Μπορεί η προεκλογική περίοδος να ήταν κατά ένα μεγάλο μέρος της ανιαρή και προβλέψιμη, όμως το σκηνικό ανετράπη λίγο πριν την κρίσιμη αναμέτρηση στις κάλπες. Το σασπένς κορυφώθηκε την προηγούμενη Κυριακή και οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων βδομάδων βγήκαν αληθινές. Το αφήγημα των Συντηρητικών περί «αριστερής επέλασης» που θα σημάνει περισσότερους φόρους και «κοινοτικοποίηση χρεών» μέσω του ευρωομολόγου, φαίνεται να μην έπεισε το ακροατήριο. Οι Σοσιαλδημοκράτες του SPD έσπασαν την 12χρονη πρωτοκαθεδρία των Χριστιανοδημοκρατών του CDU. Στη μεγάλη συντηρητική παράταξη διαπίστωσαν πόσο ανεκπλήρωτο είναι το κενό που αφήνει πίσω της η Άνγκελα Μέρκελ. Αυτό ήταν και το κυριότερο διακύβευμα της εκλογικής αναμέτρησης - ποιος/α θα αναδειχτεί διάδοχος της Μέρκελ στην Καγκελαρία. Μένει να φανεί είναι αν η εκλογική επιτυχία των Σοσιαλιστών θα ευοδωθεί με τον σχηματισμό κεντροαριστερού κυβερνητικού συνασπισμού υπό τον ηγέτη τους Όλαφ Σολτς. Για να σύμβει αυτό, θα πρέπει η «κεντροαριστερή συμμαχία» να κερδίσει την πλειοψηφία. Η πλειοψήφια όμως αυτή δεν εγγυάται ότι τα τρία κόμματα της κεντροαριστεράς (SPD, Πράσινοι, Die Linke) θα σχηματίσουν απαραιτήτως την επόμενη κυβέρνηση. Σοσιαλιστές και Πράσινοι θα προτιμούσαν να συνεργαστούν με το δεξιό φιλελεύθερο FDP, παρά να «ρισκάρουν» έναν αμιγώς αριστερόστροφο συνασπισμό. Οι εκλογές έγιναν, το SPD ήρθε πρώτο κόμμα όμως κεντροαριστερή πλειοψηφία δεν επετεύχθη. Μεγάλος χαμένος των εκλογών το κόμμα Die Linke. Στο στρατόπεδο των Συντηρητικών τώρα, δεν θεωρούν εαυτούς ως χαμένους, παρά το ότι κατέγραψαν το χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμα στην ιστορία του κόμματος. Οι διαρροές τους προς το SPD και τους Πράσινους ήταν σημαντικές. Υπολογίζεται πως 1,4 εκατομμύρια ψηφοφόροι του CDU μετακινήθηκαν προς το SPD, το οποίο πήρε και περί τις 900.000 ψήφους από τη δεξαμενή των ψηφοφόρων του Die Linke. Δεδομένης και της κεντροαριστερής μη-πλειοψήφιας, το πιο πιθανό σενάριο είναι ο σχηματισμός κυβέρνησης από τους Συντηρητικούς, το FDP και τους Πράσινους – ο λεγόμενος και «συνασπισμός για το μέλλον». Ρυθμιστές της επόμενης μέρας των εκλογών αναδεικνύονται τα κόμματα που δεν πλησίασαν την πρωτιά, οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι (FDP). Τα δύο μικρότερα κόμματα μοιάζουν να έχουν και το μαχαίρι και το πεπόνι. Χωρίς αυτούς κυβέρνηση δεν βγαίνει. FDP και Πράσινοι θα διαπραγματευτούν τα μελλοντικά σενάρια αρχικά αναμεταξύ τους, χωρίς τους δύο μεγάλους. Αφού συμφωνήσουν τα μικρότερα κόμματα σε μια κοινή πορεία μεταξύ τους, τότε και μόνο τότε θα αποφασίσουν, από κοινού και πάλι, αν θα κυβερνήσουν με τους Σοσιαλδημοκράτες ή τους Χριστιανοδημοκράτες. Τα πάλαι ποτέ μεγάλα κόμματα δεν είναι πλέον σε θέση να απαιτήσουν πολλά πράγματα. Αυτές οι εκλογές ανοίγουν ένα νέο κεφάλαιο στην εκλογική ιστορία της Γερμανίας. Δεν υπάρχουν πλέον μεγάλα κόμματα που κόβουν και ράβουν συμμαχίες κατά το δοκούν. Η κάλπη ανέδειξε μόνο μεσαία και μικρότερα κόμματα, δίνοντας μάλιστα το «πάνω χέρι» στα μικρότερα παρά στα μεσαία. Αν όμως κάποιος πιστέψει τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, είναι ο τρικολόρε συνασπισμός του «φωτεινού σηματοδότη» που μοιάζει πιθανότερος. Η εκλογική ήττα των Συντηρητικών έφερε στο μετεκλογικό προσκήνιο την κεντροαριστερή συμμαχία των Σοσιαλδημοκρατών με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους. Πρόσφατες μετεκλογικές μετρήσεις δείχνουν πως οι Γερμανοί ψηφοφόροι τάσσονται υπέρ μιας λύσης που θα περιλαμβάνει αυτά τα τρία κόμματα. Πλειοψηφικό είναι και το ποσοστό των ερωτηθέντων που δεν θέλουν τον Άρμιν Λάσετ για Καγκελάριο. Στις προτιμήσεις του κοινού υπερέχει ξεκάθαρα ο Όλαφ Σολτς. Ο Σοσιαλδημοκράτης αρχηγός έχει δοκιμαστεί στη διαχείριση κρίσεων, με πρόσφατη υπουργική εμπειρία και επιτυχία. Ο αντίπαλός του δεν κέρδισε την εκτίμηση του κοινού και μάλιστα αντιμετωπίζει εσωκομματική γκρίνια και για το ότι το CDU έχασε την πρωτιά από το ακροδεξιό AFD, σε πολιτείες που θεωρούνται εκλογικά προπύργια των Συντηρητικών. Όλοι πλέον αντιλαμβάνονται πως ένας αποδυναμωμένος Καγκελάριος σαν τον Λάσετ θα διακινδύνευε σοβαρά τη σταθερότητα του νέου κυβερνητικού σχήματος.Αν δεν ηγηθούν τελικά της κυβέρνησης, ο Λάσετ θα οδηγηθεί προς παραίτηση. Αυτό που παραβλέπουν οι αναλυτές και τα ΜΜΕ είναι το γεγονός πως το CDU παραδίδει σε Πράσινους και Φιλελεύθερους «λευκή επιταγή». Οι Συντηρητικοί έχουν ήδη υπαινιχθεί πως θα δεχθούν όποια συμφωνία γεννηθεί μέσα από τη διαπραγμάτευση των δύο μικρότερων κομμάτων. Φαίνονται έτοιμοι να αποδεχθούν οτιδήποτε διασφαλίσει την παραμονή τους στην εξουσία. Γι’ αυτό και δεν έχουν ακόμα «ξεφορτωθεί» τον αρχηγό τους, παρά την εκλογική ήττα. Οι Σοσιαλιστές του SPD από την άλλη, δεν προτίθενται να δεχτούν οποιαδήποτε συμφωνία φέρουν τα δυο κόμματα-ρυθμιστές. Έχουν δεσμευτεί προεκλογικά για συγκεκριμένες αλλαγές, όπως την αύξηση του κατώτατου μισθού, και η κοινοβουλευτική τους δύναμη έχει μετατοπιστεί προς τα αριστερά. Μία σύμπραξη με το FDP για παράδειγμα θα έθετε σε κίνδυνο τα σχέδια τους για ενίσχυση της κοινωνικής πρόνοιας. Το κόμμα των Πράσινων διακηρύσσει στα ΜΜΕ πως θα προτιμούσαν να συμμαχήσουν με τους Σοσιαλιστές παρά με τους Συντηρητικούς. Αλλά αυτό δε σημαίνει και πολλά. Εδώ και μερικά χρόνια κυοφορείται το σενάριο πως η επόμενη κυβένρηση θα βασίζεται στη σύμπραξη του CDU με τους Πράσινους. Και τα δύο αυτά κόμματα είχαν προετοιμαστεί επιμελώς για αυτό το ενδεχόμενο, πριν ανατρέψει τις ισορροπίες η νίκη του SPD. Η προτίμηση των Πράσινων σε μια συμμαχία με τους Σοσιαλιστές είναι ρητορική και αποσκοπεί στο να κατευνάσει την κομματκή τους βάση. Σε πρόσφατη μέτρηση το 86% των Πράσινων ψηφοφόρων τάσσεται υπέρ της συνεργασίας με τους Σοσιαλιστές. Η ηγεσία όμως τους κόμματος βρίσκεται εδώ και μήνες προσηλωμένη και έτοιμη να κυβερνήσει με τους Συντηρητικούς. Όποιος κι αν κατακτήσει την Καγκελαρία, με όποια χρώματα κι αν ανάψει ο φωτεινός σηματοδότης, το μόνο βέβαια είναι πως ο επόμενος συνασπισμός θα διέπεται από τις αρχές και τον αέρα του Κέντρου. Για μία ακόμη φορά. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα μπουν νέεοι φόροι στους έχοντες αλλά και ότι δεν θα γίνουν φοροαπαλλαγές για τους έχοντες. Ως προς την κλιματική αλλαγή οι πολιτικές θα είναι μετρημένες και οι μεταρρυθμίσεις ήπιες. Ούτε στο πεδίο της κοινωνικής πρόνοιας προβλέπεται να γίνουν δραματικές αλλαγές. Όσο αφορά τα ευρωπαϊκά θέματα, η λιτότητα θα παραμείνει ως η μόνη συνταγή για ανάπτυξη, παρ’ όλη την παταγώδη αποτυχία του μοντέλου τα τελευταία δέκα χρόνια. Οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης θα κρατήσουν κατά πάσα πιθανότητα αρκετές βδομάδες, ίσως και μήνες. Αν εν τέλει δεν επιτευχθεί συμφωνία ανάμεσα στα δύο μικρότερα κόμματα και έναν από τους δύο «μεγάλους», ίσως δούμε τον τωρινό συνασπισμό ανάμεσα σε CDU και SPD να παραμένει στο τιμόνι της χώρας για ακόμη τέσσερα χρόνια, με σοσιαλιστικό πρόσημο αυτή τη φορά.