Κόσμος | 30.12.2018 14:35

Εισβολή στην Κύπρο: Η πράσινη μολυβιά που παραμένει ανεξίτηλη

Γεώργιος Σαρρής

Ήταν ακριβώς τέτοια ηµέρα πριν από 55 χρόνια όταν ο γενικός διοικητής των βρετανικών δυνάµεων στην Κύπρο, υποστράτηγος Πίτερ Γιανγκ, προέβαινε σε µια φαινοµενικά απλή κίνηση, η οποία ωστόσο έµελλε να περάσει στην Ιστορία.

Λευκωσία, 30 ∆εκεµβρίου 1963. Ο ανώτατος Αγγλος αξιωµατικός κάθεται προβληµατισµένος στο γραφείο του, καθώς λαµβάνει συνεχώς αναφορές για αιµατηρές συµπλοκές µεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Τα βίαια επεισόδια ηµέρα µε την ηµέρα κλιµακώνονται. Αναζητά απεγνωσµένα µια δραστική λύση πριν εκτραχυνθεί ακόµη περισσότερο η κατάσταση, καθότι η χώρα του αποτελεί µία από τις εγγυήτριες δυνάµεις για τον οµαλό βίο της νεότευκτης Κυπριακής Δηµοκρατίας, που µετράει µόλις τρία χρόνια ζωής. 

«Από δω και πάνω»...

Έτσι, ανοίγει πάνω στο ξύλινο τραπέζι έναν µεγάλο χάρτη του πολύπαθου νησιού και µε ένα χοντρό πράσινο µολύβι από σκληρυµένο κερί, από αυτά που προορίζονται για σχεδίαση σε στιλπνές επιφάνειες, τραβάει µια γραµµή στην περιοχή της Λευκωσίας. «Από δω και πάνω θα βρίσκονται οι Τουρκοκύπριοι. Από δω και κάτω οι Ελληνοκύπριοι. Η γραµµή αυτή καθαυτή θα λειτουργεί ως ουδέτερη ζώνη, σε αυτό το σηµείο θα εφαρµοστεί η κατάπαυση πυρός» εξηγεί ο πολύπειρος στρατιωτικός, που έχει βεβαίως συνεννοηθεί νωρίτερα µε τους ανωτέρους του στο Λονδίνο.

Αυτή ακριβώς η πρόχειρα χαραγµένη µολυβιά θα µείνει έκτοτε γνωστή ως «Πράσινη Γραµµή» και τυπικά θα βρει σύµφωνες και τις έτερες εγγυήτριες δυνάµεις του νησιού, την Ελλάδα και την Τουρκία. Μόλις είχε επισηµοποιηθεί η απαρχή του διαµελισµού της Κύπρου. Τρεις µήνες αργότερα, η φύλαξη της νεκρής ζώνης ανατίθεται στους κυανόκρανους του Οργανισµού Ηνωµένων Εθνών και θα επεκταθεί κατά πολύ αµέσως µετά την εισβολή του τουρκικού «Αττίλα» το 1974, φθάνοντας πλέον σε µήκος τα 300 χιλιόµετρα.

Από την προπαραµονή της Πρωτοχρονιάς του 1964 η Πράσινη Γραµµή χωρίζει τη Λευκωσία στα δύο, µε αποτέλεσµα να την καθιστά µέχρι και σήµερα ως τη µόνη διαιρεµένη πρωτεύουσα της Ευρώπης. Στις σελίδες που ακολουθούν εξετάζουµε, µέσα από τα κοινοβουλευτικά αρχεία του Φακέλου της Κύπρου αλλά και πλειάδα βιβλιογραφικών αναφορών, τους λόγους για τους οποίους οδηγηθήκαµε στις διακοινοτικές συγκρούσεις και τη χάραξη της Πράσινης Γραµµής σε µία από τις πλέον διακεκαυµένες ζώνες του πλανήτη.

∆ύσκολα µπορεί να αντιληφθεί κάποιος τα τεκταινόµενα στην Κύπρο που οδήγησαν τον Βρετανό υποστράτηγο Γιανγκ να πάρει το µολύβι και να χαράξει στον χάρτη µια πράσινη γραµµή, εάν δεν πιάσει το νήµα των γεγονότων από την αρχή. Και ως αρχή φαντάζει το µακρινό  ­ . Εκείνη τη χρονιά η Οθωµανική Αυτοκρατορία πουλάει το Νησί της Αφροδίτης στη Μεγάλη Βρετανία, που ούτως ή άλλως επιζητούσε εναγωνίως εδάφη για την εξυπηρέτηση των κοσµοκρατορικών της συµφερόντων στη Ανατολική Μεσόγειο. Τυπικά θα τελούσε υπό την κυριαρχία του σουλτάνου, αλλά ουσιαστικά παραχωρούνταν στους Αγγλους, που κάθε χρόνο πλήρωναν ως τίµηµα περίπου  88.000 λίρες.

Όταν μας... χάριζαν την Κύπρο

Κάπως έτσι κυλούν τα χρόνια µέχρι το 1914, οπότε στο πλαίσιο του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου οι Οθωµανοί κηρύττουν τον πόλεµο στη Μεγάλη Βρετανία, η οποία χωρίς περιστροφές καταγγέλλει αµέσως τη µεταξύ τους σύµβαση και προσαρτά το νησί στη δική της απόλυτη κυριαρχία. Μεσούντος του Μεγάλου Πολέµου, θέλοντας η Αγγλία να διασφαλίσει τη νίκη επιζητεί και τη συµµετοχή των ελληνικών στρατιωτικών δυνάµεων στις µάχες που µαίνονται στη Γηραιά Ηπειρο. Ως αντάλλαγµα µας προσφέρει την Κύπρο, αφού ούτως ή άλλως η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσµού εκεί είναι Ελληνες. Συν τοις άλλοις, από τις αρχές του 20ού αιώνα είχε αρχίσει να προβάλλεται η απαίτηση του ελληνοκυπριακού πληθυσµού της νήσου για ένωση µε την Ελλάδα και πολλές φορές είχαν σταλεί στο Λονδίνο σχετικά υποµνήµατα. Η κυβέρνηση της εποχής υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐµη, όµως, είναι προσανατολισµένη στις γερµανόφιλες διαθέσεις του βασιλέα Κωνσταντίνου Α’ και αρνείται.

95,7% υπέρ της ένωσης

Το 1931 οι αποικιοκράτες θα δείξουν το άλλο τους πρόσωπο. Οταν ξεσηκώνεται ο ελληνοκυπριακός λαός κατά της αγγλικής κυριαρχίας, η επανάσταση πνίγηκε στο αίµα. Πολύ αργότερα, τον Ιανουάριο του ‹œŠ, µε εγκύκλιο του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου του Β’ διενεργείται δηµοψήφισµα στο οποίο το ‹œ,­% του λαού τάσσεται υπέρ της ένωσης µε τη µητέρα Ελλάδα. Η κυβέρνηση της Αθήνας, όµως, και πάλι δεν έστερξε να προβεί στις απαιτούµενες ενέργειες, φρονώντας ότι δεν είναι κατάλληλη η χρονική συγκυρία. Η χώρα µόλις έχει βγει από τον εµφύλιο πόλεµο και ο φιλελεύθερος πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας δεν ήθελε να αντιπαρατεθεί µε τις µεγάλες δυνάµεις. Η µόνη σηµαντική συνεπικουρία έρχεται έναν χρόνο αργότερα, όταν η ελληνική αντιπροσωπεία που µετέχει στη Σύνοδο του ΟΗΕ ζητά να καθιερωθεί και για την Κύπρο το δικαίωµα της αυτοδιάθεσης.

Στο µεσοδιάστηµα, στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Εκκλησίας της Κύπρου έχει επέλθει αλλαγή. Ο Μακάριος Β’ έχει πεθάνει και τη θέση του έχει πάρει ο Μακάριος Γ’, που θα διαδραµατίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στις επερχόµενες εξελίξεις. Από την πρώτη στιγµή πραγµατοποιεί ταξίδια σε Ευρώπη, Αµερική και Ασία γνωστοποιώντας το πρόβληµα, αλλά δεν εισακούεται. Για τον λόγο αυτό συναινεί να ξεκινήσει την άνοιξη του ‹œœ ένοπλος αγώνας µε σκοπό την αυτοδιάθεση, την απαλλαγή από τη βρετανική αποικιοκρατία και εντέλει την ένωση µε την Ελλάδα.

Το επιχειρησιακό κοµµάτι αναλαµβάνει η νεοϊδρυθείσα αντάρτικη εθνικιστική οργάνωση ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) υπό τις εντολές του αξιωµατικού Γεώργιου Γρίβα. Οι άνδρες του βάζουν βόµβες, στήνουν ενέδρες και χτυπούν αδιάλειπτα αποικιοκρατικούς στόχους. Η έντονη αντίδραση των Βρετανών δεν κατορθώνει να κάµψει το αγωνιστικό φρόνηµα των Κυπρίων. Την ίδια ώρα, όµως, και οι Τουρκοκύπριοι δεν κάθονται µε σταυρωµένα χέρια. Αναπτύσσουν τον δικό τους εθνικισµό, µε αίτηµα τη δική τους αυτοδιάθεση και ζητώντας να διχοτοµηθεί το νησί.

Το κόλπο της διάσκεψης του 1955

Αντιλαµβανόµενοι οι Βρετανοί πως τα βίαια µέτρα δεν αρκούν για να κάµψουν τους Ελληνοκυπρίους, που ούτως ή άλλως είναι πλειοψηφία στην περιοχή, σκέφτονται να εφαρµόσουν διπλωµατικές τακτικές που ενίοτε αποδεικνύονται πιο αποτελεσµατικές. Ετσι, στις 30 Ιουνίου 1955 προσκαλούν τις κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας σε διάσκεψη στο Λονδίνο, προκειµένου να συζητηθούν «πολιτικά και αµυντικά ζητήµατα της Ανατολικής Μεσογείου». Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος διαβλέπει ότι µια τέτοια σύσκεψη υποκρύπτει παγίδα, αλλά ούτως ή άλλως δεν έχει προσκληθεί. Στις 29 Αυγούστου κάθονται στο ίδιο τραπέζι οι υπουργοί Εξωτερικών Χάρολντ ΜακΜίλαν από τη Μεγάλη Βρετανία, Στέφανος Στεφανόπουλος από την Ελλάδα και Φατίν Ζορλού από την Τουρκία. Η τριµερής διάσκεψη ολοκληρώνεται χωρίς αποτέλεσµα, καθότι οι τρεις πλευρές δεν τα βρήκαν. Οι Αγγλοι, όµως, είχαν πετύχει τον σκοπό τους. Κατόρθωσαν να καταστήσουν την Τουρκία ενδιαφερόµενο µέρος των κυπριακών ζητηµάτων, παρά το γεγονός ότι µε τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 είχαν δεχθεί την παραίτησή τους από το σύνολο των δικαιωµάτων τους πάνω στο νησί. Το κόλπο είχε πιάσει. Οι διαφορές µεταξύ των Ελληνοκυπρίων και της κυβέρνησης του βρετανικού στέµµατος είχαν µετατραπεί πλέον σε ελληνοτουρκικές, µε το Λονδίνο να έχει -κατά κάποιον τρόπο- ρόλο επιδιαιτητή.

Εξορία στις Σεϊχέλες

Μετά την αποτυχία της τριµερούς διάσκεψης, οι Αγγλοι ορίζουν νέο κυβερνήτη της Κύπρου τον στρατάρχη Τζον Χάρτινγκ, γνωστό για τους σκληρούς τρόπους που είχε χρησιµοποιήσει προκειµένου να καταπνίξει το απελευθερωτικό µέτωπο της Κένυας. Στις 6 Μαρτίου 1956 διατάζει τη σύλληψη και την εξορία για έναν χρόνο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στις Σεϊχέλες. Η ΕΟΚΑ αντιδρά εντείνοντας τις επιχειρήσεις της, αλλά και οι αποικιοκρατικές δυνάµεις από την πλευρά τους προβαίνουν σε αντίποινα, διαπράττοντας θηριωδίες και καταδικάζοντας αρκετούς αγωνιστές σε θάνατο διά απαγχονισµού, ανάµεσα στους οποίους και δύο παλικάρια ηλικίας λίγο πάνω από τα 20, τον Μιχαλάκη Καραολή και τον Ανδρέα ∆ηµητρίου, προς τιµήν των οποίων αρκετοί δρόµοι στην Ελλάδα φέρουν το όνοµά τους. Σε πρακτικό επίπεδο, όµως, η κυβέρνηση των Αθηνών διστάζει να αντιπαρατεθεί µε τη Βρετανία λόγω της βοήθειας που αυτή είχε προσφέρει στα κυβερνητικά στρατεύµατα εναντίον των κοµµουνιστών κατά  τη διάρκεια του εµφυλίου πολέµου.

Οι συγκρούσεις του 1958

Κατά τη διάρκεια του 1958 στην Κύπρο ξεσπά ανοικτή ένοπλη σύγκρουση µεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Οι τελευταίοι µόλις έχουν δηµιουργήσει µυστικά την Τουρκική Αντιστασιακή Οργάνωση (ΤΜΤ), που ενισχύεται µε όπλα και τεχνογνωσία από την Αγκυρα. Το σύνθηµά τους είναι ξεκάθαρο: «∆ιχοτόµηση ή θάνατος». Αµφότερες οι αντιµαχόµενες πλευρές καταγράφουν νεκρούς, κάτι που επιδρά καταλυτικά στην περαιτέρω εξέλιξη του Κυπριακού λόγω του ψυχολογικού φορτίου που συσσωρεύεται. Στο εξωτερικό σχηµατίζεται η εντύπωση ότι οι δύο κοινότητες δεν µπορούν να συνυπάρξουν.

Τον Φεβρουάριο του 1959 η Μεγάλη Βρετανία αλλάζει στάση. Καλεί όλα τα εµπλεκόµενα µέρη σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο της Ζυρίχης και ακολούθως σε ένα αρχοντικό της πόλης του Λονδίνου, όπου υπογράφονται οι οµώνυµες συµφωνίες µε τις οποίες θα ιδρυόταν ένα νέο ανεξάρτητο κράτος, υπό την ονοµασία Κυπριακή ∆ηµοκρατία, µε τους Αγγλους να διατηρούν στρατιωτικές βάσεις πάνω σε αυτό. Εκ µέρους της Ελλάδος υπογράφει ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραµανλής και εκ µέρους της Τουρκίας ο οµόλογός του Αντνάν Μεντερές. Στο πολυσέλιδο κείµενο αναφέρεται ότι το πολίτευµα θα ήταν προεδρικό µε Ελληνα Πρόεδρο και Τούρκο αντιπρόεδρο που θα είχε το δικαίωµα αρνησικυρίας σε θέµατα άµυνας, εξωτερικής πολιτικής και εσωτερικής ασφάλειας. Θα δηµιουργούνταν επίσης δύο Κοινοτικές Συνελεύσεις και µία ενιαία Βουλή των Αντιπροσώπων, µε αναλογία 70% Ελλήνων και 30% Τούρκων. Η ίδια αναλογία θα υπήρχε στο Υπουργικό Συµβούλιο και στον αριθµό των δηµοσίων υπαλλήλων.

Και εγένετο κράτος

Γενέθλια ηµεροµηνία του νέου κράτους ορίζεται η 16η Αυγούστου 1960. Η αλήθεια είναι πως, αν και η ευφορία για την αποτίναξη του αποικιακού ζυγού ήταν µεγάλη, καµία από τις δύο κοινότητες δεν θεώρησε ότι οι συνθήκες ικανοποιούσαν τους εθνικούς στόχους ή πως το νέο καθεστώς που δηµιουργούνταν θα µπορούσε να είναι κάτι παραπάνω από ένα µεταβατικό στάδιο προς την ένωση µε την Ελλάδα που ποθούσαν οι Ελληνοκύπριοι ή προς τη διχοτόµηση που είχαν βάλει σκοπό οι Τουρκοκύπριοι. Η εφαρµογή του πολιτεύµατος αποδείχθηκε ιδιαίτερα δύσκαµπτη, αφού εξαρτιόταν από τη συνεργασία των δύο κοινοτήτων και όχι από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Πρώτος πρόεδρος εκλέγεται ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και αντιπρόεδρος ο ηγέτης των Τουρκοκυπρίων, Φαζίλ Κιουτσούκ.

Ο εθνάρχης φροντίζει εξαρχής να δίνει ελπίδες στους Ελληνοκυπρίους ότι η κατάσταση της ανεξαρτησίας είναι παροδική και σταδιακά θα οδηγούνταν στην ένωση µε την Ελλάδα, αν και ποτέ δεν αποδείχθηκε πως ήταν όντως αυτές οι προθέσεις του. Το µόνο σίγουρο είναι ότι τον Νοέµβριο του 1963 πρότεινε στους Τουρκοκυπρίους την αναθεώρηση 13 άρθρων του Συντάγµατος, ώστε να καταστεί εύρυθµη η νεοπαγής ∆ηµοκρατία. Η Αγκυρα απορρίπτει την ιδέα χωρίς δεύτερη συζήτηση και λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα ξεσπούν στο νησί ταραχές.

Τα ματωμένα Χριστούγεννα

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 21ης ∆εκεµβρίου, Ελληνοκύπριοι αστυνοµικοί σταµατούν δύο αυτοκίνητα µε ζευγάρια Τουρκοκυπρίων που κινούνται στις παρυφές της ελληνικής συνοικίας της Λευκωσίας. Εκείνοι, ακολουθώντας τις οδηγίες της ΤΜΤ, αρνούνται τον έλεγχο, µε αποτέλεσµα να προκληθεί επεισόδιο. Στο σηµείο σπεύδουν απειλητικά κι άλλοι Τουρκοκύπριοι, κάποιοι εκ των οποίων είναι οπλισµένοι. Οι αστυνοµικοί βγάζουν τα περίστροφά τους. Πέφτουν πυροβολισµοί, χωρίς να έχει διευκρινιστεί µέχρι και σήµερα ποιος άνοιξε πρώτος πυρ. ∆ύο Τουρκοκύπριοι πέφτουν νεκροί. Το αίµα τους θα αποτελέσει τη σπίθα της ακολουθούµενης έκρηξης.

Οι συγκρούσεις µεταφέρονται ταχύτατα σε όλες τις συνοικίες της πρωτεύουσας, λες και όλοι περίµεναν µια αφορµή, ενώ το επόµενο πρωί η βία επεκτείνεται στη Λάρνακα και µετά στην Αµµόχωστο. Καταγράφονται εκατέρωθεν ωµότητες που δεν τιµούν καµία πλευρά. Ο πρόεδρος Μακάριος συναντάται µε τον αντιπρόεδρο Κιουτσούκ σε έναν «συνοριακό» αστυνοµικό σταθµό και απευθύνουν έκκληση στις δύο κοινότητες για ειρήνευση. Είναι η τελευταία συνάντησή τους προτού γενικευτεί η σύρραξη και αποσυρθεί ο Κιουτσούκ στην τουρκική συνοικία. Ο έλεγχος έχει χαθεί.

Προπαραµονή Χριστουγέννων οι Τουρκοκύπριοι υπουργοί αποχωρούν από την κυβέρνηση, ενώ το ίδιο πράττουν και οι συµπατριώτες τους δηµόσιοι υπάλληλοι από τις υπηρεσίες τους. Υπό την ένοπλη βία των ανδρών της τροµοκρατικής οργάνωσης ΜΙΤ, ηγέτης της οποίας ήταν ο Ραούφ Ντενκτάς, οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι του νησιού µετακινούνται και συγκεντρώνονται σε συγκεκριµένες περιοχές, σχηµατίζοντας αµιγείς θύλακες στους οποίους δεν επιτρέπεται η είσοδος Ελληνοκυπρίων, αλλά ούτε και η άσκηση ελέγχου από τη νόµιµη κυβέρνηση. Από τα αρχεία του Φακέλου της Κύπρου που ήρθαν τη δεκαετία του ’80 στην ελληνική Βουλή, προκύπτει ότι εκείνες τις ηµέρες είχαν καταφθάσει σε αυτούς τους θύλακες περίπου 1.000 Τούρκοι στρατιώτες.

Παπανδρέου vs Μακάριος

Στην Αθήνα, η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου τελεί υπό παραίτηση και έχει δώσει βάρος στο εσωτερικό µέτωπο. Ωστόσο, ανησυχεί έντονα για τα όσα διαδραµατίζονται στην Κύπρο, διαβλέποντας ότι υπάρχει ανοιχτή απειλή για πολεµική επέµβαση της Τουρκίας. Ο πρωθυπουργός καλεί τον πρεσβευτή της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας στην Αθήνα Νίκο Κρανιδιώτη για να του µεταφέρει τις ανησυχίες του. «Αι πληροφορίαι τας οποίας έχοµεν εµφανίζουν την νήσον εν εξεγέρσει και την κατάστασιν χαώδη και άκρως συγκεχυµένην. Αντιλαµβάνοµαι ότι ο κυπριακός λαός εξεγείρεται εναντίον των συµφωνιών (σ.σ.: εννοεί τις Συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου).

Η θέσις µας έναντι τούτων είναι γνωστή» θα πει. «∆ι’ ηµάς αποτελούν µίαν επαχθή κληρονοµιάν εναντίον της οποίας θα αντιδράσωµεν µε όλα τα εις την διάθεσίν µας µέσα. ∆ιαφωνώ όµως ως προς την πολιτικήν γραµµήν την οποίαν ακολουθεί ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος α) διότι νοµίζω ότι η παρούσα στιγµή δεν είναι κατάλληλος και β) διότι πάσα ενέργεια εν Κύπρω θα πρέπει να γίνεται εν συνεννοήσει µετά της ελληνικής κυβερνήσεως. Το θέµα είναι εθνικόν και διά την διαχείρισίν του υπέχοµεν όλοι ίσας ευθύνας. ∆υστυχώς δεν έχοµεν ενηµερωθή ούτε επί των προηγηθέντων της επιδόσεως 13 σηµείων του Αρχιεπισκόπου προς τον αντιπρόεδρο Κιουτσούκ ούτε επί της εξελίξεως των µετά ταύτα γεγονότων ούτε επί των πρόσφατων επεισοδίων». Κατά τα λεγόµενά του, ο Μακάριος κάνει του κεφαλιού του.

Έτοιμοι για επίθεση οι Τούρκοι

Ανήµερα τα Χριστούγεννα του 1963 ο Τούρκος πρωθυπουργός Ινονού δηλώνει στον διεθνή Τύπο ότι η Κύπρος έχει µεταβληθεί σε θέατρο µακελειού, ενώ ο πρόεδρος της χώρας του, στρατηγός Τζεµάλ Γκιουρσέλ, απευθύνει µήνυµα στον πρόεδρο των ΗΠΑ, στη βασίλισσα της Αγγλίας, στον πρόεδρο της ∆υτικής Γερµανίας και στον βασιλιά της Ελλάδας, ότι η κυπριακή κυβέρνηση έχει επιδοθεί σε γενοκτονία εις βάρος της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Το ίδιο απόγευµα τουρκικά αεριωθούµενα πετούν χαµηλά πάνω από τη Λευκωσία, ενώ ο στόλος αρχίζει να συγκεντρώνεται στη Μερσίνη, µια πόλη ακριβώς απέναντι από τα βόρεια σύνορα της Κύπρου.

Ο ίδιος ο Ινονού δηλώνει στην τουρκική Εθνοσυνέλευση ότι η χώρα του έχει αρχίσει να κάνει χρήση του δικαιώµατος της στρατιωτικής επέµβασης στο νησί που της το «αναγνώριζε» η Συνθήκη Εγγυήσεως του 196, σύµφωνα µε την οποία η Βρετανία, η Τουρκία και η Ελλάδα εγγυώνται: α) την ανεξαρτησία της Κύπρου, β) την απαγόρευση ένωσής της µε άλλο κράτος και γ) την τήρηση του Συντάγµατος, και πως εάν παραβιαζόταν ένα από τα σηµεία αυτά, τα συµβαλλόµενα µέρη από κοινού ή ξεχωριστά µπορούσαν να δράσουν αυτοτελώς για την τήρηση των συµφωνηθέντων – χωρίς όµως τη χρήση βίας.

Οι στιγµές είναι δραµατικές. Σε Αγκυρα, Λευκωσία, Αθήνα και Λονδίνο πραγµατοποιούνται αλλεπάλληλες συσκέψεις και τηλεφωνικές επικοινωνίες. Με πρόταση του Σοφοκλή Βενιζέλου, υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας, γίνεται από όλες τις πλευρές δεκτό να τεθούν οι στρατιωτικές δυνάµεις της ΕΛ∆ΥΚ (Ελληνική ∆ύναµη Κύπρου) και της ΤΟΥΡΚ∆ΥΚ (Τουρκική ∆ύναµη Κύπρου) κάτω από βρετανική διοίκηση, της οποίας προΐσταται ο υποστράτηγος Γιανγκ. Εάν δεν είχε γίνει αυτό, οι Τούρκοι θα είχαν εισβάλει και επισήµως από το 1963.

Ετσι, βρετανικά θωρακισµένα λαµβάνουν στις 26 ∆εκεµβρίου θέσεις ανάµεσα στους αντιµαχόµενους στη Λευκωσία, ενώ καταφτάνουν ενισχύσεις και από τη Λιβύη. Οι πάλαι ποτέ αποικιοκράτες έχουν αποφασίσει να επιβάλουν τον νόµο διχοτοµώντας το νησί. Ο Γιανγκ είναι έτοιµος να τραβήξει τη διχοτόµο πράσινη µολυβιά στο πολύπαθο «σώµα» της Κύπρου.

Η νύχτα της αγωνίας

Τα µεσάνυχτα της 27ης προς την 28η ∆εκεµβρίου 1963, ο πρέσβης της Κύπρου στην Αθήνα Νίκος Κρανιδιώτης δέχεται επείγον τηλεφώνηµα από τον υπουργό Εξωτερικών της χώρας του Σπύρο Κυπριανού (που µετέπειτα θα ορκιστεί Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας στη Μεγαλόνησο). Του λέει ότι επίκειται τουρκική εισβολή και του ζητάει να ενηµερώσει την ελληνική κυβέρνηση και να την παρακαλέσει για άµεση βοήθεια. 

«Τηλεφώνησα αµέσως στον υπουργό Εξωτερικών Σοφοκλή Βενιζέλο και στη µετά τα µεσάνυχτα (29/12/1963) συναντηθήκαµε στο υπουργείο Εξωτερικών» θα πει αργότερα ο πρέσβης. 

«Σε λίγο άρχισαν διαδοχικά να καταφθάνουν ο υπουργός Εθνικής Αµύνης Παπανικολόπουλος, ο υπουργός Οικονοµικών Μητσοτάκης, οι αρχηγοί των Ενόπλων ∆υνάµεων και άλλοι. Μετά τη διαπίστωση ότι τα τουρκικά πλοία είχαν εισχωρήσει στα κυπριακά χωρικά ύδατα και κατηυθύνοντο προς τις ακτές της Κερύνειας, ο Βενιζέλος εισηγήθηκε να ζητήσει βοήθεια από τον Βρετανό πρέσβη. “Εφ’ όσον”, είπε, “θα αναθέσουµε στους Aγγλους τη διοίκηση των δυνάµεων στην Κύπρο, νοµίζω ότι η ευθύνη της υπερασπίσεως του νησιού ανήκει σ’ αυτούς”. ∆ιατύπωσα την άποψη ότι δεν θα έπρεπε να περιµένουµε θετική βοήθεια από τους Αγγλους και εισηγήθηκα την παρέµβαση των Αµερικανών. Πράγµατι, γύρω στις ¤ µετά τα µεσάνυχτα εκλήθη στο υπουργείο ο πρέσβης των Ηνωµένων Πολιτειών, Λάµπουις. Ο Βενιζέλος ανέπτυξε στον Αµερικανό διπλωµάτη τη σοβαρότητα της καταστάσεως και αφού τόνισε ότι η ελληνική κυβέρνηση “λαµβάνει τα απαραίτητα στρατιωτικά µέτρα”, ζητά την παρέµβαση του ˜ου Στόλου για την αποτροπή τουρκικής επιθετικής ενέργειας. Ο Λάµπουις, σύννους και ανήσυχος, καλεί τον Ελληνα υπουργό “να απόσχει από οιανδήποτε προκλητικήν ενέργειαν” και να αναµείνει µέχρι το πρωί, για να του δοθεί καιρός να επικοινωνήσει µε την κυβέρνησή του. Πράγµατι, ύστερα από λίγο, ο Λάµπουις τηλεφώνησε από την αµερικανική πρεσβεία στον Βενιζέλο αναφέροντας ότι ο πρόεδρος Τζόνσον ασχολήθηκε προσωπικά µε το θέµα, ότι προέβη στις δέουσες παραστάσεις προς την Τουρκία και ότι -κατόπιν τούτου- δεν επρόκειτο να γίνει εισβολή. Υστερα από µίαν αγωνιώδη νύχτα, φύγαµε από το υπουργείο, τα ξηµερώµατα της ¤¦ης ∆εκεµβρίου, µε ένα δυσάρεστο αίσθηµα ανησυχίας, αλλά και συγχρόνως και ανακουφίσεως για την πρόσκαιρη τουλάχιστον αποτροπή της εισβολής». 

Κύπροςεισβολή στην ΚύπροΤουρκία