Κίρκη Καραλή στο ethnos.gr: «Η ελληνική οικογένεια συχνά καταπιέζει τους νέους, χωρίς να τους ακούει πραγματικά»
Άγγελος ΓεραιουδάκηςΑπό μικρή, η Κίρκη Καραλή έδειχνε πως η πορεία της δεν θ' ακολουθούσε τα συνηθισμένα μονοπάτια. Ονειρευόταν να γίνει αστροναύτης, βιολόγος, γενετίστρια ή εγκληματολόγος, ώσπου βρήκε στο θέατρο τον πιο αυθεντικό τρόπο να εκφράσει τον εαυτό της. Η σκηνοθεσία έγινε το καταφύγιο της αλήθειας της, ένας χώρος όπου μπορεί να παραμένει πιστή στις αξίες της, χωρίς ίχνος υποκρισίας και χωρίς περιττά μισόλογα. Έχοντας πληγωθεί από την προδοσία, το ψέμα και την υποκρισία, εκτιμά την ευθύτητα και την ειλικρίνεια, αντιδρώντας εσωτερικά και με αποστασιοποίηση όταν νιώθει ότι την προδίδουν. Ωστόσο, αναγνωρίζει πως η εμπειρία την έχει σκληραγωγήσει, επιτρέποντάς της να διαχειρίζεται πλέον με ψυχραιμία τις δυσκολίες, ξεπερνώντας τα τραύματα γρηγορότερα.
Ακολουθεί σταθερά το δικό της ένστικτο του «σωστού», χωρίς να προσπαθεί να το επιβάλει στους άλλους, συνειδητοποιώντας όμως ότι οι παρεξηγήσεις και οι απογοητεύσεις είναι μέρος της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης. Η μητέρα της, Σεμίνα Διγενή, αποτελεί πηγή στήριξης και βαθιάς κατανόησης. Ακόμα κι όταν η περηφάνια της ως μητέρα υπερισχύει της αντικειμενικότητας, η Κίρκη απολαμβάνει αυτές τις στιγμές αγάπης και συγκίνησης.
Αυτή την περίοδο, η ίδια σκηνοθετεί στο Μικρό Χορν την προκλητική κωμωδία «Straight White Men» της Young Jean Lee, ένα έργο που αποδομεί τις ανθρώπινες σχέσεις και καταπιάνεται με βαθιά κοινωνικά στερεότυπα, αποκαλύπτοντας τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα που συχνά μας περιορίζουν. Μέσα από την κωμική ματιά του, το έργο φέρνει στην επιφάνεια τις ανασφάλειες και τις ευάλωτες πλευρές των χαρακτήρων, δίχως να δίνει εύκολες απαντήσεις. Αντίθετα, ωθεί το κοινό ν' αναρωτηθεί για τις παραδοσιακές δομές εξουσίας που εξακολουθούν να διαμορφώνουν τη ζωή μας, παρόλο που νομίζουμε ότι τις έχουμε αφήσει πίσω.
Μέσα από αυτήν την παράσταση, η Κίρκη Καραλή προσφέρει στους θεατές όχι μόνο στιγμές γέλιου, αλλά και μια βαθιά ματιά στις κοινωνικές και προσωπικές μας αντιφάσεις, επιχειρώντας να συνδυάσει την ηρεμία της δημιουργικής διαδικασίας με τη γνησιότητα της αλήθειας, μακριά από επιφανειακές προσδοκίες. Έτσι, το θέατρο γίνεται για εκείνη καθρέφτης της κοινωνίας μας, ένας χώρος όπου αναζητά τη δική της γαλήνη, επιδιώκοντας ταυτόχρονα ν' αγγίξει τις ψυχές των θεατών.
Ενα από τα βασικά θέματα του έργου «Straight White Men» είναι η πίεση που ασκεί η κοινωνία για «επιτυχία» και το πώς αυτή επηρεάζει τους ανθρώπους. Πιστεύεις ότι οι προσδοκίες αυτές είναι ακόμα πιο έντονες στην Ελλάδα της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης;
Πιστεύω ότι ήταν πάντοτε, ανεξάρτητα απ’ τις όποιες κρίσεις. Η ελληνική οικογένεια αισθάνεται διαχρονικά την ανάγκη να προσφέρει πολλά στα παιδιά της, να «διασφαλίσει» - όπως λέει - όσο μπορεί το μέλλον τους, να τα δει ευτυχισμένα και επιτυχημένα. Μόνο που όλα αυτά, σχεδόν πάντοτε, τα βλέπει με τα δικά της φίλτρα. Φίλτρα που μπορεί να μην ταιριάζουν στο μέλλον που ονειρεύονται τα παιδιά της. Ακριβώς το ίδιο, νιώθω ότι συμβαίνει και με την ελληνική κοινωνία. Πιθανότατα δεν έχει κακή πρόθεση, αλλά πολλές φορές καταπιέζει τους νέους ανθρώπους, προτείνοντάς τους να βαδίσουν σε διαδρομές που ποτέ δεν δήλωσαν συνειδητά πώς θέλουν να πάρουν. Η οικονομική πίεση σίγουρα οξύνει την ψυχολογική πίεση, σίγουρα σε ωθεί στο να επιλέξεις να επικυρώσεις τις προσδοκίες που έχεις φορτωθεί, σίγουρα όμως αυτό δεν θα είναι και κάτι που θα σε καταστήσει ευτυχισμένο.
Η οικογένεια είναι κεντρικό στοιχείο στην ελληνική κοινωνία. Στην παράσταση, ο ρόλος της μητέρας είναι «παρών» μέσα από την απουσία της. Πώς πιστεύεις ότι η μητρική φιγούρα, ακόμα κι όταν λείπει, επηρεάζει την οικογενειακή δομή και τις σχέσεις μέσα σε αυτήν;
Στην οικογένεια των «Straight White Men» του έργου, η μητέρα, που πια έχει φύγει απ’ τη ζωή, φαίνεται πώς ήταν μοντέρνα, προοδευτική, ανοιχτόμυαλη, φεμινίστρια - μια πολύ καλή περίπτωση δηλαδή για την ανατροφή τριών αγοριών. Τους μίλησε για τα προνόμιά τους και για την ισότητα των ανθρώπων, τους έμαθε να προσπαθούν για το καλύτερο χωρίς να πατούν επί πτωμάτων. Η μείξη, βεβαίως, της μαμάς, με τον χαρακτήρα του μπαμπά και με την κοινωνία γύρω τους, σίγουρα δεν έφτιαξε τους «ιδανικούς στρέιτ λευκούς άντρες». Έχουν κι αυτοί τα θέματά τους. Γιατί καμία μαμά και κανένας μπαμπάς δεν μπορούν να καθοδηγήσουν σε τέτοιο βαθμό την ανάπτυξή σου. Αλλιώς θα ήμασταν σαν τα ξύλινα κουκλάκια που κρύβουν μέσα τους οι μπάμπουσκες.
Η μητρική και η πατρική φιγούρα, στο δικό μου μυαλό και στο δικό μου ιδανικό κόσμο, δεν θα έπρεπε να είναι παρά φορείς αγάπης και φροντίδας, χωρίς το φύλο να παίζει οποιοδήποτε ρόλο σ’ αυτή τη σχέση. Δύο μαμάδες ή δύο μπαμπάδες μπορούν να δώσουν την ίδια αγάπη ή να φέρουν τα ίδια προβλήματα με οποιαδήποτε σχέση που περιλαμβάνει πατέρα, μητέρα και παιδί. Αυτή είναι η γενική σκέψη μου. Στατιστικά, έχω την εικόνα, πώς δύο γονείς του ίδιου φύλου, μπροστά σε όλα τα προβλήματα - κοινωνικά και γραφειοκρατικά - που έχουν να αντιμετωπίσουν, αν επιμένουν στην απόκτηση παιδιού, μάλλον σημαίνει ότι έχουν πολλά περισσότερα αποθέματα αγάπης να δώσουν σε σχέση με εμένα που υπάρχει περίπτωση να βρεθώ με μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και ένα μωρό, μη αναμενόμενο τη δεδομένη στιγμή, στην αγκαλιά.
Σήμερα, πολλές γυναίκες παλεύουν για την ισότητα, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζουν την πίεση της κοινωνίας ν’ ακολουθήσουν παραδοσιακούς ρόλους. Πώς πιστεύεις ότι η γυναίκα, όπως απεικονίζεται ή υπονοείται στο έργο, σχετίζεται με αυτές τις σύγχρονες προκλήσεις;
Απ’ τα λίγα στοιχεία που μας δίνει το κείμενο του έργου των «Straight White Men», για τη μητέρα αυτών των αγοριών, υποψιάζομαι ότι δεν ήταν μια μαμά που απορροφήθηκε εντελώς απ’ την ανατροφή τους και το νοικοκυριό. Θεωρώ πώς εργαζόταν και ήταν ανεξάρτητη οικονομικά, οπότε εμμέσως έμαθε στα αγόρια της να βλέπουν τις γυναίκες ισότιμα. Τους έμαθε, επίσης, να παίρνουν το χρόνο τους, όταν τον χρειάζονται κι όταν πιέζονται. Τέλος, τους έμαθε πώς όταν τσακώνονται, καλό είναι να κάνουν κάτι όλοι μαζί, όπως ένα χορευτικό πάρτι, για να συμφιλιώνονται ξανά.
Αυτή η μητέρα πιστεύω ότι τα πήγε πολύ καλά για την εποχή που έζησε. Για τη σημερινή, όμως, αν μπορούσα να της πω κάτι, είναι πώς τα παιδιά της ίσως να είχαν κάνει περισσότερα βήματα στην εξέλιξη τους αν αντί να χορεύουν κάθε φορά που αλληλοπληγώνονται, κάθονταν και συζητούσαν όλα όσα τους πλήγωσαν ή τους θύμωσαν. Η σύγχρονη πρόκληση, μεταξύ άλλων, είναι να μάθουμε να συζητάμε αυτά που μας πληγώνουν χωρίς να πληγώνουμε. Κι όχι να τα παρακάμπτουμε, κρύβοντάς τα κάτω απ’ το χαλάκι, προς όφελος μιας εικόνας ευτυχίας, την οποία βαθιά μέσα μας αδυνατούμε να επαληθεύσουμε.
Ο Άρης, ο Ανδρέας και ο Σπύρος είναι τρεις εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες. Πώς θα περιέγραφες τη σχέση τους;
Είναι τρία αδέλφια. Δεν πιστεύω ότι θα έκαναν παρέα μεγαλώνοντας, αν δεν ήταν αδέλφια. Αυτό που τους ενώνει στις χαρούμενες στιγμές τους είναι αποκλειστικά το κοινό παρελθόν τους. Ο καθένας τους, σήμερα, διαβάζει τον άλλον, με βάση την προσωπική του γραμματική και όχι με βάση τη γλώσσα ζωής που πια μιλάει εκείνος. Ο κόσμος, βλέποντας την παράσταση, σχολιάζει την εξαιρετική τους χημεία και το πόσο καλά αποδίδουν την αδελφική σχέση. Και, αναρωτιέμαι, γιατί έχουμε όλοι τόσες πολλές αναφορές μέσα μας για αδέλφια (ή και κολλητούς) που μοιάζουν σ’ αυτή την εικόνα; Η σχέση τους είναι προβληματική, το mansplaining δίνει και παίρνει, κανένας δεν μπορεί να δει τον άλλον με καθαρό βλέμμα, κανείς δεν μπορεί να συναισθανθεί πραγματικά τον άλλον…
Στο έργο, οι χαρακτήρες βρίσκονται αντιμέτωποι με τις κοινωνικές και οικογενειακές προσδοκίες. Πιστεύεις ότι στην Ελλάδα οι νέοι εξακολουθούν να νιώθουν παγιδευμένοι από αυτές τις προσδοκίες, όπως η πίεση για γάμο απόκτηση παιδιών;
Σε μεγάλο ποσοστό, ναι. Αλλά υπάρχουν κι εκείνοι που βλέπουν, όπως λες, την «παγίδα» και ξεφεύγουν πριν πέσουν σ’ αυτή. Ή τη βλέπουν, αφού γλιστρήσουν μέσα της και σκαρφαλώσουν για να ξαναβγούν. Τα διαζύγια την τελευταία πενταετία έχουν διπλασιαστεί, απ’ ότι διαβάζω. Δεν ενοχοποιώ τον γάμο. Ούτε πιστεύω ότι τα διαζύγια πρέπει να μειωθούν. Οι ταχύτητες της ζωής μας πια είναι άλλες. Οι άνθρωποι που σχετιζόμαστε και οι εικόνες με τις οποίες ερχόμαστε σ' επαφή είναι πολλές περισσότερες από τα χρόνια στα οποία μεγάλωσαν οι γονείς μας. Δεν υπάρχει λόγος να επαληθεύουμε ούτε τις δικές τους ζωές ούτε τα δικά τους ζητούμενα. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μέσα σ’ αυτό το χαμό διαφορετικών παραστάσεων, ποιο είναι το δικό μας έργο. Ποιοι πρωταγωνιστούν, τι λέει η ιστορία και ποιο είναι το φινάλε. Τουλάχιστον το πρώτο. Κι ας υπάρξει μετά και το εναλλακτικό, το ξαναγραμμένο.
Η παράσταση θίγει τις λεπτές και ανεπαίσθητες μορφές βίας μέσα στην οικογένεια, ακόμα και όταν αυτή προσπαθεί να φαίνεται «τέλεια». Πόσο πιστεύεις ότι αυτά τα μοτίβα βίας αντανακλούν την ελληνική οικογένεια του σήμερα;
Εχει ενδιαφέρον που μιλάμε για ένα αμερικανικό κείμενο, γραμμένο από μια γυναίκα με ρίζες στη Νότια Κορέα και το βλέπουμε ως κάτι οικείο σ' εμάς. Κι έτσι είναι. Γιατί αυτά τα μοτίβα βίας μέσα στις οικογένειες δεν έχουν σύνορα ανάμεσα στις χώρες του δυτικού, τουλάχιστον, κόσμου. Το έργο της Γιανγκ Τζιν Λι παρουσιάζει ένα απ’ τα καλύτερα δυνατά σενάρια, σε σχέση με το υπόβαθρο των χαρακτήρων του: όλοι είναι πεπεισμένοι ότι είναι ανοιχτόμυαλοι, όλοι λένε πώς δεν είναι σεξιστές ή εν δυνάμει κακοποιητές, όλοι θεωρούν ότι αναγνωρίζουν τα προνόμια τους και δεν τα εκμεταλλεύονται και όλοι ζητούν συγγνώμη για τα λάθη στη συμπεριφορά τους ανά πάσα στιγμή. Κι όμως, κι αυτοί μεγάλωσαν σ' έναν πατριαρχικό κόσμο, κι αυτοί πυρηνικά μέσα τους, ακόμη κι αν δεν τους αρέσει, φέρουν κάτι απ’ αυτόν. Αυτού του κόσμου το αποτέλεσμα είναι η υποδόρια βία που υπάρχει μέσα στο δωμάτιο, αλλά και η ευθεία κακοποίηση που βλέπουμε. Θύματα αυτού του κόσμου είμαστε όλοι, μαζί και οι άντρες.
Η επιλογή να εντάξεις στην παράσταση τρανς και drag περφόρμερ, όπως η Μελίνα Νάτσιου και ο Θέμης Θεοχάρογλου, προσφέρει έναν ιδιαίτερο σχολιασμό πάνω στις ταυτότητες φύλου. Πόσο σημαντικό είναι για εσένα να υπάρχει αυτή η πολυφωνία στη σκηνή και πώς αντιδρά το ελληνικό κοινό μέχρι τώρα;
Έτσι ακριβώς συμβαίνει στο έργο της Γιανγκ Τζιν Λι. Δεν πρόκειται για σκηνοθετική επιλογή. Το έργο ξεκινάει μ' έναν πρόλογο εκ μέρους δύο ατόμων της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, τον οποίο η συγγραφέας ζητάει να τον φέρνουμε στα μέτρα των εκάστοτε περφόρμερς που πρωταγωνιστούν. Μια επιλογή που έχει πολλαπλούς στόχους. Σίγουρα, ένας απ’ αυτούς είναι να μας πει ότι βρισκόμαστε σ’ αυτή τη θεατρική αίθουσα προκειμένου να δούμε και να συναισθανθούμε αυτό που λέμε «λευκός στρέιτ άντρας». Είναι μια ταμπέλα με αρνητικό πρόσημο και φορτωμένη με πολλά βαρίδια, όταν μιλούν γι’ αυτή άτομα που δεν ταυτίζονται μαζί της. Δυο τέτοια άτομα, λοιπόν, έρχονται να την εξετάσουν θεατρικά και να κάνουν γι' αυτούς τους άντρες, αυτό που θα ήθελαν κι αυτοί οι άντρες να κάνουν γι’ αυτά.
Ηδη, σκηνοθετικά και δραματουργικά, έχω δώσει περισσότερο χώρο -σε σχέση με το πρωτότυπο κείμενο- σ’ αυτά τα άτομα. Στα συνδετικά μέρη των πράξεων, μιλούν για τις δικές τους ζωές, για το πώς τα ίδια έχουν βιώσει την πατριαρχία και ποιες είναι οι προσωπικές τους σχέσεις με τους λευκούς στρέιτ άνδρες. Ακριβώς, επειδή και για εμένα και για το αθηναϊκό κοινό η πολυφωνία είναι ζητούμενο -ή θα έπρεπε να είναι ζητούμενο- επέλεξα να πάρουν περισσότερο χρόνο και χώρο πάνω στη σκηνή. Το υπέροχο είναι πώς όλοι οι φίλοι μου στρέιτ λευκοί άνδρες θεατές που βλέπουν την παράσταση, αμέσως μετά μου λένε όμορφα λόγια πρώτα - πρώτα γι΄αυτές τις δύο παρουσίες. Και μάλιστα, μου λένε «μήπως να τα βάλεις λίγο παραπάνω; Μήπως να προσθέσεις μερικές ατάκες εκεί; Μήπως να σχολιάζουν και λίγο ακόμα;». Μα, λέω, ήδη έχω υπερβεί κατά πολύ το χρόνο που τους δίνει επί σκηνής η συγγραφέας, δεν είναι σωστό! Είναι υπέροχο, λοιπόν, το ότι μάλλον κι αυτοί οι θεατές, οι straight white men, μπουκώνουν τόσο πολύ απ’ αυτή την αρρενωπότητα των κεντρικών ηρώων, πιέζονται απ’ τους ρυθμούς τους και την τραχύτητά τους, που επιζητούν τη θηλυκότητα και τους χαμηλούς τόνους που φέρνουν η Μελίνα και ο Θέμης στη σκηνή.
Το θέατρο και η πολιτική μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά, όπως η επίδραση στις μάζες και η καλλιέργεια προβληματισμού. Βλέπεις το δικό σου έργο ως μια μορφή πολιτικής παρέμβασης ή πιστεύεις ότι οι καλλιτέχνες πρέπει να κρατούν αποστάσεις από την πολιτική;
Σε καμία περίπτωση οι καλλιτέχνες δεν πρέπει να κρατούν αποστάσεις απ’ την πολιτική ζωή. Ο λόγος τους, μέσω της τέχνης, αποτελεί δημόσιο λόγο και αν όντως έχεις κάτι να πεις κάποια στιγμή ή την ανάγκη κάτι να εκφράσεις, δεν μπορείς να κρατηθείς και να το καταπνίξεις, επειδή φοβάσαι. Το έργο, είτε το θεατρικό ή το ζωγραφικό ή ένα τραγούδι, μια ταινία, είναι μια μορφή αλληγορίας. Μπορείς να πεις με τον τρόπο που νιώθεις χίλια πράγματα και ο καθένας να τα αποκωδικοποιήσει με βάση την χρονική στιγμή που τα βλέπει και με βάση τον εαυτό του. Πολιτική είναι η τέχνη. Διαχρονικά, πάντα εκφράζει τις απόψεις των δημιουργών της και επιθυμεί να εκφράσει κατ’ επέκταση και τους θεατές της. Ή να τους φέρει απέναντι. Ή, τέλοσπαντων, ν' ανοίξει μια συζήτηση. Ναι, ενδεχομένως, αυτό να είναι η Τέχνη: το intro μιας πολιτικής κουβέντας.
Πώς είναι να μεγαλώνεις σ' ένα περιβάλλον όπου η πολιτική και οι κοινωνικοί αγώνες παίζουν κεντρικό ρόλο στην καθημερινότητα; Πιστεύεις ότι αυτό επηρέασε τον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι τις δικές σου καλλιτεχνικές και κοινωνικές ευθύνες;
Δεν μεγάλωσα μέσα σ’ ένα περιβάλλον που έπαιζε η πολιτική κεντρικό ρόλο στην παιδική καθημερινότητά μου. Ως παιδί, αν πήγαινα μετά το σχολείο στη δουλειά του πατέρα και της μητέρας μου, ερχόμουν σ' επαφή με καλλιτέχνες, πολιτικούς και άλλους αναγνωρίσιμους ανθρώπους, που, όμως, για εμένα, εκείνη τη στιγμή, δεν σήμαινε κάτι η ιδιότητά τους. Ταυτόχρονα, επειδή έβλεπα πολύ τηλεόραση, τύχαινε να βλέπω τους ίδιους ανθρώπους και μέσα στην οθόνη. Δυστυχώς, έβλεπα - με δέος - και τα δελτία ειδήσεων, όπου ανάμεικτα πρόσωπα γνωστά σε μένα και άγνωστα, μιλούσαν ανελλιπώς για πολέμους, νεκρούς και βομβαρδισμούς. Μ' έναν παράδοξο τρόπο, λοιπόν, ένιωσα ότι όλος αυτός ο πόνος και η δυστυχία, βρίσκονται εξαιρετικά κοντά μου. Ότι μπορεί να είμαι το επόμενο θύμα τους ή να φταίω κι εγώ για όλα αυτά. Πέρα απ’ τις όποιες εξηγήσεις των γονιών μου σε σχέση με τους κοινωνικούς αγώνες και την ώθηση στο να κρίνω και ν' αντιδρώ απέναντι σε πολλά πράγματα, αυτό που πιο βαθιά μ' επηρέασε είναι η συνθήκη που σου περιγράφω. Είμαστε όλοι ίδιοι, ολόιδιοι, εξίσου θύματα και εξίσου θύτες. Ας δούμε τι μπορούμε να κάνουμε με όλο αυτό.
Εχεις σκεφτεί ποτέ το ενδεχόμενο να ασχοληθείς με την πολιτική, ακολουθώντας το παράδειγμα της μητέρας σου; Ποιοι παράγοντες θα σε ωθούσαν ή θα σε απέτρεπαν να κάνεις μια τέτοια κίνηση;
Ως παιδί δεν θυμάμαι να έχω αναμνήσεις που να χωρίζουν τους ανθρώπους και τα δικαιώματα τους σε κατηγορίες, σε πράγματα που επιτρέπονται και σε πράγματα που απαγορεύονται ανάλογα με τη σεξουαλική προτίμηση, τη φυλή ή την κοινωνική τάξη. Προφανώς, ο κόσμος, μεγαλώνοντας, με απογοήτευσε και μου έδειξε ότι δεν έχουν όλοι την ίδια στάση. Η Αριστερά αντιμάχεται την ανισότητα και προτάσσει την αλληλεγγύη. Δεν καταννοώ πώς αυτή η φράση μπορεί να έχει αστερίσκους. Σε καμία περίπτωση, δεν θα πολιτευόμουν. Δεν κάνω γι’ αυτό το χώρο, ειδικά έτσι όπως είναι διαμορφωμένος σ’ αυτή τη χώρα, γιατί δυσκολεύομαι ν' ακολουθήσω απ’ άκρη σ΄άκρη τις απόψεις και τη στάση ενός κόμματος. Ο αυθορμητισμός μου με ωθεί στο να εκφράζω την αντίρρησή μου. Ακόμη κι αν το ψηφίσω.