The Pursuit of Love: Γιατί μιλάνε όλοι για τη νέα μίνι σειρά εποχής του BBC;
Αφροδίτη ΓκόγκογλουΌλοι μιλάνε για τη νέα μίνι- σειρά του BBC, The Pursuit of Love. Η σειρά, που προβάλλεται και από το Amazon Prime, είναι βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Νάνσυ Μίτφορντ, το οποίο εκδόθηκε πρώτη φορά το 1945.
Τη χρονιά κυκλοφορίας του, το βιβλίο πούλησε πάνω από 200.000 αντίτυπα ενώ, έκτοτε, δεν έχει σταματήσει ποτέ να εκδίδεται. Με σαρκαστική διάθεση απέναντι στην τάξη των ευγενών, στη Βρετανία, το βιβλίο αναφέρεται στις περιπέτειες της έφηβης Φάννυ Λόγκαν και της ξαδέρφης της, Λίντα, που μεγαλώνουν σε μία έπαυλη της αγγλικής εξοχής. Τα δύο κορίτσια ονειρεύονται να ξεφύγουν από την αυστηρότητα του περιβάλλοντός τους, και να ζήσουν μία ευτυχισμένη ζωή, βρίσκοντας τον έρωτα. Οι δύο ξαδέρφες, που είναι και κολλητές, το 1928, όταν διαδραματίζεται η ιστορία τους, ψάχνουν τον τέλειο σύζυγο, στα κοσμικά πάρτι και τις δεξιώσεις της εποχής.
Το βιβλίο, που θεωρείται πλέον κλασικό, μονοπωλεί το ενδιαφέρον του κοινού πάνω από εφτά δεκαετίες αφού, οι ιστορίες των δύο ξαδελφών βασίζονται, κυρίως, στις πραγματικές ιστορίες της συγγραφέα του, Νάνσυ Μίτφορντ, και των πέντε αδελφών της - των Ντέμπορα, Πάμελα, Γιούνιτυ, Νταϊάνα και Τζέσικα.
Το σαρκαστικό, edgy μυθιστόρημα της Μίτφορντ δεν υπήρξε αποκύημα της φαντασίας της, όσο πραγματική εξιστόρηση των γεγονότων και του τρόπου ζωής της ίδιας και των αδελφών της. «Οι Μίτφορντ ακούγονται απαίσιοι» έγραφε, το 1985, η Νταϊάνα στη Ντέμπορα συμπληρώνοντας ότι «φυσικά, στην πραγματική ζωή είναι υπέροχοι». Έξυπνη, αστεία και γεμάτη ενδιαφέροντες χαρακτήρες, η οπτική της συγγραφέα είναι τόσο ζωντανή ακριβώς επειδή βασίζεται στην εφηβεία της ίδιας.
Η οικογένεια Μίτφορντ υπήρξε αριστοκρατική αλλά όχι υπερβολικά πλούσια- ενδεχομένως επειδή συχνά υπέκυπτε σε υπερβολές, όπως να στέλνει τα ρούχα της στο καθαριστήριο του Harrod’s, στο Λονδίνο, όσο βρισκόταν σε διακοπές στη Σκωτία. Ο θείος Μάθιου του βιβλίου, είναι άμεσα εμπνευσμένος από τον πατέρα της οικογένειας, Λόρδο Ρέντσντεϊλ. Η μητέρα των αδελφών Μίτφορντ, Σίντνεϊ, σύμφωνα με τη βιογράφο της οικογένειας, πίστευε ότι, «το όνομα μίας τίμιας γυναίκας έχει θέση στις εφημερίδες μόνο σε δύο περιστάσεις της ζωής της: στην αναγγελία του γάμου και της κηδείας της». Αυτή της την επιθυμία δεν εκπλήρωσε καμία από τις κόρες της. «Είμαι φυσιολογικός και η γυναίκα μου είναι φυσιολογική, αλλά οι κόρες μου, είναι η μία πιο τρελή από την άλλη», συνήθιζε να λέει ο Λόρδος Ρέντστεϊλ που δεν διάβασε ποτέ το «The Pursuit of Love».
Καθοριστικό στο μεγάλωμα των έξι αδελφών Μίτφορντ υπήρξε το γεγονός ότι δεν φοίτησαν ποτέ σε σχολείο αλλά διδάσκονταν τα μαθήματα στην έπαυλή τους, στην αγγλική εξοχή, όπου είχαν εφεύρει την δική τους γλώσσα ώστε να συνεννοούνται μεταξύ τους, καθώς και ψευδώνυμα με τα οποία αποκαλούσαν η μία την άλλη. Τα κορίτσια των Μίτφορντ γεννήθηκαν μεταξύ 1904 και 1920. Μέσα σε αυτό το διάστημα, ήρθε στη ζωή και ο αδερφός τους, Τομ, ο οποίος σκοτώθηκε στη Βιρμανία, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η μικρότερη όλων, Ντέμπορα, υπήρξε ίσως η μόνη που ικανοποίησε τις προσδοκίες της οικογένειάς της, αφού, μέσω του γάμου της, έγινε Δούκισσα του Ντέβονσαϊρ. Μετά τον γάμο της, η Ντέμπορα πέρασε τη ζωή της στην έπαυλη Τσάτσγουρορθ, στην οποία, χρόνια αργότερα, γύρισε ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ το «Μπάρι Λίντον». Στην αυτοβιογραφία που κυκλοφόρησε το 2021, η ίδια, αποδεικνύονται ότι η εκκεντρικότητα είναι στο DNA της οικογένειας, αναφέρει ότι η γιαγιά τους, «συνήθιζε να συντηρεί τα ξύλινα έπιπλα της οικογένειας χτυπώντας τα με ένα σφυρί, ώστε να απομακρυνθεί το σαράκι».
Η Πάμελα Μίτφορντ, υπήρξε η πιο χαμηλών τόνων από τις έξι αδερφές. Ο ποιητής Τζον Μπέτζμαν, που τής ζήτησε να τον παντρευτεί δύο φορές και αυτή τού αρνήθηκε, την χαρακτήριζε την «αγροτική Μίντφορντ».
Στους αναγνώστες του βιβλίου είναι σαφές, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, ότι, αν οι πρωταγωνίστριες δεν αντέχουν κάτι με τίποτα, αυτό είναι η βαρεμάρα. Και στην πραγματική ζωή, οι αδερφές Μίτφορντ είχαν μία τάση να δημιουργούν δράματα ακόμα και χωρίς λόγο ενώ, η ίδια η Νάνσυ, εξομολογήθηκε κάποτε ότι μεγάλωσε «μαθαίνοντας να μην δείχνει ποτέ τα συναισθήματά της». Σύμφωνα με την ίδια, αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, στον χαρακτήρα της, να αναπτυχθεί μία πτυχή αναλγησίας που έφτανε, πολλές φορές, τη σκληρότητα.
Στις περιπτώσεις των Νταϊάνα και Γιούνιτυ, η έλλειψη συναισθηματισμού ως στοιχείο του χαρακτήρα τους, υπήρξε καθοριστική. Ο πρώτος γάμος της Νταϊάνα υπήρξε με τον Μπράιαν Γκίνες (κληρονόμο της δυναστείας πίσω από την εμβληματική, ιρλανδική μπύρα). Το ζευγάρι υπήρξε πολύ αγαπημένο στους κοσμικούς κύκλους του Λονδίνου του 1920, και έμπνευση πίσω από το μυθιστόρημα Vile Bodies της Έβελυν Γουό, το οποίο και η συγγραφέας τούς αφιέρωσε. Στη συνέχεια της ζωής της η Νταϊάνα ερωτεύτηκε το ιδρυτικό μέλος της Βρετανικής Φασιστικής Κίνησης, Σερ Όσβαλντ Μόσλεϊ. Νταϊάνα και Μόσλεϊ, τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, βρέθηκαν στη φυλακή ως ύποπτοι κατασκοπείας στο πλευρό των ναζί. Για την υπόλοιπη ζωή της, η Νταϊάνα, υπήρξε αμετανόητη υποστηρίκτρια του φασισμού και θαυμάστρια του Χίτλερ, όπως εξομολογήθηκε η αδερφή της, Νάνσυ. «Μού είναι εντελώς αδιάφορο το αν με μισούν», συνήθιζε να λέει η ίδια.
Η Γιούνιτυ, από την πλευρά της, αποφάσισε να ξεπεράσει της εξωφρενικές επιλογές της αδερφής της, συνάπτοντας σχέση με τον ίδιο τον Αδόλφο Χίτλερ. Συνολικά συναντήθηκε με τον αρχηγό του ναζιστικού κόμματος της Γερμανίας 140 φορές ενώ συνήθιζε να κουβαλάει παντού μαζί της μία υπογεγραμμένη φωτογραφία του. Όταν, το 1939, η Βρετανία κήρυξε τον πόλεμο στη Βρετανία, η Γιούνιτυ δεν άντεξε και αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι χωρίς, όμως, να καταφέρει να αυτοκτονήσει. Ο ίδιος ο Αδόλφος Χίτλερ την επισκέφθηκε, λίγο μετά την απόπειρα αυτοκτονίας της. Η Γιούνιτυ πέθανε, εννέα χρόνια αργότερα, από επιπλοκές στην υγεία της.
Μεταξύ των μελών της οικογένειας Μίτφορντ υπήρξε, φυσικά και ένα που ασπάστηκε τα ιδανικά του κομμουνισμού. Από τα παιδικά της χρόνια, η Τζέσικα Μίντφορντ ήταν η αδερφή που ένιωθε δυσαρέσκεια για την στάση της οικογένειάς της, απέναντι στους «κοινούς ανθρώπους». Η Τζέσικα υπήρξε η άλλη συγγραφέας της οικογένειας έχοντας κυκλοφορήσει την αυτοβιογραφία της, με τίτλο «Κόρες και Επαναστάτριες» το 1960. Οι ιδέες της ήταν αυτές που οδήγησαν τον πατέρα Μίτφορντ να την αποκληρώσει, φυσικά με εκκεντρικό τρόπο. Στη διαθήκη του Λόρδου Ρέντστεϊλ, σε όποιο σημείο αναφέρονταν περιουσιακά στοιχεία των οποίων κληρονόμοι ήταν οι κόρες του, ο ίδιος συμπλήρωνε «εκτός από τη Τζέσικα». Αυτό δεν φάνηκε να πτοεί την επαναστάτρια της οικογένειας η οποία είχε φτιάξει τη ζωή της, σαν ρεπόρτερ, στην Αμερική. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, το τηλέφωνο του μαύρου προβάτου των Μίτφορντ παρακολουθούνται από το FBI ενώ είχε επανειλημμένα κληθεί να δώσει εξηγήσεις στην αρμόδια επιτροπή για αντιπατριωτικές πράξεις κατά της Αμερικής.
Οι αδερφές Μίτφορντ υπήρξαν οι influencers της εποχής τους. Κοσμικές, δυναμικές, προκλητικές. Δεν είναι τυχαίο που, η πραγματική τους ζωή, φαίνεται πολύ πιο συναρπαστική από τις εξιστορήσεις του βιβλίου. Αν μη τι άλλο, όσο περίεργες ή διαφορετικές μεταξύ τους κι αν υπήρξαν, σίγουρα οι ιστορίες τους δεν υπήρξαν ένα πράγμα: βαρετές.
Φωτιά στην Αχαΐα: Ολονύχτια μάχη με τις φλόγες - Εκκενώθηκαν 4 χωριά, 16 τραυματίες
Θοδωρής Ιακωβίδης στο OPEN: «Δεν είμαι επαίτης, θέλω απλά να κάνω αυτό που αγαπώ»
Καιρός - Καύσωνας: Καμίνι η χώρα και την Κυριακή - Τους 46 βαθμούς θα αγγίξει ο υδράργυρος
Ολυμπιακοί Αγώνες 2021: Πέμπτος στον κόσμο ο τρομερός Γκολομέεβ στα 50μ.
- Κατώτατος μισθός: Στη Βουλή το νομοσχέδιο - Ποιες αλλαγές έγιναν
- ΣΥΡΙΖΑ για σύλληψη Ρωμανού: «Αστυνομικές πρακτικές τύπου "συνήθως υπόπτων" δεν αρμόζουν σε κράτος δικαίου»
- Γάζα: Νεκρή όμηρος σε σημείο που δέχθηκε επίθεση από το Ισραήλ ανακοίνωσε η Χαμάς
- Μαρινάκης: Η ομιλία του Καραμανλή ήταν ενωτική - Ύβρεις από τον Σαμαρά