Σαν Σήμερα|24.03.2024 00:00

Πεθαίνει ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος – 27 χρόνια μετά εκδικήθηκε όσους τον χλεύαζαν

Newsroom

Μια μέρα σαν σήμερα, 24 Μαρτίου του 1934, τα χρώματα του κόσμου σβήνουν από τα μάτια του Θεόφιλου… Ο λαϊκός ζωγράφος «έφυγε» χορτασμένος από τη χλεύη του κόσμου· τους εκδικήθηκε, όμως!

Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ήταν καταχωρημένος στα κιτάπια του ληξιαρχείου ως «Θεόφιλος Κεφαλάς», και στα «μονόστηλα» της Ιστορίας απλά ως «Θεόφιλος». Κάποιοι τον έλεγαν αλαφροΐσκιωτο, άλλοι παλαβό· ο Θεόφιλος, όμως, ήταν λαϊκός ζωγράφος, αγιογράφος, βαθύτατα Έλλην με απροσμέτρητη καλλιτεχνική ψυχή.

Τον χλεύαζαν, βλέποντάς τον να κυκλοφορεί στους δρόμους μτυμένος με φουστανέλες. Τον περιγελούσαν για τις «μουτζούρες» που σκάρωνε σε τοίχους και ξύλινες κασέλες, κι εκείνος χαμογελούσε και συνέχιζε το ταξίδι του στην αιωνιότητα.

«Όλες οι πληροφορίες που έφτασαν ως εμάς για τον τρόπο που έζησε και έδρασε μάς πείθουν ότι, ο μικρόσωμος αυτός γιος ενός τσαγκάρη της Μυτιλήνης, είχε το τεράστιο θάρρος να προχωρήσει μες στη ζωή στηριγμένος αποκλειστικά και μόνο στην αγαθότητα της ψυχής του, εντελώς απαλλαγμένος από τα καθημερινά πάθη και παραδομένος, με την ευπιστία μικρού παιδιού, στα όνειρά του», γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης στα «Ανοιχτά Χαρτιά» του.

Ο Θεόφιλος στα 18 του, έφυγε από την ασφάλεια της οικογένειάς και ταξίδεψε απέναντι, στη Σμύρνη, όπου έπιασε δουλειά ως πορτιέρης, θυρωρός, «καβάσης» όπως τους αποκαλούσαν τότε, στο Ελληνικό Προξενείο· κι έπειτα πήγε στο Βόλο και μετά στο Πήλιο, όπου δημιούργησε τα αριστουργήματά της φαντασίας του.

Μέσα στη γενική χλεύη

«Ένα πιάτο φαΐ, ένα ρούχο, ένα σελάχι με μπογιές. Κι εκτείνει τις παρορμήσεις του τις ψυχικές σε ένα μήκος απέραντο ζωγραφικών οραμάτων. Έτοιμος να πορευτεί μέσα στη γενική χλεύη, που κάτι του λέει ότι δεν θ’ αργήσει να ‘ρθει. Και πραγματικά, αν είναι αληθινές οι μαρτυρίες που έχουμε, ο γλυκύτατος αυτός άνθρωπος χρειάστηκε, όχι λίγες φορές, να αντιμετωπίσει τη βαναυσότητα».

Το 1927, ο Θεόφιλος επέστρεψε στη Μυτιλήνη. Λέγεται ότι αφορμή για την αναχώρηση του από τα χώματα του Πηλίου, ήταν επεισόδιο σε καφενείο, όταν κάποιος για να διασκεδάσει τους θαμώνες έριξε τον Θεόφιλο από σκάλα όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε.
Κι εκεί, στη γενέτειρά του, ο Θεόφιλος συνεχίζει να ζωγραφίζει για ένα πιάτο φαγητό, για ένα ποτήρι κρασί, μέσα από τον εμπαιγμό και τις κοροϊδίες των συμπολιτών του.

«Τον κορόιδεψαν, τον γιουχάισαν, κάποτε έφθασαν να τον πετροβολήσουν. Και η απόκρισή του ήταν ένας Καραϊσκάκης, δυο φορές πιο μεγάλος απ’ τον Άι Γιώργη, «εν ξυφήρεις», όπως έγραφε ο ίδιος από κάτω. Του πετούσαν ένα πιάτο με αποφάγια οι κοπέλες, χαχανίζοντας· και εκείνος ανιστορούσε για χάρη τους τα πάθη του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας».

Εκεί στη Μυτιλήνη, συνάντησε τον Θεόφιλο, ο τεχνοκριτικός και εκδότης Στρατής Ελευθεριάδης -Teriade, που κατοικούσε μόνιμα στο Παρίσι. Σ’ αυτόν, τον μαικήνα, οφείλεται η αναγνώριση της αξίας του έργου του Θεόφιλου και η διεθνής προβολή του, που δυστυχώς για τον ζωγράφο ήρθε μετά θάνατον.

«Στο φτωχικό καμαράκι όπου ξεψύχησε, δεν βρέθηκε παρά μια μικρή κασέλα, ζωγραφισμένη κι αυτή από όλες τις μεριές- λες και δεν ήταν τρόπος να ησυχάσει αν έμενε κάποιο κενό γύρω του αζωγράφιστο- με τριανταφυλλιές παραστάσεις επάνω σε γαλαζοπράσινο φόντο. Και μέσα, όλο το βιός του: ένα κεράκι, ένα σελάχι, δυο τρία εσώρουχα και άλλα τόσα βιβλία. Και ακόμα κάτι: το προσωπικό του σημειωματάριο. Ένας τόμος χοντρός από συραμμένα λογής φύλλα που τα γέμιζε με παράξενα σχέδια και αντιγραφές από αγαπητά διαβάσματα».
Ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος πέθανε παραμονή της 25ης Μαρτίου του 1934- όπως λένε- από τροφική δηλητηρίαση.
Τον Ιούνιο του 1961 εγκαινιάστηκε μεγάλη έκθεση με έργα του Θεόφιλου στο Μουσείο του Λούβρου. Ο «μισότρελος φουστανελάς», ο «σοβατζής» είχε πάρει την εκδίκησή του!

ζωγράφοςειδήσεις τώρασαν σημεραθάνατος