Πάρκο και µπάρκο
🕛 χρόνος ανάγνωσης: 6 λεπτά ┋
Η μεταπολίτευση είναι η βόλτα στις γειτονιές του κόσμου. Αυτό λέγαµε. Θα µπορούσαµε, αν δεν µας πιλάτευε το δέλεαρ της ραστώνης, να γράφαµε πολύτοµη πραγµατεία για το βάδισµα, για τη φιλοσοφία του βαδίσµατος, και για το ταξίδι, για τη φιλοσοφία του ταξιδιού. Ωραίος καιρός, µετακίνηση. Αυτό έµελλε να γράψει η ιέρεια του µεταπολιτευτικού υπερµοντερνισµού, η Μαρία Μήτσορα. Ναι, πολλοί λάτρεψαν τη µετακίνηση, όπως λάτρεψαν την αιθρία, το απέραντο γαλάζιο, τα πέρατα της οικουµένης. Ο Γιώργος Κακουλίδης µπάρκαρε µε το Λίµπερτυ. Αλλοι, πάλι, προσηλώθηκαν στο σύµπαν της βιβλιοθήκης, στην αυτοκρατορία του γραφειόσπιτου, στον λαβύρινθο του πάρκου, στην απεραντοσύνη της «καµαρούλας µια σταλιά, δύο επί τρία». Επέµειναν στο «υπόγειο υπερώο», όπως έλεγε ο Νίκος Καρούζος το κονάκι του, εκεί στη Σούτσου, στην Πλατεία Μαβίλη. Πάρκο και µπάρκο, αυτοί ήταν οι δύο πόλοι για τα ανήσυχα µειράκια, για την πεφωτισµένη τσογλαναρία της Μεταπολίτευσης.
Χωνόμαστε και χανόμαστε στο Πάρκο. Το Πεδίον του Αρεως το σεργιανίσαµε δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες φορές. Ηµασταν οι εξπέρ της βόλτας. Πότε µε τον Καρούζο, πότε µε τον Γκόρπα, πότε µε τα φαντάσµατά µας (µε τον Κέρουακ, µε τον Κάσιντι, µε τον Γκίνσµπεργκ) σουλατσάραµε στο πάρκο, ποτισµένοι µε µπίρες και µε ουζάκια, µε πασατέµπο και ηλιόσπορο στην τσέπη του αµπέχονου, µε «λογισµό και µ’ όνειρο», και συζητούσαµε µε παθιασµένη, µεθυσµένη, αφηνιασµένη έπαρση για το πώς θα φέρουµε τούµπα τον κόσµο, για το πώς θα µπουκάρουµε στις αποθήκες του ουρανού, για το πώς θα µπαρκάρουµε για τους ιερούς τόπους όπου τραγούδια, καλλονές και περιπέτειες προσφέρονταν αφειδώς. Αλλά οι πιο πολλοί δεν φύγαµε ποτέ από τα µέρη που λατρέψαµε στην αυγή της Μεταπολίτευσης, από τα στέκια εκείνα που µας πύρωσαν και µας πώρωσαν, από τα σοκάκια της Κυψέλης και των Εξαρχείων, που ήταν, τελικά, εκκίνηση και προορισµός, αφετηρία και άφιξη µαζί.
Η μεταπολίτευση είναι η βόλτα στις γειτονιές του κόσμου. Ο Κακουλίδης µπάρκαρε µε το Λίµπερτυ για να βολτάρει ουσιαστικά στο εσωτερικό των στίχων που αγάπησε, για να βρει µέσα του, κι όχι εκεί έξω, όχι στα πέρατα της οικουµένης, αλλά µέσα στις σελίδες και µέσα στις πτυχές των σωθικών του, τη δύναµη που έµελλε να κινήσει τον στυλογράφο του, να τον κάνει να γράψει «Πατέρας είναι το πιο τρελό σφαγείο». Ο Τζώρτζης, ο Γιάννης Τζώρτζης, ο ποιητής που µπόρεσε να συγκεράσει µια λελογισµένη αλλοφροσύνη µε µιαν ιλιγγιώδη καταγραφή εναλλασσόµενων διαθέσεων, έβαλε πλώρη για το Βερολίνο, πήγε εκεί να βρει τον Αλεν Γκίνσµπεργκ και να τον ρωτήσει για όλα όσα προκαλούσαν κραδασµούς στην πηλιορείτικη παιδικότητά του.
Ο Ευτύχης Σκυλίτσης κίνησε για «Λόντρα, Παρίσι, Νιου Γιορκ, Βουδαπέστη, Βιέννη», έχοντας, θαρρείς, για πυξίδα του τους στίχους ενός φηµισµένου τραγουδιού, αλλά στην πραγµατική πραγµατικότητά του δεν έπαυε να λω νεσιιρέοςπ, σοτλοείυ µς έθσάαµ σνοτου ςπ, άσρυκνοε,π σατριςµ έφνυολς- από το θρόισµα των φύλλων και από τις ανταύγειες στα χρυσά µάτια εκείνης της κοπελίτσας που ερωτεύτηκε στα δώδεκά του χρόνια. Για κάποιους από εµάς, όπως και για τον Ευτύχη, η παιδική ηλικία ήταν, όπως και η έσω οµορφιά, εκείνο το είδος πολυτελείας που διακονήσαµε έτσι ώστε να γίνουµε αυτό που είµαστε: παιδαριογέροντες και γεροντόπαιδες. Γιατί, έτσι που ήρθαν τα πράγµατα, άσπρισαν τα µαλλιά µας, αλλά η σύνεση δεν µας επισκέφτηκε ποτέ, τέτοιοι που ήµασταν.
Χωνόμαστε και χανόμαστε στο παρελθόν. Σκακιέρα και λαβύρινθος ήταν η εφηβεία µας στην αυγή της Μεταπολίτευσης, τότε που ανοίχτηκαν άξαφνα όλες οι δυνατότητες, τότε που τα πάντα έγιναν προοπτικές και προσηλώσεις, τότε που ένα τεφαρίκι ένστικτο έµελλε να µας ωθήσει στο να περάσουµε από τον homo sapiens στον homo ludens, από τον έλλογο, νοήµονα, εχέφρονα άνθρωπο στον παιγνιώδη, παιγνιακό, παίζοντα άνθρωπο. «Με κάθε σοβαρότητα απαιτούµε παιχνίδια» είχαµε διαβάσει στις σελίδες ενός εντύπου που αποτέλεσε την αερογέφυρα διακίνησης ιδεών ανάµεσα στο Σεν Ζερµέν και στην Κυψέλη. Αλλοι γυρεύουν τον καθεδρικό ναό, άλλοι το πάρκο. «Κήπος είναι η κάµαρα» ακούγαµε έναν γέροντα σοφό, φτυστός ο Μάρκος Βαµβακάρης ήταν. «Και στο βουνό, µε τον ΕΛΑΣ και µε τους µαυροσκούφηδες, εµείς κήπους ονειρευόµαστε. Και το κελί, µετά, κήπο το βαφτίσαµε. Κι εσείς, κήπο και πάρκο να λέτε τα µέρη που αγαπάτε».
Η μεταπολίτευση είναι η βόλτα στις γειτονιές του κόσμου. Η Μεταπολίτευση ήταν πάρκο και µπάρκο, ήταν λειµώνας και καράβι, ήταν µια ηδύτατη πρόγευση αιώνιας εφηβείας και έφηβης αιωνιότητας. Ιδού τι έµελλε να διαβάσουµε χρόνια µετά τα πρώτα σκιρτήµατα της άδολης ελευθερίας µας: «Στο Πάρκο του Βόλου, στη ζώνη ανάµεσα στον Αγιο Κωνσταντίνο και τη Σκάλα των Μιλάνων, στο bunker της εφηβείας, µιας φέτας µάλλον της εφηβείας που συνέρρεε στην ντισκοτέκ Sanitarium και συνάµα διάβαζε περιπαθώς Σεφέρη, στο απογειωµένο απόγειο της ζέουσας εφηβείας, και πιο κει στο Ξενία µε το εξωφρενικά αταίριαστο για εκείνη την εποχή µίνι γκολφ, αλλά µε τα απολύτως ταιριαστά παράνοµα φιλιά και χάδια, έγιναν εκείνες οι πρώτες συναντήσεις και σηµειώθηκαν εκείνα τα πρώτα συµβάντα που κατέστησαν τις παρέες σηµαντικές και έκαναν µνήµονα τον παρία. Κάπου εκεί ενταφιάστηκαν κάµποσων γονέων τα όνειρα να µεγαλώσουν τα παιδιά τους και να σηµειώσουν κοινωνικές επιτυχίες και να ανελιχθούν στη µία ή την άλλη ιεραρχία. Οποιος από νωρίς στις αφροσύνες και στον έρωτα ενδίδει, όποιος από µικρός στη φιλία και την ποίηση οµνύει, θα δει πολλές φορές των γονιών του τα µάτια από µαταίωση να βουρκώνουν».
Επίθεση στο Μαγδεμβούργο: Τι γνωρίζουμε για τον δράστη – Η επιστολή στο AfD, ο θαυμασμός στον Μασκ και τα πυρά στη Μέρκελ
Εξάρχεια: Πώς εντόπισαν τον δράστη με το λοστάρι - Είχε συλληφθεί ξανά για επίθεση, αλλά κυκλοφορούσε ελεύθερος
Η σκοτεινή και χιονισμένη Λαπωνία και το τετ α τετ του Μητσοτάκη με τον Άη Βασίλη
Κιμ Καρντάσιαν: Ποζάρει με κόκκινο δερμάτινο φόρεμα και βαθύ ντεκολτέ
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr