Άννα Γαλανού: «Κάποιοι οραματίζονται τον κόσμο σαν ένα απέραντο τουριστικό αξιοθέατο χωρίς ιστορία, χωρίς μνήμη»
Άγγελος ΓεραιουδάκηςH Άννα Γαλανού γράφει από νεαρή ηλικία και έχει ασχοληθεί με τα περισσότερα είδη του πεζού και έμμετρου λόγου. Πριν από λίγο καιρό, κυκλοφόρησε το νέο της βιβλίο με τίτλο «Άλλη θάλασσα εκεί» από τις εκδόσεις Διόπτρα, το οποίο αποτελεί το πρώτο μέρος από τη διλογία «Το τίμημα της αλήθειας» και καλεί τους αναγνώστες της σε μια άλλη θάλασσα, σ' έναν ωκεανό έρωτα, προδοσίας, υποσχέσεων με προορισμό την αγάπη. «Η διλογία ήταν καθαρά θέμα έμπνευσης. Η ιστορία της ξεχύθηκε άξαφνα από μέσα μου σαν να υπήρχε κρυμμένη εκεί για πολλά χρόνια, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να ξετρυπώσει. Μέρες πριν αρχίσω να γράφω, δεν έλεγα να ησυχάσω. Ένιωθα ένα φούσκωμα και μια ανησυχία που δεν μπορούσα να ερμηνεύσω. Εκείνο το βράδυ ξάπλωσα νωρίς, έκλεισα τα μάτια και ξαφνικά μπροστά μου άρχισαν να εμφανίζονται ένας - ένας στη σειρά οι ήρωες της ιστορίας εξιστορώντας την ζωή τους. Ο αγαπημένος μου ποιητής Νίκος Καββαδίας παρακολουθούσε αμίλητος τα τεκταινόμενα και πού και πού κρατούσε σημειώσεις. Κάπως έτσι ξημερώθηκα… Μέχρι το μεσημέρι της επομένης είχα ήδη έτοιμες δώδεκα χειρόγραφες σελίδες με την περίληψη και των δύο βιβλίων» λέει, χαρακτηριστικά, η ίδια στο ethnos.gr.
Οι πρωταγωνιστές από το νέο της μυθιστόρημα έχουν πολλά μυστικά. Γιατί άραγε οι άνθρωποι έχουμε την τάση να κρυβόμαστε μονίμως από την αλήθεια; «Υπάρχουν πολλές απόψεις γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο, χωρίς κανένα οριστικό συμπέρασμα. Η δική μου θέση είναι πως κάθε μυστικό είναι το παιχνίδι της αλήθειας! Ένα παιχνίδι εξαρχής χαμένο από χέρι, αφού τελικά η αλήθεια βγαίνει πάντα κερδισμένη» απαντά και συνεχίζει, λέγοντας πως και η ίδια έχει μνήμες που έχει χώσει βαθιά στα συρτάρια του μυαλού της και δεν θέλει να τις ανακαλεί. «Σαφώς και υπάρχουν και δυστυχώς όχι λίγες. Κάποιες μνήμες είναι σκληρές και οδυνηρές, με γεγονότα που είναι αδύνατον να ξεχαστούν. Σαφώς και ο χρόνος, αρωγός πάντα, μ’ έχει βοηθήσει αρκετά, όμως έρχονται στιγμές που όλα ζωντανεύουν μέσα μου και με ματώνουν. Εκείνες τις στιγμές το μόνο που θέλω είναι να μη θυμάμαι, ενώ παράλληλα σκέφτομαι πως οι άνθρωποι με αδύνατη μνήμη είναι πολύ ευτυχείς. Ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα μου, νεότατος σε ηλικία και χωρίς προβλήματα υγείας, εξακολουθεί να με πονά και να με πληγώνει αβάσταχτα».
Σε κάθε ιστορία που γράφει, η Άννα Γαλανού κάνει μεγάλη προσπάθεια ν' αποστασιοποιηθεί από τους ήρωες της, ωστόσο, κάποιες φορές είναι αδύνατον. «Περιγράφοντας ανθρώπινους χαρακτήρες, είναι αναπόφευκτο να προσωποποιήσω δικές μου θέσεις και απόψεις για διάφορες καταστάσεις και γεγονότα. Τα βιβλία μου είναι ανθρωποκεντρικά κι έτσι μοιραία συχνά αντιμάχονται η ομορφιά με την ασχήμια, το καλό με το κακό, το δίκιο με το άδικο και πολλές άλλες αντιθέσεις, που όμως αποτελούν αφορμή για να πλάσω τους χαρακτήρες ηρώων και αντιηρώων. Στη συγκεκριμένη ιστορία και οι τρεις κεντρικοί ήρωες, η Βασιλική, ο Διονύσης και η Κατερίνα, αναζητούν την δική τους αλήθεια. Τρεις νέοι με διαφορετικές προσλαμβάνουσες, στόχους και συμπεριφορές. Ένα παιχνίδι αντιθέσεων και υπαναχωρήσεων που ωθεί τον αναγνώστη να ψάξει βαθιά μέσα του για να ανακαλύψει τις δικές του αλήθειες».
Ο ποιητής της θάλασσας και των λιμανιών του κόσμου, ο Νίκος Καββαδίας, κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο, μέσα από το στοιχείο της επιστολικής γραφής στο νέο της μυθιστόρημα. «Η "γνωριμία" μου με τον Νίκο Καββαδία έγινε στο επαρχιακό Γυμνάσιο Μελεσσών Ηρακλείου Κρήτης, όταν στην Γ΄ τάξη λειτούργησε για πρώτη φορά δανειστική βιβλιοθήκη. Με το που άρχισα να διαβάζω ποιήματά του, τα μάτια μου βούρκωσαν χωρίς να ξέρω γιατί. Άλλωστε πολλές από τις λέξεις που χρησιμοποιούσε τις έβλεπα για πρώτη φορά. Μου μιλούσε, όμως, κατευθείαν στην ψυχή μου. Ήταν σαν να ζούσε από πάντα μέσα μου, σαν να τον ήξερα καλά, τον καταλάβαινα απόλυτα κι ας μη μιλούσα την γλώσσα του. Αυτό ήταν το συναίσθημα που ένιωσα τότε, ακριβώς το ίδιο όπως και τώρα. Ο Νίκος Καββαδίας μ’ έχει επηρεάσει πάρα πολύ. Συναισθηματικά, τον θεωρώ αδελφή ψυχή».
Διαβάβαζοντας το εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου, η συγγραφέας αποκαλύπτει πως ο αρχικός του τίτλος ήταν «Φάτα Μοργκάνα», αλλά τελικά άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να τ' ονομάσει «Άλλη θάλασσα εκεί». «Η ιδέα να γράψω μια ιστορία με κεντρικό ήρωα τον ποιητή Νίκο Καββαδία πηγαίνει πολύ παλιά και για πρώτη φορά το επιχείρησα το 2015. Το "Φάτα Μοργκάνα" το είχα σκεφτεί σαν απεικόνιση μιας φανταστικής ζωής του Νίκου Καββαδία, την οποία θα εξιστορούσε μέσω επιστολών στον αδελφικό του φίλο Διονύση. Πολύ ενδιαφέρον σαν θέμα, όμως δεν μου έβγαινε όπως ήθελα κι έτσι η ιδέα αυτή δεν υλοποιήθηκε. Η ιστορία των βιβλίων της διλογίας "Άλλη θάλασσα εκεί" και "Λιμάνια ονείρων" είναι τελείως διαφορετική από την αρχική μου σκέψη. Ναι μεν οι αναφορές στον Καββαδία είναι καίριες και σημαντικές, όμως το κεντρικό πλέον θέμα είναι το ταξίδι που επιλέγει να κάνει ο καθένας μας με βάση τα πιστεύω, τις αρχές, τον χαρακτήρα και τους στόχους του για να φθάσει στο δικό του λιμάνι. Η διλογία είναι ένα ψυχογράφημα ανθρώπινων χαρακτήρων στη διάρκεια μιας μακράς διαδρομής τριάντα περίπου χρόνων. Ξεκινά από την μεταπολεμική Ελλάδα του ’50 και τελειώνει στην αστικοποιημένη πλέον προς το τέλος της δεκαετίας του ’70».
«Αμφιβάλλω αν θα βρω ποτέ τη δική μου Ιθάκη»
Οι ήρωες του βιβλίου της, μέσα από ένα συναρπαστικό ταξίδι, ψάχνουν να βρουν τη δική τους Ιθάκη. Η δική της, με την πάροδο των χρόνων, έχει βρει ποια είναι; «Δύσκολο το ταξίδι της ψυχής. Πολλές οι τρικυμίες και οι κόντρα άνεμοι κι άλλες τόσες οι μπουνάτσες και οι καλοσύνες. Κάποια στιγμή νομίζω πως φτάνω, πως βλέπω τη στεριά, κι ύστερα αντιλαμβάνομαι πως για μια ακόμα φορά όλα είναι μια ψευδαίσθηση… και τότε ξαναπιάνω στα χέρια μου το κουπί. Για μένα το ζητούμενο είναι το ταξίδι, η αναζήτηση, κι όχι αυτή καθαυτή η Ιθάκη. Αμφιβάλλω αν θα τη βρω ποτέ» σημειώνει.
Όλες οι ιστορίες που έχει γράψει μέχρι στιγμής η Άννα Γαλανού, όπως ανέφερε και παραπάνω, έχουν ως κέντρο τον άνθρωπο και τις αδυναμίες του. Σύμφωνα με την ίδια, κάθε βιβλίο, ακόμα και τα πιο απλά αναγνώσματα, μεταφέρουν μηνύματα, κι αυτή είναι η μαγεία της ανάγνωσης. Εκείνο όμως που προέχει για εκείνη είναι να υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στην αφήγηση, στη μυθιστοριογραφία και στο τελικό συμπέρασμα. «Γιατί αυτό θα μείνει στον αναγνώστη. Οι συγγραφείς πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεχτικοί για το πού κατευθύνουμε τις σκέψεις των αναγνωστών. Οφείλουμε να αναλογιζόμαστε πως το βιβλίο μας θα διαβαστεί από πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους, με αδυναμίες, ίσως με προβλήματα υγείας, από ανθρώπους που πιθανόν έχουν χάσει δικούς τους, από νέους με αδιέξοδα μπροστά τους κ.λπ.» αναφέρει και συνεχίζει: «Πρέπει να φροντίζουμε για τη χρυσή τομή, ώστε να απευθυνθούμε σωστά σε όλες αυτές τις ξεχωριστές υπάρξεις. Να θυμόμαστε πάντα πως ίσως επηρεάσουμε κάποιους… και καλό είναι να τους επηρεάσουμε θετικά. Αυτή είναι η θέση μου, την οποία υποστηρίζω εξαρχής και θα εξακολουθώ να την υποστηρίζω σθεναρά. Ο συγγραφέας οφείλει να νοιάζεται τον αναγνώστη του».
«Είμαι εναντίον της παγκοσμιοποίησης και της ομοιομορφίας»
Εξομολογείται πως είναι εναντίον της παγκοσμιοποίησης και της ομοιομορφίας «που επιχειρείται εδώ και χρόνια ισοπεδώνοντας γλώσσα, ήθη, έθιμα και κουλτούρες των λαών. Κάποιοι οραματίζονται τον κόσμο σαν ένα απέραντο τουριστικό αξιοθέατο χωρίς ιστορία, χωρίς μνήμη, με πολλούς κατηρτισμένους σερβιτόρους, ξεναγούς και διεκπεραιωτές. Είναι τρομακτικό ακόμα και σαν σκέψη. Πιστεύω απόλυτα πως η βάση όλων των προβλημάτων που αντιμετωπίζει σήμερα ο κόσμος έχει σαν αφετηρία την παγκοσμιοποίηση. Προεκτάσεις της είναι οι θρησκευτικοί πόλεμοι, η εξαφάνιση ολόκληρων λαών - χωρών, το μεταναστευτικό, αλλά και η φτώχεια που απειλεί όλο τον πλανήτη. Νιώθω ανίσχυρη ακόμα και να τα περιγράψω και θλίβομαι για το μέλλον. Ένα μέλλον που ακόμα κι αυτοί που το σχεδιάζουν δεν θα προλάβουν να δουν».
Παράλληλα, πιστεύει ότι η μαγεία της ζωής κρύβεται στα απλά πράγματα. «Χαίρομαι με τη φύση, τη θάλασσα, τον περίπατο, τη μουσική και το χώμα. Να χώνω τα χέρια μου στη γη και να νιώθω τη ζεστασιά της... Εναποθέτω τις ελπίδες μου στους νέους ανθρώπους με ενσυναίσθηση και προβληματισμό. Σ’ εκείνους τους νέους με αναζητήσεις ψυχής, σ’ αυτούς που δεν θαμπώνονται από τη λάμψη της οθόνης, που δεν ξεγελιούνται από followers και likes. Δεν είναι πολλοί, αλλά ευτυχώς υπάρχουν» καταλήγει.
Προδημοσίευση από τα «Λιμάνια ονείρων», το τελευταιο μέρος της διλογίας «Το τίμημα της αλήθειας»
Την Τετάρτη 8 Ιουνίου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα, το τελευταιο μέρος από τη διλογία «Το τίμημα της αλήθειας» και θα έχει τίτλο «Λιμάνια ονείρων». «Η έκταση της αφήγησης, τα γεγονότα, τα πρόσωπα και οι εποχές δημιούργησαν μια πολύ μεγάλη ιστορία, που δεν χωρούσε σ’ ένα μόνο βιβλίο. Η διλογία δεν είναι θεματική, συνεπώς το δεύτερο βιβλίο είναι η συνέχεια του πρώτου. Η ιστορία είναι μία και ενιαία, όπως ένα είναι και το εξώφυλλο. Το ένα βιβλίο συμπληρώνει το άλλο. Σας προτείνω να σκεφτείτε τη διλογία ως εξής: μια Άλλη θάλασσα εκεί με προορισμό Λιμάνια ονείρων» αναφέρει η Άννα Γαλανου για το νέο της βιβλίο.
Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το νέο της μυθιστόρημα:
Με το που έμπαινε η άνοιξη, η Χίος μοσχοβολούσε απ’ άκρη σ’ άκρη και οι ευωδιές της σκορπίζονταν ως πέρα στο Αιγαίο. Καραβοκύρηδες, καϊκτσήδες και βαρκάρηδες «έπιαναν» απ’ τα ανοιχτά στον αέρα τη μοσχοβολιά του νησιού, που αχνορόδιζε στο βάθος του ορίζοντα. Το ίδιο και οι επιβάτες του μεγάλου καραβιού, που, όταν έφτανε μία φορά την εβδομάδα, έβγαιναν τσούρμο στο κατάστρωμα παίρνοντας βαθιές ανάσες από την ευλογημένη γη που ανυπομονούσαν να πατήσουν.
Ο Σιδερής ξύπνησε απότομα από το τρεχαλητό που ακουγόταν έξω από τη στενάχωρη καμπίνα που τον φιλοξένησε σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, «προσφορά» του Πρώτου Μηχανικού του πλοίου, πρωτοξάδελφου του πατέρα του. Αυτή κι άλλη μια ίδια καμπίνα τις κρατούσαν συνήθως για τέτοιου είδους εξυπηρετήσεις.
Ήταν η πρώτη χρονιά που ταξίδευε μόνος του για τη Χίο, μιας και όλα τα προηγούμενα χρόνια όλο και κάποιος γνωστός βρισκόταν να πηγαίνει στο νησί και ο πατέρας του κανόνιζε από πριν να πάρει κι εκείνον μαζί του.
Πολύωρο και κουραστικό ταξίδι, με ενδιάμεσες στάσεις σε πολλά νησιά, που δυστυχώς δεν θα τα έβλεπε ούτε από μακριά, καθώς η συγκεκριμένη καμπίνα ήταν χωμένη κάτω από μια σκάλα στα έγκατα του πλοίου. Δεν είχε εισιτήριο κι έτσι ούτε για αστείο δεν μπορούσε να ξεμυτίσει από κει μέσα, πράγμα που, πριν σαλπάρουν, του είχε τονίσει πολλές φορές ο πατέρας του: «Πρόσεξε γιατί οι έλεγχοι είναι τακτικοί. Μην κάνεις καμιά κουτουράδα και μπλέξεις τον θείο σου, γιατί αλίμονό σου», του είχε πει κι ο Σιδερής το υποσχέθηκε.
Αυτόν, βέβαια, τον θείο εδώ και είκοσι ώρες δεν τον είχε δει καθόλου? δεν πέρασε καν να τον ρωτήσει τι κάνει ή αν θέλει κάτι. Κάνα δυο φορές έστειλε ένα καμαροτάκι να του φέρει φαγητό και να τον συνοδέψει στις τουαλέτες στο πάνω κατάστρωμα, που έζεχναν τόσο, λες και κάτω από το λινόλεουμ του δαπέδου κρυβόταν νεκροταφείο ποντικιών! Όλα αυτά, όμως, αποτελούσαν λεπτομέρειες για τον Σιδερή, που ανυπομονούσε να φτάσει στο αγαπημένο του νησί.
Ισίδωρος ήταν το βαφτιστικό του, αλλά, εκτός από τους δασκάλους του, κανείς άλλος δεν τον έλεγε έτσι. Οι γονείς του, οι φίλοι του, οι γείτονες και φυσικά όλοι στο χωριό τον φώναζαν Σιδερή. «Ο Σιδερής του Δημήτρη», έλεγαν. Δημήτρης ήταν τ’ όνομα του πατέρα του.
Η φασαρία που έκαναν οι επιβάτες στα καταστρώματα εντάθηκε ακόμα περισσότερο και ο θόρυβος των μηχανών από τις μανούβρες του πλοίου για να μπει στο λιμάνι ήταν εκκωφαντικός.
Άνοιξε ίσαμε μια χαραμάδα την πόρτα της καμπίνας και κόλλησε το μάτι του στον αποπνικτικό διάδρομο? δεν υπήρχε ψυχή. Ντυμένος όπως ήταν, ξάπλωσε ανάσκελα στη στενή κουκέτα, έκλεισε τα μάτια κι ευθύς ένα χαμόγελο ευτυχίας απλώθηκε στο παιδικό του πρόσωπο.
Επιτέλους είχαν φτάσει και με τα μάτια της φαντασίας του εκείνος ήδη περπατούσε στα στενά σοκάκια της αγοράς, τα πνιγμένα από τις μυρωδιές των μπαχαρικών και την ευωδιά της μαστίχας που οι πωλητές έβαζαν με τη σέσουλα σε χάρτινα σακουλάκια. Πλησίαζε τον κουλουρτζή, στημένο πάντα στην ίδια γωνία, έπαιρνε ένα ξεροψημένο σιμίτι και στη συνέχεια πήγαινε στον πάγκο, ακριβώς απέναντι, όπου θα ξόδευε μια ολόκληρη δραχμή για ν’ αγοράσει τις μακρόστενες καραμέλες μαστίχας, που του άρεσαν τόσο πολύ και του είχαν λείψει ακόμα περισσότερο.
Γεμάτος χαρά που για μια ακόμα χρονιά διάβαινε γνωστά κι αγαπημένα μονοπάτια, έφτανε στα Ταμπάκικα και καθόταν στη σκιά του πρώτου από τους τέσσερις ανεμόμυλους, που σαν φύλακες αγνάντευαν το πέλαγος. Έχωνε τα πόδια του στη θάλασσα και άρχιζε να μασουλά το σιμίτι του, ταΐζοντας πού και πού τα γλαροπούλια. Τις καραμέλες θα τις άφηνε για το τέλος έτσι έκανε πάντα. Ξάπλωνε στον απόσκιο του ανεμόμυλου και μία μία τις έβαζε στο στόμα του πιπιλώντας τες με απόλαυση! Είχε αρκετό χρόνο μπροστά του το λεωφορείο για το χωριό έφευγε αργά, μετά το μεσημέρι.
Χαμένος στην ονειρική του περιπλάνηση, σηκώθηκε όπως όπως από την κουκέτα και μισάνοιξε την πόρτα. Το αδιάκοπο πηγαινέλα και οι φωνές από πάνω είχαν δυναμώσει κι άλλο πόρτες ανοιγόκλειναν με φόρα και επιφωνήματα ενθουσιασμού έφταναν στ’ αφτιά του. Οι επιβάτες, συνεπαρμένοι από το θέαμα που απλωνόταν μπροστά τους, συνωστίζονταν στα καταστρώματα για να δουν την πόλη της Χίου από τη θάλασσα σίγουρα οι περισσότεροι θα πόζαραν για φωτογραφίες…
Πόσο τους ζήλευε!
Από τόσο ψηλά, θα πρέπει να είναι πανέμορφη, σκεφτόταν με θλίψη, αναγκασμένος καθώς ήταν να περιμένει εκεί κάτω. Αλλά πού θα πάει, θα μεγαλώσω και τότε…
Αναστέναξε και, αφήνοντας κατά μέρος κάθε σκέψη, έπιασε να μαζεύει τα λιγοστά πράγματα που είχε βγάλει από τη χάρτινη βαλιτσούλα του κι ύστερα κάθισε στην άκρη της κουκέτας και περίμενε. Ευτυχώς, όχι για πολύ.
«Έτοιμος; Φτάσαμε». Ο θείος του εμφανίστηκε ξαφνικά ανοίγοντας με πάταγο την πόρτα. «Ζέχνει εδώ κάτω», μουρμούρισε με στραβωμένα μούτρα.
«Έτοιμος είμαι», του απάντησε δειλά ο Σιδερής, αποφεύγοντας να τον κοιτάξει.
«Μπρος τότε, βιάσου, το καράβι σε λίγο φεύγει για Μυτιλήνη», του είπε απότομα και προχώρησε μπροστά.
«Ευχαριστώ, θείε», ψέλλισε το αγόρι βγαίνοντας ξοπίσω του στον μακρόστενο διάδρομο.
Λίγη ώρα αργότερα ο Σιδερής περπατούσε στη φαρδιά παραλιακή στράτα, με τον ήλιο να του τσουρουφλάει το πρόσωπο. Το λινό πουκαμισάκι του, μούσκεμα στον
ιδρώτα, κολλούσε στην πλάτη του. Η μέρα δεν ήταν κατάλληλη για βόλτα στα σοκάκια αν και ακόμα πρωί, ήδη έκανε πολλή ζέστη και σίγουρα τα πράγματα θα χειροτέρευαν στη συνέχεια.
Αγόρασε ένα σιμίτι και κοντοστάθηκε διστακτικός κάτω από την προχειροφτιαγμένη τέντα ενός μικροπωλητή για να αποφασίσει αν έπρεπε να τραβήξει προς την Απλωταριά, στην παλιά πόλη, όπως είχε σχεδιάσει, ή να πάει κατευθείαν στους ανεμόμυλους.
«Έλα να πιεις μια παγωμένη λεμονάδα, κατακόκκινος είσαι, παιδί μου», άκουσε να του λέει ο μεσόκοπος άντρας που πάνω στον πάγκο του είχε αραδιασμένα ένα σωρό καλούδια, μαζί και τις αγαπημένες του καραμέλες μαστίχας. Ο Σιδερής δίστασε κι έκανε να προχωρήσει. «Έλα, βρε, δεν θέλω παράδες σ’ την κερνάω», επέμεινε εκείνος, δίνοντάς του ένα κύπελλο γεμάτο ως επάνω με δροσερή λεμονάδα. «Είναι από τα δικά μας λεμόνια και τη φτιάχνει η γυναίκα μου. Μοσχοβολάει Κάμπο, άνοιξη και λεμονανθούς. Πιες την και θα δεις».
Ο Σιδερής τον ευχαρίστησε με τα μάτια και πήρε το κύπελλο. Με το που ήπιε την πρώτη γουλιά κατάλαβε πόσο διψούσε.
«Από δω είσαι, μπρε; Ε… σιγά σιγά, θα πνιγείς».
Ένιωσε τη δροσιά να διαχέεται στο κορμί του και το κεφάλι του να καθαρίζει από τη θολούρα του ταξιδιού. Ήπιε αργά και την τελευταία ρανίδα κι ακούμπησε το άδειο τάσι πάνω στον πάγκο.
«Ο παππούς και η θεία μου μένουν εδώ», του απάντησε κι εκείνος έριξε μια απορημένη ματιά στον χακί σάκο στον ώμο του παιδιού και στη βαλιτσούλα που βάραινε το χέρι του.
Μάλλον ήρθε με το καράβι, σκέφτηκε, μα δίστασε να ρωτήσει πώς ήταν δυνατόν ένα τόσο μικρό παιδί να ταξιδεύει μόνο του. Πόσο να ήταν; Δέκα, δώδεκα χρονών, δεν το έκανε μέρα παραπάνω.
«Θες κι άλλη λεμονάδα; Πες μου, μην ντρέπεσαι».
Ο Σιδερής έγνεψε καταφατικά.
«Στην υγειά σου, παλικάρι μου», του είπε γελώντας ο άντρας, βλέποντάς τον να την πίνει μονορούφι. «Καλό να σου κάνει».
«Θα μου βάλετε κι ένα σακουλάκι με καραμέλες μαστίχας; Για αργότερα…» είπε γελώντας με τη σειρά του ο Σιδερής, αφήνοντας δύο δραχμές πάνω στον πάγκο.
Έφτασε στα Ταμπάκικα και, αγνοώντας το βάρος που κουβαλούσε και τον ιδρώτα που κυλούσε ποτάμι στο πρόσωπο και στην πλάτη του, άρχισε να τρέχει προς τον πρώτο ανεμόμυλο. Άφησε κάτω τη βαλίτσα, ακούμπησε προσεκτικά δίπλα της τον σάκο κι ύστερα πέταξε τα παπούτσια του και βούτηξε τα πόδια του στο νερό. Η δροσιά της θάλασσας έφτασε ως τα μύχια της καρδιάς του.
Αγαλλίαση!
Δεν υπήρχε άλλη λέξη να περιγράψει αυτό που ένιωθε. Κάθισε στη σκιά του ανεμοδαρμένου αλλά πάντα όρθιου και αγέρωχου παλιού ανεμόμυλου, πλατσουρίζοντας τα πόδια του στο νερό και τρομάζοντας ένα μικρό καβουράκι, που πανικόβλητο έτρεξε να κρυφτεί. Εκτός από τα θαλασσοπούλια, δεν ακουγόταν τίποτε άλλο. Ο θόρυβος της πόλης δεν έφτανε ίσαμε κει.
Έκοψε ένα κομμάτι από το κουλούρι του κι έπιασε να το μασουλάει αργά. Οι γλάροι δεν τον είχαν πάρει ακόμα μυρωδιά, αλλά δεν θ’ αργούσαν να εμφανιστούν στη δεύτερη, τρίτη μπουκιά θα μαζεύονταν ξαφνικά όλοι γύρω του.