Σαν Σήμερα|19.01.2022 00:05

Βυθίζεται το πλοίο Χειμάρρα: Θεωρίες συνωμοσία στοιχειώνουν μέχρι σήμερα τους 383 νεκρούς του «Τιτανικού της Ελληνικής Ακτοπλοΐας»

Newsroom

Μια μέρα σαν σήμερα, στις 19 Ιανουαρίου του 1947, το ηλικίας 42 χρονών και ιδιοκτησίας του Δημοσίου, επιβατηγό πλοίο Χειμάρρα, βυθίζεται ανάμεσα στις νησίδες Βεργούδια (ή Μπερδούνια) στον Νότιο Ευβοϊκό. Τα ρολόγια έδειχναν 05:30.
Μισή ώρα πριν - σύμφωνα με τις έρευνες - είχε προσκρούσει στη βραχονησίδα Γάιδαρος και από την πρόσκρουση προκλήθηκαν ρήγματα, από τα οποία σημειώθηκε εισροή υδάτων. Η πρώτη ανεπίσημη πληροφορία που διέρρευσε ήταν ότι το πλοίο είχε προσκρούσει σε νάρκη.

Στις εφημερίδες της εποχής γράφτηκε τις επόμενες μέρες ότι: «Οι 550 επιβάτες ήταν στοιβαγμένοι σ' ένα καράβι - καρυδότσουφλο στο οποίο επικρατούσε το αδιαχώρητο. Το σκάφος ήταν παμπάλαιο. Είχε κατασκευαστεί στην Αγγλία το 1905». Να σημειώσουμε ότι στο Χειμάρρα επέβαιναν συνολικά 630 άτομα: 544 επιβάτες και 86 μέλη του πληρώματος.

Το χρονικό του ναυαγίου

Το ναυάγιο περιγράφει στο βιβλίο του «Τα Ναυάγια στις ελληνικές θάλασσες (1900-1950)», ο αείμνηστος  Χρήστος  Ντούνης (1935-2010), Αντιναύαρχος και Επίτιμος αρχηγός του Λ.Σ: «Το Χειμάρα, με πλοίαρχο τον Σπυρίδωνα Μπιλλίνη, ετών 52στις 18 Ιανουαρίου 1947 και ώρα 08.30 είχε αποπλεύσει από τη Θεσσαλονίκη με 530 επιβάτες που σύμφωνα με τις καταστάσεις ήταν 286 ιδιώτες και 244 στρατιωτικοί κλπ., με τελικό προορισμό τον Πειραιά.

Ο πλοίαρχος λόγω της κακοκαιρίας, θεώρησε σκόπιμο να μην ανοιχτεί στο Αιγαίο, αλλά να πλεύσει εσωτερικά της Ευβοίας, περνώντας από την Χαλκίδα. Όμως, την εποχή εκείνη στις ελληνικές θάλασσες υπήρχαν ναρκοπέδια και ο κίνδυνος των ναρκών ήταν και ύπουλος και υπαρκτός. Το πλοίο κατέπλευσε στη Χαλκίδα τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας και απέπλευσε για τον Πειραιά περί ώρα 01.30 τη νύχτα της 19ης Ιανουαρίου, αφού αποβίβασε 10 επιβάτες χωρίς να αναφέρεται ούτε ο αριθμός, ούτε τα ονόματα αυτών που αποβιβάστηκαν. Σημειώνεται ότι ο άνεμος ήταν βόρειος, μέτριας έντασης και επικρατούσε δριμύ ψύχος. Ο πλοίαρχος Σπυρ. Μπιλλίνης ισχυρίστηκε ότι αφού έδωσε τις κατάλληλες οδηγίες στον αξιωματικό φυλακής, αποσύρθηκε στο διαμέρισμα χαρτών. Ο πλους συνεχίστηκε μέχρι ώρας 04.00,οπότε έγινε η προβλεπόμενη αλλαγή φυλακής στον πηδαλιούχο, στον αξιωματικό φυλακής γέφυρας και στο μηχανοστάσιο. Ώρα 04.10. το σκάφος συγκλονίστηκε, τραντάχτηκε ολόκληρο από ισχυρή δόνηση, τα φώτα έσβησαν, το πηδάλιο κόλλησε στη θέση όλο δεξιά και οι ατμοί άρχισαν να βγαίνουν από το μηχανοστάσιο.

Στη συνέχεια διαπιστώθηκε εισροή υδάτων από τα υφαλά του. Το πλοίο παρέμεινε ακυβέρνητο, παρασυρόταν από τον άνεμο και το ρεύμα και βυθίστηκε ύστερα από μιάμιση ώρα περίπου, σε απόσταση 1100 μέτρων προς διόπτευση 176 μοιρών από το φάρο της νησίδας Βερδούχι (μεταξύ άκρης Αγ. Μαρίνας και της νησίδας των Νέων Στυρών) σε βάθος 13 οργιών. Μέσα στο σκοτάδι, το δριμύ ψύχος, τους καυτούς υδρατμούς που διέφυγαν από το μηχανοστάσιο, εκτυλίχθηκαν δραματικες στιγμές απερίγραπτης τραγικότητας, προκειμένου να σωθούν οι επιβαίνοντες, με τελικό αποτέλεσμα από τους 530 επιβάτες και τα 86 άτομα πλήρωμα, να σωθούν:189 επιβάτες και 44 από τα μέλη του πληρώματος. Οι απολεσθέντες επιβάτες ήταν 341 και οι απολεσθέντες από το πλήρωμα 42,δηλαδή συνολικά χάθηκαν 383 άτομα».

Ο Τύπος δίνει τη δική του εκδοχή

Ο Τύπος, ο επηρεασμένος από το εμφυλιακό κλίμα, την επόμενη του ναυαγίου «ανακάλυψε» σαμποτάζ αναρχικών κομμουνιστών! Οι στρατευμένοι δημοσιογράφοι της εποχής, που μαινόταν ο Εμφύλιος στα ελληνικά βουνά, έκαναν πως δεν γνώριζαν ότι στο πλοίο επέβαιναν 34 εξόριστοι πολιτικοί κρατούμενοι κι ανάμεσά τους σημαντικά στελέχη του ΚΚΕ από τη Βόρεια Ελλάδα. Η εφημερίδα «Εστία» μάλιστα έγραψε ότι: «…οι κομμουνισταί είχαν κάθε λόγον να εξαφανίσουν μεταφερομένους συμμορίτας διά να λείψουν αι αναμφισβήτητοι αποδείξεις περί της αναρχοκομμουνιστικής δράσεως»…

Πάντως, ο πλοίαρχος του Χειμάρα Σπύρος Μπιλλίνης, σε καμία από τις προανακριτικές καταθέσεις του δεν είχε αναφερθεί σε σαμποτάζ. Αντίθετα, ρωτήθηκε επισταμένως για θέματα ναρκών και απάντησε πως «… εγνωρίζομεν ότι υπήρχεν ναρκοπέδιον και ετηρούσαμεν τον δίαυλον συμφώνως με τον χάρτην τελευταίας εκδόσεως». Το ενδεχόμενο ενός σαμποτάζ, κι αυτό «από Γερμανούς», το ανέφερε μόνο στο απολογητικό υπόμνημά του στον ανακριτή.

Ταξίδευε με ρήγμα και βλάβες

Όπως αποκαλύπτεται από επίσημα έγγραφα, τη μοιραία ημέρα το ηλικίας 42 ετών πλοίο, που είχε δοθεί στην Ελλάδα στο πλαίσιο των γερμανικών επανορθώσεων: Ταξίδευε με ρήγμα, σημειώθηκαν τουλάχιστον δύο βλάβες στο πηδάλιο, δεν διέθετε εφεδρικό ασύρματο και είχε ελλείψεις στα σωστικά μέσα!

Ο θερμαστής Μιχάλης Κόλιας κατέθεσε ότι το πλοίο ταξιδεύοντας από Πειραιά για Θεσσαλονίκη «είχε υποστεί λόγω φουρτούνας ρήγμα εις την πλώρην ακριβώς στο μπαρκαρίζο (μικρή θύρα φορτίων) δεξιά της πλώρης».
Μάλιστα, όπως είχε αποκαλύψει στην απολογία του ο πλοίαρχος, το πλοίο δεν είχε εφεδρικό φορητό ασύρματο διότι «…είχε αφαιρεθεί και αποσταλεί εις Ναύσταθμον με εντολή αρμοδίων Κρατικών Αρχών».


Με το που έγινε αντιληπτή η επικείμενη βύθιση του πλοίου: Προκλήθηκε πανικός, με αποτέλεσμα μια άναρχη εγκατάλειψη εν μέσω πυροβολισμών (!), η οποία σε συνδυασμό με το δριμύ ψύχος οδήγησε στην πολύνεκρη τραγωδία.

Νόμιζες ότι γίνεται μάχη!

Τα θύματα ήταν πολλά και η ευθύνη αποδιδόταν σε μέλη του πληρώματος, που άφησαν αβοήθητους τους επιβάτες, και σε κάποιους ένστολους, στρατιώτες και χωροφύλακες, οι οποίοι θέλησαν να επιβάλουν με τα όπλα την τάξη!
Ο πλοίαρχος Μπιλλίνης, στην πρώτη κατάθεσή του, ανέφερε ότι ρίχθηκαν περισσότεροι από 50 πυροβολισμοί, για να εξηγήσει στον ανακριτή ότι οι πυροβολισμοί ήταν συνεχείς «ώστε να νομίζη τις ότι συντελείται μάχη». Αποκαλυπτική για τη στάση των ένστολων ήταν η κατάθεση μέλους του πληρώματος, ο οποίος ανέφερε ότι: «Πήγα στην υπ’ αριθμόν 1 λέμβο και αρχίσαμε να βιράρουμε για να βγει από το κατάστρωμα. Μέσα ήταν έξι άτομα και τελικά έσπασε το σκοινί, έπεσε η βάρκα στη θάλασσα και πήδηξαν άλλα τέσσερα άτομα. Εις εκ των επιβαινόντων χωροφύλαξ, με τον οποίον διεσώθημεν, επυροβόλησεν διά να μην επιβιβασθούν άλλοι», υπογράμμισε, ο οποίος στη διάρκεια της δίκης στο Πλημμελειοδικείο εμφανίστηκε να αναθεωρεί την αρχική κατάθεση λέγοντας ότι οι χωροφύλακες πυροβόλησαν για να εμποδίσουν τον πανικό! (εφημερίδα «Ελευθερία» 24.11.1948).
Να σημειωθεί ότι ακούστηκε τότε, ότι πολλοί από τους επιβάτες – πολιτικούς κρατούμενους φορούσαν χειροπέδες.
Οπως είχε γράψει η εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ» (8 Ιανουαρίου 2001), η πληροφορία ότι οι εκτοπιζόμενοι φορούσαν χειροπέδες στη διάρκεια του ταξιδιού δημοσιεύτηκε, για πρώτη φορά, στις 20 Ιανουαρίου 1947, στην εφημερίδα «Ελεύθερη Ελλάδα», όργανο του πολιτικού συνασπισμού των κομμάτων του ΕΑΜ, με βάση ένα τηλεγράφημα του πρακτορείου Ρόιτερ.
Το θέμα δεν αναπαρήχθη από τον «Ριζοσπάστη» ή άλλες εφημερίδες, όμως, επανήλθε, μερικά χρόνια αργότερα, από μια αναφορά στο συλλογικό έργο «Ηρωες και μάρτυρες», που εκδόθηκε, το 1954, στο εξωτερικό (σελ. 75).
Χαρακτηριστικό της κρατικής αναλγησίας της εποχής ήταν ότι οι διασωθέντες πολιτικοί εξόριστοι οδηγήθηκαν στα κελιά του Τμήματος Μεταγωγών, με μια κουβέρτα ο καθένας για στρώμα και για σκέπασμα!

Απέλπιδες φωναί, κλαυθμοί και επικλήσεις

Υπάρχει μια συγκλονιστική περιγραφή των τελευταίων δραματικών λεπτών στο πλοίο: «Το σκότος είναι βαθύ, το ψύχος δριμύ, ο συριγμός εκ της εξατμίσεως των διαρραγέντων ατμαγωγών και οι εξερχόμενοι του μηχανοστασίου υδρατμοί, το πλήθος των επιβαινόντων στρατιώται -Χωροφύλακες- ένοπλοι και γυναικόπαιδα, απέλπιδες φωναί, κλαυθμοί και επικλήσεις αναζητήσεις των οικείων και προσφιλών, πυροβολισμοί, δημιουργούν κατάστασιν εξαιρετικά δύσκολον, σοβαράν, δραματικήν την συνεννόησην και επικοινωνίαν μεταξύ των μελών του πληρώματος δυσχερή και την επιβολήν ή αξίωσιν επιβολής τάξεως και ψυχραιμίας παράτολμον».

«Αρπάχτηκα από μια καουτσουκένια σχεδία και ενώ το καράβι βούλιαζε με την αριστερή μπάντα, βρέθηκα στη θάλασσα», περιγράφει ο Γ΄ ασυρματιστής του πλοίου, Γιώργος Φρέρης, σε εφημερίδες της εποχής: «Βούλιαξα και εγώ. Κάποια γυναίκα με κρατούσε από τα πόδια. Ενώ βυθιζόμουν, κρατώντας όσο μπορούσα την αναπνοή μου και ενώ με παρέσυρε η δίνη που έκανε το βαπόρι, κουνώντας χέρια και πόδια βρέθηκα στον αφρό. Σε λίγο είδα συντρίμμια του καραβιού και αρπάχτηκα από αυτά. Η θάλασσα είχε γεμίσει από ναυαγούς. Παλεύανε λίγο με το νερό και βουλιάζανε. Στα αυτιά μου έχω τις φωνές τους, "κρυώνω, κρυώνω". Οι περισσότεροι ναυαγοί ύστερα από λίγη ώρα σιωπούσαν για πάντα»... Να σημειωθεί ότι πολλοί επιβάτες κατέθεσαν πως μέλη του πληρώματος δεν είχαν προσφέρει καμία βοήθεια και δεν είχαν βρει σωσίβια. Επίσης, φαίνεται ότι για αρκετή ώρα αξιωματικοί του πλοίου εμφανίζονταν καθησυχαστικοί πως «δεν συμβαίνει τίποτα», με αποτέλεσμα να χαθεί πολύτιμος χρόνος.

Ο πλοίαρχος Μπιλλίνης εγκατέλειψε τελευταίος το πλοίο, ο υποπλοίαρχος Κων/νος Σ. Κασβίκης, βγήκε στην ακτή και ειδοποίησε τις αρχές για το ναυάγιο και επέστρεψε για την περισυλλογή ναυαγών.

«Λάθος πορεία»

Το πόρισμα από τις ανακρίσεις που διενήργησε η Ανακριτική Επιτροπή Ελέγχου Ναυτικών Ατυχημάτων κατέληξε πως το πλοίο δεν κινούνταν επί της ορθής πορείας με αποτέλεσμα να προσκρούσει στη βραχονησίδα Γάιδαρο.
Πέντε πραγματογνώμονες δεν κατέληξαν σε κοινό συμπέρασμα για την αιτία, καθώς υπήρχαν διαφορετικές απόψεις, με ισχυρά επιχειρήματα η κάθε μία, για το εάν το πλοίο προσέκρουσε σε ύφαλο ή επέπεσε σε νάρκη. Μέσα από αντικρουόμενα πορίσματα προσπάθησαν οι δικαστές του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών να «φωτίσουν» την αιτία του πολύνεκρου ναυαγίου.
Επιβλήθηκαν ποινές σε αξιωματικούς και μέλη του πληρώματος του πλοίου. Για την απώλεια του Χειμάρρα το Ελληνικό Δημόσιο εισέπραξε από την ασφαλιστική εταιρεία 70.000 λίρες Αγγλίας. Οι οικογένειες των θυμάτων δεν πήραν καμιά αποζημίωση! Το ναυάγιο ανακαλύφθηκε το 1999 από καταδυτική ομάδα.

Πηγές: «Τα ναυάγια στις ελληνικές θάλασσες 1900-1950» Τόμος Α. Χρήστος Ντούνης, www.rizospastis.gr, www.efsyn.gr

Νότια Εύβοιαειδήσεις τώραναυάγιονεκροί