Θέατρο|12.08.2024 07:30

ΒΑΚΧΕΣ από το Εθνικό Θέατρο: Χρωματίζοντας την κενότητα

Κατερίνα Πεσταματζόγλου

Φτάνω στην Επίδαυρο αδημονώντας να δω την ορχήστρα του θεάτρου να πλέει μέσα στην χρωματική πανσπερμία που είχε υποσχεθεί το φωτογραφικό υλικό της παράστασης. Ηθοποιοί να λούζονται με άφθονη μπογιά και κάπως έτσι δημιουργείται ευθύς εξαρχής μια γοητευτική προσδοκία.

Προτού αρχίσει η παράσταση κι ενόσω ακόμη οι θεατές ψάχνουν τις θέσεις τους στο κοίλον, ο Διόνυσος (Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης) περιφέρεται στην σκηνή επιδιώκοντας μια πρώτη αλληλεπίδραση με το κοινό. Δυστυχώς οι αμήχανοι αυτοσχεδιασμοί και τα εκβιαστικά αστεία δεν καταφέρνουν να κερδίσουν ειλικρινή και καθολική αποδοχή από το κοινό. Η ίδια προσπάθεια αλίευσης του γέλιου συνεχίζεται και κατά την διάρκεια της παράστασης. Δυστυχώς ο σκηνοθέτης Θάνος Παπακωνσταντίνου (βοηθοί του οι Φάνης Σακελλαρίου και Παντελής Μπακατσέλος) δεν έφτιαξε ένα γερό πλέγμα για τους ηθοποιούς του και οι περισσότερες προσπάθειες αστεϊσμού φτάνουν το πολύ μέχρι τις πρώτες σειρές του κοινού.

Η όψη του χορού αρχικά με χαροποίησε καθώς ο χρωματισμένος άργιλος που μοιάζει με χώμα πάνω στα σώματα των γυμνόστηθων γυναικών, παραπέμπει στις χθόνιες θεότητες. Ωστόσο στην παράσταση δεν επιχειρήθηκε κάποια σοβαρή εμβάθυνση πάνω στην προθρησκεία των Ελλήνων – στοιχεία της οποίας ενυπάρχουν στις Βάκχες σε αφθονία. Για παράδειγμα, στην εξιστόρηση της τιμωρίας του Πενθέα η πάλη που διαφαίνεται ανάμεσα στο «τοτέμ» λιοντάρι και στο «τοτέμ» ταύρος, ξεγλιστρά ανεκμετάλλευτη.

Τα μέλη του χορού όσο καλά κι αν εκτελούν τις οδηγίες, δεν καταφέρνουν να αλληλεπιδράσουν ουσιαστικά μεταξύ τους (χορός οι: Μαργαρίτα Αλεξιάδη, Στελλίνα Βογιατζή, ΧρυσιάνναΚαραμέρη, Ελένη Κουτσιούμπα, Μαρία Κωνσταντά, Κλεοπάτρα Μάρκου, Ελένη Μολέσκη, Ειρήνη Μπούνταλη, ΤζωρτζίναΠαλαιοθόδωρου, Ιοκάστη-Αγαύη Παπανικολάου, Θάλεια Σταματέλου, Δανάη Τίκου). Συχνά οι χορογραφίες της ΝάντηςΓώγουλου– με εξαίρεση κάποιες εξαιρετικές στιγμές–θυμίζουν παιδικό παιχνίδι και απέχουν παρασάγγας από τον μυστικιστικό χαρακτήρα που θα έπρεπε να έχουν. Η ψευδαίσθηση της θρησκευτικής πομπής δεν υπονομεύεται μόνο από τις ναΐφ χορογραφίες, αλλά και από τους άκρως ενοχλητικούς επιτονισμούς, την άσκοπη επανάληψη στίχων και τα μακρόσυρτα τραβήγματα στις καταλήξειςτων λέξεων που από ένα σημείο και μετά καταντούν αστεία.

Ο μαιναδισμός απαλείφει κάθε ηθικό φραγμό και εξωθεί τις ακολούθους του Διονύσου σε οργιαστικές πράξεις, ωμοφαγία κτλ. Στην παράσταση αυτό μεταφέρθηκε με τον εξής τρόπο: οι βάκχες εν μέσω έκστασης τίναζαν όλες μαζί ένα μεγάλο σεντόνι ή διέλυαν με τα χέρια τους κάτι λωρίδες υφάσματος, όμοιες με σερπαντίνα. Σεβαστός ο πυρήνας της ιδέας, μα ακατέργαστος και το αποτέλεσμα απλοϊκό και ενίοτε αφελές.

Ωραίο το ενσταντανέ που οι μαινάδες λούζουν τον Διόνυσο με χρώμα, αλλά η διάρκειά του κάνει τους υπόλοιπους ηθοποιούς να στέκονται ακίνητοι κι αμήχανοι, μη έχοντας λόγο ύπαρξης πάνω στην σκηνή εκείνη την ώρα.

Στο κομμάτι της μουσικής, ο Δημήτρης Σκύλλας φτιάχνει ένα ικανοποιητικό και υποστηρικτικό ακουστικό σύνολο, ειδικά στους ύμνους που ψάλλουν οι μαινάδες στον θεό Διόνυσο και που κανονικά είναι γραμμένοι σε παραδοσιακό λατρευτικό μέτρο ώστε να ετοιμαστεί το έδαφος για τον ερχομό των τελετουργικών κραυγών. Επί σκηνής οι μουσικοί Θοδωρής Βαζάκας, Μαρία Δελή, Αλέξανδρος Ιωάννου και Γιάννης Καΐκης.

Οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα (βοηθός της η Ιφιγένεια Γιαννιού) από την μέση της παράστασης και μετά φαίνονται δυναμικοί και τολμηροί, εν αντιθέσει με το πρώτο μισό όπου κατά κύριο λόγο έμεναν σταθεροί, ενώ θα μπορούσαν να υπογραμμίζουν περισσότερο τα σημαντικά σημεία. Σε φάσεις που θα υπήρχε δυνατότητα να χτιστεί κάτι πολύ δυνατό, η σκηνοθεσία δεν τις ανέδειξε κι ο φωτισμός δεν μπόρεσε να σώσει την κατάσταση.

Η ενδυματολόγος Νίκη Ψυχογιού (με βοηθούς την Ερνέστα Χατζηλεμονίδου και την Πηνελόπη Χάνσεν) δημιούργησε για τον Πενθέα ένα μαύρο κοστούμι φουτουριστικής χροιάς σαν στολή ξιφομάχου,μα η υφολογική του διαφοροποίηση απ’ την σκευή του υπόλοιπου θιάσου αντί να δημιουργεί ενδιαφέρουσα αντίθεση, κινείται στα όρια του κιτς.

Η μονοτονία του κοστουμιού ταίριαξε με την μονοδιάστατη και χωρίς πολλές συναισθηματικές διακυμάνσεις ερμηνεία του Πενθέα από τον Αργύρη Πανταζάρα. Ο βασιλιάς της Θήβας νιώθει απειλή από την συγκεχυμένη ταυτότητα φύλου του νεοφερμένου ξένου (Διόνυσος) κι αυτό αποδίδεται μέσω μιας μόνιμα επιθετικής διάθεσης που εκφράζεται με φωνή και όψη αδιαλείπτως αγριεμένη. Ωστόσο ο ηθοποιός κάνει μια αξιέπαινη προσπάθεια μέσα στην μονοδιάστατη φόρμα που όρισε η σκηνοθετική γραμμή.

Ξεχωριστή μνεία οφείλεται στη σκηνή της μεταμφίεσης, όπου οι αυτοσχεδιασμοί του Αρ. Πανταζάρα δίνουν στην ερμηνευτική ρότα ανιούσα πορεία. Η σκηνή είναι γραμμένη δεξιοτεχνικά και προκειμένου να επιταθεί η τραγικότητά της ισορροπεί ανάμεσα στο γελοίο και στο σπαρακτικό. Είναι ακριβώς εκείνη η στιγμή που τα συγκρουόμενα δίπολα αρχίζουν να δείχνουν ποια πλευρά της διελκυστίνδας θα βγει νικήτρια: λογική (Πενθέας)- μυστικισμός (Διόνυσος), ευνομούμενη κοινωνία – θεϊκές επιταγές, ορθολογισμός– πίστη κ.ο.κ.

Η συγκεκριμένη σκηνή έχει σαφή τελετουργικά(έως θυσιαστικά) χαρακτηριστικά. Μέσω τηςεξευτελιστικής μεταμόρφωσης του Θηβαίου βασιλιά σε βάκχη, εκχέονται οι απωθημένες και κατεσταλμένες τάσεις του διονυσιασμούπου προϋπήρχανμέσα στον ηγεμονικό Πενθέα. Σ’ αυτή την σκηνή ο Αργύρης Πανταζάρας διαρρηγνύει την σκηνοθετική φόρμα και μεταπηδά σε μία κατά Γκροτόφσκι συνθήκη: «απελευθερώνει τον χείμαρρο του καταπιεσμένου περιεχομένου της ίδιας της ψυχής του ηθοποιού κι απογυμνώνει τον πυρήνα της ύπαρξής του παράγοντας ένα πλεόνασμα αλήθειας».

Αυτό είναι ένα παράδειγμα της περιοριστικής σκηνοθετικής αντίληψης πάνω στους ρόλους, αφού με το που δόθηκε χώρος στον αυτοσχεδιασμόαναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον για την υποκριτική γραμμή.

Εγκλωβισμένη στην σκηνοθεσία και η Αγαύη της Αλεξίας Καλτσίκη, με λίγες λαμπρές στιγμές που θαμπώνονται στην πορεία από ατυχείς αντιδράσεις σε καίριες στιγμές. Λόγου χάρη, όταν βλέπει ότι κρατά στα χέρια της το κομμένο κεφάλι του γιου της: κοιτά σπασμωδικά το χέρι της και κάνει ένα κοφτό σχεδόν γκροτέσκο «Α!». Πιστεύω ότι θα ένιωθε ειλικρινέστερο εσωτερικό κλυδωνισμό αν έβλεπε κατσαρίδα. Θα εισέπραττε και ο θεατής μια αλήθεια, ένα σοκ…

Ο τιμωρός θεός που έρχεται ως θνητός είναι ένα μοτίβο που δεν τυγχάνειξεκάθαρου χειρισμού.Ο Διόνυσος παριστάνοντας τον θηλυπρεπή ξένο καταφθάνει στην γενέθλια πόλη της μητέρας τουτης Σεμέλης και παρουσιάζεται ωχρός, μακρυμάλλης, ορμώμενος εξ Ασίας. Στην παράσταση ενσαρκώνεται από τον Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη χωρίς να γίνει προσπάθεια πλησιάσματος στη φύση του Διονύσου. Η εμφάνισή του δεν αποκλίνει από το βιολογικό ή το κοινωνικό του φύλο καιη αισθησιακή τρυφή που χαρακτηρίζει τον Διόνυσο αποτυπώνεται με κανα-δυο δήθεν λάγνες και άχαρες χειρονομίες. Ο Διόνυσος του Κ. Αβαρικιώτη βγαίνει απτός, αμήχανος, λίγος. 

Αντίστοιχα, στην περίπτωση του Κάδμου (Θέμης Πάνου) ενώ υπάρχει γόνιμο έδαφος για κωμικά επεισόδια δεν αξιοποιείται και η σκηνοθεσία στέκεταιάτολμη μπροστά στον πειραματισμό με τα όρια κωμωδίας – τραγωδίας.Εξίσου αδιάφορη η σκηνική μεταφορά του Τειρεσία από την Μαριάννα Δημητρίου. Για ποιο λόγο ο σκηνοθέτης δεν αναδεικνύει τον αξιόλογο θίασο που έχει;

Ο διαμοιρασμός του ρόλου του αγγελιαφόρου σε τρία πρόσωπα (Γιάννης Κόραβος, Διονύσης Πιφέας και Φώτης Στρατηγός) δεν κομίζει κάτι γόνιμο. Τα καφέ ρούχα τους αλληλοσυμπληρώνονταν – ο ένας φορά μόνο παντελόνι, ο δεύτερος σορτσάκι με γιλέκο και ο τρίτος σακάκι με βερμούδα. Ενδυματολογικό αποτέλεσμα απλό, σχεδόν διεκπεραιωτικό, αλλά δηλωτικό της ενότητας των τριών προσώπων.

Το κειμενικό αποτέλεσμα εύηχο και μεστό χάρη στην λυρική μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά και την δραματουργική επεξεργασία της Ιωάννας Ρεμεδιάκη.

Η σκηνογραφία λιτή, στην αρχή κυριαρχούν τα λευκά υφάσματα που απλώνονται σε όλο τον χώρο. Σκηνογράφος η Νίκη Ψυχογιού με βοηθούς τον Γιάννη Σέτζα και την Ζωή Κελέση. Μια ψηλή κατασκευή, σαν πύλη, στο πίσω μέρος της ορχήστρας από την οποία κρέμεται η σημαία της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας μεγεθύνει την στρεβλή ανάγνωση του έργου. Όταν πέφτει η σημαία, μετά από λίγο παίρνει την θέση της ένας στέφανος απ’ τον οποίον κρέμονται κορδέλες στα χρώματα του ουράνιου τόξου και ο χορός στήνεται από κάτω του δεόμενος και σηκώνει τα χέρια του τιμητικά. Κάπου εκεί γεννήθηκαν αντιδράσεις από κάποιους θεατές απέναντι στην εσκεμμένη πρόκληση μέσω της άκομψης εισβολής μιας αμερικάνικης ατζέντας στην αρχαία τραγωδία.  

Ο Διόνυσος δεν είναι δυνατόν να υπαχθεί σε κάποια κατηγορία φύλου κι είναι παιδαριώδης η αντιμετώπισή του με σημερινούς όρους περί ταυτότητας. Δεν υπάγεται σε κοντόθωρες νόρμες και αναγκαστικές ταμπέλες, αφού ως θεός, τις υπερβαίνει. Ως εκ τούτου η σύνδεση με το ΛΟΑΤΚΙ+ κίνημα κρίνεται άστοχη- εξάλλου δεν επιχειρήθηκε καμία ουσιαστική συνομιλία με την ουσία του κινήματος, παρά μόνο η ανάρτηση του συμβόλου.

Η παράσταση έχει δυνατές στιγμές αλλά αδικείται από τον ίδιο της τον εαυτό. Ο παραλληλισμός των Βακχών με το αμερικανικό κίνημα μέσω μιας σκηνογραφικής περιγραφικότητας, δείχνει πως δεν έχει γίνει αντιληπτό το εύρος της τραγωδίας αλλά και η στόχευση της ευριπίδειας γραφής. Οι μαινάδες δεν μπορούν να ειδωθούν μέσα από το πρίσμα των ΛΟΑΤΚΙ+ εφόσον τα όργιά τους δεν ήταν αποτέλεσμα εχεφροσύνης αλλά θεϊκής επιρροής και οι πράξεις τους ήταν άλογες. Για τον Διόνυσο και τον Πενθέα μιλήσαμε παραπάνω.

Συγχρόνως ο ρεαλισμός της σημαίας κάνει μια βίαιη τομή στην σκηνική «ψευδαίσθηση», αφού υπεισέρχεται αδέξια μια πολιτική πραγματικότητα και αποσταθεροποιεί το καλλιτεχνικό σύνολο που ακόμη δεν είχε πατήσει γερά στα πόδια του. Η ομορφιά της ποικιλοχρωμίας που θα μπορούσε να αποτελεί σήμα κατατεθέν για την παράσταση αλλοιώνεται και καθιστά τον αισθητικό αντίκτυπο της παράστασης ανεπαρκή.

ΔιόνυσοςηθοποιοίΕπίδαυρος