Κόσμος | 03.10.2019 13:10

Οι ΗΠΑ στα πλοκάμια του Trump Gate - Σε δίνη σκανδάλου η Ουάσινγκτον

Newsroom

Με «πυρηνικές» πολιτικές βόμβες ξεκίνησε στην ουσία η προεκλογική περίοδος στις ΗΠΑ, η οποία, όπως όλα δείχνουν, θα διεξαχθεί σε επικίνδυνα τοξικό (πολιτικά) κλίμα, μετά την απόφαση των Δημοκρατικών να ανοίξουν έρευνα στο Κογκρέσο με το ερώτημα της παραπομπής του Ντόναλντ Τραμπ (impeachment). Οι Δημοκρατικοί επισήμως κατηγορούν (εκ νέου) τον πρόεδρο Τραμπ ότι προχώρησε σε κατάχρηση εξουσίας, παράβαση του όρκου του και ότι προσπάθησε να αποσπάσει τη συνεργασία ξένου ηγέτη για να επηρεάσει το αποτέλεσμα των εκλογών του 2020.

Από την πλευρά του ο πρόεδρος των ΗΠΑ επαναφέρει στο προσκήνιο το σχετικά επιτυχημένο σλόγκαν το οποίο τον εμφανίζει ως θύμα ενός «κυνηγιού μαγισσών» που έχουν στήσει οι Δημοκρατικοί, υποστηρίζει ότι δεν έκανε τίποτα μεμπτό και χρησιμοποιεί όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του για να θολώσει τα νερά. Στον πυρήνα της υπόθεσης που θα απασχολήσει σίγουρα για πολύ καιρό τα διεθνή μέσα ενημέρωσης βρίσκονται μια τηλεφωνική συνομιλία του Ντόναλντ Τραμπ με τον πρόεδρο της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι και μια ανώνυμη καταγγελία ενός «μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος» προς το Κογκρέσο σχετικά με τη συνομιλία αυτή. Παρότι η υπόθεση βασίζεται απλά σε αυτά τα δύο στοιχεία, η αλληλουχία των γεγονότων και οι λεπτομέρειες της υπόθεσης τη μετατρέπουν σε ένα συγκλονιστικό πολιτικό-διπλωματικό-δικαστικό θρίλερ. Γι’ αυτό αξίζει να πάρουμε τα πράματα από την αρχή.

Τα έγγραφα

Εδώ και περίπου δύο εβδομάδες στα αμερικανικά και τα διεθνή μέσα ενημέρωσης διακινούνταν διάφορες φήμες ότι έχει γίνει καταγγελία από μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος κατά του προέδρου των ΗΠΑ σχετικά με τις επαφές του τελευταίου με κάποιον ξένο ηγέτη. Οπως ήταν αναμενόμενο, με αφορμή τις φήμες, υπήρξε παρέμβαση του Κογκρέσου και έπειτα από σχετική έρευνα διαπιστώθηκε ότι όντως υπάρχει κάποια καταγγελία, η οποία όμως δεν είχε προωθηθεί υπηρεσιακά στην Επιτροπή Πληροφοριών από το γραφείο του διευθυντή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (DNI), Τζόζεφ Μαγκουάιρ, όπως θα έπρεπε μετά την παραλαβή της. Μετά τη διαπίστωση αυτή και πριν δοθούν στη δημοσιότητα τα σχετικά έγγραφα, άρχισαν διάφορες λεπτομέρειες της υπόθεσης να διοχετεύονται στον Τύπο, καθώς οι αρμόδιοι σε επιτροπές και υπηρεσίες ζήτησαν και είδαν τα έγγραφα.

Ετσι έγινε γνωστό ότι η καταγγελία αφορούσε όσα είπαν μεταξύ τους σε τηλεφωνική συνομιλία που είχαν στις 25 Ιουλίου ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και ο Ουκρανός ομόλογός του Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο οποίος είχε κερδίσει τον πρώην πρόεδρο της Ουκρανίας Πέτρο Ποροσένκο.

Οι Δημοκρατικοί και οι διάφορες επιτροπές του Κογκρέσου ζήτησαν να δημοσιοποιηθούν τα σχετικά με την τηλεφωνική συνομιλία έγγραφα, καθώς διάφορα δημοσιεύματα έκαναν πλέον λόγο ανοιχτά για προσπάθεια του Ντόναλντ Τραμπ να πιέσει μέσω του δικηγόρου του και πρώην δημάρχου της Νέας Υόρκης, Ρούντολφ Τζουλιάνι, τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι να ξεκινήσει έρευνα κατά του γιου του πρώην αντιπροέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, Χάντερ, το όνομα του οποίου φέρεται να είχε εμπλακεί σε μια υπόθεση διαφθοράς που απασχόλησε την Ουκρανία μέχρι το 2015.

Παρότι τα επίσημα αιτήματα για τη δημοσιοποίηση των δύο εγγράφων (ένα της συνομιλίας και ένα της καταγγελίας σχετικά με τη συνομιλία) εκκρεμούσαν, η Νάνσι Πελόζι, έπειτα από διαβουλεύσεις με τους βουλευτές των Δημοκρατικών, αποφάσισε να μην περιμένει τη δημοσιοποίησή τους και ανακοίνωσε την Τρίτη ότι ξεκινάει έρευνα κατά του προέδρου Τραμπ με το ερώτημα της παραπομπής του. Ο Λευκός Οίκος, παρότι προσπάθησε αρχικά να αποφύγει να παραδώσει ένα αντίγραφο της συνομιλίας (σημειώνεται ότι μετά το σκάνδαλο του Watergate δεν υπάρχουν ηχογραφήσεις και ως δικλίδα ασφαλείας σχετικά με το περιεχόμενο των τηλεφωνικών συνομιλιών των προέδρων έχει αποφασιστεί να ορίζονται... συνακροατές που κρατούν σημειώσεις), εντέλει παρουσίασε την επομένη της ανακοίνωσης της Πελόζι ένα έγγραφο στο οποίο, όπως τονίζεται, παρουσιάζεται μια όσο το δυνατόν πιο πιστή αποτύπωση των όσων είπαν στο περίφημο τηλεφώνημα Τραμπ - Ζελένσκι. Μετά τη δημοσιοποίηση του εγγράφου αυτού ο Τραμπ και οι συνεργάτες του προσπάθησαν να υποστηρίξουν ότι το περιεχόμενό του επιβεβαιώνει ότι δεν υπήρξε τίποτα μεμπτό κατά τη συνομιλία των δύο ανδρών.

Την εκτίμηση αυτή έκανε και ο ίδιος ο Ζελένσκι σε επίσημη συνάντησή του με τον Τραμπ, την Τετάρτη, λέγοντας ότι δεν «αισθάνθηκε πίεση». Αυτή η προσπάθεια συνεχίστηκε μέχρι την Πέμπτη, οπότε και δόθηκε στη δημοσιότητα η καταγγελία του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, η οποία στην ουσία «διάβαζε» πίσω από τις γραμμές του κειμένου της συνομιλίας που είχε ήδη δημοσιευθεί. Οπως έγινε γνωστό από σχετικό δημοσίευμα των «New York Times», ο μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος είναι εργαζόμενος της CIA, ο οποίος μάλιστα έχει εκπαιδευθεί ως αναλυτής και η καταγγελία του έγινε με βάση στοιχεία που συνέλεξε από άτομα που ήξεραν το περιεχόμενο της συνομιλίας και γνώριζαν ότι έγινε προσπάθεια το αντίγραφο της συνομιλίας που είχε προκύψει από τις «σημειώσεις» να κωδικοποιηθεί και να «θαφτεί» στην κρυπτογραφημένη βάση δεδομένων που υπάρχει για τα ανώτατα κρατικά μυστικά.

Σύμφωνα με το κείμενο της συνομιλίας του με τον Ζελένσκι, ο πρόεδρος των ΗΠΑ μετά τα τυπικά συγχαρητήρια άνοιξε τη συζήτηση λέγοντας «θα ήθελα μια χάρη από σένα», ζητώντας από τον πρόεδρο της Ουκρανίας να ανοίξει ξανά η έρευνα εναντίον της εταιρείας ενέργειας Burisma, στην οποία ο Χάντερ Μπάιντεν ήταν στέλεχος, διότι, σύμφωνα με τον Αμερικανό πρόεδρο, η έρευνα εναντίον του γιου του Μπάιντεν έκλεισε έπειτα από παρέμβαση του ίδιου του Μπάιντεν στο έργο του προηγούμενου γενικού εισαγγελέα της Ουκρανίας. Σημειώνεται εδώ ότι το επίμαχο τηλεφώνημα, στο οποίο ο Τραμπ εμφανίζεται να πιέζει τον Ζελένσκι να κάνει ό,τι μπορεί για να «δέσει» τον Χάντερ Μπάιντεν, έγινε, σύμφωνα με αμερικανικά Μέσα, μία εβδομάδα αφότου ο πρόεδρος Τραμπ αποφάσισε να μην καταβάλει 400 εκατομμύρια δολάρια που είχαν εγκριθεί νωρίτερα μέσα στο έτος ως βοήθεια των ΗΠΑ προς την Ουκρανία.

Η διαδικασία - Οι συσχετισμοί και ο παράγοντας Μαίκ Πενς

Η παραπομπή (impeachment) είναι μια διαδικασία που μέχρι σήμερα έχει χρησιμοποιηθεί μόλις τέσσερις φορές στην Ιστορία των ΗΠΑ και σε καμία από τις περιπτώσεις αυτές δεν έχει οδηγήσει σε αποπομπή. Το επόμενο διάστημα οι έξι επιτροπές του Κογκρέσου που εμπλέκονται στην έρευνα θα συλλέξουν στοιχεία κατά του προέδρου Τραμπ, αν υπάρχουν τέτοια, και εν συνεχεία θα τα μεταβιβάσουν στην επιτροπή του δικαστικού. Η επιτροπή αυτή, με βάση τα στοιχεία (αν υπάρχουν), θα προχωρήσει στη σύνταξη άρθρων παραπομπής και στη συνέχεια θα τα εγκρίνει.

Αν πάρουν έγκριση από την επιτροπή, τα άρθρα θα τεθούν σε ψηφοφορία στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Εάν περάσουν με πλειοψηφία, τότε η υπόθεση παραπέμπεται στη Γερουσία, η οποία θα ξεκινήσει τη διαδικασία δίκης. Εάν προκύψει στη Γερουσία πλειοψηφία δύο τρίτων, τότε ο πρόεδρος καταδικάζεται και αποπέμπεται.Οι Δημοκρατικοί, παρά τις διαφοροποιήσεις, θεωρείται δεδομένο ότι θα ψηφίσουν υπέρ της παραπομπής Τραμπ αν η υπόθεση φτάσει στη Βουλή των Αντιπροσώπων στην οποία έχουν την πλειοψηφία. Μετά τις ενδιάμεσες εκλογές του 2018 οι Δημοκρατικοί έχουν 235 βουλευτές και οι Ρεπουμπλικάνοι 198.

Στη Γερουσία τα πράγματα είναι πιο δύσκολα για τους Δημοκρατικούς και για την πρόταση παραπομπής του Τραμπ, αφού οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν την πλειοψηφία. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα από τις 100 έδρες της Γερουσίας έχει τις 53, οι Δημοκρατικοί έχουν 45 και υπάρχουν και δύο ανεξάρτητοι. Για να περάσει η πρόταση από τη Γερουσία και να καταλήξει η διαδικασία του ειδικού δικαστηρίου, θα πρέπει να ψηφίσουν υπέρ της καταδίκης Τραμπ 20 Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές. Αυτό ακριβώς είναι το σημείο το οποίο οι αναλυτές εκτιμούν ότι αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα για τους Δημοκρατικούς. Για να στηρίξουν 20 γερουσιαστές την καταδίκη Τραμπ, θα πρέπει να υπάρχει έστω κάποια ελπίδα εντός του κόμματος ότι κάποιος άλλος υποψήφιος μπορεί να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές του 2020. Ο μοναδικός που ίσως θα μπορούσε να το πετύχει αυτό είναι ο αντιπρόεδρος Μάικ Πενς, για τον οποίο το 70% των ψηφοφόρων του κόμματος έχει θετική γνώμη.

Εξάλλου, σε περίπτωση που ο Τραμπ… ανατραπεί μέσα στους επόμενους μήνες, αυτός που θα οδηγήσει τη χώρα στις εκλογές του 2020, όπως προβλέπεται από τη σχετική νομοθεσία, είναι ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση ο Μάικ Πενς. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, ο πρόεδρος Τραμπ, προφανώς αναγνωρίζοντας τη δυνητική απειλή, ήδη ξεκίνησε να κάνει προσπάθειες για να «σύρει» τον Μάικ Πενς στην υπόθεση για την οποία ερευνάται ο ίδιος. Οπως χαρακτηριστικά δήλωσε: «Νομίζω ότι θα πρέπει να ζητήσετε και τις συνομιλίες του αντιπροέδρου Πενς, ο οποίος είχε και ο αυτός σχετικές επαφές». Σημειώνεται ότι εάν παραπεμφθεί και αποπεμφθεί και ο Μάικ Πενς, την προεδρία αναλαμβάνει θεσμικά ο πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, δηλαδή η Νάνσι Πελόζι.

Ντόναλντ ΤραμπΗΠΑΟυάσινγκτον