Κόσμος|25.05.2019 21:48

ΗΠΑ - Κίνα: Τα έξι μέτωπα του νέου ψυχρού πολέμου

Γιώργος Σκαφιδάς

Εάν κρίνουμε βάσει στατιστικής, τότε Ηνωµένες Πολιτείες και Κίνα… πηγαίνουν για πόλεµο. Τουλάχιστον αυτό προκύπτει µέσα από την έρευνα του καθηγητή στο Πανεπιστήµιο Χάρβαρντ και άλλοτε βοηθού υπουργού Αµυνας των ΗΠΑ, Γκρέιαµ Αλισον.

«Σε 12 από τις 16 περιπτώσεις κατά τις οποίες µια αναδυόµενη δύναµη ήρθε αντιµέτωπη µε µια κυρίαρχη δύναµη τα τελευταία 500 χρόνια, το αποτέλεσµα ήταν πόλεµος και αιµατοχυσία» έγραφε ο Αλισον ήδη από το 2015, επί Οµπάµα ακόµη, στο αµερικανικό περιοδικό «Τhe Atlantic», αναλύοντας τότε την «πιθανότητα ΗΠΑ και Κίνα να βρεθούν σε πόλεµο µέσα στην επόµενη δεκαετία».

Σηµείο αναφοράς για τον Αµερικανό καθηγητή ήταν, µάλιστα, ο Θουκυδίδης: «Η άνοδος της Αθήνας και ο φόβος που αυτή προκάλεσε στη Σπάρτη ήταν που έκαναν τον πόλεµο (σ.σ.: Πελοποννησιακό) αναπόφευκτο», µε τις ΗΠΑ πλέον σε ρόλο Σπάρτης και την αναδυόµενη Αθήνα σε ρόλο Κίνας. Σχεδόν τέσσερα χρόνια έπειτα από εκείνο το άρθρο στο «Atlantic», µε τον Ντόναλντ Τραµπ πια στον Λευκό Οίκο να εξαπολύει… δασµούς υπό µορφή «πυρών» και το Πεκίνο να ανταποδίδει, ένας σινοαµερικανικός πόλεµος (εµπορικός, ψυχρός, ενδεχοµένως ακόµη και στρατιωτικός) µοιάζει πια όντως… πιθανότερος.

Ολοι συµφωνούν, µάλιστα, ότι ένας νέος ψυχρός πόλεµος ανάµεσα στις δύο µεγαλύτερες οικονοµίες του πλανήτη θα είναι «πολύ σοβαρότερος» από τον παρελθόντα Ψυχρό Πόλεµο. Γιατί; Επειδή η σηµερινή Κίνα είναι πολύ ισχυρότερη οικονοµικά από την παλαιά Σοβιετική Ενωση αλλά και πολύ πιο (εξ)απλωµένη διεθνώς, από την Ευρώπη έως την Αφρική και την Ασία, µέσα από µεγαλεπήβολα πρότζεκτ («Μια Ζώνη, Ενας ∆ρόµος» κ.λπ.), επενδύσεις τρισεκατοµµυρίων και διµερείς-πολυµερείς σχέσεις. Η Κίνα είναι πια βαθιά ενσωµατωµένη στο διεθνές οικονοµικό-εµπορικό σύστηµα. Αλλά και µεταξύ τους, ΗΠΑ και Κίνα βιώνουν έναν βαθµό «αλληλεξάρτησης» που ανάλογός του δεν είχε υπάρξει ποτέ µεταξύ Ουάσιγκτον και Σοβιετικής Ενωσης.

Πολλοί είναι εκείνοι, µάλιστα, που προσεγγίζουν την εν λόγω «αλληλεξάρτηση» ως σταθεροποιητικό παράγοντα στη διεθνή σκακιέρα, µε το σκεπτικό ότι µία δύναµη δεν πρόκειται να βλάψει κάποια άλλη εάν υπάρχει κίνδυνος να πληγεί παράλληλα και η ίδια. Ο όγκος του εµπορίου (προϊόντων και υπηρεσιών) ανάµεσα στις Ηνωµένες Πολιτείες και την Κίνα ανήλθε σε 737 δισ. δολ. το 2018, µε τις αµερικανικές εξαγωγές στην Κίνα να υπολογίζονται σε 179,3 δισ. δολ., τις εισαγωγές από την Κίνα να ανέρχονται σε 558 δισ. δολ. και το εµπορικό ισοζύγιο να διαµορφώνεται ελλειµµατικά για την Ουάσιγκτον, πράγµα που προφανώς δεν αρέσει καθόλου στον Ντόναλντ Τραµπ, ειδικά εάν αναλογιστεί κανείς ότι µιλάµε για έλλειµµα-ρεκόρ (378,6 δισ. δολ. το 2018). Οι εκρήξεις, ωστόσο, του Τραµπ αναφέρονται και σε πολλούς άλλους τοµείς, εγείροντας παράλληλα και θέµατα εθνικής ασφάλειας.

Για τον Αµερικανό πρόεδρο, άλλωστε, η Κίνα αποτελεί πια «στρατηγικό ανταγωνιστή» των ΗΠΑ. Εν έτει 2019, Ουάσιγκτον και Πεκίνο βρίσκονται να συγκρούονται άµεσα ή έµµεσα σε τουλάχιστον έξι µέτωπα: για το εµπόριο και τους διεθνείς δρόµους του εµπορίου (δασµοί, ελλειµµατικό ισοζύγιο, καταγγελίες για αθέµιτο ανταγωνισµό κ.ά.), για θέµατα πνευµατικής ιδιοκτησίας, για την παγκόσµια πρωτοκαθεδρία στον χώρο της τεχνολογίας (υπόθεση Huawei), για θέµατα ελέγχου των τηλεπικοινωνιών (5G) και κυβερνοασφάλειας (καταγγελίες για κατασκοπεία, µε επίσης χαρακτηριστική την υπόθεση της Huawei), για το καθεστώς της Ταϊβάν (στα στενά της οποίας «συχνάζουν» πλέον αµερικανικά πολεµικά πλοία) και τις επεκτατικές κινεζικές κινήσεις έναντι συµµάχων των ΗΠΑ (όπως είναι η Ιαπωνία κ.ά.) σε διαφιλονικούµενες ζώνες στις εµπορικά κρίσιµες για την παγκόσµια ναυσιπλοΐα θάλασσες της Ασίας.

Η κυβέρνηση Τραµπ προσάπτει στους Κινέζους κατηγορίες για πρακτικές αθέµιτου ανταγωνισµού, καθώς το Πεκίνο ενισχύει σηµαντικά µέσω κρατικών επιδοτήσεων (και αναπτυξιακών δανείων από κρατικές τράπεζες) τις δικές του εταιρείες, τις οποίες προωθεί και διεθνώς, ενώ την ίδια ώρα περιορίζει την πρόσβαση των εταιρειών της ∆ύσης στην κινεζική αγορά και τις άµεσες ξένες επενδύσεις.

Η Ουάσιγκτον κατηγορεί, επιπλέον, το Πεκίνο για «κλοπή πνευµατικών δικαιωµάτων», επικαλούµενη ως αιτίες την «υπερβολικά χαλαρή» κινεζική νοµοθεσία σε αυτό το µέτωπο, τις παρασκηνιακές κινήσεις ορισµένων εταιρειών αλλά και την κινεζική πρακτική, στη βάση της οποίας για να αποκτήσει µια εταιρεία της ∆ύσης πρόσβαση στην τεράστια κινεζική αγορά, πρέπει πρώτα να συµφωνήσει να «παραδώσει» µέρος της συχνά ευαίσθητης ή στρατηγικά πολύτιµης τεχνογνωσίας-τεχνολογίας της σε εγχώριες κινεζικές επιχειρήσεις, µαζί µε τις οποίες υποχρεούται να συστήσει και κοινοπραξίες, κοινοπραξίες τον έλεγχο των οποίων διατηρούν όµως οι Κινέζοι.

Πηγή ανησυχίας αποτελούν, παράλληλα, για τους Αµερικανούς και άλλες εξελίξεις, όπως: η στρατιωτική αναβάθµιση της Κίνας (οι ετήσιες αµυντικές δαπάνες της οποίας προσεγγίζουν πλέον τα 178 δισ. δολ.), η διαµόρφωση νέων δρόµων του µεταξιού µέσα από µεγαλεπήβολα έργα υποδοµών σε ολόκληρο τον κόσµο («Μια Ζώνη, Ενας ∆ρόµος»), οι κινεζικές εδαφικές διεκδικήσεις στη Νότια Σινική Θάλασσα (όπου κάνουν πια ολοένα συχνότερα την εµφάνισή τους και πολεµικά πλοία του αµερικανικού 7ου Στόλου), η παγκόσµια εξάπλωση των κινεζικών συµφερόντων µέσα από προϊόντα όπως είναι, για παράδειγµα, και τα κινητά τηλέφωνα της Huawei (που θα µπορούσαν, κατά κάποιους στη ∆ύση, να λειτουργήσουν ακόµη και ως… µέσα κατασκοπείας των χρηστών τους), αλλά και η κοµβική εµπλοκή κινεζικών εταιρειών (Huawei, ZTE) στην ανάπτυξη και υλοποίηση νέων (5G) τηλεπικοινωνιακών δικτύων ανά την υφήλιο, µια εµπλοκή πίσω από την οποία επίσης ελλοχεύουν υποψίες κινεζικής κατασκοπείας.

Το Πεκίνο, βέβαια, από την πλευρά του απορρίπτει όλες τις κατηγορίες, προτού βγει στην αντεπίθεση κατά των ΗΠΑ µε την κατηγορία ότι θέλουν να περιορίσουν την κινεζική ανάπτυξη και επιρροή.

ψυχρός πόλεμοςΚίναΗΠΑ