Θέατρο|09.12.2023 08:20

Άγαμοι Θύται «Best Ωχ!» - Η αφήγηση της ιστορίας μιας «γηραιάς κυρίας» και μιας ολόφρεσκης και άκρως επίκαιρης κωμικής ομάδας

Newsroom

Προσπαθώντας να βρω έναν τίτλο για αυτό το κείμενο, με αναφορά στην υπέροχη μουσικοθεατρική παράσταση που είχα την τύχη να απολαύσω το περασμένο Σάββατο στην ΑΝΟΔΟ, κατανόησα επιτέλους το αδιέξοδο του εγχειρήματος. Όσο κι αν κατεύναζα τον ενθουσιασμό μου, ακόμη και υπό ασφυκτικό λεκτικό αυτοέλεγχο, δεν θα απέφευγα τα υπερθετικά επίθετα.

Αποφάσισα, λοιπόν, να παραφράσω την ευφυέστατη και νοσταλγική αναφορά που έκαναν οι ίδιοι οι Άγαμοι στην καλλιτεχνική τους πορεία. Άλλωστε κι αυτή πατούσε εμφανώς στα διαβόητα «Αποσπάσματα από Έρωτες» του Γιώργου Ζαμπέτα που στη συνέχεια του προγράμματος τιμήθηκε δεόντως.

Εδώ, παραφράζοντας επίσης και μία γνωστή διαφήμιση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι όταν οι Άγαμοι έρχονται, η νύχτα εκπολιτίζεται. Η απόλυτη αλήθεια, αφού εν προκειμένω η συγκεκριμένη ομάδα δεν είναι τίποτα άλλο παρά η μετεμψύχωση του ίδιου του Αριστοφάνη. Ένας διακτηνισμός του λόγου του μεγάλου μας σατυρικού ποιητή στον χωροχρόνο, από την αρχαιότητα στο ηλεκτρικό μέλλον.

Με δύο διαφορές. Πρώτον, τα ονόματα των «αξιοπαθούντων» εξ’ αιτίας των εικοσιπέντε αιώνων απόσταση στην επικαιρότητα. Τότε στο στόχαστρο έμπαινε ο Κλέων, ο Σωκράτης, ο Ευρυπίδης. Τώρα ο Μητσοτάκης, ο Ανδρουλάκης, ο Κασσελάκης. Δεύτερον, ο περιορισμός της βωμολοχίας και η απίστευτη ισορροπία τρόμου της κωμωδίας των Αγάμων με τους περιοριστικούς κανόνες και τον στενό κορσέ του political correct.

Μια άλλη οπτική φυσικά, θα προσέγγιζε ένα σκηνικό ήρωα της λαϊκής μας παράδοσης, τον περίφημο Καραγκιόζη. Ειδικά η φιγούρα, ο ανατρεπτικός-ανάποδος λόγος και το σκωπτικό δραματουργικό ύφος της «Γιαγιάς», θυμίζει έντονα τον γνωστό μας Καμπούρη, ξυπνώντας με αυτή την δραματουργική μετενσάρκωση, έντονες βιωματικές εμπειρίες των παιδικών μας χρόνων που χαράχτηκαν στη μνήμη μας ανεξίτηλα.

Άλλωστε αυτό είναι η παράσταση «Best Ωχ!». Ένα ταξίδι στα αθώα μας χρόνια, με ενδιάμεσους σταθμούς στο καλλιτεχνικό σύμπαν του Ιεροκλή Μιχαηλίδη που σκηνοθετεί, οργανώνει, συμμετέχει στην συγγραφή των κειμένων, ερμηνεύει και γενικότερα αποτελεί το μυαλό και την ψυχή αυτής της παρέας. Εξ άλλου, υπήρξε ο πρώτος των πρώτων Αγάμων, εμπνευστής και «Νονός» του ονόματός τους κι όσο κι αν ο ίδιος διατείνεται σε κάποιες συνεντεύξεις του πως «τα λογοπαίγνια δεν είναι πάντα αστεία», το «Άγαμοι Θύται» διαχρονικά «απεδείχθη κατάλληλο» και το «Best Ωχ» απόλυτα εναρμονισμένο με το συγκεκριμένο ύφος.

Δεν είχα την τύχη να τον γνωρίσω από κοντά, αλλά παρακολουθώντας τον χρόνια τώρα, έχω πεισθεί πως είναι από τους πλέον γνώστες και συγκροτημένους θεατρανθρώπους της γεννιάς του. Είναι ειλικρινά κρίμα που αυτός ο ξεχωριστός καλλιτέχνης δεν σκηνοθετεί στο θέατρο. Είμαι σίγουρος πως θα μας χάριζε μοναδικές στιγμές, αναγόμενος κυρίως σε βασικό μοχλό ουσιαστικής ανάγνωσης και ανανέωσης της Επιδαύρειας Αριστοφανικής σύγχρονης ερμηνείας.

Στο «Best Ωχ» λοιπόν, ο Ιεροκλής γίνεται ένας σκηνοθέτης-σχοινοβάτης, σπάζοντας πολλά κλισέ της κωμωδίας, της επιθεώρησης και γενικότερα της μουσικοθεατρικής διασκέδασης. Εισάγει στο είδος μια πρωτόγνωρη για τα δεδομένα υψηλή αισθητική και ποιότητα, χρησιμοποιώντας έναν λόγο ταυτόχρονα παράτολμο όσο και διακριτικό, υπαινικτικό και έμμεσα ειρωνικό, με λεπτό, πλάγιο θα έλεγε κάποιος χιούμορ.

Έτσι, ο φαινομενικά ήπιος σαρκασμός, ανάγεται σε βιτριολική σάτυρα, αποφεύγοντας ταυτόχρονα τον λίβελο. Με έντονο το Διονυσιακό στοιχείο, με πυλώνα τη επικαιρότητα και εμφανή δάνεια από την Commedia dell’arte, το καμπαρέ , την κλασική Εληνική επιθεώρηση, τον βουβό κινηματογράφο, το stand-up comedy, οι Άγαμοι με αφορμή τα καλλιτεχνικά τους γενέθλια παρουσιάζουν μια ξεκαρδιστική παράσταση.

Με εξόχως κωμικά, σατυρικά, ακόμη και αυτοσαρκαστικά κείμενα, με παντομίμα και ιδιαίτερες υποκριτικές ερμηνείες, εμπνευσμένες χορογραφίες και εκπληκτικές μουσικές και τραγούδια που ισορροπούν ανάμεσα σε λαϊκά, δημοτικά και βαλκανικά ηχοχρώματα, ενώ συνδιαλέγονται επιλεκτικά με δυτικά ακούσματα όπως το rock n roll και το swing.

Σ’ αυτή την ιστορική διαδρομή είναι συνεπιβάτες όλοι σχεδόν οι «κατά καιρούς Άγαμοι», όλοι οι σπουδαίοι αυτοί καλλιτέχνες, ηθοποιοί και τραγουδιστές που συνεργάστηκαν με την ομάδα, σ’ ένα πρόγραμμα ανθολόγιο των καλύτερων στιγμών τους, που άλλοτε προκαλεί μια τρυφερή νοσταλγία κι άλλοτε με τα νέα πλέον κείμενα, μας παρασύρει σε μία ρηξικέλευθη, λοξή και εύθυμη ματιά στην αμεσότητα της επικαιρότητας.

Στην παράσταση που είδα, συμμετείχαν ως guest οι Άκης Σακελλαρίου, Θοδωρής Αθερίδης και Γιώτα Νέγκα. Ο Σακελλαρίου, στον βουβό ρόλο του μεθυσμένου σερβιτόρου, έδωσε ένα μάθημα υψηλής τεχνικής σωματικού θεάτρου και μιμικής και κυριολεκτικά θα έκλεβε την παράσταση αν δεν παρασυρόταν σε μία μικρή «οπτικοακουστική» υπερβολή στο φινάλε. Ο Αθερίδης, αποδεικνύοντας την σκηνική του αρτιότητα  και ωριμότητα, ξεσκόνισε με την ερμηνεία του ένα κείμενο 30 ετών, εξοικειώνοντας τον σημερινό Αθηναίο θεατή με βορειοελλαδικά βιώματα του 1990, προσφέροντας τα εργαλεία ανάγνωσης της παρελθούσης εικόνας του Γιουγκοσλάβου Γιόσα σε ένα 80s κάμπινγκ του Πλαταμώνα. Η Γιώτα Νέγκα, πέρα από μεγάλη τραγουδίστρια, μας φανέρωσε και την υποκριτική της ψυχή στις εξαιρετικές Καρυάτιδες. Πάντα με την αρχοντιά και το δωρικό στιλ που την χαρακτηρίζουν. Το τόλμησε και δικαιώθηκε απόλυτα. Μπράβο!

Από εκεί και πέρα, οι νέες μεταγραφές. Μια εξαιρετική 7μελής ορχήστρα (με τα απαραίτητα χάλκινα πνευστά), τέσσερα αεικίνητα, φρέσκα και δυναμικά κορίτσια στο χορό, τρεις πολύ όμορφες γυναικείες φωνές στο τραγούδι, η Αντριάνα Αχιτζάνοβα, η Ηλιάνα Γαϊτάνη και η Κατερίνα Πλεξίδα κι από κοντά ο Ορφέας Τσαρέκας και ένα σπάνιο «πολυεργαλείο», ο Περικλής Σιούντας.

Και τέλος, ο Γεράσιμος. Ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης. Αυτό ο εκπληκτικός, ο μέγιστος ηθοποιός να δίνει κυριολεκτικά ένα ρεσιτάλ ερμηνείας με τον «Ποιητή» του, δημιουργώντας μια διαδραστική δυναμική κι αλληλεπίδραση με το κοινό κι αμέσως μετά, μέσα από τη μετάλλαξη του ερμηνευτικού του στυλ στους «Καπνιστές», να απελευθερώνει την κριτική μας φαντασία ως προς το μέγεθος των υποκριτικών του ορίων, σε άπαντα τα θεατρικά είδη ανεξαιρέτως.

Στην εκδοχή που είδα, δεν συμμετείχε πλέον ο Γιάννης Νιάρρος. Άκουσα διαφορετικές απόψεις αλλά το σίγουρο είναι ότι ενθουσίασε ειδικά το νεανικό κοινό. Άπαντες όμως συμφωνούσαν για το εκρηκτικό ταπεραμέντο του και σε κάθε περίπτωση, η «βίαιη» εισδοχή ενός «κόντρα ρόλου» σε μια τριαντάχρονη δεμένη ομάδα, χρήζει συγχαρητηρίων, κυρίως για την τόλμη του εγχειρήματος και την καλλιτεχνική διορατικότητα και των δύο πλευρών.

Φθάνοντας στους «Αρχαίους των Αγάμων», θα ξεκινήσω από αυτήν την απίστευτη περσόνα που λέγεται Χρήστος Μητρέτζης. Παραμένει ένας κορυφαίος σολίστας του μπουζουκιού, αλλά και τραγουδιστής με ιδιαίτερες ευκολίες, που μεταπηδά εντυπωσιακά από το ρεμπέτικο στον Ζαμπέτα κι από εκεί στα μπλουζ του Αμερικάνικου νότου και στον Λέοναρντ Κοέν.

Ο Ταξιάρχης Χάνος πάλι, διαχρονικός και αξεπέραστος στον «Αγρότη» του, συνεχίζει να μας συνεπαίρνει με τις υψηλού επιπέδου υποκριτικές αλλά και ταυτόχρονα τραγουδιστικές του ικανότητες. Από τις ακαπέλα ερμηνείες στα παραδοσιακά ακούσματα έως και τον απολαυστικό «Γιαουρτά» του, ο Χάνος καταγράφει για άλλη μία φορά ότι αποτελεί τον πλήρη σκηνικό καλλιτέχνη.

Και τέλος, οι δύο «Άγαμοι Διόσκουροι». Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης και ο Δημήτρης Σταρόβας.

Ο πρώτος, στην καλύτερη ίσως «Γιαγιά» όλων των εποχών και σε έναν στιβαρό  και πλήρη «Νονό» να μας χαρίζει απλόχερα χαρά και γέλιο και στην συνέχεια να μας συγκινεί με το «Γράμμα του Βορειοηπειρώτη». Πόσοι Έλληνες ηθοποιοί άραγε μπορούν μέσα από την ίδια παράσταση να συμπαρασύρουν το κοινό τους σε ένα συνεχές συναισθηματικό εκκρεμές από το γέλιο στο δάκρυ και πάλι στο γέλιο;

Όσο για τον αγαπημένο μου Σταρόβα, την προσωπική μου αδυναμία όσον αφορά στους «Άγαμους», οφείλω να ομολογήσω ένα λάθος μου. Όχι, δεν είναι ένα «παρεξηγημένο ταλέντο» όπως παλιότερα υποστήριζα σε παρέες. Ίσως κάποιες φορές, μέσω άτυχων επιλογών, να υπήρξε ένα «σπαταλημένο ταλέντο». Όταν όμως επιστρέφει στους Άγαμους, στην μήτρα που τον γέννησε ως ηθοποιό, κάτι μαγικό συμβαίνει και ξαναγίνεται ο ένας και μοναδικός. Δεν ξέρω αν παίζει ρόλο η καθοδήγηση του Ιεροκλή που άλλωστε ο ίδιος ομολογεί στο τραγούδι του πως τον «μύησε στο θέατρο». Σε κάθε περίπτωση πάντως, αυτή η τόσο ειδική και ιδιαίτερη σχέση μεταξύ τους, αφήνει ένα εξαιρετικό, ένα κορυφαίο σκηνικό αποτύπωμα που σαφώς ευνοεί και τους δύο.

Εν κατακλείδι, το συμπέρασμα είναι το εξής:

Υπό τις «πεφωτισμένες οδηγίες» του Ιεροκλή Μιχαηλίδη, οι «Άγαμοι Θύται», αυτοί οι παραβάτες των κωμικών νόμων, αυτοί που περιφρονούν και σαμποτάρουν 33 χρόνια τώρα κάθε ξεπερασμένο θεατρικό κώδικα, αψηφώντας τα κλισέ της κάλπικης ψυχαγωγίας, έρχονται ξανά να μας ξεσηκώσουν με όπλο το μοναδικό κωμικό ιδίωμα που διαθέτουν.

Εμπρηστές της νωχέλειας και του εφησυχασμού, προσφέροντας με ζωντάνια, αμεσότητα και ανιδιοτέλεια το αντίδοτο στο στημένο, το φθηνό και το ευκαιριακό, τοποθετούν τον πήχη της καλλιτεχνικής επιτυχίας πολύ ψηλά τον φετινό χειμώνα, καταγράφοντας δύο παραδοχές:

Πρώτον, θα αφήσουν και φέτος το στίγμα τους στην Αθηναϊκή νύχτα και θα μας ξεβολέψουν από τους καναπέδες μας, όντας η επιτομή της αληθινής τέχνης, σημείο τομής της υψηλής αισθητικής και της μαζικής διασκέδασης.

Δεύτερον, «αυτό Γιαγιά ξαναπές το», όποιος χάσει αυτή την παράσταση, χάνει!

παράστασηειδήσεις τώραθεατρική παράσταση