Θέατρο|27.08.2023 10:00

Τρωάδες: Στην τροχιά της Εκάβης

Κατερίνα Πεσταματζόγλου
Σετ φωτογραφιών, σύρετε προς τα αριστερά

Η παράσταση των Τρωάδων από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος ορίζει τις δυναμικές του πάνω σε δύο βασικούς πυλώνες: την ερμηνεία της Ρούλας Πατεράκη και το «μπούγιο» που δημιουργεί ο πολυμελής χορός (περί τα 20 άτομα). Αυτή είναι η τέταρτη φορά που ο σκηνοθέτης Χρήστος Σουγάρης καταπιάνεται με το αρχαίο δράμα και χτίζει ένα οικοδόμημα στέρεο και συμπαγές από το οποίο όμως δεν λείπουν τα τρωτά σημεία.

Στην παράσταση της Επιδαύρου, είδαμε την τρωική καταστροφή με επίκεντρο την ερμηνεία της Ρ. Πατεράκη: απόλυτα συνεπαρμένη από την μαγεία της στιγμής, βυθισμένη στον δύσκολο ρόλο της μάνας Εκάβης, χωρίς να σείονται στο ελάχιστο τα τεχνικά της ερείσματα. Η έκπτωτη βασίλισσα θρηνεί για την μοίρα της, αγωνιά για τα επερχόμενα δεινά και η μόνη ένδειξη μεγαλοπρέπειας που της απέμεινε είναι τα λίγα χρυσά κοσμήματα καρφιτσωμένα πάνω στην απλή της καπαρντίνα.

Η Εκάβη αν και καταβαραθρωμένη, δεν απεμπολεί τα χαρακτηριστικά του βασιλικού της ρόλου και με όσα ψήγματα αλαζονείας μπορεί ακόμη να «διεκδικήσει», σπεύδει να ενημερωθεί πρώτα εκείνη για τον Γολγοθά που την περιμένει κι έπειτα οι υπόλοιπες τρωαδίτισσες. Υποσημείωση: δεδομένου ότι η Ρ. Πατεράκη έχει παρελθόν με το συγκεκριμένο έργο (θυμίζω την διασκευή της «Τρωάδες σήμερα» που σκηνοθέτησε το 2016 στο θέατρο της οδού Κεφαλληνίας) θα είχε ενδιαφέρον να εξετάσουμε συνδυαστικά την απόδοσή της στην τωρινή Εκάβη έχοντας κατά νου τις σκηνοθετικές γραμμές που έδωσε στην τότε, «Εκάβη», Μπ. Αρβανίτη.

Επόμενος αξιόλογος σταθμός στη διαδρομή των ερμηνειών, η απέριττη, ευαίσθητη και εσωτερική ανάγνωση της Ανδρομάχης από την Μαρίζα Τσάρη, που φαίνεται πως θα μας απασχολήσει πολύ στο μέλλον με πρωταγωνιστικούς ρόλους σε αρχαία τραγωδία. Σε αντίθετη τροχιά κινείται η Κασσάνδρα της Μαρίας Διακοπαναγιώτου που δείχνει την τρωαδίτισσα πριγκίπισσα να τσαλαπατά την αιδώ και την συστολή της παρθενίας της και να μεταφέρεται μονόπλευρα ως άγαρμπη και επιθετική μαινάδα. Ο Ταλθύβιος του Δημήτρη Πιατά πατά πάνω στο διεκπεραιωτικό και ψυχρά εκτελεστικό καθήκον του αγγελιαφόρου και η μόνη στιγμή που φαίνεται πιο ανθρώπινος, είναι η ανακοίνωση του επικείμενου θανάτου του μικρού Αστυάνακτα. Ο ρόλος της Ελένης έχει διπλή διανομή: ενσαρκώνεται από την Κλειώ Δανάη Οθωναίου σε κάποιες παραστάσεις και σε κάποιες άλλες από την Λουκία Βασιλείου. Στο ανέβασμα που παρακολούθησα, την Ελένη υποδύθηκε η Λουκία Βασιλείου η οποία εξέπεμπε την σαγήνη της αμφιλεγόμενης σπαρτιάτισσας βασίλισσας μόνο χάρη στο εκθαμβωτικό της κοστούμι (από τα πιο εντυπωσιακά θεατρικά ενδύματα του φετινού καλοκαιριού – κοστούμια Ελένη Μανωλοπούλου), με αποτέλεσμα ο Μενέλαος του Αλέξανδρου Μπουρδούμη να φαίνεται πως μαγεύεται από ένα πουκάμισο απαστράπτον μεν, αδειανό δε. Ο Ποσειδώνας (Αντώνης Καφετζόπουλος) έτσι όπως παρουσιάζεται δεν μοιάζει με θεό που νίκησε σε μια μακρόχρονη πολεμική σύρραξη, αλλά με κουρασμένο πένητα που εξιστορεί ήρεμος κάποιες συμφορές πίνοντας τη σουπίτσα του.

Ως προς το κείμενο, η λαγαρή μετάφραση του Θεόδωρου Στεφανόπουλου είναι γεμάτη ρυθμό, ζωντάνια και αμεσότητα χωρίς να θυσιάζει τον λυρισμό του ευριπίδειου λόγου. Αναδεικνύει τα σπαρακτικά του σημεία και πλάθει ένα έργο συγκινητικό και ανεπιτήδευτο. Να προσθέσω ότι οι υπέρτιτλοι στην Επίδαυρο ήταν σε πολυτονικό σύστημα - μια αισθητική (πλέον) επιλογή την οποία για πολλούς λόγους εκτιμώ και επικροτώ.

Έχοντας δύο πολύ δυνατά χαρτιά στα χέρια του - την Εκάβη της Πατεράκη και την μετάφραση - ο Χρήστος Σουγάρης στήνει ένα παιχνίδι μεστό, αγωνιώδες, παλλόμενο, με ωραίο ρυθμό – ειρήσθω εν παρόδω, η μουσική του Στέφανου Κορκολή με εξαίρεση κάποιες στιγμές που συνεπικουρούν στο χτίσιμο της συναισθηματικής έντασης, σίγουρα θα μπορούσε να είχε αφήσει το αποτύπωμά της περισσότερο.

Δύσκολη η διαχείριση μιας εικοσαμελούς ομάδας, και ο σκηνοθέτης δεν φτάνει στο έπακρο των δυνατοτήτων του, αφήνοντας πολλές φορές τον Χορό να κινείται ασυντόνιστα και να υπονομεύει την δυναμική του. Σαφώς υπάρχουν πολύ καλές στιγμές, αλλά και ορισμένες που δείχνουν λιγότερο δουλεμένες. Εκεί γίνεται μια επένδυση στον «θεαματικό» αριθμό του Χορού και στην εμπειρία των ικανών μελών του, αλλά το αποτέλεσμα που φαίνεται από το κοίλον, είναι ένα αναξιοποίητο σύνολο γνωστών, ταλαντούχων ηθοποιών (π.χ. Μπέττυ Νικολέση, Μελίνα Αποστολίδου κ.ά.). Επίσης, αν δεν μεσολαβούν πρακτικοί λόγοι, τότε γιατί η διπλή διανομή στον ρόλο της Ελένης ανάμεσα στις Κλειώ Δανάη Οθωναίου και Λουκία Βασιλείου; Η πρώτη με το δωρικό, εντυπωσιακό παρουσιαστικό της, αφήνει έναν ρόλο που της ταιριάζει γάντι για να μείνει ανένταχτη μέσα σε ένα πλήθος που εμφανώς δεν ανήκει και η δεύτερη επωμίζεται έναν ρόλο που δεν μας μεταφέρει σφαιρικά.

Έξοχη η εναρκτήρια σκηνή, σχεδόν μυσταγωγική, με την θεά Αθηνά να μοιράζεται σε πολλά μέλη του Χορού που έχουν το πρόσωπό τους καλυμμένο και «διαχέονται» στον χώρο αέρινα, ιεροτελεστικά.

Τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου δεν συγκαταλέγονται στα ατού της παράστασης. Συνολικά στη σκευή του Χορού βλέπουμε ένα office look με ανατολίτικες πινελιές που ναι μεν μας βάζει στο κλίμα της εκτοπισμένης ανατολίτισσας που κάποτε είχε μια συγκροτημένη, οργανωμένη ζωή, παρά όμως την κάπως μπαρόκ τους διάθεση στερούνται θεατρικότητας. Εξαίρεση, η εξαιρετική όψη της Ελένης που ανέφερα παραπάνω.

Καλαίσθητος ο σκηνικός χώρος (σκηνογραφία Ελένη Μανωλοπούλου) αλλά τετριμμένη πια η ιδέα των τόσων βαλιτσών ολούθε. Έχουμε δει τόσες βαλίτσες επί σκηνής που η μόνη πρωτοτυπία πλέον, θα ήταν να τις παίρνουν μαζί τους οι θεατές φεύγοντας. Ωστόσο ο τηλεφωνικός θάλαμος που υπάρχει στο δεξί μέρος του σκηνικού, δίνει μια ίντριγκα και χρησιμοποιείται στις πολύ εσωτερικές στιγμές των ηρώων. Επίσης φέρει τον αέρα του δρόμου, του βρόμικου πεζοδρομίου πάνω στο οποίο αναγκάζονται να

περπατήσουν οι τρωαδίτισσες ως άλλες «απόκληρες μιας κακούργας ξενιτιάς» στην οποία μάλιστα δεν θα έχουν εύκολη επικοινωνία με τους οικείους τους – εξού και ο τηλεφωνικός θάλαμος.

Το χτύπημα του τηλεφώνου στο τέλος της παράστασης καθώς φεύγουν οι γυναίκες, είναι άλλη μια πολυφορεμένη «ανατροπή» - κι ας ταιριάζει το κουδούνισμα για λόγους ηχητικής ισορροπίας. Γιατί να χτυπήσει το τηλέφωνο; Ποιος να είναι; Για να θεωρηθεί ανατροπή πρέπει να ειπωθεί κάτι καλό στο τηλεφώνημα. Μα τι καλό μπορεί να γίνει μετά από αυτήν την ανείπωτη καταστροφή; Άρα το τηλέφωνο χτυπά για κακό. Με τα άσχημα όμως γκώσαμε και σίγουρα δεν αποτελούν ανατροπή.

Παρά τις όποιες αδυναμίες, η παράσταση του Χρ. Σουγάρη είναι βαθιά συγκινητική και σε πολλά σημεία τολμώ να πω συναρπαστική (πχ. η στιγμή που ανεβαίνει προς το κοινό η Εκάβη κρατώντας τον Αστυάνακτα και από πίσω της ο Χορός σχηματίζει ένα «πέπλο»). Το ΚΘΒΕ απαντά στις πολυσυζητημένες και αμφισβητήσιμες φετινές παραγωγές με σεμνότητα και σεβασμό, δείχνοντας πως αυτό που λείπει από την θεατρική σκηνή δεν είναι οι κενόδοξες πρωτοπορίες που προκαλούν δια της όψης ή δια του λόγου, αλλά η αληθινή, η συναισθηματική και πνευματική, η -πλέον δυσεπίτευκτη- μέθεξη.

ΕπίδαυροςΤρωάδεςειδήσεις τώρα