυτεχνείο που είχε καταληφθεί, η συγκίνηση με πλημμύρισε και ξέσπασα σε λυγμούς. Έκλαιγα, έκλαιγα, βλέποντας ένα αμέτρητο πλήθος φοιτητών και νέων ανθρώπων, να μεταδίδουν μέσω των συνθημάτων έναν παλμό κι ένα πάθος που δονούσε την ατμόσφαιρα. Η συγκίνησή μου αυτή οφειλόταν στο γεγονός, πως ερχόμενη από το χωριό μου την Αλεπού Κερκύρας, με παραστάσεις από τ’ αδέρφια μου που ήταν στη Νεολαία Λαμπράκη και από άμεσους συγγενείς που ήταν ταλαιπωρημένοι λόγω των πολιτικών τους φρονημάτων και έσκαβαν τη γη για να θάψουν τους απαγορευμένους δίκους τραγουδιών του Θεοδωράκη, ήμουν γεμάτη όνειρα για την μετεξέλιξη της ασφυκτικής πολιτικής κατάστασης, και δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου: πως ένα φλογερό πλήθος νέων ανθρώπων, σκαρφαλωμένοι πάνω στα κάγκελα, αγωνιζόταν με τέτοιο πάθος για το ίδιο πολιτικό όνειρο, ενός καλύτερου κόσμου. Η συγκίνηση και η πολιτική αυτή έκσταση κράτησε όλες τις μέρες. Θέλω όμως απλώς να αναφερθώ στο γεγονός πως το βράδυ που άρχισε η επίθεση, Σάββατο της 17ης Νοεμβρίου 1973, ήμουν κι εγώ εκεί. Κανείς δεν πίστευε - ότι οι στρατιώτες θα πραγματοποιούσαν την επίθεση. Όμως εκείνοι, πιστοί στην εντολή, έπεσαν στη συνέχεια της νύχτας, κι ενώ εμείς είχαμε διαφύγει, πάνω στην κλειστή πόρτα. Ένας άγνωστος οικοδόμος με έσωσε εκείνο το βράδυ, καθώς με άρπαξε και φύγαμε. Μπαίναμε στην είσοδο των πολυκατοικιών, χτυπούσαμε τα κουδούνια, αλλά δεν μας άνοιγαν. Έτσι, μέσα στην γενική αναστάτωση μπήκαμε σε κάποιο λεωφορείο που πήγαινε νομίζω προς το Αιγάλεω. Εμένα, τότε, αυτές οι περιοχές μου φαινόταν ότι ήταν εκτός χάρτη… Μετά κάπου κατεβήκαμε και γύρισα με τα πόδια στο Σύνταγμα που έμενα τότε, μέσω της Πλάκας. Δεν ήξερα ακόμη τι απέγινε στο Πολυτεχνείο. Μόνο τα χαράματα, από εκεί που έμενα, είδα τανκς που όδευαν προς τη Βουλή. Η εμπειρία όλη ήταν συγκλονιστική. Ακόμη, όμως, δεν είχα την επίγνωση ότι εκείνη τη στιγμή είχε γραφτεί μια Σελίδα της ιστορίας. Ούτε και οι νέοι που έπεσαν στο Πολυτεχνείο, είχαν επίγνωση ότι εκείνη τη νύχτα θα γινόταν ήρωες. Απλώς, είχαν εκτιμήσει οτι οι στρατιώτες δεν θα τους χτυπούσαν. Τίποτε εκ μέρους τους δεν έγινε σκόπιμα, υπολογισμένα. Ήταν μόνο μια πηγαία, και όχι καπελωμένη κομματικά, αντίσταση. Μια αυθόρμητη, λαϊκή πρωτοβουλία. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν είναι, για μένα, μια απολιθωμένη επέτειος, ούτε και γιορτή. Έχει καθιερωθεί στη συνείδηση του λαού σαν μια ακόμη ηρωϊκή στιγμή της ιστορίας των αγώνων της νεολαίας. Είναι ορόσημο, γιατί αποτέλεσε το αποκορύφωμα της αντίστασης του λαού ενάντια στην στρατοκρατική δικτατορία και στο μονοπωλιακό σύστημα εξάρτησης που τη γέννησε και τη στήριξε. Και είναι αφετηρία, για νέους αγώνες που θα πραγματώσουν κάποτε το όραμα για Εθνική Ανεξαρτησία. Το παγκόσμιο μήνυμα που έστειλε η προσπάθεια των φοιτητών ήταν η κατάργηση, μέσα από την πάλη, όλων των τυραννικών καθεστώτων που δυναστεύουν, φυλακίζουν και βασανίζουν τους λαούς. Το Πολυτεχνείο απέδειξε ότι οι λαϊκές δυνάμεις μπορούν να νικήσουν αρκεί να υπάρχει εστιασμός σε ξεκάθαρους στόχους, και ότι είναι ακατάβλητες οι δυνατότητες του λαού, εάν αυτός συνειδητοποιήσει τη δυναμική του. Υπάρχει, εν τέλει, ένα νήμα που συνδέει τον Νοέμβρη του ’73 με κάθε κορύφωση της νεοελληνικής ιστορίας. Έρχεται σαν συνέχεια από τους ηρωϊκούς αγώνες του ’20 ως την Εθνική Αντίσταση κι ως τον αγώνα του λαού μας μέχρι το ’67. Ιστορικό Στη διάρκεια της δικτατορίας τα προβλήματα είχαν οξυνθεί στο έπακρο. Η Χούντα δεν κατόρθωσε ποτέ να αποκτήσει λαϊκό έρεισμα, ούτε και είχε κοινωνική βάση. Η παταγώδης αποτυχία της σε όλους τους τομείς ευνοούσε την ανάπτυξη λαϊκών αγώνων, που όξυναν περισσότερο την μόνιμη πολιτική κρίση από την οποία κατεχόταν. Ο λαός ήταν αγανακτισμένος. Η Χούντα επιχείρησε να τον τρομάξει με αστυνομοκρατία, αλλά ο λαός απάντησε με θάρρος. Η απόπειρα του Παναγούλη να δολοφονήσει τον δικτάτορα, ο πομπός στον Λυκαβηττό, η διαδήλωση στον θάνατο του Σεφέρη, το μνημόσυνο του Γ. Παπανδρέου με την αγωνιστική συμμετοχή του κόσμου, ήταν ορισμένες απαντήσεις. Οι στρατοκράτες, με το επιχείρημα οτι θα «αποκαταστήσουν την τάξιν», δίωξαν, συνέλαβαν, φυλάκισαν, εξόρισαν, δολοφόνησαν. Έριξαν ανθρώπους στα μπουντρούμια (Μουστακλής), και μετά από τα βασανιστήρια τους έβγαλαν φυτά. Το φοιτητικό κίνημα ξεκίνησε από αγώνες για συνδικαλιστικές ελευθερίες. Στη συνέχεια όμως ωρίμασε πολιτικά και συνέδεσε τις διεκδικήσεις του με τον αγώνα του λαού για Εθνική Ανεξαρτησία και Κοινωνική Αλλαγή. Ο Φλεβάρης του ’73, η Νομική αργότερα, και ξανά η Νομική τον Μάρτη που η επίθεση των Λοκατζήδων αποτέλεσε την ‘πρόβα τζενεράλε’ για το Πολυτεχνείο, είχαν σαν φυσική συνέπεια τον ξεσηκωμό του Νοέμβρη. Εμπροσθοφυλακή του λαϊκού ξεσηκωμού ήταν οι χιλιάδες φοιτητές, που την Τετάρτη 14 Νοέμβρη κατέλαβαν το Πολυτεχνείο. Στα πρώτα συνθήματα ζητούσαν εκδημοκρατισμό της παιδείας, κατάργηση των αντιφοιτητικών-αντιδημοκρατικών νόμων, κατοχύρωση του πανεπιστημιακού ασύλου. Λίγο αργότερα τα συνθήματα που εισηγούνταν ήταν πιο γενικά: «Κάτω η Χούντα», «ΕΣΑ, Ες Ες Βασανιστές», «Έξω οι Αμερικάνοι». Επίσης: «Λαέ πολέμα, σου πίνουνε το αίμα», «Εργάτες-Αγρότες και Φοιτητές», «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία», «Απόψε πεθαίνει ο Φασισμός». Παράλληλα η Επιτροπή Αγώνα ανακοίνωσε ότι: «Πρωταρχική προϋπόθεση για την επίλυση όλων των λαϊκών προβλημάτων θεωρούμε την άμεση πτώση της δικτατορίας». Ζητώντας δε «να επιτευχθεί η εθνική ανεξαρτησία από τα ξένα συμφέροντα που επί χρόνια στήριξαν την τυραννία στον τόπο μας», καθορίστηκε και ο χαρακτήρας της εξέγερσης όχι απλά ως αντιχουντικός, αλλά συγκεκριμένα ως αντιφασιστικός-εθνικοαπελευθερωτικός. Η ανακοίνωση της Συντονιστικής Επιτροπής το διακήρυττε με ακρίβεια: «Δηλώνουμε για μια ακόμη φορά ότι οι θέσεις μας είναι: 1. Αντιχουντικές: Παλεύουμε για την ανατροπή της Χούντας. 2. Αντιφασιστικές: Παλεύουμε για να εγκαθιδρυθεί στην Ελλάδα αντιφασιστική δημοκρατία. 3. Αντιϊμπεριαλιστικές. Παλεύουμε για να επιτευχθεί η ανεξαρτητοποίηση της Ελλάδας από τα ξένα συμφέροντα». Πρέπει να αποσαφηνιστεί οτι οι νέοι που ρίχτηκαν στη μάχη, διέθεταν μια πλατειά ταξική σύνθεση. Ήταν φοιτητές, μαθητές, υπάλληλοι, οικοδόμοι, εργάτες. Μέσα στο Πολυτεχνείο εκείνες τις μέρες ξεπήδησε η αίσθηση της συλλογικότητας. Κάτι καινούριο και ωραίο. Εκείνη την ιδιαίτερη στιγμή ένας κόσμος άγνωστος μεταξύ του, ενωνόταν με κοινούς στόχους. Παρά τις αδυναμίες ενός αυθόρμητου ξεσπάσματος - που οφείλεται κυρίως στις οργανωτικές αδυναμίες του αντιδικτατορικού αγώνα - γύρω στα 4000 άτομα λειτούργησαν κοινοτικά, με ένα λαμπρό σύστημα εσωτερικής οργάνωσης και περιφρούρησης. Εκτός από την εκλογή της Συντονιστικής Επιτροπής, δημιουργήθηκαν ομάδες για τον έλεγχο της ζωής και των εκδηλώσεων του Πολυτεχνείου, ομάδες για την τάξη, την καθαριότητα, τον τύπο. Μετέτρεψαν όλους τους χώρους σε χώρους δουλειάς. Κατασκεύασαν ραδιοφωνικό σταθμό, που μετέφερε τα μηνύματα του Πολυτεχνείου σε κάθε γωνιά της Αθήνας. Μοίρασαν χιλιάδες προκηρύξεις που έβγαζαν στους πολύγραφους, κείμενα της Σ.Ε., αυτοσχέδια ποιήματα και σκίτσα. Η συμμετοχή του ελληνικού λαού ήταν φυσική συνέπεια της σωστής επιλογής του πολιτικού πλαισίου του αγώνα των φοιτητών. Εκτός από την ηθική συμπαράσταση, η τελευταία δινόταν παράλληλα και με τρόφιμα, χρήματα, κουβέρτες, χαρτιά. Η φοιτητική εξέγερση μετεξελίχτηκε απίστευτα γρήγορα σε κινητοποίηση λαϊκή. Τα μηνύματα του ξεσηκωμού έφτασαν σε όλη την Ελλάδα. Η τυραννία βρέθηκε απροετοίμαστη, κι αντέδρασε δείχνοντας το αληθινό πρόσωπό της. Και ήρθαν τα τανκς. Να χτυπήσουν τι; Τα συνθήματα, τις ιδέες, την επιθυμία για καλύτερη ζωή, τα τραγούδια; Χτυπιούνται τα όνειρα; Οι φοιτητές ήταν άοπλοι. Εκτίμησαν ότι η αστυνομία δεν θα εισβάλλει κι ότι ο στρατός δεν θα χτυπήσει τ’ αδέρφια του… Και έμειναν εκεί, γαντζωμένοι στα κάγκελα της Πύλης να τραγουδούν τον Εθνικό Ύμνο και να ορθώνουν την ελληνική σημαία. Κι όταν τους χτύπησαν τα πολυβόλα, κι όταν όρμησε πάνω τους με αναμμένους τους προβολείς το τανκ αυτοί έμειναν και πάλι εκεί, ένα με τα κάγκελα του ελεύθερου Πολυτεχνείου. Ένα με τα αίματα και τις ιδέες. Για πάντα. Στο Πολυτεχνείο υπήρχαν επί μέρες τα αποτυπώματα του αγώνα, τα ίχνη της μάχης, τα αίματα. Το αίμα είναι κάτι ζωντανό, μιλάει μόνο του, δεν έχει ανάγκη από δραματικές λέξεις. Οι φοιτητές, που ξαφνικά χάθηκαν τα ονόματά τους από τη λίστα των σχολών τους, θα μπορούσαν να ήταν αυτή τη στιγμή ανάμεσά μας. Οι ομαδικοί τάφοι θα μπορούσαν να μην είχαν κρύψει τη νεανική ορμή. Και ανάμεσα στις μάνες που δεν ξαναείδαν το παιδί τους και δεν ξαναγέλασαν, θα μπορούσε να ήταν… η μάνα μας. Θέλω να πω με όλα αυτά, πως το Πολυτεχνείο δεν έγινε τυχαία το σύμβολο της γενιάς μας. Μαζί με τις Θερμοπύλες, το Ζάλογγο, το Μεσολόγγι, το Αρκάδι, φέρνει το μήνυμα του ιερού αγώνα, για την τιμή και την αξιοπρέπεια του Έθνους. Και ο λαός το γνωρίζει. Πως ό,τι κέρδισε δεν του το χάρισαν. Το πήρε, με αγώνα και αίμα. Το Πολυτεχνείο υπήρξε σταθμός, γιατί κατέλυσε ένα ολόκληρο προηγούμενο ταξικών συσχετισμών. Γιατί μετουσίωσε σε πολιτική πράξη τα υπόγεια ρεύματα που διέτρεχαν το λαό μας στην τριακονταετία του μετα-εμφυλίου. Γιατί αναπτέρωσε το ηθικό της καταδιωκόμενης Εθνικής Αντίστασης. Και γιατί ανέδειξε την πολιτική ενός τρίτου δρόμου εθνικής ανεξαρτησίας και κοινωνικής απελευθέρωσης, καθώς επίσης την πολιτική αγωνιστικής ενότητας του εργαζόμενου λαού. Δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι το Πολυτεχνείο έριξε τη Χούντα. Η Χούντα έπεσε από τα ίδια της τα λάθη. Οι λαϊκές δυνάμεις στο πολυτεχνείο με τα μέσα που διέθεταν ήταν από τη διάταξή τους ευάλωτες στον «όγκο πυρός» του στρατού και της αστυνομίας, και δεν μπορούσαν να δώσουν συγκεντρωτικό χτύπημα. Όμως το Πολυτεχνείο κλόνισε συθέμελα το φασιστικό καθεστώς, φέρνοντάς το σε αδιέξοδο και συντέλεσε καθοριστικά στην πτώση του οκτώ μήνες μετά, με το εξ Αμερικής υποκινούμενο προδοτικό πραξικόπημα στην Κύπρο. Οι στόχοι και το περιεχόμενο του αγώνα του ’73 δεν μπορούσε και δεν μπόρεσε να δικαιωθεί από τη Δεξιά. Οι αγώνες του φοιτητικού και λαϊκού κινήματος συνεχίστηκαν. Τα συνθήματα και τα αιτήματα του Πολυτεχνείου ήταν παρόντα στην κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση του Οκτώβρη ’81 που κέρδισαν μια νίκη οι λαϊκές δυνάμεις. Η αναγνώριση της ωριμότητας των νέων με την ψήφο στα 18, η δημιουργία υπουργείου για τα προβλήματα της νεολαίας, ο δημοκρατικός νόμος για τα Πανεπιστήμια, ο εκδημοκρατισμός της Δημόσιας Διοίκησης, και ακόμη, οι καινούριες δυνατότητες που απέκτησαν οι εργαζόμενοι, η κατάργηση αντιδραστικών νόμων, η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, αποτελούν ορισμένες λαϊκές κατακτήσεις που αποδεικνύουν ότι οι στόχοι του Πολυτεχνείου αφύπνισαν την Πολιτεία και έλαβαν μια δικαίωση. Η υποστήριξη των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων των λαών, όπως της Παλαιστίνης, η προώθηση της δημιουργίας αποπυρηνικοποιημένης ζώνης στα Βαλκάνια, η προώθηση της ιδέας για ειρήνη και συνεργασία των χωρών της Μεσογείου, η επανατοποθέτηση του Κυπριακού σε νέα κατεύθυνση που ουσιαστικοποιεί τη διάσταση της διεθνοποίησης, έδειξαν, τότε, ότι οδηγείται η Ελλάδα σε μια νέα πορεία. Σήμερα Σύμφωνα με το πνεύμα του Πολυτεχνείου, η Ελλάδα σήμερα θα έπρεπε να επιχειρήσει να επανακαθορίσει τη θέση και τη στάση της στο παγκόσμιο πολιτικό σκηνικό. Εθνική στρατηγική θα έπρεπε να είναι η προσπάθεια της χώρας να απελευθερωθεί από το πλέγμα εξάρτησης όπως αυτό εκφράζεται από τη συμμετοχή μας στο ΝΑΤΟ και την παρουσία των ξένων βάσεων - με την παρατήρηση ότι η εθνική εξάρτηση δεν προσδιορίζεται μόνο από την ένταξη της χώρας σε κάποιο συνασπισμό, αλλά και από μηχανισμούς που είναι στρατιωτικοί, οικονομικοβιομηχανικοί, πολιτικοί, πολιτιστικοί και ιδεολογικοί. Η διασφάλιση, επομένως, της Εθνικής Ανεξαρτησίας συνιστά μια συνολική πολιτική που πρέπει να ασκείται σε όλα τα παραπάνω επίπεδα, ώστε να χτίζονται οι προϋποθέσεις για μια μόνιμη αυτόνομη πορεία, κάποτε, προς την Εθνική Ανεξαρτησία. Η φετινή επέτειος συμπίπτει με τη μεταμοντέρνα τάση και στάση, που σε συνδυασμό με τη φιλελεύθερη θεώρηση, αντιλαμβάνεται τους συλλογικούς στόχους ως είδος παρωχημένο, ενώ ανάγει την αποπολιτικοποίηση και το ατομικό συμφέρον σε πανάκεια. Θα μπορούσε, ωστόσο, λόγω της υγειονομικής επιδημίας, να χειριστεί η κυβέρνηση με έναν διαφορετικό τρόπο την επέτειο, προκειμένου να αποσοβηθεί όλη η διαφαινόμενη ένταση. Δεν θα περίμενε κανείς να ειπωθούν δύο λόγια από την κυβέρνηση για το νόημα του Πολυτεχνείου σχετικά με την κατοχύρωση της Εθνικής Ανεξαρτησίας και να τεθούν κατά την επέτειο ιδεολογικά ζητήματα τέτοιου περιεχομένου. Προσωπικά θα ήμουν ικανοποιημένη εάν, σεβόμενη η κυβέρνηση την συμβολική επέτειο, καλούσε εγκαίρως τα πολιτικά κόμματα, και διασφάλιζε έστω κι ένα μίνιμουμ συνεργασίας ώστε να εξασφαλίσει μια λελογισμένη στάση όλων. Ασφαλώς αυτή η τακτική, της σύγκλησης για μια υποτυπώδη συναίνεση - αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στις Ευρωπαϊκές χώρες - δεν είναι κάτι σύνηθες στην χώρα μας. Δεδομένης, όμως, της πανδημίας, η στοιχειώδης συνύπαρξη και συνεργασία μεταξύ των κομμάτων αποτελεί μονόδρομο. Η επέτειος του Πολυτεχνείου θα αποτελούσε έτσι στην πράξη την αναγκαία αφετηρία μιας Εθνικής Συναίνεσης, και αυτό θα ήταν μια μορφή δικαίωσης των νεκρών. Εφόσον είχαν εξαντληθεί οι δυνατότητες μιας συλλογικής εθνικής στάσης απέναντι στον ίδιο εχθρό, δεν θα ήταν εύκολο να αποκλίνει κάποιο κοινοβουλευτικό κόμμα από την συμφωνία. Ακόμη και αν το έκανε θα τύχαινε της γενικής κοινωνικής αποδοκιμασίας. Ούτε όμως και σε τέτοια περίοδο έκτακτης ανάγκης, η κυβέρνηση δεν το επιχείρησε και δεν το επέτυχε. Αντίθετα, αποφασίζοντας και πάλι από μόνη της, και μέσα σε αλλεπάλληλες παλινωδίες, έκανε το ίδιο και στην επέτειο του Πολυτεχνείου, προκαλώντας την αντίδραση των κομμάτων. Αυτή η επιλογή, της τεχνητής όξυνσης, ερμηνεύεται είτε ως ανοησία είτε ως δόλος, καθώς ο καθένας μας ήξερε οτι και τα κόμματα μέσω της ρήξης και της σύγκρουσής επιζητούν άλλα την συσπείρωση και την διαπαιδαγώγηση των μελών του, και άλλα την αναμέτρηση με το σύστημα ή και την κάρπωση της δημοσιότητας που επιφέρει η ο εκ του ασφαλούς ηρωϊσμός. Την Τρίτη 17 Νοέμβρη 2020, περπάτησα στην Αθήνα για να επισκεφθώ το Πολυτεχνείο, και διαπίστωσα μετά λύπης μου ότι η αστυνομοκρατία ήταν μεγαλύτερη κι από την εποχή της Χούντας. Δεν ήταν η συνήθως περαστική αστυνομία, που «κυνηγώντας» τον κορωνοϊό σε στοιβαγμένα λεωφορεία, πλατείες, πάρκα, σούπερ μάρκετ, δρόμους και γειτονιές, περνούσε κατ’ ουσίαν αδιάφορη. Ήταν η απειλητική, ετοιμοπόλεμη αστυνομία. Και ήταν νομοτελειακά βέβαιη η επερχόμενη ρήξη. Θα μπορούσε η κυβέρνηση να είχε τηρήσει μια υποτυπώδη σειρά για ένα-δύο άτομα που επιθυμούσαν ν’ αφήσουν ένα λουλούδι μνήμης, αλλά απαγόρευσαν οποιαδήποτε προσέγγιση. Θα μπορούσε, να μη διώχνουν έτσι τον απλό πολίτη, σαν να επρόκειτο για υποψήφιο εγκληματία. Θα μπορούσε να μην επιτρέπεται η πρόσβαση μόνο στους ενταγμένους στα κόμματα, ενώ ορισμένοι πολίτες πλήρωσαν πρόστιμο! Και θα μπορούσε βέβαια να μην εκδηλωθεί όλος αυτός ο υπερβολικός ζήλος καταστολής, και εν τέλει κατάργησης από όλους (μελών αστυνομίας και κομμάτων) κάθε μέτρου στοιχειώδους προστασίας από τον ιό, στο όνομα του οποίου γίνονταν όλες αυτές οι ακρότητες! Η ένταση και τα επεισόδια που προκλήθηκαν, το άστοχο πεδίο δράσης - αντίδρασης, σε συνδυασμό με όλη την επίδειξη δύναμης των μέσων καταστολής, ήταν ένας ανάξιος τρόπος για να τιμηθεί η επέτειος. Και η κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα εν συνόλω, φάνηκαν εκτός τόπου, χώρου και χρόνου, και πολύ μικροί για να σηκώσουν τα προβλήματα του κόσμου, το οδυνηρό παιχνίδι με το θάνατο, το μαραμένο και ανέτοιμο σύστημα Υγείας, τους δύσκολους για την ανθρώπινη επιβίωση καιρούς. Κι αντί όλοι μαζί να κρατήσουν ενός λεπτού σιγή για τους νεκρούς-θύματα του Πολυτεχνείου αλλά και για τους νεκρούς-θύματα της επιδημίας, μετατράπηκε η Αθήνα σε μια χάβρα από αστυνομικές «αύρες» και χημικά. Σίγουρα δεν είναι αυτός ο δρόμος που χάραξε ο Νοέμβρης. Επίλογος Το Πολυτεχνείο δεν έγινε για να το θυμόμαστε και να κλαίμε, αλλά για να το τιμούμε με νέους αγώνες και κινητοποιήσεις, με σκοπό την τελεσίδικη κατάκτηση των οραμάτων του. Η επόμενη μέρα του σήμερα είναι το Αύριο. Κάποτε θα έρθει το ωραίο Μέλλον. Η λαϊκή συμμετοχή είναι εκείνη που θα σφυρηλατήσει την πορεία για την ολοκλήρωση των στόχων του Πολυτεχνείου, την κατάκτηση της Εθνικής Ανεξαρτησίας, τον Αφοπλισμό, το σταμάτημα των στρατιωτικών εισβολών από οπουδήποτε κι αν προέρχονται, την αγωνιστική ενότητα, την κοινωνική πρόοδο και την Ειρήνη. Προϋπόθεση όμως είναι η ζωή.