Τηλεόραση|30.09.2019 18:59

Κριτική για τις Άγριες Μέλισσες: Η «κανονικότητα» γυρίζει στην TV

Αλέξης Μίχας

Η έννοια της «κανονικότητας» επιστρέφει στην μικρή οθόνη μετά από δέκα χρόνια κρίσης. Και ποια είναι αυτή; Η παραγωγή ελληνικής μυθοπλασίας που αυξάνει και σε όγκο και σε ποικιλία (δράμα, κωμωδία) αλλά και σε ποιότητα. Σαφώς το πρώτο δείγμα γραφής των «Άγριων Μελισσών» είναι θετικό. Η καλή πορεία στις … κυψέλες της τηλεθέασης μάλλον φάνηκε από το βράδυ της Κυριακής (29/9), την ώρα προβολής του επεισοδίου, όπου τα τιτιβίσματα στο twitter ανέβασαν πολύ ψηλά το hashtag #agriesmelisses.

Η σεναριογράφος Μελίνα Τσαμπάνη στο παρθενικό επεισόδιο – τηλεταινία βασίστηκε σε δύο άξονες κατά βάση: Την ηθογραφία εκείνης της εποχής από τη μία και το δράμα με μια πιο σύγχρονη διάσταση από την άλλη. Σε επίπεδο διαλόγων καταβλήθηκε μια φιλότιμη προσπάθεια να συνδυαστούν λέξεις και φράσεις εκείνης της εποχής στην ελληνική επαρχία («μη με πιλαλάς») με τον σύγχρονο τρόπο ομιλίας, ωστόσο το τελικό αποτέλεσμα δεν ήταν και τόσο αρμονικό χωρίς βέβαια σε καμία περίπτωση να γίνεται δυσνόητο ή δυσάρεστο ως τελικό άκουσμα στον τηλεθεατή.

Οι «Μέλισσες» διαδραματίζονται χρονικά το 1958 σε ένα χωριό του Θεσσαλικού Κάμπου. Στα μεγάλα συν της σειράς οι ιστορικές αναφορές, αλλά και η διάθεση της σεναριογράφου να αποτυπώσει την εκκίνηση της διαδικασίας αστικοποίησης των πλουσίων γαιοκτημόνων που φαίνεται σταδιακά πως επιθυμούν να ακολουθήσουν τις συνήθειες του τρόπου ζωής των κατοίκων της πρωτεύουσας. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Οι εκλογές του 1958 με την εκλογική επικράτηση της ΕΡΕ και η ανάδειξη της ΕΔΑ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στο καφενείο του χωριού γίνεται λόγος για τους «κομμουνιστές που η άνοδός τους θορύβησε τον βασιλιά Παύλο». Πράγματι αυτή ήταν η ρητορική που επικρατούσε εκείνη την εποχή και αποτυπωνόταν στις φιλικά προσκείμενες στη συντηρητική παράταξη και στο παλάτι εφημερίδες.

Σε μια άλλη σκηνή, η πλουσιότερη κυρία του χωριού Μυρσίνη Σεβαστού (Κατερίνα Διδασκάλου) κάνει παρατήρηση στην οικιακή βοηθό γιατί σέρβιρε στο πρωινό, ντόπιο χειροποίητο βούτυρο και γιατί δεν πήγε στην πόλη να αγοράσει βούτυρο Κέρκυρας. Ξεκάθαρα αποτυπώνεται η θέληση των πλούσιων οικογενειών της επαρχίας να υιοθετήσουν τον αστικό τρόπο ζωής. Όπως και η «πάλη» των τάξεων και με τις λιγότερο εύπορες τάξεις των αγροτών να μην επιθυμούν καμία διατάραξη στις καθημερινές συνήθειες ζωής.

Μαρία Κίτσου

Όσον αφορά στις ερμηνείες των ηθοποιών ήταν εξαιρετικές. Αποδείχθηκε σοφή η επιλογή τόσο της σεναριογράφου όσο και του σκηνοθέτη Λευτέρη Χαρίτου να επιλέξουν «άκαυτους» ηθοποιούς με θεατρικό backround (Μαρία Κίτσου, Έλλη Τρίγγου) ή καταξιωμένους ηθοποιούς που όμως κάνουν επιλεκτικές δουλειές στην τηλεόραση. (Λεωνίδας Κακούρης, Κατερίνας Διδασκάλου). Ίσως θα έπρεπε να αποτυπωθεί διαφορετικά στο φακό το δράμα του θανάτου και της κηδείας του Γιώργη Σταμίρη καθώς εκείνη την εποχή δεν υπήρχε τόσο «βουβός» πόνος στα χωριά αντίθετα υπήρχαν «μοιρολόγια» που διαρκούσαν για μέρες.

Η σκηνοθεσία είναι επίσης εξαιρετική με πολλά εξωτερικά γυρίσματα που αποτυπώνουν πιστά την αγροτική ζωή στην ύπαιθρο στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Όπως και στα εσωτερικά γυρίσματα η επιλογή επίπλων και αντικειμένων έγινε με πολύ προσεκτικό τρόπο ώστε να αποτυπώνεται πιστά η εποχή. Το ίδιο ισχύει και στο ενδυματολογικό κομμάτι της σειράς, αλλά και στο φιζίκ των ηθοποιών. Ίσως το βάψιμο των γυναικών ηθοποιών ήταν σε κάποιες σκηνές υπερβολικό.

Αδύναμη τόσο σε οπτικό επίπεδο όσο και σε σεναριακό ήταν η σκηνή του πανηγυριού. Καταρχήν στην ελληνική επαρχία στα τέλη του 1950 μόλις έφθανε ο ηλεκτρισμός και ενώ σωστά είδαμε τη χρήση λαμπών πετρελαίου στα σπίτια το πιθανότερο ήταν ακόμη και η πλατεία του χωριού να μην είχε ρεύμα. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που τα πανηγύρια σε αρκετά χωριά τότε γίνονταν πρωί. Επίσης, το εξωτερικό σκηνικό που στήθηκε δεν θύμιζε πλατεία χωριού στις αρχές του ‘60. Θα ήταν προτιμότερο να έχει γίνει γύρισμα σε μια πραγματική πλατεία χωριού ίσως όμως αυτό δεν εξυπηρετούσε την πλοκή και τις ανάγκες της σειράς για τα επόμενα επεισόδια.

Σε κάθε περίπτωση όταν έχουμε να κάνουμε με ένα μεγάλο χωριό, ένα κεφαλοχώρι υπάρχει πολύ περισσότερος κόσμος στο πανηγύρι και όχι σχεδόν μόνο τα μέλη δύο οικογενειών. Στον αντίποδα τόσο σκηνοθετικά όσο και σεναριακά, η φινάλε σκηνή του βιασμού και του φόνου είχε συναισθήματα πάθους, αγωνίας, απόγνωσης, σκληρής γλώσσας (χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή) και προφανώς ήταν αυτή που εντυπώθηκε περισσότερο στο μέσο τηλεθεατή καθώς από το σημείο εκείνο ξεκινά στην ουσία και η πλοκή των «Αγριων Μελισσών».

Άγριες μέλισσεςΑΝΤ1Μαρία Κίτσου