Είδαμε τη βραβευμένη παράσταση «Goodbye, Lindita»: Όταν η ζωή συναντά τον θάνατο πάνω στη σκηνή
Άγγελος ΓεραιουδάκηςΟ θάνατος, η απώλεια και το πένθος είναι έννοιες που έχουν διαμορφώσει την ανθρώπινη εμπειρία και την πορεία της ανθρωπότητας από την αρχή της ιστορίας. Στην τέχνη, τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία, ο θάνατος απεικονίζεται συχνά ως το τελικό, αναπόφευκτο όριο της ύπαρξης, ένα βέβαιο τέλος που καμία ανθρώπινη ύπαρξη δεν μπορεί ν’ αποφύγει. Είναι, επίσης, η απόλυτη δύναμη που αποκαλύπτει την αλήθεια, καταστρέφοντας τις ψευδαισθήσεις που δημιουργεί η καθημερινή ζωή. Όπως έχει επισημάνει ο Αλμπέρ Καμύ, «Ο θάνατος είναι το μόνο βέβαιο γεγονός της ζωής», ενώ ο Λέων Τολστόι το βλέπει ως συνώνυμο της ίδιας της ζωής. Στην πραγματικότητα, ο θάνατος είναι το απόλυτο γεγονός που ορίζει και φωτίζει τη ζωή, καθιστώντας την πιο πολύτιμη.
Ωστόσο, στις σύγχρονες κοινωνίες, αυτός ο πανάρχαιος διάλογος για τη θνητότητα φαίνεται να έχει ξεχαστεί ή τουλάχιστον να έχει παραμεριστεί. Σ’ έναν κόσμο που είναι προσηλωμένος στην επιτυχία, την παραγωγικότητα και τη διαρκή πρόοδο, η έννοια του θανάτου έχει καταλήξει να μοιάζει με μια άβολη υπόμνηση για το πεπερασμένο της ύπαρξής μας. Ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τον θάνατο και την απώλεια έχει αλλάξει ριζικά, ειδικά σε σύγκριση με παλαιότερες εποχές όπου ο θάνατος ήταν μια πολύ πιο ορατή και αναπόσπαστη πτυχή της ζωής. Σε πολλές δυτικές κοινωνίες, ο θάνατος έχει κρυφτεί, απομακρυνθεί από τον καθημερινό βίο και συχνά αποκρύπτεται στα νοσοκομεία ή τα γηροκομεία. Η μετατόπιση αυτή υποδηλώνει μια κουλτούρα που αποφεύγει τη συνειδητοποίηση της θνητότητας, επικεντρώνεται στη διατήρηση της νεότητας και της ενεργούς ζωής, απορρίπτοντας τον θάνατο ως μια ανεπιθύμητη πραγματικότητα.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, η ανθρωπότητα βρέθηκε αντιμέτωπη μ’ ένα νέο, πρωτοφανές κύμα συλλογικής απώλειας και πένθους. Η πανδημία του COVID-19 κόστισε εκατομμύρια ζωές σε παγκόσμιο επίπεδο, φέρνοντας τον θάνατο ξανά στο προσκήνιο με αμείλικτη ένταση. Ο κόσμος παρακολουθούσε με τρόμο την εξάπλωση του ιού, καθώς άνθρωποι πέθαιναν μαζικά και ο φόβος της απώλειας, τόσο της προσωπικής όσο και της συλλογικής, ήταν πλέον παντού παρών. Ταυτόχρονα, πόλεμοι, όπως εκείνος στην Ουκρανία και ο πρόσφατος στο Ισραήλ, ή οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις στη Συρία, επιβεβαίωσαν ξανά την αδυσώπητη φύση του θανάτου ως συνοδοιπόρο της ανθρώπινης ιστορίας. Στην Ανατολική Μεσόγειο, χιλιάδες μετανάστες έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να διασχίσουν τη θάλασσα, ενώ παράλληλα είδαμε τις κοινωνίες να έρχονται αντιμέτωπες μ’ έναν νέο κύκλο συλλογικής απώλειας και θρήνου. Η απώλεια αυτή δεν αφορά μόνο τους νεκρούς, αλλά και τους επιζώντες, οι οποίοι παλεύουν με το βαρύ φορτίο της μνήμης και της θλίψης.
Σε αυτή την εποχή συλλογικού πένθους, όπου οι κοινωνίες φαίνεται να έχουν χάσει την παραδοσιακή τους σχέση με τον θάνατο, αναδεικνύονται καλλιτέχνες και δημιουργοί που επαναφέρουν τον προβληματισμό πάνω σε αυτές τις θεμελιώδεις έννοιες. Ένας από αυτούς είναι ο Μάριο Μπανούσι, γεννημένος στην Αλβανία και μεγαλωμένος στην Ελλάδα, ο οποίος αντλεί έμπνευση από τις δικές του απώλειες και τα παραδοσιακά ταφικά έθιμα των Βαλκανίων. Το έργο του «Goodbye, Lindita» -μετά τα διαδοχικά sold out που σημείωσε τις τελευταίες δυο θεατρικές σεζόν- επικεντρώνεται ακριβώς σε αυτή την ιδέα, προσφέροντας μια βαθιά και συναισθηματική απεικόνιση της προσπάθειας του ανθρώπου να διαχειριστεί τον θάνατο και να βρει νόημα μέσα από την απώλεια. Στην παράσταση αυτή γίνεται μια τελετουργία αποχαιρετισμού, όχι μόνο για την κεντρική ηρωίδα, τη Lindita (Αλεξάνδρα Χασάνι), αλλά και για όλες τις ψυχές που έχουν χαθεί.
Ο θάνατος και η απώλεια
Η προσέγγιση του Μπανούσι είναι βαθιά επηρεασμένη από τα προσωπικά του βιώματα. Ο ίδιος έχασε τον πατέρα του και λίγο αργότερα τη μητριά του, γεγονότα που διαμόρφωσαν την κοσμοθεωρία του και το έργο του. Η Lindita, το νεκρό κορίτσι που είναι το επίκεντρο της παράστασης, αντιπροσωπεύει όλες τις απώλειες που καθορίζουν την ανθρώπινη εμπειρία – όχι μόνο σωματικές απώλειες, αλλά και συναισθηματικές, ψυχικές και πολιτισμικές. Η παρουσία της Lindita στην παράσταση είναι διαρκής, ακόμα κι όταν το σώμα της εξαφανίζεται από τη σκηνή. Αυτή η παράδοξη, αλλά έντονα συμβολική προσέγγιση, καταδεικνύει ότι ο θάνατος, ενώ μπορεί ν’ αφαιρέσει το φυσικό σώμα, δεν εξαλείφει την παρουσία και τη μνήμη ενός ατόμου.
Το έργο του Μπανούσι δεν ακολουθεί τις παραδοσιακές αφηγηματικές φόρμες του θεάτρου. Αντιθέτως, αποσυνθέτει τη λογική δομή και τη γλώσσα, αφήνοντας τις εικόνες, τα σώματα και τους ήχους να φέρουν το βάρος της έκφρασης της απώλειας. Η παράσταση δεν είναι ένας μονόλογος για τον θάνατο, αλλά μια τελετουργία πένθους, μια σωματική και αισθητηριακή εμπειρία που προσκαλεί το κοινό να συμμετάσχει στην αναγνώριση και την αποδοχή της απώλειας. Οι χαρακτήρες της παράστασης (Χρυσή Βιδαλάκη, Μπάμπης Γαλιατσάτος, Εριφύλη Κιτζόγλου, Κατερίνα Κρίστο, Μάριο Μπανούσι, Βασιάνα Σκοπετέα), που με τις εξαιρετικές ερμηνείες τους ζωντανεύουν αυτό το σκοτεινό και συνάμα λυτρωτικό θέαμα, η οικογένεια της Lindita, παλεύουν να κατανοήσουν τον θάνατο, να τον αποδεχτούν και να βρουν τρόπους να συνεχίσουν τη ζωή τους. Αυτό, φυσικά, δεν είναι μια γραμμική διαδικασία, αλλά ένα συνεχές ταξίδι με στιγμές αναζήτησης και επαναπροσδιορισμού.
Το σκηνικό της παράστασης σε επιμέλεια του Σωτήρη Μελανού, ένα φτωχικό σπίτι με λιγοστά έπιπλα, ενισχύει αυτή τη διαρκή αντίθεση ανάμεσα στο καθημερινό και το υπερβατικό. Μέσα σε αυτόν τον απλό χώρο, ξετυλίγονται σκηνές που γεφυρώνουν την καθημερινότητα με το ιερό και το τελετουργικό. Η σκηνή της απολύμανσης του νεκρού σώματος, για παράδειγμα, παραπέμπει άμεσα σε θρησκευτικές τελετές εξαγνισμού και καθαρισμού, δίνοντας μια νέα διάσταση στην έννοια του θανάτου ως περάσματος. Ο Μπανούσι ανασύρει στοιχεία από τα παραδοσιακά ταφικά έθιμα των Βαλκανίων, ενσωματώνοντάς τα σε μια σύγχρονη αφήγηση που συνδέει την αρχαία παράδοση με τον σύγχρονο κόσμο. Η παρουσία της νεκρής γυναίκας περνάει από διάφορες μεταβατικές φάσεις, ξεκινώντας από το γυμνό σώμα και καταλήγοντας να ενσαρκώνει τη νύφη του θανάτου, πριν ολοκληρώσει την πορεία της ως μια θεϊκή φιγούρα. Τα λουλούδια που παραπέμπουν σε γάμο και κηδεία συνδυάζονται στη σκηνή, η οποία αποκτά μια αίσθηση επιταφίου, ενώ την ώρα που η νύφη, με καλυμμένο κεφάλι, αντικρίζει το πρόσωπό της στον καθρέφτη, υπογραμμίζεται η παροδικότητα της νεότητας και της ομορφιάς.
Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πτυχή της παράστασης είναι η αντίθεση ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό πένθος. Η οικογένεια της Lindita παλεύει με τον θάνατό της, αλλά η παράσταση μας θυμίζει διαρκώς ότι η απώλεια δεν είναι κάτι που αφορά μόνο τα άτομα ή τις οικογένειες. Το πένθος είναι συλλογική εμπειρία, και αυτό είναι κάτι που παραπέμπει σε μια παλαιότερη εποχή, όπου οι κοινότητες συμμετείχαν μαζί στο πένθος και τον θρήνο. Ο θάνατος της Lindita γίνεται σύμβολο για όλες τις απώλειες που βιώνει η κοινωνία μας – είτε αυτές αφορούν τον θάνατο αγαπημένων προσώπων, είτε την απώλεια της ασφάλειας και της σταθερότητας, είτε ακόμα και την απώλεια της ταυτότητας σ’ έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία. Η μουσική που έχει επιλέξει ο Εμμανουήλ Ροβίθης και οι λυγμοί που συνοδεύουν την παράσταση ενισχύουν την αίσθηση του τελετουργικού και δημιουργούν μια ατμόσφαιρα βαθιάς συγκίνησης και αναστοχασμού.
Αποχαιρετισμοί χωρίς λόγια
Ο Μπανούσι παρουσιάζει τη σκηνή ως έναν μικρόκοσμο όπου ζωντανοί και νεκροί βρίσκονται σε μια συνεχή αλληλεπίδραση, σε μια προσπάθεια να βρουν νόημα στη μετάβαση. Οι χαρακτήρες της οικογένειας βρίσκονται σε μια ατέρμονη προσπάθεια να κατανοήσουν την απώλεια και να ενσωματώσουν τη μνήμη της Lindita στις ζωές τους. Ακόμη και μέσα από καθημερινές, απλές πράξεις, όπως η παρακολούθηση τηλεόρασης, η ζωή πρέπει να συνεχιστεί. Αυτή η αντίθεση, ανάμεσα στη βαναυσότητα της απώλειας και τη ψυχρή, αδιάκοπη ροή της ζωής, είναι κεντρική στο έργο του Μπανούσι. Κάθε θεατής μπορεί να αναγνωρίσει στις σκηνές του έργου στιγμές δικές του, που σχετίζονται με την απώλεια, τον θρήνο ή την προσπάθεια να συμφιλιωθεί με το αναπόφευκτο τέλος.
Η παράσταση επιδιώκει, επίσης, ν’ αποδομήσει τις έμφυλες διαστάσεις του πένθους και τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία το αντιμετωπίζει ανάλογα με το φύλο του ατόμου. Ο άντρας της οικογένειας απεικονίζεται να παλεύει με τη σιωπηλή θλίψη του, μια μορφή πένθους που συνήθως καταπιέζεται και δεν εκφράζεται ανοιχτά. Αντιθέτως, οι γυναίκες, ιδιαίτερα η μητέρα, αποδίδουν το πένθος τους με πιο έντονο και εκφραστικό τρόπο, μέσα από κλάμα και σπαραγμό. Αυτή η αντίθεση αναδεικνύει τη σημασία της κοινωνικής φύσης του πένθους και τον τρόπο με τον οποίο τα έμφυλα στερεότυπα καθορίζουν την εκδήλωση της θλίψης.
Τα πρόσωπά τους διαγράφουν κάθε έκφραση στεναχώριας και απόγνωσης, με τις κινήσεις τους ν’ αντικατοπτρίζουν το βάρος του θανάτου. Γυμνές και τρωτές, οι ανθρώπινες μορφές εισέρχονται σε μια σχεδόν αρχέγονη κατάσταση, όπου η διάλυση και η αναγέννηση συμβαίνουν ταυτόχρονα. Σε αυτή την παράσταση, ο θάνατοςδεν σηματοδοτεί απλώς το τέλος της ζωής.
Είναι μια στιγμή έντονου υπαρξιακού φόβου, όπου η υλική και η πνευματική διάσταση του ανθρώπου βρίσκονται σε ακραία δοκιμασία. Το σώμα αντιδρά δυναμικά, με σπασμούς και τρεμούλιασμα, γυμνό και εκτεθειμένο, να παλεύει με τη μοίρα του. Το σκοτάδι σιγά - σιγά απλώνεται και κατακλύζει κάθε γωνιά, προκαλώντας μια βαθιά κρίση πίστης, ενώ η ψυχή απομακρύνεται, περιβαλλόμενη από μια ανεξήγητη μεταφυσική λάμψη.
Εν κατακλείδι, το «Goodbye, Lindita» δεν είναι απλώς μια παράσταση για τον θάνατο, αλλά μια εξερεύνηση της ανθρώπινης ύπαρξης, της σύνδεσής μας με την παράδοση, της αντίληψής μας για το χρόνο και τον τρόπο που διαχειριζόμαστε το τέλος μας. Με την απουσία λόγων και τη δύναμη της εικόνας, η παράσταση καταφέρνει να εκφράσει το ανείπωτο, ν’ αφήσει το κοινό να στοχαστεί πάνω στις δικές του απώλειες και τελικά ν’ αναζητήσει τη δική του απάντηση στο ερώτημα του θανάτου.
- Η Συρία μετά την «επανάσταση της»: Αλ Τζολάνι, ο νέος ηγέτης με τουρκικό… κοστούμι
- Η συγκινητική ανάρτηση της μητέρας του 9χρονου που σκοτώθηκε στην επίθεση στο Μαγδεμβούργο: «Γιατί εσύ;»
- Σε διαθεσιμότητα και ο δεύτερος αστυνομικός της Βουλής που συνελήφθη για ενδοοικογενειακή βία: Αλληλομηνύθηκε με τη σύζυγό του
- Γιαγκίνηδες: Οταν η ερωτική κάψα συναντά τη φλόγα της ρεμπέτικης ψυχής