Μπήκαμε στις πρόβες της παράστασης «Ματωμένος Γάμος» - «Το έργο έχει πολλή χαρά και χιούμορ» λέει ο σκηνοθέτης Νικορέστης Χανιωτάκης
🕛 χρόνος ανάγνωσης: 15 λεπτά ┋
Έχει μείνει λιγότερο από μία βδομάδα για την πρεμιέρα του έργου «Ματωμένος Γάμος» σε σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη. Τετάρτη βράδυ, σε μια Αθήνα που τα φώτα στους δρόμους δημιουργούν μια μυσταγωγική ατμόσφαιρα, βρέθηκα σε πρόβα της παράστασης στην σκηνή κεντρικού θεάτρου για να δω την προετοιμασία της και να συζητήσω με τον σκηνοθέτη και τους συντελεστές τους στόχους και το όραμά τους. «Έχουμε πολύ φως, εδώ σε αυτό το θέατρο που βρισκόμαστε τώρα και στην πρόβα μας» ήταν τα πρώτα λόγια που μου είπε ο Νικορέστης. Αν και μικρός σε ηλικία, έχει ήδη μια πολυετή πορεία στη θεατρική σκηνοθεσία, με πολλές επιτυχίες στο βιογραφικό του.
Ο «Ματωμένος Γάμος» γράφτηκε το 1932 σε μία περίοδο καμπή για την ισπανική κοινωνία. Ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα εμπνεύστηκε την ιστορία από ένα άρθρο εφημερίδας που ανέφερε ένα έγκλημα στην ανδαλουσιανή πόλη Nijar. «Αρκετοί μου λένε πως είναι στενάχωρο έργο, αλλά δεν είναι καθόλου. Υπάρχει ένας γάμος πριν γίνει ματωμένος. Έχει πολλή χαρά και χιούμορ. Έτσι είναι και η ζωή. Δεν είναι ποτέ μονόπλευρη. Δε γέρνει μόνο προς τα κάτω» προσθέτει ο ίδιος.
Ο Ματωμένος γάμος αποτελεί ένα θεατρικό και λογοτεχνικό φαινόμενο. Σήμερα, περίπου έναν αιώνα μετά τη συγγραφή του και παρά τη δυσκολία προσέγγισης της θεματολογίας του από τη σύγχρονη οπτική, ολοένα διευρύνεται πλανητικά η φήμη του με νέες παρουσιάσεις στο θέατρο σε πλήθος χώρες, με καινούργιες μελέτες γι' αυτόν και σταθερό το ενδιαφέρον του θεατρικού κοινού. Έχει πάρει τη θέση του δίπλα στα κορυφαία αριστουργήματα του παγκόσμιου θεάτρου, όπως είναι οι αρχαίες ελληνικές τραγωδίες, τα έργα του Σαίξπηρ, του Στρίντμπεργκ, του Τσέχωφ ή του Τένεσι Ουίλιαμς. «Τα τελευταία χρόνια, τα έργα που σκηνοθετώ έχουν να κάνουν με προσωπική σύνδεση και η αλήθεια είναι ότι ο "Ματωμένος Γάμος" μιλάει πάρα πολύ στην καρδιά μου, γιατί είναι ένα ποιητικό κείμενο που αναφέρεται στο ανεξήγητο του έρωτα, των πολύ δυνατών σχέσεων, στα πάθη. Από τη σχολή κιόλας, ήταν ένα από τα αγαπημένα μου έργα. Πολλές φορές, κατά τη διάρκεια της ζωής μου και κυρίως τα τελευταία χρόνια προσπαθούσα να εξηγήσω πράγματα και στο τέλος έλεγα: "Μα δεν υπάρχει εξήγηση". Αγαπάς κάποιον γιατί τον αγαπάς. Εάν κάτσεις και το αναλύσεις, δεν είναι αγάπη αλλά σχέση συμφέροντος και το πάθος δεν μπορεί να εξηγηθεί».
Ο Νικορέστης Χανιωτάκης διάβαζε το κείμενο του Λόρκα κι έλεγε πως αυτό το έργο δεν μπορεί να μην έχει μουσική, όπως μου εξηγεί, όταν τον ρώτησα για τη συνεργασία του, με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη που «ντύνει» μουσικά την παράσταση. «Απευθύνθηκα στον Αλκίνοο και είπα ότι εάν δεν το κάνει εκείνος δεν θα το κάνω ούτε εγώ. Δεν είναι ο μουσικός της παράστασης κι εγώ ο σκηνοθέτης. Νομίζω ότι είμαστε μαζί με τον Λόρκα, που είναι ο πρώτος δημιουργός του έργου. Εμείς οι τρεις είμαστε οι δημιουργοί της παράστασης και αναζητήσαμε τους συνταξιδιώτες μας, στους υπόλοιπους συντελεστές και ηθοποιούς. Μπήκαμε όλοι μαζί σ’ αυτό το καράβι. Αλλά η βάση ήταν το κείμενο και ο Αλκίνοος για εμένα».
Αλκίνοος Ιωαννίδης: «Στην αρχή είχα κάποιους δισταγμούς»
Ο Ιωαννίδης έχει ξαναγράψει μουσική αρκετές φορές στη ζωή του, αλλά όχι στην Ελλάδα. Είναι η πρώτη φορά που γράφει για θεατρική παράσταση στη χώρα μας. «Ήταν ένα τεράστιο στοίχημα για μένα όλο αυτό. Βέβαια, δεν αντιμετωπίζω ποτέ όσα έρχονται στη ζωή μου σαν επαγγελματικές προκλήσεις, αλλά σαν έναν καινούργιο κόσμο. Βέβαια, το έργο δεν ήταν καθόλου καινούργιο για μένα, καθώς το ξέρω πάρα πολύ καλά σαν θεατρικό και ταυτόχρονα γνωρίζω αρκετά καλά τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι που έχει γράψει πάνω στους ίδιους στίχους. Ο "Ματωμένος Γάμος" του Χατζιδάκι είναι ένα έργο που διαμόρφωσε την αισθητική μου από την εποχή που ήμουν παιδί. Είχα μάλιστα την τύχη να το τραγουδήσω και δισκογραφικά, αλλά και σε συναυλίες με το μουσικό σύνολο Μάνος Χατζιδάκις. Οπότε για μένα ήταν ένα υλικό που το έχω ζήσει πολύ βαθιά. Στην αρχή, πίστευα πως θα δυσκολευτώ να φέρω κάτι από τον προσωπικό μου κόσμο μέσα στο έργο. Είχα κάποιους δισταγμούς. Τελικά, όμως, δεν δυσκολεύτηκα γιατί το είδα κάτι σαν τελείως καινούργιο» εκμυστηρεύεται ο Αλκίνοος.
Στην παράσταση, μελοποιήθηκαν όλα τα τραγούδια και οι στίχοι του έργου, τα οποία είναι περισσότερα από αυτά που γνωρίζουμε και χωρίς περικοπές. «Μία άλλη πρόκληση ήταν πως η μουσική είναι ζωντανή στην παράσταση. Δεν υπάρχει τίποτα προηχογραφημένο. Δημιουργείται από τους ίδιους τους ηθοποιούς πάνω στη σκηνή. Αυτοί τραγουδάνε, είτε σόλο είτε πολυφωνικά και οι ίδιοι παίζουν τα μουσικά τους όργανα και δημιουργούν όλο το ηχητικό περιβάλλον με τις ανάσες, την κίνησή τους, μέσα το οποίο ζωντανεύει το έργο» προσθέτει.
Νικορέστης Χανιωτάκης: «Ο Αλκίνοος έχει μια βαθιά ποιητικότητα στη δουλειά του, όπως ο Λόρκα»
«Ο Αλκίνοος σε αυτό το έργο είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι του, γιατί ο τρόπος που βλέπει την Τέχνη, νομίζω πως είναι και ο τρόπος που το βλέπει ο Λόρκα. Δηλαδή ο Αλκίνοος έχει μια βαθιά ποιητικότητα στη δουλειά του. Στην καλλιτεχνική του ζωή αντιμετωπίζει το σκοτάδι με φως. Τα πιο σκληρά πράγματα που τον έχουν γοητεύσει ή ταράξει ή αναστατώσει, τα έχει αποτυπώσει μ' έναν τόσο γλυκό και ποιητικό τρόπο που εμένα με συγκινεί βαθιά. Το ίδιο πράγμα δημιουργεί και ο Λόρκα. Είμαι πολύ περήφανος, χαρούμενος και συγκινημένος που έχει γίνει αυτό το πάντρεμα» υπογραμμίζει ο Νικορέστης.
Το πρώτο σύμβολο του έργου είναι η Μάνα, η οποία πικραμένη από το θάνατο του συζύγου και του μεγαλύτερου γιου της από το χέρι των Φελίξ, δίνει την ευχή της στο μικρότερο γιο της για να παντρευτεί μια κοπέλα που ζει κοντά στην πόλη και δηλώνει την επιθυμία της να δει εγγόνια. Η Μαρία Τζομπανάκη συλλαμβάνει την πολύπλευρη ψυχοσύνθεση μιας γυναίκας τσακισμένης από το ολοκληρωτικό πένθος αλλά και ανείπωτα δυνατής. Μορφοποιεί τον χαρακτήρα της Μάνας με πολλαπλές εκφάνσεις συναισθηματικής εκτόνωσης, κερδίζοντας με αυτό τον τρόπο τον θεατή. «Είναι ένα καταπληκτικό έργο, που είτε το διαβάσεις είτε το δεις, σε ακουμπάει. Όλοι οι συντελεστές είναι ένας κι ένας και δεν υπήρχε περιθώριο να πω όχι. Από μικρό κορίτσι ήθελα να υποδυθώ αυτό τον ρόλο, τον οποίο δεν μπορούσα να παίξω νωρίτερα γιατί χρειαζόταν υποκριτική ωριμότητα και άλλη εμφάνιση. Δηλαδή μία κοπέλα 20 χρονών, δεν μπορεί να παίξει έναν τόσο θηριώδες ρόλο» λέει η Μαρία Τζομπανάκη, εξαντλημένη από την κούραση της πρόβας.
Μαρία Τζομπανάκη: «Είμαι αρκετά ευαισθητοποιημένη με το θέμα της μητρότητας»
«Γενικά, είμαι αρκετά ευαισθητοποιημένη με το θέμα της μητρότητας. Από πολύ νέα πονούσα τις γυναίκες που έχαναν τα παιδιά τους. Συνεπώς, όσοι ρόλοι εμπεριέχουν αυτή την οδύνη της σκέψης και του συναισθήματος, με ελκύουν πάρα πολύ. Για να μπορέσεις να στηρίξεις αυτόν τον ρόλο, πρέπει να έχεις την ικανότητα και τη δυνατότητα να πλεύσεις σε μία τρικυμία που είναι η ψυχή αυτής της γυναίκας. Μια τρικυμισμένη θάλασσα που τη μία είναι πάνω, στην κορυφή ενός μεγάλου κύματος, από την άλλη την καταπίνει και πού και πού ακουμπά σε μια απάνεμη ακτή, γιατί σε λιμάνι δεν μπαίνει από τότε που έχασε τον άντρα και το παιδί της. Αυτό χρειάζεται να είναι γλαφυρά δοσμένο, με μέτρο και προσοχή από την ηθοποιό».
Η Κρητικιά ηθοποιός, η οποία παρακολουθούμε φέτος μέσα από την πετυχημένη σειρά «Σασμός» του Alpha, συνεργάζεται για πρώτη φορά με τον Νικορέστη Χανιωτάκη. «Είναι υπέροχος. Είναι κύριος. Καλός σκηνοθέτης, που για την ηλικία του είναι έκπληξη. Δεν του ξεφεύγει τίποτα. Είναι δουλευταράς και ξέρει πώς να προσεγγίσει τους ηθοποιούς και το έργο εκάστοτε».
Στη συνέχεια, πλησιάζω τον Νίκο Πουρσανίδη, ο οποίος υποδύεται τον Λεονάρντο και είναι ο μόνος χαρακτήρας «με όνομα» στο έργο. Έχει κερδίσει το όνοµά του όχι για να ξεχωρίσει, αλλά γιατί διεκδικεί τη ζωή του µέσα από τον έρωτα και µες στην κοινωνία. Είναι παντρεμένος κι έχει έναν μικρό γιο, με την ξαδέρφη της Νύφης. Όταν, όμως, βλέπει να χάνει τον νεανικό του έρωτα, ξυπνάει το παλιό του πάθος. «Με γοητεύει όλο το έργο, αλλά κυρίως ο ρόλος μου, διότι έχει ταυτόχρονα μία σκληρή αλλά και ποιητική πλευρά. Ταυτίζεται µάλιστα µε το άλογο, το οποίο έχει μία ευγένεια, αλλά από την άλλη έχει μία μεγάλη δύναμη και ορμή. Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, ο Λεονάρντο προσπαθεί να κρατήσει κάτι που τον καίει πολύ και κάποια στιγμή δεν μπορεί να ελέγξει τον έρωτά του για τη Νύφη και τον υπερβαίνει. Είναι κάτι που το κάνω και εγώ στη ζωή μου, με την έννοια πως κρατάω πάρα πολύ τις δικές μου δυνάμεις και τις βγάζω για καλό σκοπό, βέβαια, στους αγαπημένους μου ανθρώπους αλλά και πάνω στη σκηνή. Ο ρόλος έχει φοβερή ένταση, ενώ η μαύρη πλευρά του ήρωα μπορεί να τη λέμε σκοτεινή, αλλά από πίσω κρύβονται το πάθος και ο έρωτας» δηλώνει ο ηθοποιός.
Η Μαριάννα Πολυχρονίδη, με τη σειρά της, κάνει τη γυναίκα του Λεονάρδο, δηλαδή την απατημένη της ιστορίας. Μέσα της γνωρίζει πως αυτός είναι ακόμα ερωτευμένος με την πρώτη του αρραβωνιαστικιά, που τυχαίνει να είναι και ξαδέρφη της, αλλά παλεύει από την αρχή του έργου, γιατί τον αγαπά, προσπαθώντας να τον κρατήσει κοντά της. «Είναι μία γυναίκα, που με γοήτευσε για το πόσο καθαρή και κρυστάλλινη είναι. Το δικό της στοίχημα είναι να μην πει ο θεατής: "Αχ μωρέ την κακομοίρα που την άφησε". Χαίρομαι που θα παίξω τον συγκεκριμένο χαρακτήρα, γιατί συνήθως οι ρόλοι που μου δίνουν είναι πιο δυναμικοί, που κερδίζουν τους άντρες και δεν τους χάνουν» λέει, με χιούμορ, η ηθοποιός. Η μουσική παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην παράσταση και όλοι οι ηθοποιοί δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό πάνω στη σκηνή. «Όταν μου είπε ο Νικορέστης, πως ο Αλκίνοος γράφει τη μουσική, πέταξα από τη χαρά μου. Είναι εξαιρετική, είναι πολύτιμη. Όταν την πρώτη μέρα ήρθε και μας έπαιξε με την κιθάρα του όλα τα τραγούδια, συγκινηθήκαμε πάρα πολύ. Εγώ έκλαιγα. Είναι μελωδίες που τις μουρμουρίζουμε όλη την ημέρα κι αυτό είναι πολύ σημαντικό».
Κωνσταντίνο Ασπιώτη: «Προσέγγισα τον ρόλο του Γαμπρού εντελώς αθώα»
Στον ρόλο του γαμπρού, βλέπουμε τον ηθοποιό Κωνσταντίνο Ασπιώτη, ο οποίος υποδύεται έναν ευκατάστατο νεαρό, με την οικονομική άνεση να πετύχει έναν καλό γάμο. «Δεν έχω δει ποτέ κανένα ανέβασμα του "Ματωμένου Γάμου". Προσέγγισα τον ρόλο εντελώς αθώα από αυτά που καταλαβαίνω εγώ από το κείμενο. Είναι αναγνωρίσιμα πράγματα, δοσμένα με έναν πολύ ωραίο ποιητικό τρόπο. Περιέχει όλα τα κορυφαία θέματα που κάνουν ένα έργο να είναι σπουδαίο. Δηλαδή όλο το υπαρξιακό είναι εκεί μέσα, σε σχέση με τον έρωτα, τη ματαίωση, τη χαρά και τον πόνο. Φεύγοντας, ο θεατής μπορεί να κρατήσει από την παράσταση ότι θέλει εκείνη τη στιγμή και αυτό είναι ένα κέρδος, όταν ανεβαίνουν τέτοια έργα σήμερα» αναφέρει ο ηθοποιός, με τη Μαρία Τζομπανάκη να συμπληρώνει πως το κείμενο, μεταξύ άλλων, θα δονήσει τις καρδιές των ανθρώπων που έχουν αγαπήσει και δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν. Έχει μείνει στο νου τους μία μεγάλη αγάπη, την οποία για κάποιους λόγους δεν θα έπρεπε να την ακουμπήσουν ή να πλέξουν μαζί της ένα συντροφικό γαϊτάνι.
Λίγο πριν το γάμο της, η Νύφη ταλανίζεται από αμφιβολίες: να παντρευτεί τον Γαμπρό, μετρημένο, πετυχημένο, ασφαλή ή να παραδοθεί στο αχαλίνωτο πάθος που υπόσχεται ο απαγορευμένος έρωτάς της με τον Λεονάρντο; «Εν αρχή είναι ο έρωτας και όχι το χάος. Είναι πάνω απ’ όλα. Με την έννοια πως το πάθος μπορεί τα φτιάξει όλα, αλλά και να τα διαλύσει» λέει ο Νίκος Πουρσανίδης και συνεχίζει: «Εγώ ήμουν πολύ τυχερός στη ζωή μου γιατί βρήκα τον έρωτα σε αρκετά μικρή ηλικία. Δεν έχω βαρεθεί καθόλου με τη σύζυγό μου. Στη δική μου περίπτωση, δεν με διαλύει, ίσα – ίσα που η οικογένειά μου είναι το μόνο σταθερό στη ζωή μου. Γιατί, γενικότερα, είμαι άνθρωπος που φεύγω. Έχω μία έντονη καθημερινότητα και ο έρωτας με ισορροπεί». Παράλληλα, η Μαρία Χάνου, η οποία υποδύεται τη Νύφη αναφέρει πως «Ο έρωτας είναι απόλυτα καθοριστικός. Κι όχι μόνο με τη μορφή του ζευγαρώματος αλλά και με την καθολική του έννοια. Είμαι και εγώ άνθρωπος που λειτουργώ πολύ με το ένστικτο και προσπαθώ να ακούω τις επιθυμίες μου, όπως η Νύφη. Η διαφορά μας, βέβαια είναι ότι η Νύφη καταστρέφει τη ζωή της και πολλών ακόμη με την επιλογή της. Δεν θέλω να πιστεύω ότι μπορώ να φτάσω σε αυτά τα σημεία».
Στη διάρκεια της συζήτησής μας, φαίνεται πόσο βαθιά ενθουσιασμένος είναι ο Νικορέστης Χανιωτάκης με αυτή την παράσταση. «Ασχολούμαι με αυτή την Τέχνη -δεν θέλω να το λέω δουλειά αν και βιοποριζόμαστε μέσα από αυτή- γιατί περνάω όμορφα. Επίσης, ελπίζω να υπάρχουν άνθρωποι να νιώσουν όμορφα με αυτό που εμένα με συγκινεί. Πρώτα οι συντελεστές και συνεργάτες και μετά οι θεατές. Να σας πω την αλήθεια, οι κριτικοί είναι κάτι που δεν τους σκέφτομαι καθόλου, ειδικά όταν δημιουργώ μία παράσταση. Στην πορεία των χρόνων θα πρέπει να αποδεχτούμε πως σε κάποιους θα αρέσουμε και σε κάποιους άλλους όχι. Ένας Κρητικός που είναι από την πατρίδα μου, θα με πειράξει περισσότερο».
Τα σκηνικά - κοστούμια της παράστασης είναι της Αρετής Μουστάκα, οι χορογραφίες - επιμέλεια κίνησης της Φαίδρας Δαϊόγλου και οι φωτισμοί του Νίκου Βούλγαρη. Η παράσταση θα κάνει περιοδεία σε όλη την Ελλάδα, με την κυρία Τζομπανάκη να μετρά αντίστροφα, όπως μου εξομολογείται, για το πότε θα έρθει η ώρα να παίξει στην Κρήτη. «Ανυπομονώ να κατέβω στο νησί μου, να με δει εκεί το κοινό. Θα πάω στην πατρίδα μου, που μου αρέσει τόσο πολύ. Με αγαπούν και τους αγαπώ».
Κατέρρευσε ψηφιακά το Νοσοκομείο της Νίκαιας: Εξετάσεις, εξιτήρια, μισθοδοσίες... στο χέρι
Η μάχη των... ντεσιμπέλ στη Θεσσαλονίκη: Κάθε μέρα 10 επιχειρηματίες οδηγούνται με χειροπέδες στο κρατητήριο
Φοβερός και «τριπλός» ο Γιάννης Αντετοκούνμπο! Κυπελλούχοι οι Μπακς
Πρεμιέρα σήμερα για το «Καλάθι του Αϊ-Βασίλη»: Ποια μαγαζιά με παιχνίδια αφορά - Τι περιλαμβάνει
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr