Travel|12.11.2019 20:11

Μαλάουι: Βουτιά στη «ζεστή καρδιά» της Μαύρης Ηπείρου

Newsroom

Κείμενο – Φωτογραφίες: Λορέντζο Νεράντζης

Μαλάουι, ποιος άραγε θα μπορούσε να υποδείξει πού βρίσκεται αυτή η φτωχή χώρα των 18.1 εκατομμυρίων κάτοικων της Αφρικής; Ανοίγοντας τον χάρτη, αν ψάξει να βρει μια μικρή φέτα γης, που συνορεύει δυτικά με τη Ζάμπια, βόρεια με την Τανζανία και νότια με τη Μοζαμβίκη, θα βρει μια μεγάλη λίμνη και ένα κράτος άγνωστο για τους περισσότερους. Μακριά από τα τουριστικά πακέτα, το Μαλάουι αναφέρεται πού και πού στους τίτλους της διεθνούς δημοσιογραφίας για υιοθεσίες επώνυμων και επιθέσεις ντόπιων σε βαμπίρ. Είχα την τύχη να δουλέψω εκεί για παραπάνω από 18 μήνες και να βιώσω από πρώτο χέρι την τόσο μοναδική ζωή αυτής της αφρικανικής χώρας.

Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνη την πρώτη διαδρομή από το αεροδρόμιο στο νέο μου σπίτι, στην πρωτεύουσα Λιλόνγκουε. Σαν σφουγγάρι ρουφούσα τις εικόνες γύρω μου, τους ήχους, και τη μαγική ενέργεια που εκπέμπει ο τόπος. Την απέραντη φύση και τις αχανείς κοιλάδες, άλλοτε καταπράσινες κι άλλοτε καφέ και κίτρινες. Τις λιγοστές φτωχικές κατοικίες στο χρώμα της γης, που σχεδόν δεν διακρίνονταν. Τους ανθρώπους που συναθροίζονταν σε μεγάλες παρέες, χωρίς να κάνουν τίποτε, μόνο για να παίξουν bao- ένα παιχνίδι με μπίλιες, κάτι σα το «δικό μας» τάβλι- ή για να ανταλλάξουν τα προϊόντα τους. Αλλους πάλι που κουβαλούσαν με μιαν απίστευτη χάρη σε γραμμές, στην άκρη του δρόμου, κάθε λογής αντικείμενα στο κεφάλι τους. Εβλεπα γύρω μου λίγα σπίτια, και μου ήταν αδύνατο να φανταστώ ότι εκεί μέσα μπορούσαν να ζουν τόσοι πολλοί.

Πάνω από όλα, όμως, δεν θα ξεχάσω εκείνα τα φανταχτερά πολύχρωμα υφάσματα, τα chitengie, με τα οποία έδεναν τα παιδιά στην πλάτη τους ή τα χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες σαν φούστες. Παντού γύρω μου έβλεπα μια αέναη κίνηση, αλλά και μια ηρεμία σε κάθε έκφανση της καθημερινής ζωής. Μια πραότητα πρωτόγνωρη για έναν δυτικό, που μετρά το χρόνο σε κάθε δραστηριότητά του.

Από τη Λιλόνγκουε στη λίμνη Μαλάουι

Κάποια στιγμή ο συνοδός μου με ενημέρωσε ότι φτάσαμε στην Λιλόνγκουε. Κοίταξα γύρω μου, αλλά το σκηνικό δεν είχε αλλάξει. Παντού έβλεπα φύση, κανένα ίχνος αστικού περιβάλλοντος. Η μοναδική ένδειξη ότι έμπαινα σε κάτι που με αρκετή φαντασία μπορούσες να ονομάσεις και πόλη, ήταν η πυκνότητα των ανθρώπων και ο αριθμός των σπιτιών. Τίποτε άλλο.

Πυκνή ήταν και η βλάστηση μπροστά από το σπίτι μου. Συστάδες δένδρων, ρυάκια εδώ και κει, και πιο πέρα καταπράσινες κοιλάδες που εκτείνονταν μέχρι εκεί που έφτανε το βλέμμα. Κι όμως, απείχα μόλις δέκα λεπτά από το κέντρο της πρωτεύουσας, γεγονός που χρειάστηκε δυο-τρεις μέρες για να το αντιληφθώ.

Η Λιλόνγκουε έχει πράγματι κάτι το μοναδικό: οι κάτοικοί της, περίπου ενάμισι εκατομμύριο, ζουν κυριολεκτικά μέσα στο πράσινο. Είναι το τέλειο «πάντρεμα» των ανθρώπων με τη φύση. Μπορεί οι ανέσεις να είναι διαφορετικές για τους λευκούς και διαφορετικές για την πλειοψηφία των μαύρων, αλλά, ανεξαρτήτως οικονομικής κατάστασης, στο Μαλάουι, όλοι πραγματικά νιώθουν τη φύση σαν τη μεγάλη οικοδέσποινα και τον άνθρωπο έναν απλό φιλοξενούμενο μαζί με το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο.

Αλλωστε τα ζώα, από έντομα και οικόσιτα, όπως κατσαρίδες και γάτες μέχρι τα πιο άγρια, όπως μαϊμούδες και ύαινες, ήταν πανταχού παρόντα στην καθημερινότητά μου. Και μπορεί οι μαϊμούδες να είναι σχετικά ακίνδυνες- αν και αρκετές φορές έπεσα «θύμα ληστείας», ειδικά όταν άφηνα φανταχτερά αντικείμενα έξω από το σπίτι- οι ύαινες, όμως, ήταν το μεγάλο πρόβλημα. Συχνά αγέλες επιτίθενται σε διάφορες περιοχές του Λιλόνγκουε κι όπως με προειδοποίησαν οι ντόπιοι ένα κοπάδι ύαινες είναι χειρότερες από ένα λιοντάρι. Για το λόγο αυτό οι τοπικές αρχές έχουν συστήσει στους ξένους να αποφεύγουν τους νυχτερινούς  περίπατους στους δρόμους της πόλης.

Βέβαια τα μεγαλύτερα ζώα βρίσκονται μέσα στο φυσικό τους περιβάλλον, στα πολλά προστατευόμενα πάρκα σε απόσταση δύο-τριών ωρών έξω από τη Λιλόνγκουε. Εκεί θα βρει κανείς τα λεγόμενα «big five», τα εντυπωσιακότερα πέντε ζώα της σαβάνας: λιοντάρια, λεοπαρδάλεις, ελέφαντες, ιπποπόταμους και βουβάλια, καθώς και κροκόδειλους, ζέβρες, γαζέλες, καμηλοπαρδάλεις και πούμα. Το γνωστότερο από όλα είναι τo Liwonde και μαζί με το Majete National Park, το Nhkotanhkota Game Reserve και το Kasungu National Park προσφέρουν πολλές επιλογές και εξορμήσεις για σαφάρι, ειδικά την εποχή της ξηρασίας, μεταξύ Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου.

Αλλα μέρη απίστευτης φυσικής ομορφιάς είναι και οι κατάφυτες κοιλάδες του Zomba Plateu και Nyika National Park, το επιβλητικό δάσος του Ntchisi Forest Reserve, το Shine River- ιδανικό για παρατήρηση πουλιών- και φυσικά το φημισμένο Mulanje Mountain, το υψηλότερο βουνό της χώρας, με υπέροχη θέα και καταρράκτες στην διαδρομή για την κορυφή.

Στη Λίμνη των Αστεριών

Αν υπάρχει ένα μέρος στο Μαλάουι που οι κάτοικοί της οφείλουν σχεδόν τα πάντα, από τη διατροφή τους έως και το όνομά τους, αυτό είναι η ομώνυμη λίμνη.

Η Λίμνη των Αστεριών, όπως λέγεται, ή/και Λίμνη του Χρόνου, εξαιτίας των 356 μιλίων του μήκους της, είναι μια «μικρή Μεσόγειος» μέσα στην καρδιά της Αφρικής. Με πλάτος 45 μίλια είναι αδύνατον στα περισσότερα σημεία της να διακρίνει κανείς την απέναντι πλευρά, και μου πήρε πάνω από έξι μήνες να μάθω να μην τη λέω «θάλασσα».

Η εικόνα της λεπτής άμμου στην Likoma, των πεντακάθαρων καταγάλανων νερών στο Monkey Bay, των ξύλινων σπιτιών μέσα στα πυκνά δέντρα στην Nhkata Bay και τα πεντανόστιμα ψάρια, κυρίως το chambo, στη Salima, μου έδιναν την αίσθηση κάποιες στιγμές ότι  βρίσκομαι στο Αιγαίο, κάπου στο Πήλιο ή στη Σκόπελο. Μόνον το γλυκό νερό, όταν βουτούσα, μ΄ έκανε να καταλάβω ότι στην πραγματικότητα ήμουνα απλά σε μια τεράστια λίμνη, την τρίτη μεγαλύτερη της Αφρικής.

Η Ελλάδα στο Μαλάουι

Οι εικόνες της Μεσογείου δεν είναι το μοναδικό  πράγμα που μου θύμιζε τόσο έντονα την Ελλάδα. Πολύ περισσότερο ήταν η παρουσία μιας ισχυρής και πλούσιας ελληνικής κοινότητας, μια από τις πιο αγαπητές από τους ντόπιους παροικίες ξένων στο Μαλάουι.

Είχα την ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά τον πατέρα Ερμόλαο, μέσω κοινών γνωστών στη Θεσσαλονίκη (αθάνατη ελληνίδα γιαγιά), ο οποίος μου διηγήθηκε την ιστορία των περίπου 50 ελληνικών οικογενειών που ζουν στην περιοχή του Blantyre, σχεδόν όλες με καταγωγή από τη Λήμνο.

Στα τέλη της δεκαετίας του ΄40, όταν το Μαλάουι βρισκόταν υπό βρετανική κυριαρχία και λεγόταν Νιάσαλαντ (Nyassaland), έφτασε ο Νικόλαος Γιαννάκης,  με καταγωγή από το χωριό Κοντιά της Λήμνου, έχοντας διανύσει με τα πόδια 450 χιλιόμετρα, μετά την ολοκλήρωση ενός έργου στη Ζιμπάμπουε. Είχε ακούσει από κάποιον για μια λίμνη με τόσα ψάρια που σχεδόν τα πιάνανε με τα χέρια. Οταν έφτασε, παρατήρησε ότι οι ντόπιοι δεν χρησιμοποιούσαν δίκτυα και ως πολυμήχανος Ελληνας, παρήγγειλε ένα σάκο από τον τόπο του. Με τα χρήματα που κέρδισε τον πρώτο καιρό, αγόρασε δυο-τρεις βάρκες, και βήμα-βήμα έχτισε ένα στόλο πλοιαρίων και μια αυτοκρατορία εξαγωγής ψαριών από την λίμνη. Τα αδέλφιά του, οι γαμπροί και οι νύφες τους, που τους προσκάλεσε από τη Λήμνο, άρχισαν να εργάζονται μαζί του.

Μια δεκαετία αργότερα, υπό την απειλή εξαφάνισης όλων των ψαριών της λίμνης λόγω υπεραλιείας, η κυβέρνηση απαγόρεψε το ψάρεμα τους περισσότερους μήνες του έτους. Παρ’ όλα αυτά, η μικρή κοινότητα των 20-25 Λημνιών δεν πτοήθηκε. Με τη μικρή περιουσία που είχαν ήδη φτιάξει, αγόρασαν με πενιχρά ποσά απέραντες εκτάσεις γης και άρχισαν να καλλιεργούν καπνό.

Σήμερα τα καπνά είναι το υπ΄ αριθμόν ένα εξαγωγικό προϊόν του Μαλάουι και αντιπροσωπεύει το 15% του ΑΕΠ. Η ελληνική παροικία ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής και εξαγωγής καπνού, και μαζί με πολλά καταστήματα, μαγαζιά και επιχειρήσεις αγροτικών προϊόντων, είναι η πλουσιότερη παροικία ξένων στη χώρα.

Αυτό, όμως, που συνεχώς με εξέπληττε είναι η αγάπη των ντόπιων όταν άκουγαν ότι είμαι από την Ελλάδα. Οπως μου εξήγησαν πολλοί γηγενείς συνάδελφοι στη δουλειά, οι Ελληνες είναι τόσο αγαπητοί γιατί, σε αντίθεση με άλλους λευκούς, «δεν έχουν το ύφος του αποικιοκράτη». Ο Ελληνας, όπως χαρακτηριστικά μου λέγανε, έμαθε αμέσως τα Τσιτσέγουα και έχει γίνει ένα με τους ντόπιους. Αλλωστε, οι περισσότεροι νέοι συμπατριώτες δήλωναν ότι αισθάνονταν και Ελληνες και Μαλαουϊανοί. Η ελληνική παροικία, με την αρωγή της ορθόδοξης εκκλησίας, έχει βοηθήσει ένα μεγάλο μέρος του φτωχότερου πληθυσμού με πολλά νοσοκομεία, σχολεία, συσσίτια, και δωρεές στο κράτος μετά από φυσικές καταστροφές. Οπως μου είπαν αρκετοί ντόπιοι, «ο Ελληνας μπορεί να ‘ναι λευκός, αλλά έχει την καρδιά ενός μαύρου».

Καλημέρα, τι κάνεις;

Εκτός από τη λίμνη, ένα άλλο χαρακτηριστικό του Μαλάουι είναι η καλοσύνη και η φιλικότητα των κάτοικων του, που του έχουν δώσει δικαίως το προσωνύμιο η «Ζεστή Καρδιά της Αφρικής». Παρά τις συνθήκες ακραίας φτώχιας που ζει περίπου το 85% του πληθυσμού, δεν έχω γνωρίσει άλλον λαό που να τους ξεπερνάει στην ευγένεια.

Ολες οι συνδιαλέξεις, από τις επίσημες συναντήσεις σε ένα υπουργείο μέχρι το πρατήριο βενζίνης, ξεκινούν με ένα «Muli bwanji», που στα ελληνικά σημαίνει «καλημέρα, τι κάνεις;», και τελειώνουν με το «Zikomo», τo ευχαριστώ, που είναι και η συνηθέστερη λέξη που θα ακούσεις στις συνομιλίες τους.

Δεν υπήρξε φορά που να ένιωσα απειλή και φόβο στην συναναστροφή μαζί τους. Μόνο βλέμματα απορίας και έκπληξης μερικές φορές όταν επισκεπτόμουν απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές που δεν έχουν συνηθίσει στην όψη ενός λευκού. Η μοναδική ακραία αντίδραση που έζησα ερχόταν από τα μικρά παιδιά που όταν με βλέπανε ξαφνικά, βάζανε έντρομα τα κλάματα. Λογικό όμως, αν σκεφτούμε ότι ο «ο κακός λευκός που θα σου πιει το αίμα» είναι η συνηθέστερη «απειλή» που χρησιμοποιούν οι γονείς για να συνετίσουν τα παιδιά τους.

Αλλά πάνω από όλα, αυτό που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση στο Μαλάουι ήταν η δύναμη των ανθρώπων. Οχι μόνο η σωματική, μα και η δύναμη της ψυχής τους. Είναι πραγματικά απίστευτο να τους βλέπεις με τα τεράστια αντικείμενα που με τόση χάρη κρατούν στο κεφάλι τους και τα 100 κιλά ξύλα φορτωμένα σαν Jenga στο ποδήλατό τους. Ή να ακούς ότι οι περισσότερες γυναίκες κάνουν καθημερινά χιλιόμετρα με τα πόδια για να φέρουν έναν κουβά νερό από το κοντινότερο πηγάδι. Παρά τον Γολγοθά και τον αγώνα που δίνουν καθημερινά, χωρίς ρεύμα και νερό, για ένα πιάτο φαΐ, δεν χάνουν ποτέ το χαμόγελο και την καλή τους διάθεση. Ζουν ξέγνοιαστα στη φύση και ξέρουν πραγματικά να εκτιμούν τις μικρές χαρές που έχει να προσφέρει η ζωή.

*

Χρήσιμες συμβουλές, κατά την παραμονή σας στο Μαλάουι, αγοράστε μια τοπική κάρτα SIM με την άφιξη σας, είναι σχετικά φθηνές και προσφέρουν ιντερνέτ στις πόλεις. Μάθετε, πριν την άφιξη σας, μερικές κουβέντες στα τσιτσέουα. Είναι ο καλύτερος τρόπος για να κάνεις έναν Μαλαουϊανό να χαμογελάσει. Πάρτε όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα για την ελονοσία (χάπια, αντικουνουπικά, μακρυμάνικα το βράδυ, κουνουπιέρες κά). Αποφύγετε την κατανάλωση νερού της βρύσης γενικά, και φαγητού σε μέρη που οι διακοπές ρεύματος είναι συχνές. Ψωνίστε άφοβα, αλλά να θυμάστε ότι απαγορεύονται αυστηρά τα αντικείμενα από ελεφαντοστό. Κάντε παζάρια στις τιμές, αφού σίγουρα σας ζητάνε πολλαπλάσια σαν ξένο, το λεγόμενο «Azungu price».

T
T
T
T

Info

-Μετάβαση: Το Μαλάουι συνδέεται με περιορισμένο αριθμό αεροδρομίων της Αφρικής, έτσι ο χρόνος ταξιδιού μπορεί να κρατήσει και μια ολόκληρη ημέρα. Οι κυριότεροι ενδιάμεσοι σταθμοί είναι το Dar-el-Salam, το Γιοχάνεσμπουργκ και το Ναϊρόμπι, που προσφέρει και την πιο γρήγορη πρόσβαση, μέσω Κωνσταντινούπολης. Η μέση τιμή εισιτήριων από Ελλάδα κυμαίνεται στα 800-1000 ευρώ.

-Διαμονή: Οι επιλογές διαμονής είναι περιορισμένες, παρ’ όλα αυτά υπάρχουν καταλύματα για όλα τα γούστα. Για τους λάτρεις της πολυτέλειας, τα ομορφότερα ξενοδοχεία είναι τo Blue Zebra στην Nankoma Island, το Sunbird στην Salima, και το President Walmont στην Lilongwe. Γι’ αυτούς όμως που ψάχνουν την επαφή με την φύση και την περιπέτεια, υπάρχουν αρκετά καταλύματα προσεγμένα και φτιαγμένα με μεράκι. Τα καλύτερα είναι το Casa Rosa στην Zomba, το Pottery Lodge στην Nhkotakota, τo Mayoka Village στην  Nhkata Bay, το Safari Camp στην Liwonde, το Thumbi View στο Cape Mclear, το Mushroom Farm στην Livingstonia, το Mufasa Eco στην Monkey Bay, το Nkhudzi Lodge στo Mangochi, το Mango Drift στην Likoma και το Kumbali Village στην Lilongwe.

Tips

-Πόλεις: Εκτός από την Λιλόνγκουε, οι ομορφότερες πόλεις είναι, η Zomba, η πρώην πρωτεύουσα των Βρετανών, με πολλά όμορφα παλιά αρχοντικά αποικιοκρατικού στυλ και καταπράσινες κοιλάδες και δάση σε απόσταση αναπνοής, η Blantyre, η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη και μοναδική που προσφέρει κάποια ίχνη αστικού περιβάλλοντος, η Livingstonia, η παλιά βάση των πρώτων εξερευνήσεων της Αφρικής και η Likoma με τον εντυπωσιακό καθεδρικό του 19ου αιώνα.

-Φαγητό: Αν εξαιρέσουμε το φαγητό που προσφέρει το κατάλυμα διαμονής- και κάποια λίγα εστιατόρια στις μεγάλες πόλεις- η μοναδική επιλογή σίτισης στο Μαλάουι είναι το φαγητό που τρώνε οι ντόπιοι. Το μενού μπορεί να είναι σχετικά περιορισμένο, αξίζει όμως να το δοκιμάσετε. Το βασικό πιάτο είναι η Νσίμα, ένα είδος πουρέ καλαμποκιού που το βράζουν και το ζυμώνουν στην φωτιά. Τρώγεται ζεστό, με τα χέρια, και συνοδεύεται από κάθε είδους κρέατος (μοσχάρι, κοτόπουλο, γίδα) σε σάλτσα ή θαλασσινά. Τα γευστικότερα ψάρια που έφαγα ήταν το Chambo, το Butterfish και το γατόψαρο, που θα τα βρείτε σίγουρα στις παραλίμνιες περιοχές. Στην πρωτεύουσα τα καλυτέρα εστιατόρια είναι τα Latitude, Mama Mia, Mediterranean, Country Lodge, Four Seasons, και Larks.

-Αγορές: Τα αναμνηστικά και οι ζωγραφιές φτιαγμένα στο χέρι από ξύλο, πέτρα ή καρπούς, καθώς και τα πανέμορφα υφάσματα chitengie συναντούνται σχεδόν παντού, σε όλη την χώρα. Στην Λιλόνγκουε οι καλύτερος αγορές βρίσκονται στο Lizulu market, το Old Town Mall, το Ama Khofi, και στην πλατειά του City Center. Επίσης, στο Farmers Market το τελευταίο Σάββατο κάθε μήνα. Στα περισσότερα βενζινάδικα και σε πολλά σημεία στην άκρη του εθνικού δρόμου, θα βρείτε μικροπωλητές με τοπικές χειροτεχνίες. Αν όμως ψάχνετε υψηλής μορφής τέχνη, τότε τo Mua Mission κοντά στην Salima, σίγουρα επιβάλει μια επίσκεψη.

ΜαλάουιΑφρικήταξίδια εξωτερικό