Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος στο ethnos.gr: «Δεν θεωρώ καθόλου τον εαυτό μου επαναστάτη»
🕛 χρόνος ανάγνωσης: 14 λεπτά ┋
Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος ξεχώρισε από νωρίς για το ταλέντο και τον χαρακτήρα του. Είναι αισιόδοξος στο βάθος και απαισιόδοξος στην επιφάνειά του. Δεν του αρέσει καθόλου να δίνει συνεντεύξεις, δεν είναι φιλάρεσκος και δεν έχει social media. Θεωρεί πως, ότι έχει να πει, το λέει μέσα από τη δουλειά του. Αν και ήταν ένας «αδιάφορος μαθητής», όπως έχει δηλώσει, του άρεσε να διαβάζει λογοτεχνία και ποίηση από μικρός. Στη β΄ Λυκείου αποφάσισε να γίνει ηθοποιός και μπήκε στο Τέχνης. Από τότε μέχρι σήμερα έχει διαγράψει μία λαμπρή πορεία στο χώρο του θεάματος.
Αφορμή για τη συνέντευξή μας στάθηκε η θεατρική παράσταση «Μισάνθρωπος» που θα κάνει πρεμιέρα στις 23 Νοεμβρίου στο θέατρο «Εμπορικόν». Η αιχμηρή γραφή του Μολιέρου, η αδυσώπητη σάτιρά του στη συντηρητική υποκρισία της εποχής του και η εμμονή του στην κωμωδία ως το πιο ισχυρό όπλο για την κοινωνική κριτική τον καθιστούν έναν διαχρονικά εμβληματικό συγγραφέα που «αναπνέει» στο σήμερα παρά τα 400 χρόνια που πέρασαν από τη γέννησή του. Ο ταλαντούχος ηθοποιός ενσαρκώνει τον πρωταγωνιστή του έργου, ο οποίος είναι μέλος της «καλής κοινωνίας» και αθεράπευτα ερωτευμένος με τη Σελιμέν. Μισεί, όμως, όλους τους άλλους, καθώς όσοι τον περιστοιχίζουν επιδίδονται ανελέητα στην κολακεία, στον κοινωνικό σχολιασμό και στις ίντριγκες, στην υποκρισία και στο ψεύδος.
«Ο ρόλος του "Μισάνθρωπου" είναι λίγο παρεξηγημένος ή φορτισμένος με μία σειρά από χαρακτηριστικά που εγώ δυσκολεύομαι να διακρίνω. Συχνά του προσδίδεται μία επαναστατική χροιά ενός αντισυμβατικού ανθρώπου. Δεν νιώθω πως είναι ακριβώς έτσι, αλλά είναι ένας άνθρωπος που δυσκολεύεται αρκετά να ζήσει με τους άλλους. Όχι πως έχουν κατανάγκη οι άλλοι το πρόβλημα, ίσως να το έχει και ο ίδιος. Χρησιμοποιεί την έννοια της υποκρισίας που αντιμάχεται και της ειλικρίνειας που πρεσβεύει, ως δύο άξονες μέσα από τους οποίους όλοι θα κριθούν. Αλλά στ’ αλήθεια αν είμαστε το ίδιο σκληροί μαζί του, όπως εκείνος είναι με τους άλλους, μάλλον θα έμοιαζε στα μάτια μας ως υποκριτής. Είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος ανήκει εντελώς μέσα στο σύστημα. Όταν στο τέλος ανακοινώνει πως θα φύγει απ’ όλους και απ’ όλα, δεν σας κρύβω πως δεν τον πολυπιστεύω. Νιώθω πως είναι εγκλωβισμένος και ψάχνει να βρει την ταυτότητά του σε αυτά που δεν αποδέχεται. Τρανή απόδειξη αυτού είναι ό,τι επιλέγει ή του συμβαίνει να ερωτεύεται ένα πλάσμα, το οποίο είναι εντελώς αντίθετο με όλα αυτά που πιστεύει και άρα ποτέ δεν θα μπορέσει να το έχει έτσι όπως ακριβώς επιθυμεί και άρα θα επαληθεύεται διαρκώς η δυσκολία του να συνομιλεί με τους άλλους ανθρώπους και να συνυπάρχει. Το έργο είναι μία πολύ μεγάλη και σκληρή σάτιρα απέναντι στον ίδιο τον Μισάνθρωπο και όχι απέναντι στην κοινωνία, με την οποία αυτός παλεύει. Χωρίς να εννοώ, βέβαια, πως ο Μολιέρο δεν περνάει γενεές δεκατέσσερις την κοινωνία του» λέει, χαρακτηριστικά, ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος στο ethnos.gr.
Τι ήταν αυτό που σας έχει αγγίξει περισσότερο στον ρόλο σας;
Με γοητεύει η δυσκολία κάποιου να μπορέσει να υπάρξει μέσα στη ζωή και να συνυπάρξει με τους άλλους. Με συναντάει πολύ και με αφορά πολύ. Ίσως και γι’ αυτό τον λόγο διαβάζω έτσι αυτό τον ήρωα. Μπορεί κάποιος άλλος ηθοποιός να τον προσέγγιζε διαφορετικά και να τον θεωρούσε επαναστάτη. Εγώ δεν θεωρώ καθόλου τον εαυτό μου επαναστάτη, αλλά μάλλον ως έναν άνθρωπο που δυσκολεύεται να συνυπάρξει. Αυτό προβάλλω πάνω του, αυτό αναγνωρίζω ως χαρακτηριστικό του και αυτό είναι που με αφορά κιόλας.
Είσαστε ηθοποιός αλλά και σκηνοθέτης με μεγάλες επιτυχίες στην καλλιτεχνική σας πορεία. Πώς νιώθετε που σας σκηνοθετεί ο Γιάννης Κακλέας στον «Μισάνθρωπο»;
Με τον Γιάννη Κακλέα συναντηθήκαμε καλλιτεχνικά περίπου πριν από 15 χρόνια. Είναι ένας γνώριμος άνθρωπος σ’ εμένα και φίλος. Έχουμε κάνει δύο παραστάσεις στο Εθνικό Θέατρο και Επίδαυρο. Είναι χαρά και ευκαιρία για μία ακόμα παράσταση παρέα.
Έχοντας και την ιδιότητα του σκηνοθέτη, τι θαυμάζετε περισσότερο σ' εκείνον;
Είναι πολύ δύσκολο να σας απαντήσω σε αυτή την ερώτηση, γιατί δεν αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου ως σκηνοθέτη. Είμαι ένας ηθοποιός που μπαίνει στη διαδικασία ν’ αφηγηθεί ο ίδιος μία ιστορία, όπως την καταλαβαίνει και εκεί τελειώνει η σχέση μου με την σκηνοθεσία. Με όλους τους ανθρώπους που συναντιέμαι σε αυτή τη ζωή κάτι παίρνω και όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή το χρησιμοποιώ. Αλλά δεν μπορώ να ξέρω εκ των προτέρων τι είναι αυτό.
Σε τι διαφέρει αυτό το ανέβασμα του έργου με προηγούμενα;
Δεν έχω δει ποτέ τον «Μισάνθρωπο» στη σκηνή, παρά μόνο όταν ήμουν φοιτητής στη Δραματική Σχολή πριν από 25 χρόνια από τον Λευτέρη Βογιατζή. Δεν μου είναι εύκολο, λοιπόν, να τοποθετηθώ. Ωστόσο, αυτοί που θα έρθουν να δουν τη δικιά μας παράσταση θα παρακολουθήσουν μία απόπειρα να υπάρξει ο λόγος του Μολιέρου, διασκευασμένος φυσικά, μέσα σε μία σύγχρονη εποχή, αλλά χωρίς να γίνονται επικαιρικά σχόλια.
Τη φετινή θεατρική σεζόν σκηνοθετείτε δύο διαφορετικές από κάθε άποψη παραστάσεις, «Φιλουμένα Μαρτουράνο» και «Η Μηχανή του Τούρινγκ». Πώς φτάσατε σε αυτές τις επιλογές;
Η «Μηχανή του Τούρινγκ» είναι μία παράσταση που ξεκίνησε να δουλεύεται μέσα στην περίοδο του κορονοϊού, ανέβηκε πέρυσι και συνεχίζει τη διαδρομή της με μεγάλη επιτυχία. Από την άλλη, η «Φιλουμένα» προέκυψε από την κοινή επιθυμία με τη Μαρία Ναυπλιώτου να συναντηθούμε ξανά. Μέσα από αυτή την αναζήτηση ήρθαμε αντιμέτωποι με διάφορα έργα. Η «Φιλουμένα», όμως, έχει κάτι που με αφορά και μοιάζει λίγο με αυτό που έλεγα πριν. Αυτά που με βασανίζουν στην καθημερινότητά μου, με αυτά θέλω ν’ ασχολούμαι και στη σκηνή. Με αφορά, γιατί έχει να κάνει με το πόσο μπορεί κάποιοι άνθρωποι να ζουν χρόνια μαζί και κάποια στιγμή να καταφέρουν να σπάσουν όλα αυτά που τους δεσμεύουν, όλα αυτά που προβάλλει ο ένας στον άλλον, όλες τις αποφάσεις που πήραν κάποια στιγμή στη ζωή τους και νιώθουν υπόλογοι σε αυτές για να τα καταφέρουν να βρεθούν, κυρίως σε συντροφικό επίπεδο. Για εμένα, η «Φιλουμένα» είναι ένα ακατάκτακτο έργο, θα την ονομάσουμε μία πικρή κωμωδία, αλλά δεν έχει ιδιαίτερη πλάκα. Περισσότερο, όμως, δεν έχει τη βαρύτητα ενός δράματος. Έχει πολύ φως στο τέλος, έχει αισιοδοξία και μία λύτρωση, την οποία επιθυμώ.
Τι σας γοητεύει περισσότερο στη Μαρία Ναυπλιώτου;
Η Μαρία είναι ένας πολύ δυνατός άνθρωπος, ένας καλός συνεργάτης. Είναι η χαρά για έναν σκηνοθέτη να δουλεύει μαζί της. Έχει φοβερή διάθεση να βουτήξει μέσα στα αισθήματα, να δοκιμάσει νέες περιπέτειες. Κάτι που δεν σας κρύβω ό,τι το βρίσκω αρκετά ενδιαφέρον, να είναι δηλαδή τόσα χρόνια κάποιος στη δουλειά και να μην χάνει την όρεξή του.
Είναι Οκτώβριος και παίζονται ήδη περισσότερες από 140 παραστάσεις. Πώς σχολιάζετε όλη αυτή την έξαρση και κατά πόσο το κοινό μπορεί να τις στηρίξει;
Δεν μπορούσε, δεν μπορεί και δεν θα μπορέσει να τις στηρίξει. Μας κάνει απλώς εντύπωση, επειδή υπήρξε ο κορονοϊός και ξεχαστήκαμε. Στην Αθήνα από τότε που έγινα ηθοποιός μέχρι σήμερα, δηλαδή πάνω από δύο δεκαετίες, γινόντουσαν περίπου 500 - 800 παραγωγές τον χρόνο μαζί με τις παιδικές παραστάσεις. Η Αθήνα είχε πάντοτε έναν τρομερό πλουραλισμό στο κομμάτι του θεάματος. Φυσικά και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και δεν υπάρχει κοινό για να μπορέσει να τις στηρίξει όλες αυτές. Είναι ένα ζήτημα ό,τι υπάρχει ένας τόσος διευρυμένος χάρτης θεαμάτων. Ωστόσο, δεν θα πω αν είναι καλό ή κακό. Το κοινό του θεάτρου έχει μετρηθεί σε 100.000 θεατές το πολύ, όταν κάτι είναι πάρα πολύ πετυχημένο. Ο μέσος όρος είναι περίπου στα 50.000 και αυτό συμβαίνει σε πολύ συγκεκριμένες παραστάσεις που καταφέρνουν να συναντηθούν με τους θεατές. Εάν σκεφτούμε ό,τι βρισκόμαστε σε μία πόλη 5,5 εκατομμυρίων κατοίκων και από αυτούς μόνο οι 100.000 βλέπουν θέατρο, τότε μπορεί να καταλάβει κανείς πόσο μεγάλη είναι προσφορά σε σχέση με τη ζήτηση. Συνεπώς κάθε χρόνο υπάρχουν περίπου δέκα παραστάσεις που κάνουν τη διαδρομή τους μ’ επιτυχία και βρίσκουν τον τρόπο να βιοπορίζονται ηθοποιοί και συντελεστές, στη συνέχεια υπάρχουν καμία εικοσαριά που κάπως τα βγάζουν πέρα και μετά αρχίζει το χάος, με μία εργασιακή πραγματικότητα αρκετά σκοτεινή.
Πότε για σας μία παράσταση είναι επιτυχημένη;
Όταν η διαδικασία της δημιουργίας της γίνεται με σεβασμό και ποιότητα. Μετά είναι η σχέση που αποκτά με τον κόσμο. Εάν μία παράσταση δεν τη δει το κοινό, δεν μπορεί να είναι πετυχημένη. Αυτά περί καλλιτεχνικής επιτυχίας ή όχι δεν τα ξέρω. Είναι παρηγοριές νομίζω. Χρησιμοποιώ τη λέξη επιτυχημένη, γιατί δεν μπορώ να κρίνω εγώ εάν είναι καλή ή κακή μία παράσταση. Αυτό σχετίζεται καθαρά με το προσωπικό μας γούστο. Ποιος μπορεί ν’ αποφασίσει εάν ένα θέαμα είναι καλό ή κακό; Οι κριτικοί σχεδόν πάντα μπαίνουν σε αυτό τον ρόλο, κατά τη γνώμη μου ολοκληρωτικά λανθασμένα. Μάλιστα, είναι μία μορφή έπαρσης δική τους. Για να κάνουν συχνά αισθητή την παρουσία τους γίνονται πάρα πολύ επιθετικοί. Οπότε δεν είναι εύκολο να μην τους πάρεις χαμπάρι, γιατί γίνονται τόσο προσβλητικοί και ισοπεδωτικοί που όλο και κάποιος θα βρεθεί να σου πει εάν διάβασες τα κείμενά τους. Δεν είναι εύκολο για μας και η δουλειά μας έχει μεγάλη έκθεση. Θέλει μεγάλο κουράγιο να βγαίνεις, να στέκεσαι και να ακούς τη γνώμη τους. Δεν είναι απλό.
Πότε νιώθετε πως εκτίθεστε;
Έκθεση για μένα είναι η σκηνή. Είναι ότι γίνεται ζωντανά και υπάρχει κοινό από κάτω, το οποίο αντιδρά. Έκθεση, επίσης, είναι ο ψηφιακός κόσμος, όπου επειδή έχει τη δυνατότητα να λέει τη γνώμη του μπορεί να γίνεται αγενής. Θα βρεθούμε σε μία περίοδο που όλοι θα επιτίθενται σε όλους. Γιατί είναι εύκολο.
Αυτός είναι ο λόγος που δεν βρίσκεστε και στα social media;
Όχι, δεν είναι αυτός ο λόγος. Απλά, δεν μπορώ να καταλάβω όλο αυτό που γίνεται εκεί μέσα. Δεν το κρίνω, απλά είναι κάτι που δεν μπορώ εγώ να το κάνω. Δεν καταλαβαίνω πώς γίνεται να εκθέτεις την προσωπική σου ζωή σε αγνώστους ή να συνομιλείς με ανθρώπους που δεν γνωρίζεις. Ούτε θέλω να έχουν πρόσβαση σ’ εμένα, όποτε εκείνοι το επιθυμήσουν και να μου στέλνουν μήνυμα. Δεν κατανοώ την έννοια «follower». Ωστόσο, καταλαβαίνω και σέβομαι απόλυτα την επαγγελματική χρήση αυτών των πραγμάτων, την οποία χρησιμοποιώ και εγώ μέσα από τις δημόσιες σχέσεις κάθε δουλειάς.
Πώς σχολιάζετε ό,τι αρκετοί Έλληνες καλλιτέχνες χρησιμοποιούν τα social media για να πουν δημόσια την άποψή τους για ό,τι συμβαίνει γύρω μας;
Δεν το κρίνω. Καλά το κάνουν αν το νιώθουν έτσι. Εγώ δεν μπορώ να το κάνω.
Πώς βλέπετε τη δυναμική επιστροφή της μυθοπλασίας στην ελληνική τηλεόραση;
Αν γίνει σωστή διαχείριση είναι πολύ χρήσιμο, αλλά φοβάμαι πως είναι πλασματικό. Είναι μία φούσκα που θα σκάσει. Νομίζω πως σχετίζεται με μία σειρά χρηματοδοτήσεων που δίνονται και αν σταματήσουν, θα περιοριστεί πάρα πολύ ο αριθμός των σειρών. Εάν τώρα υπάρχουν για παράδειγμα πενήντα σήριαλ, την επόμενη μέρα θα γίνουν κατευθείαν δέκα. Μιλώντας και με συναδέλφους, πολλά πράγματα που γίνονται δεν βρίσκουν καθόλου τη σχέση τους με το κοινό. Εάν δεν υπήρχε από πίσω η χρηματοδότηση, θα είχαν ήδη σταματήσει. Ωστόσο, χαίρομαι που γίνονται παραγωγές, γιατί κυρίως απορροφάτε κόσμος και έχει δουλειά, ειδικά μετά από αυτό που περάσαμε με την πανδημία και τόσοι άνθρωποι έμειναν άνεργοι.
Εσάς θα σας δούμε κάπου φέτος;
Μέχρι στιγμής δεν έχω κλείσει κάπου. Όσα έχουν γραφτεί δεν ισχύουν. Ο καθένας γράφει ό,τι θέλει. Μάλιστα, για κάποιες από αυτές δεν είχα μιλήσει και ποτέ. Στα πλαίσια, όμως, αυτού που λέγεται σήμερα: «γράφω γενικά και δεν πειράζει», είναι πολύ λογικό να γράφει κανείς ό,τι θέλει.
Σας ενοχλεί;
Όχι, μου είναι αδιάφορο. Και για να είμαι απόλυτα ειλικρινείς μαζί σας, δεν θεωρώ πως είναι και κακό. Φαίνεται πως έχω ζήτηση! Γενικά, όμως, υπάρχουν δύο πράγματα που συζητάω, αλλά δεν έχω κλείσει ακόμα. Είναι για την άνοιξη. Ξέρετε, δεν μ’ ενδιαφέρει να βρίσκομαι στην τηλεόραση απλά για να είμαι. Προσπαθώ να κάνω πράγματα που μου αρέσουν σε αυτή τη δουλειά, αλλά δεν είναι πάντα εύκολο.
Τι σας έχει απογοητεύσει περισσότερο στη σημερινή Ελλάδα;
Δεν ξέρω αν αφορά τη σημερινή Ελλάδα ή τον σημερινό κόσμο. Με απογοητεύει η ροπή προς τον φασισμό. Είναι κάτι που δεν ελευθερώνει τον άνθρωπο, αλλά τον μαζεύει και τον σπρώχνει σε κάτι πιο σκοτεινό. Νιώθω ό,τι αρκετά γρήγορα ξεχάσαμε τι σημαίνουν τα σκληρά καθεστώτα και τι σημαίνει να υποστηρίζεις κάτι τέτοιο. Είναι απογοητευτική η λήθη. Θα ήταν χρήσιμο να νικήσει σιγά – σιγά ο ανθρωπισμός και να μην ξεχνιέται τόσο εύκολα. Πρέπει να δούμε όλα αυτά που μας ενώνουν και όχι όλα αυτά που μας χωρίζουν. Αν θέλουμε κάποια στιγμή ν’ αλλάξει κάτι σε αυτή την κοινωνία και να νιώσουμε περήφανοι ό,τι είμαστε άνθρωποι. Εμείς μόνο από τα υπόλοιπα ζώα έχουμε συνείδηση.
Σε τι ελπίζετε;
Ελπίζω να έρθει μία στιγμή που θα μου αρέσει ο εαυτός μου πραγματικά.
- Νότια Κορέα: Πώς ο εορτασμός του Halloween στη Σεούλ μετατράπηκε σε εφιάλτη - Απίστευτες μαρτυρίες και πάνω από 150 νεκροί
- Τραγωδία στην Κρήτη: Βράχος καταπλάκωσε κατάλυμα στο Λασίθι - Μια γυναίκα νεκρή, ένα παιδί τραυματίστηκε
- Διπλός χριστουγεννιάτικος μποναμάς με επίδομα θέρμανσης και επιταγή ακρίβειας - Οι δικαιούχοι
- Μεγαλώνει η «τρύπα» στο ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών - Ο κίνδυνος για την οικονομία
- Το μυστικό των Αρχαίων Ελλήνων για να βρεις τον έρωτα της ζωής σου
Κατέρρευσε ψηφιακά το Νοσοκομείο της Νίκαιας: Εξετάσεις, εξιτήρια, μισθοδοσίες... στο χέρι
Η μάχη των... ντεσιμπέλ στη Θεσσαλονίκη: Κάθε μέρα 10 επιχειρηματίες οδηγούνται με χειροπέδες στο κρατητήριο
Φοβερός και «τριπλός» ο Γιάννης Αντετοκούνμπο! Κυπελλούχοι οι Μπακς
Πρεμιέρα σήμερα για το «Καλάθι του Αϊ-Βασίλη»: Ποια μαγαζιά με παιχνίδια αφορά - Τι περιλαμβάνει
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr