Θέατρο|19.03.2023 07:30

Ανεμοδαρμένα ύψη: Ένα έργο αντιθέσεων

Κατερίνα Πεσταματζόγλου
Σετ φωτογραφιών, σύρετε προς τα αριστερά

Μετά τις παραστάσεις στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (πρώτη παράσταση το 2017), ο σκηνοθέτης Γιάννης Καλαβριανός φέρνει τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» στο αγαπημένο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά.

Το έργο

Το ένα και μοναδικό μυθιστόρημα της Έμιλι Μπροντέ εκδόθηκε το 1847 και πήρε αμφιλεγόμενες κριτικές - πώς να μην πάρει βέβαια, αφού οι ιδιαιτερότητές του δεν είναι και λίγες.

Το βιβλίο είναι ένα παράθυρο που βλέπει σε έναν κόσμο ιδιαίτερο, σκοτεινό. Αισθάνεσαι πως σε κάθε γωνιά της ομιχλώδους υπαίθρου όπου λαμβάνει χώρα το έργο, ελλοχεύουν κίνδυνοι και πλάσματα έτοιμα να ξεσκίσουν το μανδύα του δεδομένου και του σίγουρου. Στα Ανεμοδαρμένα Ύψη οι ανθρώπινες αξίες είναι προσωπικές, κάθε ήρωας έχει δικό του αξιακό σύστημα και κώδικα ηθικής.

Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι απουσιάζουν τα κοινωνικά θέματα – αυτά μάλλον είναι το χαλί πάνω στο οποίο «χορεύουν» οι ήρωες. Άλλοι επιδίδονται στον εξαντλητικό χορό σαν μαριονέτες σκουριασμένων αντιλήψεων ενώ άλλοι προσπαθούν να βρουν τα δικά τους, προσωπικά πατήματα πάνω σε ένα χάρτη που επιβάλλει συγκεκριμένες ρότες. Οι γυναίκες οφείλουν να υπακούν στη θέληση του άνδρα και η όποια «παραφωνία» θεωρείται ανάρμοστη συμπεριφορά, ενώ οι αδικίες του κληρονομικού δικαίου στοιχειώνουν τους ενδιαφερόμενους και τους κλείνουν τα αφτιά όποτε πάνε να αφεθούν ανέμελοι στο κελάηδισμα των πουλιών. Εδώ, η αναρρίχηση στην κοινωνική σκάλα και η απόκτηση εξουσίας πρέπει να αντανακλάται στα υλικά αγαθά. Η ξεγνοιασιά δεν έχει χώρο μέσα σ’ αυτήν την ανθρωποφάγο αρένα.

Το λογοτέχνημα της Έμιλι Μπροντέ παίζει με τις αντιθέσεις, με τους πόλους. Η ανθρώπινη λογική σε αντιδιαστολή με τα ζωώδη ένστικτα. Το φως της ζωής, της φύσης σε αντίθεση με το σκοτάδι του αρρωστημένου νου. Η αγάπη και το μίσος κρατούν τις άκρες μιας διελκυστίνδας που ποτέ δε βγάζει νικητή, ενώ η ζωή αντιπαραβάλλεται με το θάνατο και στο τέλος μοιάζουν σαν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: της ύπαρξης. Η ζωή δεν τελειώνει με τον σωματικό θάνατο και ο θάνατος μπορεί να «συμβεί» ακόμη και σε κάποιον που φαινομενικάζει.

(Βέβαια τέτοιου είδους οριακές καταστάσεις δεν είναι ίδιον της γραφής της Βρετανίδας Μπροντέ – είναι γνωστό πως και το αμερικανικό μυθιστόρημα της εποχής επιχειρείαυτή την περιδιάβαση ανάμεσα στις δυο «χώρες»: αυτή του φυσικού κι αυτή του αφύσικου, καταρρίπτονταςτα σύνορα ανάμεσά τους).

Δεν είναι εύκολο να ορίσεις επ’ ακριβώς ποια είναι η «καρδιά» του συγκεκριμένου μυθιστορήματος. Είναι η αντισυμβατική σχέση ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικών κοινωνικών τάξεων; Είναι η υπερβατικότητα ενός έρωτα που δεν παύει ούτε μετά θάνατον; Είναι η μάχη ανάμεσα στην ελευθερία της φύσης και στην αλλοτρίωση που επιφέρουν οι ανθρώπινες νόρμες;

Διασκευή

Ο Γιάννης Καλαβριανός που ανέλαβε τη διασκευή του μυθιστορήματος, αναμετρήθηκε επάξια με την περίπλοκη αφηγηματική δομή του. Απλούστευσε τα πράγματα (π.χ. αφαίρεσε τον ένοικο που υπάρχει ως δεύτερος αφηγητής στο βιβλίο) και αξιοποίησε έξυπνα τους δραματικούς θύλακες αποφεύγοντας τα εκτενή αφηγηματικά χωρία.

Σκηνογραφία

Αν δούμε το έργο υπό το πρίσμα μιας κατάστασης που βρίσκεται διαρκώς στο μεταίχμιο, τότε δεν γίνεται παρά να κάνουμε ιδιαίτερη μνεία στην έξοχη σκηνογραφία του Γιάννη Θαβώρη (συνεργάτης σκηνογράφος: Μαρία Καραθάνου). Τα σκηνικά φέρουν αέρα βικτωριανήςεποχής (όπως και τα κομψά κοστούμια των Αλεξάνδρα Μπουσουλέγκα, Ράνια Υφαντίδου)και δείχνουν συγχρόνως ρημαγμένα και αριστοκρατικά. Ο καναπές παραδείγματος χάριν, είναι ο μισός επενδεδυμένος με ύφασμα, ενώ ο άλλος μισός είναι απογυμνωμένος, σκέτος. Στην ένωση των δύο μερών, το ύφασμα είναι ελαφρώς σκισμένο. Σε παρόμοια λογική κινούνται και τα υπόλοιπα σκηνικά διαμορφώνοντας έτσι ένα μικροσύμπαν μέσα στο οποίο οι άνθρωποι ζουν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Συγχρόνως γίνεται διακριτή η διαφορετική αισθητικήτων δύο σπιτιών που πρωταγωνιστούν στο έργο: το ένα σπίτι είναι το ThrushcrossGrange και το άλλο τα Ανεμοδαρμένα Ύψη. Οι πολλαπλές δυνατότητες της σκηνής του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά αξιοποιήθηκαν συνετά, χωρίς ανώφελους σκηνικούς εντυπωσιασμούς. 

Ηθοποιοί

Εγείρονται ερωτήματα σχετικά με τη σύνθεση του θιάσου ο οποίος αποτελείται από αξιόλογους ηθοποιούς αλλά το δέσιμό τους είναι αμφίβολο. Ο ανάλγητος Χίθκλιφ του Γιώργου Γλάστρα και η δυναμική Κάθριν της Ιωάννας Κολλιοπούλου μπορεί να μην συγκίνησαν το κοινό με την απελπισία του ανέφικτου έρωτα, αλλά φώτισαν το δεύτερο επίπεδο του έργου που ερείδεται στα στοιχεία ρομαντισμού που ενυπάρχουν στο κείμενο. Αναφέρομαι στην κατίσχυση του ατομικού αγώνα και στην προσπάθεια αποτίναξης κάθε επιβεβλημένου ζυγού (είτε από την κοινωνία είτε από την οικογένεια). Τόσο η Κάθριν όσο και ο Χίθκλιφ προσπαθούν μέσω της οργανικής σχέσης που έχουν με τη φύση να αυτοπροσδιοριστούν.

Η Αγγελική Λεμονή υποδύεται με αμεσότητα κι ευαισθησία τη Νέλυ, την ομοδιηγητική αφηγήτρια που ξεδιπλώνει την ιστορία, ενώ ο Δημήτρης Πασσάς πλάθει πετυχημένα έναν καθώς πρέπει και ακριβή Έντγκαρ. Πολύ καλός ο φιλάσθενος Λίντον του Γιώργου Μπένου, τεχνική μα αισθαντική η Λυγερή Μητροπούλου ως Κάθυ, άμεσος ο Γιώργος Μπινιάρης ως κουρασμένος Ιωσήφ. Η σύντομη παρουσία της Φράνσις(την υποδύεται η Μαρία Κωνσταντά) δεν πρόλαβε να αφήσει το στίγμα της, ενώ η Ισαβέλλα της πληθωρικής Χριστίνας Μαξούρη δεν συμπλέει με το πνεύμα της εποχής. Ο Άγγελος Μπούρας δίνει μία απ’ τις πιο καλές του ερμηνείες στο ρόλο του Χίντλεϋκι ο Γιώργος Μακρήςδείχνει να αφουγκράζεται τους μαιάνδρους της πορείας του Έρτον.Οι ηθοποιοί προσέγγισαν τους ρόλους από διαφορετικούς υποκριτικούς δρόμους και το αποτέλεσμα είναι ένας ικανός μα ανομοιογενής θίασος.

Σκηνοθεσία

Η εμπεριστατωμένη μελέτη του έργου είναι εμφανής και η σκηνοθεσία του Γιάννη Καλαβριανού (βοηθός του η Αλεξία Μπεζίκη)μεταφέρει πιστά το κλίμα του μυθιστορήματος. Ωστόσο, ο παλμός που εκπέμπεται από σκηνής δεν φτάνει να συγκινήσει τον θεατή, αλλά σίγουρα τον βάζει να σκεφτεί. Από μόνο του το έργο είναι βαρύ και η έλλειψη συγκίνησης δεν βοηθά στο να γίνει λίγο πιο εύπεπτη η παράσταση, η οποία αναμφίβολα έχει καλές στιγμές και εξαιρετικά καλαίσθητες εικόνες. Το «μωσαϊκό» συμπληρώνουν οι πάντα εμπνευσμένες μουσικές συνθέσεις του Άγγελου Τριανταφύλλου και οι «φινετσάτοι» φωτισμοί της ΕβίναςΒασιλακοπούλου

ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

θέατροκριτικήειδήσεις τώρα