50 Χρόνια Μανώλης Μητσιάς - Μισός αιώνας με τραγούδια και ιστορίες
Τα πεντηκοστά μουσικά του γενέθλια στο ελληνικό τραγούδι, θα μας αφηγηθεί μελωδικά ο Μανώλης Μητσιάς στη σκηνή του Ηρωδείου τη Δευτέρα 30 Αυγούστου🕛 χρόνος ανάγνωσης: 20 λεπτά ┋
Ο μεγάλος Λουτσιάνο Παβαρότι στην τεράστια καριέρα του, πέρα από τα επιτεύγματά του, τις μοναδικές στιγμές που χάρισε στο παγκόσμιο κοινό και την πολύτιμη παρακαταθήκη που μας κληρονόμησε, απέκτησε κι ένα παρατσούκλι: «Η Φωνή». Το κοινό που τον λάτρεψε, θέλησε με αυτό τον τρόπο να του αποδώσει τον φόρο τιμής που του αναλογούσε, αναδεικνύοντας τη μοναδικότητά του.
Αν, λοιπόν, έπρεπε κανείς να δώσει ένα παρόμοιο παρατσούκλι στον δικό μας Μανώλη Μητσιά, πιστεύω πως αυτό δεν θα μπορούσε να ήταν τίποτε άλλο από το «Ο Ερμηνευτής». Αναδεικνύοντας έτσι τη δική του μοναδικότητα, όπως αυτή καταγράφηκε στο μισό αιώνα της λαμπρής του πορείας και την καταξίωσή του ως τον ιδανικό ερμηνευτή των μεγαλύτερων Ελλήνων συνθετών και ποιητών.
Και τα δυο χαϊδευτικά, τόσο «Η Φωνή» όσο και «Ο Ερμηνευτής», ακούγονται απόλυτα αλλά ακριβώς για αυτό το λόγο καθορίζουν και την καθολικότητα κάποιων τόσο σπάνιων και σημαντικών καλλιτεχνών.
Τον Μανώλη είχα την τύχη να τον γνωρίζω από πολύ μικρός, παιδάκι ακόμα. Ήταν στενός οικογενειακός φίλος αλλά και επαγγελματικός συνεργάτης μας. Θυμάμαι πάντα να μου λέει ιστορίες κι ανέκδοτα αλλά και να κάνουμε ατέλειωτες κουβέντες για ποδόσφαιρο. Ακόμα και σήμερα, όταν πάμε για καφέ, μιλάμε παθιασμένα για τον αγαπημένο μας ΠΑΟΚ. Αυτή τη φορά, όμως, η ανάγκη της επίσημης συνέντευξης μας ανάγκασε να το πάμε λίγο πιο… τυπικά.
Το ποιος είναι και το τι έχει πετύχει ο Μανώλης Μητσιάς, είναι σε όλους γνωστό. Για μένα πάντα πιο πολύ ενδιαφέρον είχε να ακούω από τον ίδιο τις δικές του ιστορίες, ακόμα κι αν πολλές τις ήξερα ήδη, ακόμα κι αν κάποιες από αυτές είχα την τύχη να τις ζήσω κιόλας από κοντά. Κι αυτές θα σας διηγηθούμε σήμερα παρέα. Λίγες ώρες πριν τη μεγάλη του sold out συναυλία στο Ηρώδειο, για τα 50 χρόνια παρουσίας του στο Ελληνικό τραγούδι.
«Γεννήθηκα στα Δουμπιά Χαλκιδκής. Εκείνα τα χρόνια δεν είχαμε ούτε τηλεόραση, ούτε ραδιόφωνο, το μόνο μέσο για να διασκεδάσουμε και να εκτονωθούμε ήταν η εκκλησία και η βυζαντινή μουσική, που μου άρεσε πολύ. Οπότε πηγαίναμε στην εκκλησία κι όσοι είχαμε καλή φωνή, ο ψάλτης μας άκουγε και έλεγε: εσύ κάνεις, εσύ δεν κάνεις. Μέσα στην εκκλησία, λοιπόν, και μετά στα χωράφια, που τραγουδούσαμε για να περάσει η μέρα μας… εκεί ξεκίνησα. Τραγουδώντας την ώρα που καλλιεργούσαμε τα καπνά. Δεν είχαμε ούτε θάλασσα για να κάνουμε έστω ένα μπάνιο τα καλοκαίρια, ούτε τίποτε. Απλά δουλεύαμε στα χωράφια. Αυτά ήταν τα δικά μας ωδεία. Τα καπνοχώραφα!».
- Κι από τα Δουμπιά και τα καπνοχώραφα, στην μπουάτ «107» στη Σαλονίκη.
«Ναι, στην μπουάτ «107», στην Καμάρα. Όμορφα βράδια κι όμορφες παρέες. Αυτή ήταν και το εφαλτήριο για την καριέρα μου. Τραγουδούσα που λες ένα βράδυ και ήρθε ο Πατσιφάς, που είχε την εταιρεία Λύρα, για να με ακούσει. Του είπαν ότι υπάρχει ένας καλός νέος τραγουδιστής εκεί. Εγώ έλεγα κυρίως Χατζιδάκι και νέο Νέο Κύμα, Αρλέτα, Γιώργο Ρωμανό, Γιώργο Ζωγράφο... Κάποια στιγμή μέσα στο πρόγραμμα είπα ένα λαϊκό τραγούδι, το «Σπασμένα τριαντάφυλλα» του Μπιθικώτση. Κι όπως ήταν γεμάτη η μπουάτ, σηκώνεται ο Πατσιφάς μέσα στον κόσμο και μου λέει «Άσε τις βλακείες που τραγουδάς, εσύ είσαι λαϊκός τραγουδιστής! Πες λαϊκά τραγούδια, αυτά σου πάνε!». Σοκαριστήκαν όλοι εκεί μέσα, όπως καταλαβαίνεις. Κάπως έτσι ξεκίνησα να δισκογραφώ και στη Λύρα».
- Κάπως έτσι γνωριστήκατε και με τον Μούτση;
Καμία σχέση. Όταν ακόμα ήμουν Θεσσαλονίκη, στα ρεπό μου κατέβαινα στην Αθήνα και πήγαινα στις μπουάτ στην Πλάκα. Πήγα ένα βράδυ να ακούσω την Ελένη τη Ροδά, τη φίλη μου, με την οποία είχαμε συνεργαστεί στη Θεσσαλονίκη. Αυτή τραγουδούσε με τον Τσιτσάνη τότε. Πήγα πίσω στα παρασκήνια να τους χαιρετήσω κι Ελένη με πετάει κυριολεκτικά στη σκηνή να τραγουδήσω. Τα έχασα. Απορώ πως δεν έφυγα από την ντροπή μου. Ούτε τι παίξαμε δεν θυμάμαι. Στο πρώτο τραπέζι διασκέδαζε ο Δήμος Μούτσης και μέσα σε όλο αυτό τον πανικό μου είπε «αύριο έλα σπίτι να κάνουμε πρόβα κάποια καινούργια τραγούδια». Έτσι γνωριστήκαμε. Κάποια στιγμή, μάλιστα, με κάλεσε στο στούντιο για να ακούσω τη μουσική που έγραφε για την ταινία «Ένας μάγκας στα σαλόνια». Εκείνη τη φορά γνώρισα τον Γκάτσο και τραγούδησα το «Μ’ ένα παράπονο». Η Ελευσίνα ήρθε ένα χρόνο μετά».
- Το ταξίδι, όμως, προς την Αθήνα ξεκίνησε με τη Μπέλλου...
«Η Σωτηρία αποτέλεσε μια πολύ σημαντική γνωριμία για μένα. Συνεργαζόμασταν στην «Μπαρμπαρέλα» στη Θεσσαλονίκη και μια στιγμή μου λέει «πιτσιρίκο θα σε πάρω στην Αθήνα μαζί μου». Έτσι κατέβηκα. Με πήγε σε ένα λαϊκό μαγαζί τις «Τζιτζιφιές» και μου γνώρισε τον Γιώργο το Λαύκα, έναν μεγάλο ρεμπέτη. Εκτός από τη Μπέλλου, έκανα και αρκετές συνεργασίες με πολλούς σημαντικούς λαϊκούς τραγουδιστές και συνθέτες. Τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Στράτο Διονυσίου, τη Βίκη Μοσχολιού. Παρόλα αυτά, εγώ ήμουν κομμένος και ραμμένος για την Πλάκα, εκεί μου άρεσε να τριγυρίζω.
Εκεί με βρήκε και η χούντα, στην μπουάτ «Ζουμ» όπου έπαιζα. Με συλλάβανε την ώρα που τραγουδούσα, επάνω στη σκηνή. Ήρθε ένα βράδυ η ΕΑΤ-ΕΣΑ, την ώρα που τελείωνα το πρόγραμμά μου, ανεβήκανε πάνω στη σκηνή τέσσερεις πέντε από δαύτους και με συλλάβανε. Επειδή ήμουνα στο Πολυτεχνείο. Άσε που λέγαμε και απαγορευμένα τραγούδια εκείνη την ώρα. Με συλλάβανε λοιπόν και κλείσανε το «Ζουμ» για 17 μέρες. Ως κακόφημο κέντρο είπε η χούντα για να δικαιολογηθεί».
- Αυτό, όμως, δεν ανέκοψε μια λαμπρή πορεία. Γιατί σιγά σιγά ξεκινάν οι μεγάλες συνεργασίες με τους σημαντικότερους ανθρώπους της Ελληνικής μουσικής. Έτσι δεν είναι;
«Ναι, όπως με τον Μάνο, τον Μίκη και όλους τους άλλους. Με τον Χατζιδάκι με γνώρισε ο Γκάτσος. Ο Μάνος ήταν στην Αμερική και γύρισε το ‘72 στην Ελλάδα. Εγώ τότε δούλευα το «Χρυσάφι» σε στίχους του Γκάτσου. Όλη η Ελλάδα είχε πέσει πάνω στον Χατζιδάκι να πάρει δυο λόγια για μια συνέντευξη, έστω μια δήλωση, αυτός όμως κρυβότανε. Ένα μεσημέρι μου λέει ο Γκάτσος να πάμε σε ένα μικρό καφέ στη σχολή Ευελπίδων να με συστήσει στον Χατζιδάκι. Πήγαμε, καθίσαμε, ήπιαμε ένα καφέ και τα είπαμε. Αποτέλεσμα ήταν μια μεγάλη συνεργασία με τρεις δίσκους. Είχα την ευλογία να είμαι ο μοναδικός που έχει πει τρεις δίσκους του σε πρώτη εκτέλεση. Ο Μάνος ήταν ένας άνθρωπος μαγικός. Ένιωθες τυχερός να είσαι μαζί του, μάθαινες πολλά πράγματα».
- Και με το Μίκη;
«Με το Μίκη γνωριστήκαμε το καλοκαίρι του ’68. Τραγουδούσα πάλι στην Πλάκα, στην μπουάτ «Απανεμιά» με τη Ρένα Κουμιώτη και ένας κοινός μας φίλος μεσολάβησε και πήγαμε στο Βραχάτι. Ήθελα να μου πει ο Μίκης αν αξίζω, αν με εγκρίνει. Εκεί πρωτοειδωθήκαμε, περικυκλωμένοι από τους χωροφύλακες που τον επιτηρούσαν. Εγώ μπήκα κρυφά μέσα γιατί μόλις είχα αποφυλακιστεί από το Γεντί Κουλέ κι ήμουν έξω με περιοριστικούς όρους. Με άκουσε και μου έδωσε τέσσερα τραγούδια του. Ήταν από τα «Τραγούδια του Αντρέα». Μου λέει «πάρτα και φύγε στο εξωτερικό. Βρες τη Φαραντούρη και τον Καλογιάννη». Κάτι που δεν έγινε, αφού μου είχαν πάρει το διαβατήριο. Αυτή η γνωριμία, όμως, με τον Θεοδωράκη ήταν καθοριστική, όπως αποδείχθηκε, για το μέλλον. Ο Μίκης και ο Μάνος είναι σαφώς οι δυο πυλώνες του σύγχρονου Ελληνικού τραγουδιού και είναι και οι δυο σημαντικότατοι σταθμοί στην καριέρα μου».
- Κι από τους πιο λαϊκούς συνθέτες;
«Η συνάντησή μου με τον Άκη Πάνου ήταν σημαδιακή. Για μένα είναι ένας από τους μεγαλύτερους λαϊκούς συνθέτες. Ερχόταν κάθε βράδυ στην Πλάκα και με άκουγε, καθόταν πάντα πίσω πίσω. Πέρασαν χρόνια μέχρι που μου πρότεινε να πάω να ακούσω κάποια τραγούδια του στο σπίτι του. Ο ίδιος καθόταν σε μία πολυθρόνα. Πατάει το κουμπί σε ένα μαγνητόφωνο που άρχισε να παίζει τα τραγούδια. «Όταν διαλέξεις» μου λέει, «πάρε με να τα σημειώσω» και φεύγει. Εγώ εκεί χάθηκα γιατί ήταν όλα τόσο ωραία. Μετά από 10 λεπτά του λέω «κοίταξε, δεν μπορώ να διαλέξω, είναι όλα καταπληκτικά, πες μου εσύ τι να πω». Έτσι έγινε ο δίσκος «Παρών» με τον περίφημο «Τρελό».
Σπουδαία, όμως, ήταν για μένα και η γνωριμία και η δισκογραφία με τον Χρήστο Λεοντή. Ο Λεοντής γύρναγε από εταιρεία σε εταιρεία και δεν τον έπαιρνε κανένας. Θυμάμαι μια μέρα ο παραγωγός μου ο Γιώργος ο Μακράκης μου λέει «πάνε να ακούσεις κάποια τραγούδια του Λεοντή, αν σου αρέσουν να κάνουμε άλμπουμ». Άκουσα δύο τραγούδια και λέω αμέσως στον Χρήστο να τα κάνουμε και τα δύο. Έτσι έγινε το «Αχ έρωτα», ένας δίσκος που πραγματικά είχε πολύ μεγάλη επιτυχία.
- Μεγάλες επιτυχίες, όμως, έγιναν κι αργότερα, όπως Το «Ποτέ» και η «Πιρόγα»
«Αυτά είναι αρχές του ’80. Πρώτα το «Ερωτικό» κι αμέσως μετά το «Ποτέ». Τραγουδούσα στη Διαγώνιο με τον Μούτση και τον Κηλαηδόνη. Ο Λουκιανός είναι ένας άλλος άνθρωπος που έπαιξε τεράστιο ρόλο, όχι μόνο στο επαγγελματικό αλλά και στη ζωή μου. Αγαπιόμασταν πολύ, ήμασταν αληθινοί φίλοι. Είχα ακούσει, λοιπόν, ότι υπάρχει ένα καταπληκτικό τραγούδι στην πιάτσα που λέγεται «Πιρόγα» αλλά δεν είχα ιδιαίτερες σχέσεις ούτε με το Θάνο ούτε με τον Άλκη τον Αλκαίο. Στη Διαγώνιο μαζί μου έπαιζε πιάνο ένας συνεργάτης του Μικρούτσικου, ο Θανάσης ο Νικόπουλος. Μου λέει ένα βράδυ, «ξέρεις, θέλει ο Θάνος να πας αύριο στο στούντιο να σε δοκιμάσει στην Πιρόγα. Πήγαν πολλοί αλλά δεν το είπαν όπως το θέλει αυτός». Κάτσαμε στο πιάνο, μου έμαθε το κομμάτι και την άλλη μέρα το μεσημέρι πήγα στο στούντιο. Θυμάμαι να μπαίνω μέσα και να το τραγουδάω. Πρόλαβα να πω τα τρία τέταρτα του τραγουδιού και μου λέει ο Θάνος: «Σε παρακαλώ σταμάτα κι όπως το είπες τώρα, ξαναπές το από την αρχή». Το είπα από την αρχή και έτσι μπήκε στο δίσκο. Όλα έγιναν μόνο μέσα σε 5 λεπτά. Πρώτη μέρα, πρώτη εκτέλεση. Αυτό δείχνει ότι ο άνθρωπος έχει μέσα του κάποιες δυνάμεις εσωτερικές που δεν τις ξέρει. Όταν σου αρέσει κάτι… και φούρνο γκρεμίζεις που λένε.
Λίγο καιρό αργότερα, μου είπε η εταιρεία να ακούσω ένα νέο συνθέτη, τον Σταμάτη Κραουνάκη και μια νέα στιχουργό, τη Λίνα Νικολακοπούλου. Πήγα στο σπίτι του Σταμάτη ένα απόγευμα, γνωριστήκαμε και άρχισε να μου παίζει το «Ποτέ» και όλες αυτές τις επιτυχίες που κάναμε στο «Εξ αδιαιρέτου». Πραγματικά εντυπωσιάστηκα από το ύφος και το χρώμα των τραγουδιών του. Το περίεργο είναι ότι η εταιρεία μετά δεν ήθελε να τα κυκλοφορήσει. Στο «Ποτέ» θεωρούσε τους στίχους χυδαίους. «Μα είναι δυνατόν» έλεγα. Χρειάστηκε υπομονή και επιμονή για να βγει τελικά το «Ποτέ».
- Κι άλλοι πολλοί βέβαια. Σπανός, Χατζηνάσιος, Ζαμπέτας, Μαρκόπουλος, Ξαρχάκος, Τόκας, Νικολόπουλος, Ανδριόπουλος, Σπανουδάκης. Ατέλειωτη η λίστα. Σπουδαίες προσωπικότητες, κορυφαίες συνεργασίες, εκπληκτικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Ο κόσμος λέει πως ο Μητσιάς είναι ο τραγουδιστής με το μεγαλύτερο ρεπερτόριο, πως έχει τραγουδήσει την άμμο της θάλασσας και πως τους έχει πει όλους. Είναι αλήθεια ή λείπει κάποιος; Υπάρχει κάποιο παράπονο;
«Ο Μάνος Λοΐζος. Είμασταν φίλοι με το Μάνο κι όλο λέγαμε να συνεργαστούμε. Είχαμε μία φιλική σχέση από το ‘69, όταν κατέβηκα σα νέος στην Αθήνα. Θέλαμε να συνεργαστούμε αλλά ήταν σε άλλη εταιρεία αυτός και σε άλλη εγώ. Μετά την Πιρόγα έφυγα και άλλαξα εταιρεία και πήγα στη ΜΙΝΟΣ μόνο για τον Λοΐζο. Την ημέρα που υπέγραφα, όμως, το συμβόλαιο, λίγο αφού έβαλα την υπογραφή, ανακοινώθηκε ότι πέθανε ο Μάνος, στη Ρωσία όπου πήγε άρρωστος για να εγχειριστεί. Αυτά…».
- Ποιανού η επιρροή υπήρξε η πιο καθοριστική; Ποιο είναι το όνομα ορόσημο στην καριέρα του Μανώλη Μητσιά;
«Δύο. Πρώτα ο Γκάτσος και μετά ο Μούτσης. Ο Γκάτσος μου άνοιξε όλες τις πόρτες και ταυτόχρονα με έβαλε σε ένα σκεπτικό διαφορετικό από τους άλλους τραγουδιστές».
- Υπάρχει ακόμα στη μνήμη κάποια δική του παραίνεση, κάποια συμβουλή;
«Καταρχήν, δεν μου έκανε ποτέ τον δάσκαλο, δεν έκανε ποτέ τον σπουδαίο. Όποτε ήθελα να πάρω μία απόφαση τον ρωτούσα. «κύριε Γκάτσο ποια είναι η γνώμη σας;» και μου έλεγε πάντα «εσύ ξέρεις». Αυτό μου έδινε δύναμη και αυτοπεποίθηση να σκεφτώ, να επιλέξω. Ποτέ δεν μου είπε «κάνε αυτό!». Το λέει και στο «Ρεμπέτικο» στο «Δίχτυ», που μετά από χρόνια κατάλαβα τι εννοούσε. Εκεί που λέει «Μονάχος βρες την άκρη της κλωστής κι αν είσαι τυχερός ξεκίνα πάλι». Αυτός ήταν ο Γκάτσος. Αυτός είναι ο Γκάτσος».
- Και μια προσωπική στιγμή; Μια ανάμνηση από κείνον;
«Ταξιδεύαμε από την Αθήνα για το Αγρίνιο. Εγώ τραγουδούσα σε μια εκδήλωση εκεί κι αυτός ήρθε μαζί μου. Ήταν μια μέρα πλήρης για μένα, από την κουβέντα και την παρέα του Γκάτσου. Όλα συνέβησαν εκείνη τη μέρα, μέχρι και το αυτοκίνητο χάλασε και πήρε φωτιά στο δρόμο. Ταλαιπωρηθήκαμε πολύ, πήραμε άλλο αυτοκίνητο, πήγαμε Αγρίνιο και τελικά τραγούδησα. Ήταν κι ο Μπιθικώτσης εκεί. Ο Γκάτσος δεν ήθελε αλλά εγώ είπα το όνομά του στο μικρόφωνο και μετά γελάγαμε γιατί τον κοιτούσαν συνοφρυωμένα οι στρατιωτικοί κι οι χωροφύλακες. «Μπορεί να με πέρασαν για τον Ρίτσο», λέει. Του άρεσε το καλαμπούρι, είχε πολύ χιούμορ. Το βράδυ στο ξενοδοχείο βλέπαμε στην τηλεόραση έναν Ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό αγώνα μετά τη συναυλία, Γερμανία-Τσεχοσλοβακία από ότι θυμάμαι. Οι δυο μας κι ο Μπιθικώτσης. Η Τσεχοσλοβακία έπαιζε καλύτερα και κάποια στιγμή ένας παίκτης σούταρε στο δοκάρι. Πετάγεται πάνω ο Γρηγόρης και λέει «Α ρε Νίκο! Και του το είπα αλλά δεν με άκουσε». «Το άκουσα, το άκουσα» απάντησε Γκάτσος. Τίποτε δεν είχε γίνει. Ούτε ο Μπιθικώτσης είχε πει, ούτε ο Γκάτσος είχε ακούσει».
- Αμέτρητες συναυλίες στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Κάποια άλλη ιστορία από αυτές;
«Περιοδείες έκανα πολλές, η αγάπη του κόσμου ήταν τεράστια, ειδικά όταν ερμήνευα τραγούδια που τους αφορούσαν. Θυμάμαι στο Τορόντο, είχε βγει η «Κόκκινη Κλωστή» του Κηλαηδόνη. Από αυτό το δίσκο έλεγα ένα καταπληκτικό τραγούδι του Γκάτσου, «Το σπίτι μου» κι ο κόσμος έκλαιγε. Οι Έλληνες εκεί διψούν κι αγαπάνε την Ελλάδα περισσότερο από εμάς. Θυμάμαι πάλι στο Σικάγο να έχουν χαλάσει τα μικρόφωνα κι εγώ να λέω ακαπέλα ένα μακεδονίτικο επιτραπέζιο, τον «Ντούλα». Κι από κάτω νεκρική σιγή, εκκλησία. Και μια που μιλάμε για εκκλησία, να σου πω και κάτι πολύ συγκινητικό. Κάναμε περιοδεία στη Νότια Αμερική και κάποια στιγμή πήγαμε σε λειτουργία στον Ορθόδοξο Ναό του Αγίου Νικολάου στο Μοντεβιδέο. Εκεί, κατ’ απαίτηση των ομογενών μας, ξανάγινα ψάλτης και θυμήθηκα το χωριό μου, τα νιάτα μου.
Η περιοδεία, όμως, που θα μου μείνει αλησμόνητη ήταν εκείνη του «Άξιον Εστί», με τον Μίκη Θεοδωράκη και τη Μαρία Φαραντούρη στην Αμερική το ‘95. Τότε ήταν στην επικαιρότητα το Σκοπιανό και στο Μόντρεαλ παίζαμε στο κλειστό του χόκει επί πάγου, μπροστά σε 20.000 κόσμο. Ήρθε τότε μια αντιπροσωπεία Σκοπιανών και λένε στον Θεοδωράκη «μην βγεις επάνω κι αρχίσεις τη συναυλία, θα σε σκοτώσουμε». Ο Μίκης χαμογέλασε ειρωνικά και τους απάντησε: «εγώ εδώ είμαι, ελάτε να με σκοτώσετε αν μπορείτε». Εγώ σκέφτηκα πόσο μεγάλος είναι ο Μίκης και πόσο πατριώτης».
- Εκτός από τις μεγάλες συνεργασίες, υπήρξαν και πολύ μεγάλα προσωπικά πρόζτεκτ όμως.
«Ναι. Με τον Νίκο Κούνδουρο είχα κάνει την πρώτη επετειακή συναυλία στο Λυκαβηττό. «20 χρόνια Μανώλης Μητσιάς». Είχαμε φέρει ακόμα και γκάιντες από τη Θράκη και τις «Μπούλες της Νάουσας». Μου έκανε εντύπωση η ευφυία του Κούνδουρου. Ήταν πολύ μεγάλος σκηνοθέτης, τολμηρός. Όπως και ο Βούλγαρης, ο Παντελής, που κάναμε μαζί την Κιβωτό, με σκηνικά του Αλέκου Φασιανού. Με σκηνικά του Αλέκου έκανα και τα 40 μου χρόνια στο Ηρώδειο. Θεέ μου, τώρα δεν έχει κανένας σκηνικά κι εμείς είχαμε προβολές του Βούλγαρη και σκηνικά του Φασιανού. Ήταν ονειρεμένες παραστάσεις. Νιώθω πολύ τυχερός που έκανα αυτά τα πράγματα.
Μετά ήρθε η συνεργασία με τον Γιάννη Βακαρέλη, Πιάνο-Φωνή στο Μέγαρο Μουσικής. Άλλη ανατρεπτική παράσταση αυτή, μέχρι και Metallica είπα. Κι αργότερα ήρθαν «Τα Απαγορευμένα Τραγούδια», μια επίσης, πολύ καλή παράσταση. Μια ολόκληρη μουσική παράσταση με τραγούδια μοναδικά. Κάναμε πολλές ανατρεπτικές και τολμηρές παραστάσεις αυτά τα χρόνια».
- Σήμερα, όμως, έχουμε ένα άλλο σκηνικό από αυτό που περιγράφουμε. Πολύ διαφορετικό, πολύ πιο θολό. Ξεχωρίζουν κάποιοι καλλιτέχνες της επόμενης γενιάς;
«Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας ήταν πολύ σημαντικός από τη νέα γενιά όπως και οι αδερφοί Κατσιμίχα. Αυτοί ήταν οι καλύτεροι νομίζω. Ο Ορφέας ο Περίδης επίσης γράφει ωραία τραγούδια. Υπάρχουν και σήμερα πολύ καλές φωνές, καλοί τραγουδιστές. Πιστεύω είναι θέμα ρεπερτορίου και τι επιδιώκει ο καθένας, δεν είναι μόνο θέμα φωνής. Είναι τι έχεις και τι θέλεις μέσα σου, ποια είναι τα γονίδιά σου, τι υπάρχει μέσα στην ψυχή σου. Ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις τραγουδούν χωρίς φωνή και τα λένε πιο καλά από όλους μας».
- Μπορούν να βγουν άλλος Θεοδωράκης κι άλλος Χατζιδάκις τώρα πια; Ή μήπως ήταν η εποχή και η συγκυρία;
«Σαφώς ήτανε και η συγκυρία. Η Ελλάδα βλέπεις, ερχότανε από έναν εμφύλιο και ανασυντασσότανε από τα ερείπια. Υπήρχε αυτή η επιθυμία, η όρεξη για ένα καλύτερο αύριο. Υπήρχαν ταλαντούχοι άνθρωποι. Βγήκανε σπουδαίοι ποιητές, ο Γκάτσος, ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Αναγνωστάκης. Όλοι βγήκανε εκείνη τη δεκαετία, λίγο μετά τον πόλεμο. Σπουδαίοι τραγουδιστές και μεγάλοι συνθέτες όπως ο Τσιτσάνης, ο Μάρκος και πολλοί άλλοι. Δεν είναι τυχαίο ότι βγήκανε εκείνη την περίοδο, ήτανε βλέπεις η ανάγκη τότε της δημιουργίας Ελληνικού κράτους. Αυτές οι ανάγκες δημιούργησαν αυτό τον πολιτισμό, που δεν μπορεί να ξεπεραστεί σήμερα. Γιατί σήμερα ο Έλληνας ζει πιο καλά από τότε, δεν έχει νιώσει τις ανάγκες που είχαν τότε. Τότε δεν είχαν να πιούν νερό, σήμερα έχουν άλλες ανέσεις. Θα καθυστερήσει, ίσως, λίγο αυτή η επανεμφάνιση τόσο σημαντικών ανθρώπων, θα βγουν όμως. Η ζωή συνεχίζεται».
Ο Μανώλης είναι ένας άνθρωπος απλός και ταπεινός. Συνέχεια χαμογελαστός και φιλικός, πάντα έτοιμος για κουβέντα και παρέα. Κι όταν αρχίζει να σου λέει ιστορίες από τα παλιά, μπορείς να κάθεσαι να τον ακούς με τις ώρες. Ώρες ατέλειωτες. Αρκεί ένα καφεδάκι και δυο καρέκλες. Ίσως αυτός ο χαρακτήρας του, αυτή η απλότητά του είναι που έκαναν τον Μητσιά ένα τόσο σπουδαίο ερμηνευτή. Έναν ερμηνευτή δίχως έπαρση, που έχει μάθει να υπηρετεί το κάθε τραγούδι και να δίνει φωνή, σάρκα και οστά στο όραμα του συνθέτη και του στιχουργού.
Κάπως έτσι βγήκε, λοιπόν, κι αυτή μας η συνέντευξή. Με δυο καρέκλες, ένα καφεδάκι κι ένα πλατύ χαμόγελο, στον λίγο ελεύθερο χρόνο ανάμεσα στις πρόβες για την επετειακή του συναυλία.
Τα πεντηκοστά μουσικά του γενέθλια στο Ελληνικό τραγούδι, αυτός ο μισός αιώνας από χρυσάφι, τον οποίο θα μας αφηγηθεί μελωδικά στη σκηνή του Ηρωδείου απόψε το βράδυ, Δευτέρα 30 Αυγούστου του 2021.
Μια μοναδική βραδιά που θα μείνει σίγουρα για πάντα χαραγμένη στη μνήμη όλων μας που αγαπήσαμε και αγαπάμε τον σπουδαίο αυτόν τραγουδιστή, τον ιδανικό ερμηνευτή των μεγάλων δημιουργών, τον δικό μας Μανώλη Μητσιά! Για το ταλέντο, τη δωρικότητα και πάνω από όλα την ανθρωπιά του.
Συνέντευξη: Γιάννης Μουστάκας
Κορονοϊός- Κρήτη: Σε ΜΕΘ 36χρονη έγκυος
Έρευνα ΚΑΠΑ Research: Εμβολιασμένοι Vs Ανεμβολίαστοι
Μελέτη: Ο καφές μειώνει τον κίνδυνο θανάτου από εγκεφαλικό και καρδιακές παθήσεις
Το Θεαγένειο εκπέμπει «SOS»: Τον... έναν χρόνο φτάνει η λίστα αναμονής για χειρουργεία - Ένας νοσηλευτής για 30 ασθενείς
Στον Εισαγγελέα η Ειρήνη Μουρτζούκου - Κρύβεται από τις κάμερες
Το δύσκολο σταυροδρόμι της κυβέρνησης, η σύλληψη Ρωμανού και η αλλαγή ατζέντας
Η Σοφία Βεργκάρα υποδεικνύει πως χορεύουν οι λατινοαμερικάνες για την περίοδο των Ευχαριστιών
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr