Βιβλίο | 02.07.2020 18:41

Προδημοσίευση - Στίβεν Κινγκ: Κυκλοφορεί για πρώτη φορά στα ελληνικά σε πλήρη έκδοση το «Κοράκι»

Άγγελος Γεραιουδάκης

Το «Κοράκι» του Στίβεν Κινγκ είναι ένα από τα πιο γνωστά και αγαπημένα μυθιστορήματα τρόμου, το οποίο έχει επανέλθει στο προσκήνιο το τελευταίο διάστημα, με αφορμή την πανδημία του Covid-19, αφού η αναφορά του σε έναν φονικό ιό που εξαπλώνεται σε όλον τον πλανήτη θεωρήθηκε από πολλούς δυσοίωνα προφητική. Πρόκειται για μια ιστορία που έχει μέσα τα πάντα: περιπέτεια, δράμα, έρωτα, φρικιαστικές περιγραφές, φιλοσοφικές αναζητήσεις και μερικές πινελιές χιούμορ.

Ο Κινγκ στήνει το απόλυτο σκηνικό για τη σύγκρουση Καλού - Κακού, σε ένα πολυσέλιδο και πολυπρόσωπο μυθιστόρημα. Παρόλο που υπάρχει το δίπολο Θεού - Διαβόλου, ο συγγραφέας δεν παγιδεύεται στο θρησκευτικό πλαίσιο και αναζητά απάντηση σε ένα βασικό ερώτημα: «Αν μπορούσαμε να δημιουργήσουμε τον πολιτισμό από την αρχή, θα κάναμε κάτι διαφορετικό;».

Το βιβλίο, το οποίο είναι το τέταρτο κατά σειρά του Κινγκ, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Αμερική το 1978. Ο εκδότης τού ζήτησε τότε να κόψει τετρακόσιες σελίδες από το αρχικό κείμενο λόγω κόστους. Συνεπώς η αρχική έκδοση ήταν γύρω στις 1.000 σελίδες. Το 1980 κυκλοφόρησε μια αναθεωρημένη έκδοση, με τις ίδιες σελίδες, όπου ο Κινγκ άλλαξε απλώς κάποιες ημερομηνίες. Αυτή η έκδοση κυκλοφόρησε και στα ελληνικά το 1996. Το 1990 κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Αμερική η πλήρης έκδοση του βιβλίου με τις 1.440 σελίδες και αυτήν ακριβώς την έκδοση παρουσιάζουν για πρώτη φορά στους Ελληνες αναγνώστες οι εκδόσεις Κλειδάριθμος την Παρασκευή 3 Ιουλίου.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο:

Λίγο πριν από τις έντεκα, έφτασαν σε ένα αλλόκοτο οδόφραγμα, στα όρια μιας πόλης ονόματι Ογκόνκουιτ. Τρία πορτοκαλί απορριμματοφόρα του δήμου έφραζαν κάθετα τον δρόμο από τη μία άκρη στην άλλη. Στον κάδο ενός απορριμματοφόρου, σάπιζε το πτώμα ενός άντρα, που το είχαν περιποιηθεί τα κοράκια. Ο καύσωνας που επικρατούσε τις τελευταίες δέκα μέρες είχε αποτελειώσει τη δουλειά. Οσα σημεία του σώματος δεν ήταν καλυμμένα με ρούχα, έμοιαζαν να αφρίζουν από ολόκληρες αποικίες σκουληκιών.

Η Ναντίν απέστρεψε το βλέμμα. «Πού είναι ο Τζο;» ρώτησε.

«Δεν ξέρω. Κάπου μπροστά»...

«Μακάρι να μην το είδε. Λες να το είδε;»...

«Κατά πάσα πιθανότητα» αποκρίθηκε ο Λάρι. Εδώ και ώρα σκεφτόταν πως, αν και κεντρική οδική αρτηρία, η Ε-1 έμοιαζε τρομακτικά έρημη αφότου έφυγαν από το Γουέλς, καθώς δεν είχαν συναντήσει περισσότερα από καμιά εικοσαπενταριά ακινητοποιημένα αυτοκίνητα.

Τώρα καταλάβαινε το γιατί. Οι Αρχές είχαν μπλοκάρει τον δρόμο. Πιθανόν να υπήρχαν εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες αυτοκίνητα μποτιλιαρισμένα στην άλλη άκρη της πόλης. Ηξερε πώς ένιωθε η Ναντίν για το αγόρι. Θα ήταν προτιμότερο να μην αντικρίσει ένα τέτοιο θέαμα.

«Μα γιατί να μπλοκάρουν τον δρόμο;» τον ρώτησε. «Τι λόγο είχαν;»...

«Μάλλον προσπάθησαν να βάλουν την πόλη σε καραντίνα. Φαντάζομαι ότι θα βρούμε άλλο ένα οδόφραγμα στην άλλη άκρη»…

«Υπάρχουν κι άλλα πτώματα;»...

Ο Λάρι στήριξε το ποδήλατο στο σταντ και πήγε να ρίξει μια ματιά.

«Τρία» είπε.

«Καλά. Δεν θέλω να δω»...

Ο Λάρι κούνησε το κεφάλι με κατανόηση. Αφού έσπρωξαν τα ποδήλατά τους πέρα από το οδόφραγμα, τα καβάλησαν ξανά. Ο δρόμος συνέχιζε σχεδόν δίπλα στη θάλασσα και η ατμόσφαιρα ήταν πιο δροσερή. 

Υπήρχαν εξοχικές κατοικίες χτισμένες κολλητά η μία στην άλλη, σε ατελείωτες, άθλιες σειρές. «Υπήρχε κόσμος που παραθέριζε σε τέτοια παραπήγματα; αναρωτήθηκε ο Λάρι. Θα μπορούσες κάλλιστα να πας στο Χάρλεμ και να αφήσεις τα παιδιά σου να καταβρέχονται με τους κρουνούς της Πυροσβεστικής.

«Δεν είναι και πολύ όμορφο, ε;» ρώτησε η Ναντίν. Και από τις δύο πλευρές του δρόμου ένιωθαν να τους πνίγει η πεμπτουσία του λαϊκού παραθεριστικού προορισμού – πρατήρια καυσίμων, καντίνες με τηγανητά θαλασσινά, Dairy Treat, μοτέλ βαμμένα με εφιαλτικά παστέλ χρώματα, γήπεδα μίνι γκολφ.

Το θέαμα γεννούσε στον Λάρι δύο αντιφατικά, μα εξίσου επώδυνα συναισθήματα. Ενα κομμάτι του εαυτού του διαμαρτυρόταν για όλη αυτή τη θλιβερή και κραυγαλέα ασχήμια αλλά και για την ασχήμια των φωστήρων που είχαν μετατρέψει αυτό το τμήμα της εντυπωσιακής, άγριας ακτογραμμής σε έναν απέραντο σταθμό εξυπηρέτησης αυτοκινητιστών για οικογένειες με στέισον βάγκον. Ωστόσο, ένα βαθύτερο κομμάτι του εαυτού του του μιλούσε ψιθυριστά για τους ανθρώπους που κατέκλυζαν κάθε καλοκαίρι αυτά τα μέρη και αυτόν τον δρόμο. Κυρίες με καπέλα για τον ήλιο και σορτσάκια υπερβολικά στενά για τους μεγάλους κώλους τους. Κολεγιόπαιδα με μαυροκόκκινες ριγέ μπλούζες του ράγκμπι.

Κορίτσια με ανάλαφρα φουστάνια και σανδάλια. Παιδάκια που τσίριζαν, ενώ τα μουτράκια τους ήταν πασαλειμμένα με παγωτό. Ολοι τους ήταν Αμερικανοί πολίτες, που είχαν την παροιμιώδη μανία να αλλοιώνουν τη φυσιογνωμία ενός τόπου όποτε μαζεύονταν σε ομάδες – είτε βρίσκονταν σε κάποιο χιονοδρομικό κέντρο του Ασπεν είτε επιδίδονταν σε κοινότοπες καλοκαιρινές τελετουργίες στο Μέιν, κατά μήκος της Ε-1. Τώρα πια, όλοι αυτοί οι Αμερικανοί είχαν χαθεί. Μια σφοδρή καταιγίδα είχε τσακίσει το κλαδί ενός δέντρου, που με τη σειρά του γκρέμισε τη γιγάντια πλαστική επιγραφή του Dairy Treat στο πάρκινγκ του παγωτατζίδικου, όπου παρέμενε πεσμένη στο πλάι, σαν άχρωμο κωνικό καπέλο. Στο γήπεδο του μίνι γκολφ το χορτάρι είχε αρχίσει να θεριεύει. Ολο αυτό το τμήμα του αυτοκινητοδρόμου μεταξύ Πόρτλαντ και Πόρτσμουθ ήταν κάποτε ένα απέραντο λούνα παρκ, μήκους εβδομήντα μιλίων, αλλά τώρα πια είχε μετατραπεί σε ένα στοιχειωμένο σπιτάκι του τρόμου, με όλους του τους μηχανισμούς ξεχαρβαλωμένους.

«Οχι, Ναντίν, δεν είναι όμορφο», είπε, «αλλά κάποτε ήταν δικό μας. Κάποτε ήταν δικό μας, παρόλο που δεν το είχαμε επισκεφθεί ποτέ. Και τώρα χάθηκε».

ΠροδημοσίευσηΣτίβεν Κινγκ