Θέατρο|13.07.2020 11:36

ΚΘΒΕ: Η «Γκόλφω» βγαίνει στην αυλή της Μονής Λαζαριστών

Μαρία Ριτζαλέου

Η Γκόλφω κι ο Τάσος, ένας έρωτας που…λοξοκοίταξε, αλλά άντεξε, το γνωστό έργο του Σπυρίδωνος Περεσιάδη, αποτελεί την δεύτερη μεγάλη καλοκαιρινή παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος-η πρώτη είναι οι «Όρνιθες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία, Γιάννη Ρήγα. Το «Έθνος της Κυριακής» παρακολούθησε την γενική δοκιμή και συνομίλησε με τους συντελεστές της παράστασης, λίγο πριν την πρεμιέρα, που θα γίνει την ερχόμενη Παρασκευή 17 Ιουλίου, στον αύλειο χώρο της Μονής Λαζαριστών, ενώ θα ακολουθήσει μια μεγάλη περιοδεία στη βόρεια Ελλάδα. 

Έργο βαθιά ανθρώπινο, η «Γκόλφω», που γράφτηκε το 1893, παραμένει πάντα επίκαιρη και διαχρονική. Πέντε ηθοποιοί ερμηνεύουν τους 12 ρόλους, αλλά και τον χορό από βοσκούς και βοσκοπούλες, σε σκηνοθεσία Χρήστου Παπαδημητρίου, ο οποίος κρατά και τον ρόλο του Τάσου. Ως Γκόλφω εμφανίζεται η Χρύσα Τουμανίδου, που έχει κάνει και τη φωνητική διδασκαλία, ενώ η Δάφνη Λαμπρόγιαννη, συμμετέχει με μια υποκριτική τριπλέτα ενσαρκώνοντας την μάνα της Γκόλφως, την αντίζηλό της Σταυρούλα, αλλά και τον αρχιτσέλιγκα Ζήση. Ο Δημήτρης Μορφακίδης είναι ο Κίτσος, ο Θανασούλας, ο αγωγιάτης και ο αεικίνητος Θάνος Φερετζέλης, γίνεται ο Δήμος, ο Γιάννος, ο Άγγλος περιηγητής, η Γιαννούλα και παράλληλα έχει την επιμέλεια της κίνησης.

«Σε εμάς το ομαδικό πνεύμα δεν είναι σχήμα λόγου. Δουλεύουμε με σύστημα και δέσαμε από την πρώτη ανάγνωση του έργου», μας λέει ο Χρήστος Παπαδημητρίου, ο οποίος έγραψε και τους στίχους των τραγουδιών, τους οποίους «έντυσε» με πρωτότυπες μουσικές συνθέσεις ο Άλκης Κανίδης από το συγκρότημα «Εκμέκ» και στην σκηνή συνυπάρχει ο μουσικός, Μανόλης Σταματιάδης. Οι συντελεστές ανυπομονούν να βρεθούν μπροστά στο κοινό. Πέρασαν δύσκολα το διάστημα της καραντίνας, στην αρχή μάλιστα δεν ήξεραν αν θα ανέβει η παράσταση, τώρα δεν γνωρίζουν ποια θα είναι η ανταπόκριση του κόσμου, μέσα στις νέες συνθήκες. «Δεν γίνεται θέατρο με αποστάσεις. Η αρχική αντίδραση της κυβέρνησης ήταν απαξιωτική για τους ανθρώπους του πολιτισμού, γι΄ αυτό και εισέπραξε την δυσαρέσκειά τους, την κατακραυγή τους θα έλεγα. Δεν υπήρξε πρόνοια για όσους παράγουν και προσφέρουν πολιτισμό. Βεβαίως αυτό που προέχει είναι η υγεία, θέλουμε όλοι να είμαστε καλά και όσοι βγούμε έξω πρέπει να προσέχουμε. Η καραντίνα μας επηρέασε οικονομικά, ψυχολογικά, άλλαξε τις σχέσεις των ανθρώπων, αντιληφθήκαμε ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο. Αλλά ο πολιτισμός πρέπει να μπει στις προτεραιότητες και να ανακάμψει», επισημαίνει η Δάφνη Λαμπρόγιαννη προσθέτοντας ότι επέλεξε το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος -είναι η τρίτη της συνεργασία με την δεύτερη κρατική σκηνή της χώρας- με κριτήριο «τους ανθρώπους που συνεργάζονται σε αυτή την παράσταση.

Ο σκηνοθέτης, Χρήστος Παπαδημητρίου

Οι συντελεστές ξεκίνησαν την προεργασία στις αρχές του χρόνου, αλλά μετά, ξαφνικά, όλα πάγωσαν. Επικοινωνούσαν μεταξύ τους και δεν ήξεραν αν το έργο θα ανέβει και κάτω από ποιες συνθήκες. Τα θέατρα θα είναι γεμάτα το καλοκαίρι κατά 75%, έτσι ορίζουν τα υγειονομικά πρωτόκολλα. «Θέλουμε να έρθει ο κόσμος, να δει την παράσταση. Θα λειτουργήσει λυτρωτικά για όλο αυτό που περάσαμε όλοι, το προηγούμενο διάστημα. Είμαι χαρούμενος που θα φύγουμε περιοδεία, νομίζω ότι η χαρά μας που παίζουμε σε αυτή την παράσταση, θα βγει στο κοινό», αναφέρει ο Δημήτρης Μορφακίδης. Ως ένα «σύγχρονο μπουλούκι», βλέπει την ομάδα ο σκηνοθέτης, Χρήστος Παπαδημητρίου. Άλλωστε την χρονιά που γράφτηκε η «Γκόλφω», αλλά και όλο τον 19ο αιώνα, τα θεατρικά μπουλούκια γνώρισαν μεγάλη άνθιση και αποτελούν πλέον μέρος της ιστορίας του θεάτρου.

Η πεντάπρακτη «Γκόλφω», γραμμένη στη δημοτική γλώσσα, έδωσε την πρώτη της παράσταση στις 10 Αυγούστου του 1894 από τον θίασο «Πρόοδος» του Δημήτρη Κοτοπούλη-πατέρα της Μαρίκας Κοτοπούλη. Στη Θεσσαλονίκη παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από τον Εθνικό Δραματικό Θίασο, τον Ιανουάριο του 1913, παρουσία και του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου, ενώ η μεταφορά της στο σινεμά, έναν χρόνο αργότερα, από τον Σμυρνιό σκηνοθέτη και παραγωγό, Κώστα Μπαχατώρη, της έδωσε τον τίτλο της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Η κινηματογραφική «Γκόλφω» του Ορέστη Λάσκου το 1955, με την Αντιγόνη Βαλάκου και τον Νίκο Κάζη,  έκανε μόδα τις «ταινίες φουστανέλας» και δεν είναι τυχαίο που απόσπασμά της ενσωματώθηκε στον «Θίασο» (1975) του Θόδωρου Αγγελόπουλου, καθώς παρουσιάστηκε από ένα θεατρικό μπουλούκι. 

«Ο ναΐφ, μυθικός κόσμος που αναβλύζει από το έργο σαν τα αρχαία νερά της Στυγός, γεμίζει την στέρνα της σκηνής και σαν δάκρυ ξεπαγιασμένο, κρυσταλλωμένο σταλάζει ένα κάποιο βάλσαμο σε όποιον το αποζητά. Δεν μπορώ να μην αναφερθώ στην ευγνωμοσύνη που νιώθω, παρά τις αντιξοότητες των ημερών, για το γεγονός ότι έχω και έχουμε ως θίασος τη δυνατότητα να κάνουμε αυτό το ταξίδι επιστροφής στην αθωότητα, σε μια μυθική «ευτοπία». Εύχομαι το ίδιο να συμβεί και στους θεατές και να κρατήσουν την παράσταση σαν μια γλυκόπικρη ανάμνηση μέσα στις καρδιές τους. Άλλωστε αυτό σημαίνει Γκόλφω: φυλαχτό στο μέρος της καρδιάς», λέει ο Χρ. Παπαδημητρίου, που έκανε και την δραματουργική επεξεργασία, προσθέτοντας πως «ως ένα σημείο σεβάστηκα το κείμενο, αλλά και λίγο του…άλλαξα τα φώτα».

Η παράσταση είναι ευχάριστη, αλλά και πικρή, όσο πρέπει για να μην αλλοιωθεί η φυσιογνωμία του κειμένου.  Η Χρύσα Τουμανίδου βρήκε πολλά «παραθυράκια», όπως λέει, για να ελιχθεί. Είναι εντυπωσιακή στη σκηνή και ειδικά στους μονολόγους, καθηλώνει με την ερμηνεία της. Η αγάπη είναι «δενδρί βαθύρριζο», μάσα στην καρδιά της, που όρκοι και γλυκόλογα το έτρεφαν για χρόνια. Μα όταν οι άνθρωποι μάθανε το μυστικό της, η ζήλια και η εκδίκηση βάλθηκαν να το πνίξουν. Το έργο διαδραματίζεται στον ορεινό όγκο του Χελμού, στα Καλάβρυτα.

Ερωτευμένοι από διετίας η Γκόλφω και ο Τάσος δίνουν όρκο αγάπης και ετοιμάζονται να παντρευτούν, όταν ο Τάσος δέχεται μια δελεαστική πρόταση από τον αρχιτσέλιγκα Ζήση να παντρευτεί την κόρη του, την Σταυρούλα. Ταυτόχρονα η Γκόλφω δέχεται πιέσεις από τον επίσης πλούσιο Κίτσο για να τον παντρευτεί, αλλά δεν υποκύπτει. Αντίθετα, ο Τάσος λυγίζει και προδομένη η Γκόλφω, πίνει δηλητήριο και αυτοκτονεί. Τελευταία στιγμή ο Τάσος αποφασίζει να γυρίσει κοντά της κι όταν την βλέπει να ψυχορραγεί βάζει τέλος στη ζωή του με το μαχαίρι του. Η «Γκόλφω» αποτελεί ένα από τα εμβληματικά έργα του νεοελληνικού θεάτρου και πρωτόλειο του εγχώριου μελοδραματισμού, γραμμένο από τον σχεδόν τυφλό Σπυρίδωνα Περεσιάδη, που έδωσε επίσης στο θέατρο τα έργα «Η Σκλάβα», «Ο χορός του Ζαλόγγου», «Εσμέ η Τουρκοπούλα», «Ο Μαγεμένος βοσκός». 

ΓκόλφωΚΘΒΕΜονή ΛαζαριστώνΧρήστος Παπαδημητρίου