Θέατρο|09.11.2024 05:31

Ο «αλχημιστής των συναισθημάτων» Μάριο Μπανούσι

Άγγελος Γεραιουδάκης

Σε μόλις 26 χρόνια ζωής, ο Μάριο Μπανούσι, σκηνοθέτης και performer, έχει καταφέρει ν' αναδειχθεί στη θεατρική σκηνή χάρη στην αυθεντικότητα, την ιδιαίτερη ευαισθησία και την εξυπνάδα του. Η δουλειά του χαρακτηρίζεται από έναν αβίαστο συνδυασμό προσωπικών βιωμάτων και καλλιτεχνικής ματιάς, φέρνοντας στο προσκήνιο τόσο κοινωνικά ζητήματα όσο και βαθιά ανθρώπινες στιγμές.

Εχει δημιουργήσει αξιόλογες παραστάσεις, όπως το «Ragada», το «Taverna Miresia» και το «Goodbye, Lindita», τα οποία έχουν αγγίξει κοινό σε Ελλάδα και εξωτερικό. Η πορεία του δεν είναι μόνο μια καλλιτεχνική αφήγηση, αλλά και μια προσωπική διαδρομή αναζήτησης και επαναπροσδιορισμού ταυτότητας, οικογενειακής μνήμης και πολιτισμικής κληρονομιάς. «Η προσωπική μου ζωή και τα γενικότερα βιώματά μου έχουν επηρεάσει απόλυτα τη δουλειά μου. Από τους ήχους μέχρι τα χρώματα, οι αναφορές που χρησιμοποιώ πηγάζουν από τις εμπειρίες μου. Τ' όμορφο σε όλο αυτό είναι ότι μπορώ να μεταφράζω, μέσα από τη δική μου καλλιτεχνική γλώσσα, όλα όσα έζησα, είδα και έμαθα ως παιδί» επισημαίνει ο ίδιος στο ethnos.gr.

Γεννήθηκε το 1998 στο νοσοκομείο «Αλεξάνδρα», αλλά πέρασε τα πρώτα του χρόνια στην Αλβανία, μεγαλωμένος από τη γιαγιά του σ’ ένα γραφικό χωριό κοντά στα Τίρανα. Η ζωή εκεί, για τον ίδιο, υπήρξε σαν παραμύθι - μια από τις ωραιότερες περιόδους της ζωής του. Το χωριό, αν και μικρό, του χάρισε πολύτιμες αναμνήσεις και μια παιδική αθωότητα που αργότερα θα μετατρέψει σε καλλιτεχνική δημιουργία. Θυμάται χαρακτηριστικά καθημερινές τελετουργίες, από το βράσιμο του νερού για το μπάνιο έως τις στιγμές γύρω από την τηλεόραση, εικόνες που θυμίζουν εποχές αθωότητας και προσφέρουν έμπνευση στα έργα του. Η επιστροφή στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Ηλιούπολη, σήμανε ένα νέο κεφάλαιο με νέες προκλήσεις. Η έντονη νοσταλγία για την Αλβανία τον συντρόφευε μέχρι την εφηβεία του, με τα καλοκαίρια να γίνονται μια ανυπόμονη αναμονή για την επιστροφή στο αγαπημένο του χωριό. Ωστόσο, οι αλλαγές που συνέβησαν εκεί, όπως το κλείσιμο της οικογενειακής ταβέρνας και η μετανάστευση συγγενών, έφεραν αποξένωση. Ο τόπος αυτός, άλλοτε γεμάτος ζωντάνια, σταδιακά άλλαξε, και έτσι ο Μάριο αποφεύγει πλέον να επισκέπτεται το μέρος αυτό, κρατώντας στο νου του μια ιδανική εικόνα.

Οταν η αλήθεια ακουμπά τις ψυχές των ανθρώπων

Η σταδιακή απομάκρυνση από την Αλβανία και οι δυσκολίες που αντιμετώπισε στην Ελλάδα έφεραν τον Μάριο αντιμέτωπο με τα δικά του ερωτήματα ταυτότητας και αποδοχής. Η προσαρμογή στη γλώσσα και η αντίσταση απέναντι σε στερεότυπα ήταν ένας δύσκολος αγώνας. Εμπειρίες με επικριτικά σχόλια και απορρίψεις τον πλήγωσαν, δίνοντάς του ωστόσο έμπνευση να μετατρέψει αυτές τις αναμνήσεις σε τέχνη. Μέσα από το θέατρο, βρήκε μια διέξοδο, έναν τρόπο ν' αναμετρηθεί με ότι τον δυσκόλεψε στο παρελθόν. Οι παραστάσεις του είναι γεμάτες από τις προσωπικές του μνήμες και την αίσθηση ότι αυτές συνδέονται με κάτι πανανθρώπινο. Η πρώτη του μεγάλη επιτυχία ήρθε με το «Ragada», ένα έργο αφιερωμένο στη μητρότητα που εκτυλίχθηκε σ' έναν χώρο στην Ηλιούπολη, προκαλώντας συζητήσεις και δημιουργώντας μια βαθιά σύνδεση με το κοινό. 

Η μεγάλη επιτυχία του «Goodbye, Lindita» ανέδειξε το ταλέντο του Μάριο, με μια βαθιά συγκινητική ιστορία αφιερωμένη στη μητριά του, Λιντίτα, και τον πατέρα του, που αγγίζει το θέμα της απώλειας και του πένθους. «Ηξερα από την αρχή πως ό,τι και να συμβεί, αυτή η δουλειά θα μιλήσει στις ψυχές των ανθρώπων. Γιατί όταν κάτι έχει ως υλικό κατασκευής του την αλήθεια και θέλει πραγματικά να πει κάτι, δεν γίνεται να μην επηρεάσει κόσμο» λέει ο ίδιος. Το έργο αντιμετωπίζει το θέμα της απώλειας ως ένα ταξίδι στη μνήμη και την παράδοση, αντλώντας στοιχεία από τελετουργικά έθιμα της Αλβανίας και από άλλους πολιτισμούς. Ο Μάριο αναγνωρίζει αυτή τη διεθνή απήχηση ως ένδειξη ότι η απώλεια αγγίζει όλες τις ανθρώπινες ψυχές. «Είναι ένα παγκόσμιο ζήτημα και πανανθρώπινο, οπότε μπορεί να μιλήσει σε ανθρώπους από την Αυστραλία μέχρι την Ασία και πάλι πίσω στην Ευρώπη και πάει λέγοντας».

Στο «Goodbye, Lindita», η καλλιτεχνική του προσέγγιση βασίζεται κυρίως στο μη λεκτικό θέατρο. Η σιωπή και οι κινήσεις των ηθοποιών αναλαμβάνουν να μεταφέρουν το συναίσθημα της απώλειας, μια πρόκληση για τον σκηνοθέτη, καθώς χρειάζεται να καθοδηγήσει τους ηθοποιούς σε μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση έκφρασης. «Η σύνδεση με το συναίσθημα και τη στιγμή είναι το κλειδί που ανοίγει την πόρτα στον χώρο και τον χρόνο, επιτρέποντας στο σώμα και την ψυχή να γίνουν κομμάτι τους» εξηγεί, περιγράφοντας τον τρόπο που τα σώματα των ηθοποιών μετατρέπονται σε μέσα που αφηγούνται μια ολοκληρωμένη ιστορία χωρίς λέξεις.

Ολοκληρώνεται ένας κύκλος

Ο Μάριο συνδέεται με το έργο του μ' έναν βαθύ συναισθηματικό τρόπο, ο οποίος κάνει τον αποχωρισμό από το «Goodbye, Lindita» ακόμα πιο δύσκολο. Eπειτα από σχεδόν δύο χρόνια επιτυχημένων παραστάσεων, η παράσταση ολοκληρώνεται στην Αθήνα. «Τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα. Θέλω να κλείσει αυτός ο κύκλος γιατί, όπως όλα τα πράγματα, πρέπει να έχουν ένα τέλος. Ωστόσο, με τρομάζει η ιδέα του να μην έχω στην καθημερινότητα κάτι που μέχρι τώρα έχει γίνει ένα με τη ζωή μου». Στο διάστημα που η παράσταση παρουσιαζόταν, βίωσε στιγμές συγκίνησης και αποδοχής από το κοινό, στιγμές που μένουν χαραγμένες στο μυαλό του, από ανθρώπους που ένιωσαν βαθιά συγκίνηση έως και σχολιασμούς για την ηλικία του, όπως: «Ωχ, 23 χρόνων ο σκηνοθέτης, κατάλαβα τι θα δούμε πάλι».

Αναγνωρίζει πως στην ελληνική σκηνή οι ευκαιρίες για νέους δημιουργούς είναι περιορισμένες, κάτι που τον στενοχωρεί ιδιαίτερα. Αν και δεν θεωρεί ότι έχει έτοιμη κάποια λύση, προτείνει πως θα ήταν ενδιαφέρον να δημιουργηθούν πειραματικές σκηνές σε περισσότερα θέατρα, τόσο για το θέατρο όσο και για το χορό, δίνοντας έτσι χώρο σε νέους καλλιτέχνες να εκφραστούν. «Θα είμαι για πάντα ευγνώμων στους ανθρώπους που μ' εμπιστεύτηκαν και είδαν την επιθυμία ενός νέου καλλιτέχνη να δημιουργήσει, στον Γιώργο Κουτλή που ήταν ο διευθυντής της πειραματικής εκείνη τη χρονιά και τον Γιάννη Μοσχο. Μακάρι να είχαμε περισσότερους χώρους σαν και αυτών για να δίνονται ακόμα περισσότερες ευκαιρίες» επισημαίνει.

Φόρος τιμής στις γυναίκες που μας μεγάλωσαν

Παρά την αναγνώριση που έχει ήδη κατακτήσει, η πορεία του Μάριο Μπανούσι μόλις τώρα αρχίζει. Με νέες ιδέες και έργα υπό σχεδιασμό, συνεχίζει να εξερευνά μέσα από το προσωπικό του βίωμα μια καλλιτεχνική γλώσσα που αγγίζει και συνδέει το κοινό. Στη νέα του παράσταση, με τίτλο «ΜΑΜΙ» που θα παρουσιαστεί στη Στέγη, ο ίδιος βλέπει τη σχέση μητέρας και παιδιού σαν έναν «ανάποδο έρωτα», με τη σκηνή να γίνεται ένα τοπίο μνήμης, όπου το οικείο και το απόκοσμο συναντώνται. Το έργο είναι ένας φόρος τιμής στις γυναίκες που τον μεγάλωσαν, μια αφιέρωση στη λέξη «μαμά» και τη βαθιά συναισθηματική της βαρύτητα. Ανατρέχοντας στην εμπειρία του, ο Μάριο αποδίδει το μεγαλείο αυτών των γυναικών στη ζωή του, τις οποίες αναγνωρίζει ως διαρκή έμπνευση.

«Ό,τι κι αν σκεφτώ, αυτές οι γυναίκες θα είναι πάντα εκεί, ριζωμένες βαθιά στην καρδιά και το μυαλό μου. Το πρώτο τάισμα, το πρώτο χάδι, η πρώτη αγκαλιά – πώς να μη δημιουργήσεις μια παράσταση γι’ αυτό το συναίσθημα; Κάθε τι που δημιουργώ θέλω να έχει βάθος και ουσία. Και αυτή τη φορά, μέσα σ' αυτό το βάθος, ανακάλυψα τις μορφές που με μεγάλωσαν, με φρόντισαν και με διαμόρφωσαν, δίνοντάς μου ό,τι χρειάζομαι για να γίνω αυτό που είμαι» καταλήγει.

ΑλβανίαμητέραΕθνικό ΘέατροσκηνοθέτηςΣτέγη Ιδρύματος Ωνάση