Ερευνα: Βαθιά το χέρι στην τσέπη βάζουν οι Ελληνες για να σπουδάσουν τα παιδιά
Νικολίτσα ΤρίγκαΒαθιά το χέρι στη τσέπη βάζουν οι Έλληνες για την εκπαίδευση των παιδιών και κυρίως των φοιτητών. Οι δαπάνες των νοικοκυριών για εκπαίδευση στην Ελλάδα διαχρονικά υπερέχουν σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου (2,1% έναντι 1,2% αντίστοιχα, το 2018 – 4η θέση) και κυρίως αφορούν στην εξωσχολική υποστήριξη των μαθητών (Δευτεροβάθμια εκπαίδευση) ή δαπάνες για εκπαίδευση μελών του νοικοκυριού σε άλλη πόλη από την έδρα του νοικοκυριού (κυρίως Τριτοβάθμια εκπαίδευση).
Ταυτόχρονα οι κρατικές δαπάνες για την παιδεία, υπολείπονται σημαντικά συγκριτικά με της χώρες της Ε.Ε , ενώ το διδακτικό προσωπικό σημειώνει σοβαρή γήρανση. Τα στοιχεία αυτά περιέχονται στην «Ετήσια Έκθεση για την Εκπαίδευση 2019-2020, δείκτες και βασικά μεγέθη των εκπαιδευτικών συστημάτων στην ΕΕ-28» του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ. Τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης είναι τα εξής:
- Σημαντική επιδείνωση των διαχρονικών προβλημάτων της εκπαίδευσης κατά την τελευταία 10ετία της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας.
- Τη διαχρονικά προβληματική κατάσταση, που επικρατεί στο χώρο της εκπαίδευσης και η οποία επιδεινώθηκε σημαντικά μετά τη 10ετή οικονομική κρίση που έπληξε τη χώρα σύμφωνα με τους δείκτες και βασικά μεγέθη των εκπαιδευτικών συστημάτων στην ΕΕ-28.
Η Έκθεση παρουσιάζεται σήμερα διαδικτυακά και αποτυπώνει τη θέση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ28, στο σύνολο σχεδόν των διαθέσιμων (ευρωπαϊκών και διεθνών) δεικτών για τον μαθητικό/σπουδαστικό και φοιτητικό πληθυσμό του συστήματος καθώς και για τις δημόσιες και ιδιωτικές δαπάνες για αγορά αγαθών και υπηρεσιών εκπαίδευσης για την περίοδο αναφοράς 2001-2018.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της Έκθεσης, τα διαχρονικά προβλήματα του Ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος –που συστηματικά όλα αυτά τα χρόνια αναδεικνύει το ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ στις Ετήσιες Εκθέσεις του και αφορούν τόσο σε ζητήματα εισροών (χρηματοδότηση, εκπαιδευτικό προσωπικό και λοιπό ανθρώπινο δυναμικό, επάρκεια και ποιότητα υποδομών-εξοπλισμού, προγράμματα σπουδών κ.λπ.) όσο και εκροών (μαθησιακά-εκπαιδευτικά αποτελέσματα) αλλά και γενικότερα σε θέματα εκπαιδευτικών και κοινωνικών ανισοτήτων– παρουσιάζουν περαιτέρω όξυνση κατά τη διάρκεια της 10ετούς οικονομικής κρίσης στη χώρα, κατατάσσοντάς τη στους περισσότερους δείκτες σε εξαιρετικά δυσχερή θέση συγκριτικά με τον Ευρωπαϊκό Μ.Ο. και τα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ28.
Πιο αναλυτικά, από την Έκθεση προκύπτει ότι:
- Οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης για εκπαίδευση στην Ελλάδα διαχρονικά υπολείπονται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου (8,3% έναντι 10,2% αντίστοιχα, σύμφωνα με στοιχεία του 2018 – 27η θέση).
- Ιδιαίτερα την περίοδο 2008-2018, και οι δύο πηγές χρηματοδότησης (Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και Τακτικός Προϋπολογισμός Υπουργείου Παιδείας) καταγράφουν πρωτοφανείς μειώσεις).
- Η οριζόντια μείωση έχει σοβαρότατες συνέπειες στα μικρότερα μεγέθη του συστήματος, παρά τον σημαντικό τους ρόλο στην κοινωνική συνοχή (προσχολική εκπαίδευση, εκπαίδευση αλλοδαπών & μεταναστών, ειδική αγωγή και συνεκπαίδευση) και στην ανάπτυξη της χώρας (επαγγελματική εκπαίδευση & κατάρτιση), ιδιαίτερα στις ορεινές και νησιωτικές περιοχές της χώρας).
- Οι δαπάνες των νοικοκυριών για εκπαίδευση στην Ελλάδα διαχρονικά υπερέχουν ιδιαίτερα σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου (2,1% έναντι 1,2% αντίστοιχα, το 2018 – 4η θέση) και κυρίως αφορούν στην εξωσχολική υποστήριξη των μαθητών (Δευτεροβάθμια εκπαίδευση) ή δαπάνες για εκπαίδευση μελών του νοικοκυριού σε άλλη πόλη από την έδρα του νοικοκυριού (κυρίως Τριτοβάθμια εκπαίδευση).
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία της περιόδου 2002-2014, η επάρκεια των ακόλουθων επιμέρους υποδομών αποδεικνύεται κατώτερη των προαπαιτούμενων σε όλες τις βαθμίδες, υποβαθμίδες και τύπους μονάδων στο σύστημα: κτιριακές υποδομές (συντήρηση, εκσυγχρονισμός, και ανέγερση και ανέγερση νέων μονάδων), εργαστηριακός εξοπλισμός, υλικοτεχνική υποδομή και δαπάνες για απαραίτητα αναλώσιμα υλικά εργαστηρίων και μονάδων.
Σύμφωνα και πάλι με τα διαθέσιμα στοιχεία της περιόδου 2002-2014, καταγράφεται σημαντική γήρανση του διδακτικού προσωπικού (αλλά και του εργαστηριακού και λοιπού διοικητικού προσωπικού) σε όλες της βαθμίδες της εκπαίδευσης, η οποία οφείλεται κυρίως στην αδυναμία του κράτους να προσλάβει μόνιμο διδακτικό και λοιπό εργαστηριακό & διοικητικό προσωπικό.
Σε αρκετούς δείκτες συμμετοχής στην εκπαίδευση, η Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ28. Ενδεικτικά:
- Ενήλικες (25-64 ετών) με ποσοστό συμμετοχής 3,9% (25η θέση),
- Μεταπτυχιακοί φοιτητές με ποσοστό συμμετοχής 3,1% (25η θέση).
- Συνολικός βρεφικός νηπιακός πληθυσμός με ποσοστό συμμετοχής 9,2% (28η θέση).
- Συνολικός μαθητικός πληθυσμός της ανώτερης δευτεροβάθμιας ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ εκπαίδευσης με ποσοστό συμμετοχής 28,8% (23η θέση).
Ως προς τις εκροές του (απόφοιτοι ανά πεδίο σπουδών – ταξινόμηση UNESCO), το σύστημα φαίνεται να κινείται θετικά και πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ αποτυπώνεται επίσης χαμηλός ο δείκτης πρόωρης εγκατάλειψης της εκπαίδευσης & κατάρτισης νέων ηλικίας 18-34 ετών (4,7% – 4η θέση).
Τέλος, η Ελλάδα παρουσιάζει ορισμένες αρνητικές πρωτιές στους δείκτες κοινωνικών ανισοτήτων: Κατέχει την 1η θέση στην ΕΕ28, σύμφωνα με στοιχεία του 2018, σε ποσοστό πληθυσμού 15-64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (35,3% έναντι 22,2 του Ευρωπαϊκού Μ.Ο.).
Επίσης, την 4η θέση στην ΕΕ28, σύμφωνα με στοιχεία του 2018, στον δείκτη NEET (Νέοι 15-24 ετών που βρίσκονται εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης και κατάρτισης) με ποσοστό 14,1% έναντι 9,6% του Ευρωπαϊκού Μ.Ο).
Στην ιστοσελίδα του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ www.kanep-gsee.gr βρίσκεται αναρτημένος ο πλήρης τόμος της «Ετήσιας Έκθεσης για την Εκπαίδευση 2019-2020» καθώς και τα αρχεία των παρουσιάσεων.
- Η... απώλεια βιντεοληπτικού υλικού «εξαφανίζει» τους υπεύθυνους για τα Τέμπη - Τα κραυγαλέα λάθη που στοιχειώνουν τη δικογραφία
- ΕΣΥ: Αλλαγές στον νόμο Κεραμέως για την επιλογή στελεχών στο δημόσιο ετοιμάζει η κυβέρνηση - Τι είπε ο Άδωνις Γεωργιάδης
- Οι πρώτες κινήσεις της κυβέρνησης μετά τη διαγραφή Σαμαρά - Τέλος στα σενάρια για πρόωρες κάλπες
- Πού θα ταξιδέψουν οι Έλληνες την περίοδο των Χριστουγέννων - Μέχρι 10% η αύξηση στο κόστος των αποδράσεων