Βιβλίο | 02.05.2022 07:44

Λένα Διβάνη: «Η Διδώ Σωτηρίου έφυγε, αφήνοντας τον κόσμο καλύτερο απ' ότι τον βρήκε. Δεν πήγε χαμένη»

Άγγελος Γεραιουδάκης

Ήταν τα ξημερώματα της περασμένης Πρωτοχρονιάς, όταν η Διδώ Σωτηρίου εμφανίστηκε στον ύπνο της Λένας Διβάνη και της έριξε μια σπρωξιά. «Ξύπνα, βρε μπουνταλού» της είπε και «μπαίνει ο καινούργιος αιώνας - γιατί τώρα μπαίνει, ελπίζω να το κατάλαβες. Θα την πεις την ιστορία μου τελικά ή θα μας πεθάνεις στο περίμενε; Εγώ δηλαδή πεθαμένη είμαι, δεν έχω πρόβλημα, αλλά μια ψυχή που είναι να βγει ας βγει, βρε αγάπη μου. Μόλις ξημερώσει πάρε μολύβι κι άρχισε».

Αυτό ήταν! Ξημερώνοντας, λοιπόν, η πρώτη μέρα του '21, η Λένα Διβάνη κάθισε μπροστά στον υπολογιστή της και ξεκίνησε να γράφει το νέο της βιβλίο, με τίτλο «Ονειρεύτηκα τη Διδώ» από τις εκδόσεις Πατάκη. Γιατί πράγματι την ονειρεύτηκε ολοζώντανη, ακαταπόνητη και γελαστή όπως ήταν πάντα, να της διηγείται με το νι και με το σίγμα τη ζωή της που ήταν αγρίως απίθανη!

Η Διδώ Σωτηρίου δεν είναι λογοτεχνική ηρωίδα, αλλά ένα υπαρκτό πλάσμα γεμάτο ζωντάνια, εγκαρδιότητα και αγάπη για τη ζωή και τους ανθρώπους. Αναρωτιέμαι αν αυτό ανέβασε τον πήχη δυσκολίας στο γράψιμο. «Ασφαλώς. Εν προκειμένω είχα δύο προβλήματα. Το πρώτο είναι ν' αναστήσω μια γυναίκα που θαύμαζα πολύ αλλά δεν γνώρισα ποτέ προσωπικά. Να εντοπίσω τη γλώσσα της, τον αέρα της, το βλέμμα της, την νοηματική απόχρωση των φράσεών της, το πονηρό και πηγαίο γέλιο της. Ήθελα να διαβάζεις και να πιστεύεις ότι την ακούς να σου μιλάει -αυτή ήταν η φιλοδοξία μου και χάρηκα σαν μικρό παιδί όταν μου τηλεφώνησαν φίλοι της και μου είπαν ότι ένιωσαν σα να τη συνάντησαν. Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι η Διδώ ταυτίστηκε με τις περιπέτειες της Ελλάδας, οπότε τα πάντα πρέπει να είναι πιστά και στην ιστορία τη δική της αλλά και τη μεγάλη Ιστορία της χώρας που ήταν το πλαίσιο. Αυτό ομολογουμένως ήταν λιγότερο προβληματικό γιατί είμαι ιστορικός, οπότε δεν δυσκολεύτηκα πολύ» λέει, χαρακτηριστικά, η Λένα Διβάνη στο ethnos.gr.

Στόχος της συγγραφέας ήταν να περιγράψει τη ζωή της Διδώς Σωτηρίου, αλλά όχι με τον συμβατικό τρόπο που γράφονται οι βιογραφίες: γεννήθηκε μπλα μπλα, σπούδασε, παντρεύτηκε, δημοσίευσε μπλα μπλα... Ήθελε όλο και πιο πολύ να πει την ιστορία της Διδώς σ' αυτούς που δεν τη γνώρισαν, αλλά να την πει μ' έναν τρόπο που όσοι την ήξεραν καλά θα έλεγαν: «Ε, ναι, ρε φίλε, αυτή ήταν η Διδώ! Μυρίζω το άρωμά της, ακούω το γέλιο της!». Τη ρωτάω, λοιπόν, ποια ήταν η μέθοδός της, προκειμένου να συγκεντρώσει στοιχεία και ιδίως προσωπικές ιστορίες και λεπτομέρειες από τη γυναίκα που έχει γράψει τα «Ματωμένα Χώματα», τα οποία εκδόθηκαν το 1962 και αποτελούν μέχρι και σήμερα, ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα ελληνικά μυθιστορήματα, με 423.000 αντίτυπα και 107 επανεκδόσεις. 

«Αρχικά διάβασα τα πάντα και είδα τα πάντα. Η Διδώ είχε αφήσει πολλά ίχνη πίσω της. Τα βασικά της βιβλία είναι αυτοβιογραφικά, άσε που έδωσε πολλές αφηγηματικές συνεντεύξεις γραπτές και τηλεοπτικές συν μια τεράστια μαγνητοφωνημένη συνέντευξη στη φίλη της την επίσης μακαρίτισσα Σάσα Τσακίρη, δημοσιευμένη εδώ και χρόνια. Τα πιο πολύτιμα όμως μου τα χάρισαν όσο ζούσαν τα δύο πιο στενά της πρόσωπα: Η ανιψιά της, Άλκη Ζέη, που τη λάτρευε και ο ανιψιός της Νίκος Μπελογιάννης τζούνιορ, το αγόρι που μεγάλωσε επειδή ο πατέρας του εκτελέστηκε και η μάνα του, η Έλλη Παπά, αδερφή της Διδώς, ήταν φυλακισμένη. Ο Νίκος αγαπούσε τη Διδώ τόσο που όσο μιλούσε γι' αυτή χαμογελούσε πάντα χωρίς να το συνειδητοποιεί. Μου είπε τις αστείες και συγκινητικές ιστορίες της κάθε μέρας που ζωντάνεψαν την ανεπανάληπτη αυτή γυναίκα σε όλο της το μεγαλείο» απαντά. 

Κατά τη διάρκεια της έρευνά σας, τι ανακαλύψατε ή τι σας εντυπωσίασε περισσότερο για τη ζωή και την προσωπικότητά της; Πόσο κοντά νιώθετε στην ψυχοσύνθεσή της;

Νιώθω τόσο κοντά της που μερικές φορές μπερδευόμουνα. Ταυτιζόμουνα με τις απόψεις της τόσο που αναρωτιόμουν εγώ μιλάω ή εκείνη; Ήταν ελαφρώς σχιζοφρενική αίσθηση ειδικά κάποια βράδια όπου έκλεινα τις 8 - 9 ώρες σερί γραψίματος και το μυαλό μου άρχιζε να σηκώνει τα χέρια ψηλά.

Τι χρειάζεται να γνωρίζουν οι γυναίκες σήμερα για εκείνη;

Να ξέρουν ότι υπήρξε την εποχή που οι γυναίκες ήταν αιχμάλωτες στις κουζίνες τους μια γυναίκα τόσο τολμηρή που έκανε πάντα του κεφαλιού της, τραβούσε τον δρόμο της -δρόμο του αγώνα αλλά και της χαράς- και έφυγε αφήνοντας τον κόσμο καλύτερο απ' ότι τον βρήκε. Δεν πήγε χαμένη. Αυτό σημαίνει ότι εμείς που έχουμε πολύ περισσότερες ευκαιρίες και ελευθερίες είμαστε τελείως αδικαιολόγητες όταν πάμε χαμένες…

Ποιο θα αξιολογούσατε ως το βασικότερο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας;

Για μένα η ρίζα του κακού είναι το θλιβερό γεγονός ότι δεν γίναμε ποτέ πολίτες, παραμένουμε υπήκοοι 200 χρόνια τώρα. Δεν είμαστε ψηφίδες που συναποτελούν το κράτος όπως οι πολίτες των δυτικών κρατών. Είμαστε ακόμα ραγιάδες κατά βάθος, το κράτος είναι ο Σουλτάνος που έχουμε υποχρέωση να βρούμε τρόπο να τον ξεγελάσουμε και να τον κλέψουμε. Είναι αστείο: κάνουμε αντίσταση κατά του εαυτού μας και αυτοδιαλυόμαστε.

Ποιες σκέψεις σας δημιουργεί ο πόλεμος στην Ουκρανία; Πιστεύετε πως είναι μια μάχη μεταξύ του δυτικού τρόπου ζωής και μιας κουλτούρας που αντιστέκεται στο νέο;

Είναι πολλά πράγματα, όχι ένα. Εν περιλήψει θα πω είναι η ορατή έκρηξη ενός κόσμου, ενός διεθνούς συστήματος που τελειώνει εδώ και χρόνια αργά και βασανιστικά. Το καινούριο θα γεννηθεί αλλά πρώτα πρέπει να πεθάνει οριστικά το παλιό. Με ωδίνες φυσικά, δεν έχω ψευδαισθήσεις.

Το αποτέλεσμα για εσάς έχει κριθεί;

Νομίζω για κανένα ακόμα δεν έχει κριθεί γιατί η πραγματικότητα είναι σαν το κρεμμύδι, έχει πολλές στρώσεις και όλες θα προξενήσουν πολλά δάκρυα φοβάμαι…

Τι πιστεύετε ότι πρέπει να κάνουμε για να ξαναγυρίσει η ελπίδα, το χαμόγελο;

Η Διδώ -που βίωσε προσωπικά τις πιο μαύρες ώρες της Ελλάδας- έλεγε πως η ευτυχία είναι απόφαση και το χαμόγελο είναι ένα από τα εργαλεία της. Το προσυπογράφω με τα δύο μου χέρια.

Όταν βρίσκεστε μπροστά στον καθρέφτη σας, τι σκέφτεστε;

Φτού σου αγάπη μου που δεν άφησες την πραγματικότητα να σε κατσιάσει!

Είστε από τους ανθρώπους που έχουν μέσα τους πολλούς εαυτούς; Κι αν ναι, είναι ενήλικες ή παιδιά;

Ένα παιδί έχω φυλακισμένο μέσα στο ενήλικο σαρκίο μου. Νομίζω όμως ότι όσο μεγαλώνω και αποκτώ όλο και περισσότερη αυτοπεποίθηση τόσο αφήνω ελεύθερο το παιδί μέσα μου να κάνει παιγνίδι. Είναι απολαυστικό να το βλέπεις να παίζει, να μην παίρνει τον εαυτό του πολύ σοβαρά και να τρέχει γεμάτο προσδοκία για το μέλλον του έστω κι αν ο ενήλικος αστυφύλακας έξωθεν το προειδοποιεί ότι δεν προβλέπεται ανέφελο.

Πατάκηςειδήσεις τώραΟυκρανίαΆλκη ΖέηΔιδώΛένα Διβάνη