Οικονομία|16.10.2019 16:31

Καμπανάκι κινδύνου από τη ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία

Γιάννης Φώσκολος

Σύνεση, ρεαλισμό και ιδιαιτέρως συγκρατημένη αισιοδοξία συστήνει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ για την πορεία της ελληνικής οικονομίας στο πρώτο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων που έδωσε σήμερα, Τετάρτη 16 Οκτωβρίου, στη δημοσιότητα. Το Ινστιτούτο εγκαινίασε μια νέα έκδοση η οποία θα δημοσιεύεται κάθε δίμηνο και θα αποτιμά τον σφυγμό της εκάστοτε οικονομικής συγκυρίας, λόγω της «πυκνότητας και κρισιμότητας των εθνικών και των διεθνών οικονομικών εξελίξεων».

Στο πρώτο Δελτίο, το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ αμφισβητεί, επί της ουσίας, την πρόβλεψη για ανάπτυξη 2,8% το 2020, η οποία φαίνεται, πάντα κατά το Ινστιτούτο, «να αγνοεί επιδεικτικά τις δυσμενείς εξελίξεις στην ελληνική, την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια οικονομία, οι οποίες προβλέπεται να συνεχιστούν και να επιδεινωθούν στο προσεχές διάστημα». Ειδικότερα, το Ινστιτούτο Μελετών του τριτοβάθμιου συνδικάτου του ιδιωτικού τομέα ανιχνεύει «αναντιστοιχία μεταξύ εθνικών αναπτυξιακών προσδοκιών και διεθνούς οικονομικής δυσανεξίας», αναφέρεται στις τελευταίες εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για την ανάπτυξη διεθνώς (2,3% για τον όγκο του παγκόσμιου ΑΕΠ και 1,2% για το ΑΕΠ της Ευρώπης) και αναπτύσσει 6 λόγους εξαιτίας των οποίων αμφισβητεί τις κυβερνητικές προβλέψεις. Αναλυτικά αναφέρει πως :

  1. Η μείωση των spread ευνοεί τη χρηματοπιστωτική ελκυστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Η κάμψη, ωστόσο, των επιτοκίων και των ομολογιακών αποδόσεων είναι διεθνές φαινόμενο και σύμπτωμα της έλλειψης εμπιστοσύνης των επενδυτών στις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας και συγκεκριμένων νομισματικών επιλογών, ενώ η αναστροφή της καμπύλης αποδόσεων διεθνώς προοιωνίζεται συνήθως μη ελεγχόμενη κερδοσκοπία και οικονομική ύφεση.
  2. Ο δείκτης οικονομικού κλίματος της Ελλάδας ακολουθεί με κάποια χρονική υστέρηση τον αντίστοιχο δείκτη της ΕΕ, ο οποίος το 2019 ακολουθεί πτωτική τροχιά, αντανακλώντας την ταχεία επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας: Ευρωζώνη και ΕΕ σημείωσαν 1,2% και 1,4%, αντίστοιχα, ετήσια άνοδο του ΑΕΠ το β΄ τρίμηνο του 2019 έναντι 3% το δ΄ τρίμηνο του 2017. Ποια είναι η πιθανότητα να πορευτεί η ελληνική οικονομία κόντρα στο ρεύμα;
  3. Οι δείκτες ΡΜΙ μεταποίησης σε Ελλάδα και Γερμανία βρίσκονται από το 2018 σε συνεχή απόκλιση. Πόσο πιθανό είναι η απόκλιση αυτή να είναι διατηρήσιμη;
  4. Στο πεδίο της βιομηχανικής παραγωγής είναι εμφανής η ταυτόχρονη επιβράδυνση των ρυθμών επέκτασης σε ΕΕ και Ελλάδα από τις αρχές του έτους, με μόνη τη Γερμανία να προηγείται χρονικά κατά έναν μήνα. Σημειώνεται η μηδενική ετήσια αύξηση του όγκου της βιομηχανικής παραγωγής στην Ελλάδα τους μήνες Μάιο και Ιούλιο, με συνολική αύξηση μόλις 0,6% τους πρώτους επτά μήνες (έναντι 1,4% πέρυσι ίδια περίοδο), και η ελάχιστη αύξηση του κύκλου εργασιών της βιομηχανίας το ίδιο διάστημα (1,2% έναντι 9,7% πέρυσι).
  5. Άλλες ανησυχητικές ενδείξεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας είναι η σοβαρή επιβράδυνση του ρυθμού επέκτασης των εξαγωγών τους πρώτους 8 μήνες του 2019 (1,9% έναντι 17,8% την ίδια περίοδο το 2018), η κάμψη κατά 1,9% της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας την περίοδο Ιανουαρίου Αυγούστου (έναντι αύξησης κατά 14,2% το 2018) και ο σχεδόν μηδενικός πληθωρισμός το ίδιο διάστημα (0,4% με τον πυρήνα πληθωρισμού στο 0%).
  6. Στο πεδίο της παγκόσμιας οικονομίας, εκτός από την απόκλιση πραγματικής και χρηματιστηριακής οικονομίας, την κλιμάκωση του προστατευτισμού και τις πρόσφατες δυσμενείς προβλέψεις του ΟΟΣΑ για το διεθνές εμπόριο (επιβράδυνση) και την ανάπτυξη (2,9% φέτος και 3% το 2020, με την ΕΕ στο 1,1% και 1% αντίστοιχα), η υπερχρέωση, οι αυξημένες ανισότητες και οι γεωπολιτικές εντάσεις και συγκρούσεις αποτελούν τους κύριους παράγοντες όξυνσης της αβεβαιότητας και χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης με κίνδυνο μια νέα διεθνή ύφεση ή και κρίση μέσα στο 2020.

Αναλύοντας όλους αυτούς τους κινδύνους, το Ινστιτούτο της ΓΣΕΕ προειδοποιεί πως «η διάψευση των προσδοκιών μπορεί να οδηγήσει σε επιταχυνόμενη κατάρρευση της ψυχολογίας κυρίως σε μια οικονομία με αδύναμη θεσμική συγκρότηση».

Επενδύσεις

Οι μελετητές κάνουν λόγο για «απογοήτευση από την εξέλιξη των μακροοικονομικών δεικτών και αδυναμία ουσιαστικής επιτάχυνσης του ρυθμού ανάκαμψης της οικονομίας το 2019-2020». Σημειώνεται, μάλιστα, η αρνητική ετήσια μεταβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης το β΄ τρίμηνο –για πρώτη φορά από το δ' τρίμηνο του 2017– παρά την ετήσια αύξηση της απασχόλησης κατά 2,4% το α΄ εξάμηνο (έναντι 1,7% το α΄ εξάμηνο του 2018) και την αύξηση μισθών κατά 1,4% έως 1,9%, που αποδίδεται κυρίως στην προεκλογική αβεβαιότητα, τις υψηλές υποχρεώσεις των νοικοκυριών, τα ενυπόθηκα δάνεια και το κύμα κατασχέσεων.

Το ΙΝΕ εκτιμά πως το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών θα περιοριστεί στις ιδιωτικοποιήσεις και σε εξαγορές εταιρικών μεριδίων (π.χ. σε επιχειρήσεις υπό αναδιάρθρωση), σε τουριστικά ή άλλα ακίνητα, στα μεγάλα έργα υποδομής με κρατική συμμετοχή (π.χ. ενέργεια) και στην αγορά μη εξυπηρετούμενων δανείων. «Ανεξάρτητα από το θέμα της ποιότητας και της διάρθρωσης των νέων επενδύσεων, ένα σημαντικό ζήτημα είναι εάν η προσδοκώμενη αύξησή τους θα είναι τελικά τόση ώστε να προκαλέσει την επιθυμητή ανάπτυξη της οικονομίας που θα ενισχύσει την αξιοπιστία της» αναφέρει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.

Φοροελαφρύνσεις

Όσον αφορά στις φοροελαφρύνσεις που έρχονται, οι μελετητές του Ινστιτούτου αναφέρονται στην διεθνή εμπειρία που δείχνει, όπως υποστηρίζουν, ότι οι φορολογικές ελαφρύνσεις λίγο προσθέτουν στην αύξηση του ΑΕΠ και μάλιστα βραχυπρόθεσμα. «Η εμπειρία της ΕΕ είναι χαρακτηριστική. Την τελευταία τετραετία η μείωση του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις συνοδεύτηκε αρχικά από αύξηση του ΑΕΠ, η οποία στη συνέχεια αποκλιμακώθηκε παρά τη συνεχιζόμενη μείωση του συντελεστή. Η ελληνική οικονομική εμπειρία είναι επίσης αποκαλυπτική. Μεταξύ 2005 και 2012 ο φορολογικός συντελεστής για τις επιχειρήσεις μειώθηκε από 32% σε 20% με το ΑΕΠ να κατακρημνίζεται και την αδήλωτη εργασία και την εισφοροδιαφυγή να αυξάνονται.

Η μείωση του φορολογικού συντελεστή την περίοδο 2005-2012 συνέπεσε επίσης με αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας κατά 14%» αναφέρει το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων σπεύδοντας να συμπληρώσει πως δεν απορρίπτεται η αναγκαιότητα των φορολογικών ελαφρύνσεων, αλλά αμφισβητείται το αναπτυξιακό τους αποτέλεσμα και η επάρκειά τους ως κίνητρο για νέες επενδύσεις.

ανάπτυξηελληνική οικονομίαΓΣΕΕ