Γιατρός για όλους: Εντείνοντας τις ανισότητες, διευρύνοντας το χάσμα
🕛 χρόνος ανάγνωσης: 19 λεπτά ┋
Το σύστημα υγείας της χώρας είναι βαθιά τραυματισμένο από τις πολιτικές λιτότητας και την πανδημία του κορονοϊού. Χαρακτηρίζεται από πολύ υψηλές ιδιωτικές δαπάνες, βαθιές υγειονομικές ανισότητες και ακάλυπτες ανάγκες υγείας. Το πρώτο νομοσχέδιο του Υπουργείου Υγείας μέσα σε αυτό το περιβάλλον δεν απαντάει στα δομικά προβλήματα και δεν προστατεύει το ΕΣΥ από τη συνεχή αποδυνάμωση. Αντίθετα, διευκολύνει την δραστηριοποίηση των ιδιωτών στο χώρο της υγείας, συνομιλεί με συμφέροντα, μετακυλίει το κόστος για απαραίτητες ιατρικές πράξεις στους πολίτες, μειώνει την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας και τελικά εντείνει ακόμα περισσότερο τις ανισότητες και τους αποκλεισμούς.
Πρόλογος
Η συζήτηση για την αρχιτεκτονική, τα θετικά σημεία και τις παθογένειες του ελληνικού συστήματος υγείας δεν είναι καινούρια. Εδώ και πολλές δεκαετίες η επιστημονική κοινότητα, οι διεθνείς οργανισμοί, οι κοινωνικοί φορείς και τα πολιτικά κόμματα προσπαθούν να κατανοήσουν τα δομικά του χαρακτηριστικά και να προσεγγίσουν τα συστημικά προβλήματα προκειμένου να συνθέσουν προτάσεις βελτίωσης. Σχεδόν κάθε κυβέρνηση των τελευταίων σαράντα χρόνων έχει δοκιμάσει να εφαρμόσει τουλάχιστον μία βασική μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας, από την ιστορικής σημασίας ίδρυση του ΕΣΥ το 1983, την αναδιοργάνωση της ψυχικής υγείας το 1997, την περιφερειακή του ανασυγκρότηση το 2005, την ίδρυση του ΕΟΠΥΥ το 2011, τις μεταρρυθμίσεις της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας το 2014 και το 2017, την καθολική υγειονομική κάλυψη του 2016. Κάθε μεταρρύθμιση φέρει το πολιτικό στίγμα της κυβέρνησης που την εισήγαγε, κάνοντας το εθνικό σύστημα υγείας να μοιάζει με ένα εκκρεμές που κινείται από το προοδευτικό πρόταγμα της δωρεάν πρόσβασης όλων των πολιτών σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας μέχρι τη νεοφιλελεύθερη επιταγή της αυστηρής εφαρμογής κόστους-οφέλους.
Σε αυτό το άρθρο θα εξετάσουμε το πιο πρόσφατο νομοσχέδιο για την Υγεία που έχει τίτλο «Γιατρός για όλους, ισότιμη και ποιοτική πρόσβαση στις υπηρεσίες του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας και στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και άλλες διατάξεις» και να «διαβάσουμε» σε ποιο σημείο της πορείας του εκκρεμούς τοποθετείται. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να δούμε πώς διαμορφώνεται το σύγχρονο περιβάλλον του δημόσιου συστήματος υγείας, πώς επέδρασε σε αυτό η πανδημία και πώς το κατατεθέν Σχέδιο Νόμου απευθύνεται στα υπάρχοντα προβλήματα και υπηρετεί τη συνταγματική αποστολή της πολιτείας για υγειονομική κάλυψη του πληθυσμού.
Σύγχρονα χαρακτηριστικά του ελληνικού συστήματος υγείας
Εδώ και 12 χρόνια, από την είσοδο της χώρας στα μνημόνια και την εφαρμογή αλλεπάλληλων πακέτων μέτρων δημοσιονομικής λιτότητας, το Δημόσιο Σύστημα Υγείας βρίσκεται σε μία διαρκή κρίση με βασικά χαρακτηριστικά τις ολοένα αυξανόμενες ιδιωτικές δαπάνες, τις υψηλότατες φαρμακευτικές δαπάνες, τις έντονες υγειονομικές ανισότητες, τις ακάλυπτες ανάγκες υγείας, την ανισοκατανομή πόρων και ανθρώπινου δυναμικού.
Οι κατά κεφαλήν δαπάνες για την υγεία είναι πολύ χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ (7,8 % του ΑΕΠ, σε σύγκριση με 9,9 % στην ΕΕ το 2019). Η δημόσια δαπάνη για την Υγεία μειώθηκε από το 6,6% το 2010 στο 4,7% του ΑΕΠ το 2019. Ταυτόχρονα αυξήθηκε η ιδιωτική δαπάνη καθώς μεγάλο ποσοστό πολιτών πλέον αναγκάζονται να πληρώσουν από την τσέπη τους για να έχουν υπηρεσίες υγείας (C. Economou, 2015). Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η χώρα παρουσιάζει ένα από τα πιο υψηλά ποσοστά πληρωμών από τους ίδιους τους ασθενείς (“out-of-pocket”) για υπηρεσίες υγείας (2,8% του ΑΕΠ για το 2019) (ΟΟΣΑ 2022a). Ένα στα τρία νοικοκυριά αναφέρει ότι τα χρήματα που δαπανούν για την υγεία αποτελούν «καταστροφικές δαπάνες» (Thomson et al., 2019). Περίπου το 1/4 των ιδιωτικών δαπανών αφορά παράτυπες και παράνομες πληρωμές, τα γνωστά ‘φακελάκια’ (Kaitelidou et al., 2013).
H Ελλάδα παρουσιάζει το μεγαλύτερο χάσμα αναφορικά με τις ακάλυπτες ανάγκες υγείας σε σχέση με τα εισοδήματα των πολιτών μεταξύ των χωρών της ΕΕ (ΟΟΣΑ/European Observatory on Health Systems and Policies, 2021). Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι μόνο οι πιο πλούσιοι έχουν το προνόμιο της σταθερής παρακολούθησης της υγείας τους. Την ίδια στιγμή όμως, η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση σε φαρμακευτικές δαπάνες ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ (ΟΟΣΑ, 2022b), κάτι που πολύ γλαφυρά αποτυπώνει αυτό που έχει περιγραφεί ως «φαινόμενο υπερσυνταγογράφησης».
Άλλο ένα δομικό χαρακτηριστικό του συστήματος υγείας είναι η πολύ έντονη ανισοκατανομή ανθρώπινου δυναμικού. Η Ελλάδα παρουσιάζει το πιο υψηλό ποσοστό σε γιατρούς (6,2 ανά 1.000 κατοίκους) και το χαμηλότερο ποσοστό σε νοσηλευτικό προσωπικό (3,3 ανά 1.000 κατοίκους) (Kaitelidou et al., 2018). Η ανισοκατανομή έχει και γεωγραφικά χαρακτηριστικά, καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό των γιατρών στις δημόσιες δομές επιλέγει τα μεγάλα αστικά κέντρα. Αποτέλεσμα της προτίμησης αυτής είναι να μην καλύπτονται ποτέ επαρκώς τα κενά στην περιφέρεια και να επιδεινώνεται η δυνατότητα πρόσβασης των πολιτών αυτών των περιοχών σε υπηρεσίες υγείας. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με στοιχεία του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών (2019), πάνω από 18.000 Έλληνες ιατροί εργάζονται στο εξωτερικό, πολλοί από τους οποίους εγκατέλειψαν τη χώρα στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες το Δημόσιο Σύστημα Υγείας καλείται να διαχειριστεί διαχρονικά προβλήματα υγείας του πληθυσμού, οι βασικές αιτίες των οποίων εντοπίζονται κυρίως στη γήρανση των Ελλήνων, σε συμπεριφορικούς (π.χ. κάπνισμα, διατροφή, έλλειψη άθλησης) και περιβαλλοντικούς παράγοντες κινδύνου (ΟΟΣΑ/European Observatory on Health Systems and Policies, 2021), με τις καρδιοπάθειες, τα εγκεφαλικά και τους καρκίνους να ευθύνονται για τους περισσότερους θανάτους στην Ελλάδα.
Δημόσιο Σύστημα Υγείας και πανδημία
Σε αυτό το περιβάλλον, η πανδημία Covid-19 κλόνισε την ανθεκτικότητα του ελληνικού συστήματος υγείας. Από το Φεβρουάριο του 2020 μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί περίπου 3,4 εκατομμύρια κρούσματα, και 29.000 απώλειες από μια πανδημία που πλέον διανύει το 5ο κύμα της. Η χώρα κατατάσσεται στην 23η θέση παγκοσμίως με βάση την αναλογία θανάτων/100 χιλιάδες κατοίκους (Johns Hopkins University, Coronavirus Resource Center, 28/4/2022). Το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα μειώθηκε κατά έξι μήνες σε σχέση με το 2019 λόγω της πανδημίας (OECD/European Observatory on Health Systems and Policies, 2021).
Το πρώτο κύμα αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά κυρίως λόγω της πολύ χαμηλής διασποράς στην κοινότητα και του έγκαιρου και καθολικού λοκντάουν που εφάρμοσε η κυβέρνηση. Η συνέχεια όμως δεν υπήρξε καθόλου ενθαρρυντική.
Σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του Υπουργού Υγείας, ο αριθμός των ΜΕΘ που λειτουργούσαν στις 11/3/2022 είχε φτάσει στις 1323, παρόλα αυτά η πολυσυζητημένη μελέτη των καθηγητών Λύτρα και Τσιόδρα αναφέρει πως η νοσηλεία εκτός ΜΕΘ ή μακριά από νοσοκομείο της Αττικής είναι ο βασικός παράγοντας αυξημένης θνησιμότητας (35-40%) των περιστατικών Covid-19 (Lytras et al., 2021). Το γεγονός αυτό ίσως εξηγείται από το ότι, όπως έχουν επανειλημμένα τονίσει οι ενώσεις υγειονομικών, η πραγματική λειτουργία ενός κρεβατιού σε ΜΕΘ απαιτεί πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις, σύνθεση και εκπαίδευση προσωπικού και ότι ο πραγματικός αριθμός ΜΕΘ απέχει από τις επίσημες δηλώσεις.
Στα παραπάνω πρέπει να προστεθούν τόσο η σημαντική αύξηση των περιστατικών κατάθλιψης λόγω της πανδημίας και λόγω των συνεχών και επώδυνων λοκντάουν (ΕΕΔΥ, 2022) όσο και η υπερβάλλουσα πραγματική θνησιμότητα, η οποία εκτιμάται σε 127,1 θανάτους ανά 100.000 κατοίκους δηλαδή 22% περισσότερους θανάτους από τους επίσημα καταγεγραμμένους ως απώλειες λόγω Covid-19 (The Lancet, 2022).
Δυστυχώς, τα τελευταία 2,5 χρόνια τα αλλεπάλληλα επιδημικά κύματα δεν αντιμετωπίστηκαν αποτελεσματικά σε επίπεδο κοινότητας λόγω απουσίας οργανωμένων δικτύων δημόσιας Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) με αποτέλεσμα τα δημόσια νοσοκομεία να επωμιστούν σχεδόν αποκλειστικά το βάρος της υγειονομικής διαχείρισης. Το ΕΣΥ μετατράπηκε για πολλούς μήνες σε σύστημα «μίας νόσου» με αποτέλεσμα χιλιάδες χειρουργεία να αναβληθούν και πολλές χιλιάδες χρόνιοι ασθενείς να υποθεραπεύονται ή να απευθύνονται στον ιδιωτικό τομέα, αυξάνοντας τις δαπάνες υγείας που πληρώνουν από την τσέπη τους και εντείνοντας τις υγειονομικές ανισότητες. Την ίδια στιγμή, η Κυβέρνηση επέλεξε να ενισχύσει μόνο πρόσκαιρα το ΕΣΥ με επικουρικό προσωπικό ορισμένου χρόνου και να μην προχωρήσει σε νέες προκηρύξεις για μόνιμο προσωπικό. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του Υπουργείου Εσωτερικών, το σύνολο του τακτικού προσωπικού των φορέων Υγείας μειώθηκε από 77.631 τον Φεβρουάριο του 2020 σε 74.450 τον Φεβρουάριο του 2022 (Υπουργείο Εσωτερικών, 2022).
Οι μεγάλες ιδιωτικές δομές δεν επιτάχθηκαν στον αγώνα αντιμετώπισης της πανδημίας και λειτούργησαν μόνο επικουρικά, αναλαμβάνοντας μικρό αριθμό περιστατικών με εξαιρετικά μεγάλες αποζημιώσεις από το Κράτος. Αυτή η προνομιακή μεταχείριση του ιδιωτικού τομέα με την ταυτόχρονη εξάντληση της επάρκειας του δημόσιου συστήματος υγείας, έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στο ΕΣΥ, όπως καταγράφει πρόσφατη έρευνα της MRB που παρουσιάστηκε στο 13ο Συνέδριο Φαρμακευτικού Management (27/4/2022). Όπως είναι εύλογο, αυτή η κατάσταση μεταφράζεται στην καταγεγραμμένη τάση για αυξημένες επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα υγείας.
Το Σχέδιο Νόμου «Γιατρός για όλους»
Υπό αυτές τις συνθήκες, το Υπουργείο Υγείας κατέθεσε στη Βουλή το υπό εξέταση Σχέδιο Νόμου, το οποίο, σύμφωνα με το εισαγωγικό σημείωμα, έχει ως βασικούς άξονες:
(α) τη θέσπιση των βασικών κατευθύνσεων μακροπρόθεσμου στρατηγικού σχεδιασμού του ΕΟΠΥΥ,
(β) ρυθμίσεις για την αποτελεσματικότητα και πρακτική λειτουργικότητα του συστήματος Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και
(γ) βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων προς τους πολίτες υπηρεσιών υγείας. Στη συνέχεια θα επιχειρήσουμε να εξετάσουμε κατά πόσο οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνει το νομοσχέδιο απαντούν στα πραγματικά προβλήματα του χώρου της υγείας, κατά πόσο θα ωφελήσουν τους πολίτες και το ίδιο το σύστημα υγείας και ποιο αφήγημα υπηρετούν στο πλαίσιο της πολιτικής υγείας.
Σε γενικές γραμμές, μπορούμε εύκολα να αναγνώσουμε τις βασικές συνισταμένες του νομοσχεδίου:
- επιχειρεί μία νέα προσέγγιση στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας,
αποδυναμώνει τη διεπιστημονική λειτουργία υπέρ μίας ιατροκεντρικής λογικής,
περιορίζει την πρόσβαση σε υπηρεσίες
εισάγει κριτήρια ελεύθερης αγοράς στο δημόσιο σύστημα υγείας,
δίνει περισσότερο «χώρο» στον ιδιωτικό τομέα και
συνομιλεί ανοιχτά με τις ομάδες πίεσης κυρίως των γιατρών
Σταχυολογούμε τις βασικότερες από τις ρυθμίσεις που επιχειρεί το νομοσχέδιο
Καταργεί την Υπηρεσία Ελέγχου Δαπανών Υγείας Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (ΥΠΕΔΥΦΚΑ), μία Υπηρεσία του ΕΟΠΥΥ που έχει να επιδείξει πολύ καλές επιδόσεις στους ελέγχους και την επιβολή προστίμων και κυρώσεων σε ιδιώτες παρόχους. Ταυτόχρονα, εκχωρεί ελεγκτική αρμοδιότητα του ΕΟΠΠΥ σε ιδιώτες, μειώνοντας επομένως το δημόσιο έλεγχο και καθιστώντας το πεδίο ευάλωτο σε συναλλαγές.
Καταργεί τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων αλλά και της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑμεΑ) και των κοινωνικών εταίρων στο ΔΣ του ΕΟΠΥΥ, μειώνοντας τις δημοκρατικές δικλείδες λειτουργίας και την κοινωνική λογοδοσία του οργανισμού και αποστερώντας από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες το δικαίωμα συμμετοχής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Η ρύθμιση αυτή βρίσκεται σε αντίθεση με την επιταγή των Διεθνών Οργανισμών και την κυρίαρχη άποψη στη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία για ενδυνάμωση των πολιτών και των φορέων ασθενών μέσω της ενίσχυσης της συμμετοχής τους στη χάραξη πολιτικών υγείας. Μετά από τις εύλογες αντιδράσεις κατά τη δημόσια διαβούλευση του Σ/Ν, η κυβέρνηση πρόσθεσε νέο άρθρο στο οποίο προβλέπεται η δυνατότητα αναγνώρισης ενώσεων ή συλλόγων ασθενών ως συνομιλητών της Πολιτείας. Η διάταξη αυτή, εκτός της ασάφειάς της, δεν εισφέρει και τίποτα καινούριο καθώς οι ενώσεις αυτές ήδη μπορούσαν να συμμετάσχουν σε συζητήσεις και επιτροπές.
Εισάγει ένα «νέο» θεσμό, αυτόν του «Προσωπικού Γιατρού», σε μια απόπειρα επανανοηματοδότησης μιας μεταρρύθμισης που ουδέποτε ολοκληρώθηκε, αυτής του «Οικογενειακού Γιατρού». Είναι πολύ πιθανό το νέο πλαίσιο και περιεχόμενο να δημιουργήσουν μεγαλύτερη σύγχυση στους πολίτες, καθώς δεν έχει περάσει ακόμα ένα αξιόλογο χρονικό διάστημα εφαρμογής και αξιολόγησης της προηγούμενης απόπειρας μεταρρύθμισης.
Ο οικογενειακός ή προσωπικός γιατρός είναι ένας πολύ συγκεκριμένος και ιδιαίτερα κρίσιμος ρόλος για κάθε σύγχρονο σύστημα υγείας (WHO, 2008). Είναι αυτός που θα πρέπει να έχει μια σταθερή σχέση με τον πολίτη, να τον προσεγγίζει ολιστικά και να μην περιορίζεται στη διαχείριση της ασθένειας, να λειτουργεί σαν οδηγός/πλοηγός του μέσα στο σύστημα, χαράσσοντάς του τα λεγόμενα «μονοπάτια» (pathways), προκειμένου να τον διευκολύνει τον (Myloneros et al., 2021). Το νομοσχέδιο αποδίδει το ρόλο του «Προσωπικού Γιατρού» σε ειδικότητες που δεν έχουν την εξειδίκευση να επιτελέσουν αυτή την αποστολή. Επιλέγεται δηλαδή μια κακώς εννοούμενη «πραγματιστική» προσαρμογή της ανάγκης για σύγχρονη πρωτοβάθμια υγεία στους διαθέσιμους πόρους, βαφτίζοντας «προσωπικούς γιατρούς» ειδικότητες που έχουν τελείως διαφορετικό ρόλο και περιεχόμενο.
Διευκολύνει τη συμμετοχή των ιδιωτών στο νέο θεσμό του προσωπικού γιατρού κάτι που θα έχει αρνητικές συνέπειες τόσο στις ιδιωτικές δαπάνες υγείας των πολιτών όσο και στην αύξηση της προκλητής ζήτησης για υπηρεσίες υγείας.
Μειώνει τις «άγονες» περιοχές, δηλαδή τις περιοχές που δεν είναι ελκυστικές για τους γιατρούς και τους νοσηλευτές με αποτέλεσμα να παραμένουν υποστελεχωμένες οι Μονάδες Υγείας. Το κενά θα καλυφθούν προφανώς με συμβάσεις ιδιωτών και «τηλε-ιατρική».
Ανοίγει το δρόμο για συστηματική συνεργασία των ιδιωτών με τις δημόσιες δομές του ΕΣΥ σε μια προσπάθεια να καλυφθούν τα τεράστια κενά σε ανθρώπινο δυναμικό. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι αντίστοιχες προσπάθειες στο παρελθόν είχαν ως αποτέλεσμα τη μετατροπή των δημόσιων μονάδων σε προθάλαμο των ιδιωτικών ιατρείων, υποβαθμίζοντας τη λειτουργία τους και εξασφαλίζοντας πελατεία στους συνεργαζόμενους ιδιώτες.
Εισάγει κριτήρια ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών από ιδιώτες που βασίζονται πρωτίστως στον υλικοτεχνικό εξοπλισμό, εξασφαλίζοντας έτσι προβάδισμα και προνομιακή μεταχείριση των μεγάλων ιδιωτικών ομίλων.
Περιορίζει τον ρόλο των Τοπικών Μονάδων Υγείας (ΤΟΜΥ) σε απλά παραρτήματα των Κέντρων Υγείας, χωρίς εγγεγραμμένο πληθυσμό και χωρίς προσανατολισμό στην υγεία της κοινότητας. Αποδυναμώνεται έτσι ένας θεσμός που έχει αξιολογηθεί πολύ θετικά από ανεξάρτητους αξιολογητές και από τους ίδιους τους λήπτες υπηρεσιών υγείας υποβαθμίζεται σε απλό κέντρο συνταγογράφησης. Αξίζει εδώ να αναφερθεί πως προεκλογικά η Νέα Δημοκρατία είχε εξαγγείλει την κατάργηση των ΤΟΜΥ.
Εξαφανίζει τις αναφορές στις Κινητές Μονάδες Υγείας (ΚΟΜΥ), μια ευέλικτη δομή που μπορεί να δώσει λύσεις σε προβλήματα προσβασιμότητας σε άγονες και δυσπρόσιτες περιοχές και να μειώσει τα ποσοστά ακάλυπτων υγειονομικών αναγκών.
Μειώνει τη διεπιστημονική λειτουργία των δομών ΠΦΥ, καθιστώντας για ακόμα μια φορά τον γιατρό σε απόλυτο κυρίαρχο του πεδίου.
Περιορίζει ακόμα περισσότερο την πρόσβαση των ανασφάλιστων σε υπηρεσίες υγείας.
Με την ίσως πιο προβληματική διάταξη του σχεδίου νόμου, εισάγονται τα «απογευματινά χειρουργεία» των δημόσιων νοσοκομείων. Οι πολίτες, προκειμένου να συντομεύσουν τις αναμονές για τακτικά χειρουργεία θα πληρώνουν από την τσέπη τους για να χειρουργηθούν στα απογευματινά χειρουργεία. Με αυτό τον τρόπο θα επιδεινωθεί το πρόβλημα λειτουργίας των νοσοκομείων, δεσμεύοντας αναγκαίο προσωπικό και υλικούς πόρους του ΕΣΥ για την εξυπηρέτηση μιας οιονεί ιδιωτικής πελατείας, θα μετακυλιθεί το οικονομικό βάρος απαραίτητων ιατρικών πράξεων στους πολίτες, θα διευρυνθούν και θα ενταθούν οι υγειονομικές ανισότητες και θα αυξηθούν τα ποσοστά ακάλυπτων υγειονομικών αναγκών για τους ανθρώπους που δεν θα μπορούν να πληρώσουν για απογευματινό χειρουργείο.
Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι βασικά χαρακτηριστικά του νομοσχεδίου αποτελούν η διευκόλυνση της δραστηριοποίησης των ιδιωτών στο χώρο της υγείας, η μετακύλιση κόστους στους πολίτες, και η οπισθοχώρηση από σύγχρονα επιστημονικά προτάγματα, όπως η ολιστική και διεπιστημονική προσέγγιση της υγείας, η ενδυνάμωση των ασθενών, η έμφαση στην πρόληψη και η παρέμβαση στους κοινωνικούς προσδιοριστές της υγείας.
Αν συνδυάσουμε τα χαρακτηριστικά αυτά με την περιγραφή της κατάστασης του ΕΣΥ μετά από 12 χρόνια πολιτικών λιτότητας και 2,5 χρόνια πανδημίας, με την οποία ξεκινήσαμε το παρόν άρθρο, οδηγούμαστε αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι η νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης δεν έρχεται να απαντήσει στα θεμελιώδη προβλήματα και τους κινδύνους του υγειονομικού συστήματος της χώρας. Δεν βελτιώνει την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, δεν μεριμνά για την αντιμετώπιση ανισοκατανομών πόρων και ακάλυπτων αναγκών, δεν προστατεύει το ΕΣΥ από τη συνεχή αποδυνάμωση και την επεκτατική διάθεση του μεγάλου ιδιωτικού κεφαλαίου, εν ολίγοις δεν εστιάζει στην υγεία αλλά στην ασθένεια. Αντίθετα, αυτό που κάνει είναι να εντείνει και να διευρύνει τις ανισότητες στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, να δημιουργεί ευνοϊκό κλίμα για τη δραστηριοποίηση των μεγάλων funds στον τομέα της Υγείας με στόχο το κέρδος και όχι την εξυπηρέτηση των αναγκών των πολιτών, και τέλος να στρέφει τα μεσαία και υψηλά εισοδήματα στον ιδιωτικό τομέα
Με λίγα λόγια, η παρέμβαση που επιχειρεί το Υπουργείο Υγείας στρέφει το εκκρεμές της πολιτικής υγείας στο πιο δεξί σημείο της πορείας του, στο σημείο του ανοίγματος της εισοδηματικής ψαλίδας, της εξυπηρέτησης ιδιωτικών συμφερόντων και του λιγότερου κράτους.
Τι σύστημα υγείας χρειαζόμαστε τελικά;
Οι σύγχρονες προκλήσεις για τα συστήματα υγείας τέθηκαν πολύ επιτακτικά στον πυρήνα της δημόσιας συζήτησης τα τελευταία χρόνια. Ένα ασθενές σύστημα υγείας, όπως το ελληνικό, έχει την τάση να εντείνει αυτού του είδους τις προκλήσεις. Εξετάζοντάς το προσεκτικά αναδεικνύονται αντίστοιχα και οι άμεσες διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται για την ενίσχυσή του. Επιγραμματικά, και δυστυχώς δίχως να πρωτοτυπούμε σε σχέση με την επιστημονική βιβλιογραφία και τους διεθνείς οργανισμούς, αναφέρουμε τις πέντε πιο θεμελιακές:
Μετατόπιση από τη νοσοκομειοκεντρική και ασθενειοκεντρική προσέγγιση στην κοινοτική φροντίδα και την πρόληψη. Αυτό είναι άλλωστε και το κλειδί για την καταπολέμηση του ανορθολογισμού και του υγειονομικού αναλφαβητισμού.
Καθολικό, δίκαιο, συμμετοχικό και ορθολογικό σύστημα υγείας, το οποίο να καλύπτει τις ανάγκες υγείας του πληθυσμού, να ευνοεί την κοινωνική λογοδοσία, να, παρέχει οικονομική προστασία.
Σχεδιασμός πολιτικής υγείας βασισμένος σε έγκυρα και επικαιροποιημένα επιστημονικά δεδομένα και όχι με βάση συγκυριακές πολιτικές επιλογές.
Υψηλός βαθμός ανταποκρισιμότητας στις κρίσεις βασιζόμενος στην επιδημιολογική επιτήρηση και την επαγρύπνηση σε επίπεδο κοινότητας.
Αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης ως αναγκαία συνθήκη εφαρμογής της συνταγματικής επιταγής για δωρεάν πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας και τρόπος αποφυγής της δυσανάλογης επιβάρυνσης των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων (C. Economou & Panteli, 2019).
Βιβλιογραφία
Economou, C. (2015). Barriers and facilitating factors in access to health services in Greece. http://www.euro.who.int/en/countries/greece/publications/barriers-and-facilitating-factors-in-access-to-health-services-in-greece-2015
Economou, C., & Panteli, D. (2019). Monitoring and documenting systemic and health effects of health reforms in Greece. http://www.euro.who.int/pubrequest
OECD, & European Observatory on Health Systems and Policies. (2021). Greece: Country Health Profile 2021. In State of Health in the EU.
OECD. (2022a). Health spending (indicator). OECD Data. https://doi.org/10.1787/8643de7e-en
OECD. (2022b). Pharmaceutical spending (indicator). https://doi.org/10.1787/998febf6-en
Kaitelidou, D., Tsirona, C., Galanis, P., Siskou, O., Mladovsky, P., Kouli, E., Prezerakos, P., Theodorou, M., Sourtzi, P., & Liaropoulos, L. (2013). Informal payments for maternity health services in public hospitals in Greece. Health Policy, 109(1), 23–30. https://doi.org/10.1016/j.healthpol.2012.10.012
Kaitelidou, D., Economou, C., Siskou, O., Konstantakopoulou, O., Galanis, P., Myloneros, T., & Domente, S. (2018). Human Resources for Health in Greece. Social Cohesion and Development, 13(2), 107–124. http://www.epeksa.gr/assets/variousFiles/file_1.Kaitelidou issue26.pdf
Lytras, Τ. & Tsiodras S (2021) Total patient load, regional disparities and in-hospital mortality of intubated COVID-19 patients in Greece, September 2020 to May 2021
Myloneros, T., & Sakellariou, D. (2021). The effectiveness of primary health care reforms in Greece towards achieving universal health coverage: a scoping review. BMC Health Services Research, 21(1), 1–12. https://doi.org/10.1186/s12913-021-06678-9
The Lancet. (2022). Estimating excess mortality due to the COVID-19 pandemic: a systematic analysis of COVID-19-related mortality, 2020–21
Thomson, S., Cylus, J., & Evetovits, T. (2019). Can people afford to pay for health care? New evidence on financial protection in Europe. https://apps.who.int/iris/bitstream/handle/10665/311654/9789289054058-eng.pdf
WHO. (2008). The World Health Report 2008: Primary Health Care: Now More Than Ever. In The World Health Report.
ΕΕΔΥ. (2022). Σχέδιο δράσης για τη Δημόσια Υγεία στον 21ο αιώνα: Κείμενο συζήτησης.
Υπουργείο Εσωτερικών, Μητρώο Ανθρώπινου Δυναμικού του Ελληνικού Δημοσίου, http://interops.ydmed.gov.gr/month/monthly.php
Ερευνητές ανέπτυξαν ακουστικά που μπορούν να εντοπίσουν πρώιμα σημάδια Αλτσχάιμερ - Πώς λετουργούν
Κατά της διαγραφής Σαμαρά ο Καραμανλής: Η κριτική δεν αντιμετωπίζεται με πειθαρχικά μέτρα - Δεν με ενδιαφέρει η Προεδρία
Εορταστικό ωράριο 2024: Πότε ξεκινάει - Ποιες Κυριακές θα είναι ανοιχτά τα μαγαζιά
Σε τροχιά κλιμάκωσης ο πόλεμος στην Ουκρανία; Το επόμενο βήμα του Πούτιν, τα πυρηνικά και ο παράγοντας Τραμπ
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr