Βιβλίο|28.06.2023 10:26

Ιωάννα Καρυστιάνη: «Αγωνίστηκα όλη μου τη ζωή για να μην με ξελογιάσει το συμφέρον» - Τιμητικό βραβείο στη συγγραφέα από το Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων

Άγγελος Γεραιουδάκης

«Είμαι από τους συγγραφείς που δεν έχω κυκλοφορήσει εδώ που τα λέμε και πολλά βιβλία. Γράφω ταπεινά και αυτοκριτικά. Το πρώτο μου λογοτεχνικό βιβλίο κυκλοφόρησε όταν ήμουν 42 ετών, μια συλλογή διηγημάτων. Δεν είχα σκοπό να γίνω συγγραφέας, ήθελα απλά να λέω ιστορίες, όπως έμαθα όταν ήμουν παιδί». Η Ιωάννα Καρυστιάνη, στο πλαίσιο του 2ου Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων που έλαβε χώρα από τις 20 - 24 Ιουνίου με θέμα «Ατομικές και συλλογικές ταυτότητες: Αυτοπροσδιορισμός στον σύγχρονο κόσμο», εμφανώς συγκινημένη ξετύλιξε στην ασφυκτικά γεμάτη από κόσμο αίθουσα του Θεάτρου «Μίκης Θεοδωράκης» το νήμα που συνδέει το συγγραφικό της έργο με τα παιδικά της βιώματα αλλά και το σπουδαίο ρόλο που διαδραματίζουν τα Χανιά στις ιστορίες της.

Με αρχικό θέμα συζήτησης το πρόσφατο βιβλίο της, με τίτλο «Ψιλά γράμματα» από τις εκδόσεις Καστανιώτη, η συγγραφέας ανέβηκε στη σκηνή και συνομίλησε με τη συμμαθήτριά της και νυν συνταξιούχο εκπαιδευτικό Ευαγγελία Χιωτάκη, η οποία άνοιξε και την εκδήλωση. Ντυμένη στα σκούρα και με τη σεμνότητα που τη διακατέχει, η Ιωάννα Καρυστιάνη ανέφερε ότι στα μαθητικά της χρόνια βρήκε μεγάλο στήριγμα στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τον οποίο θεωρεί συνώνυμο της ανθρωπιάς. «Πριν από χρόνια κατάλαβα επιτέλους αφού λοξοδρόμησα από δω κι από κει ότι αυτό που έχω ανάγκη είναι ν' αγαπώ, να σέβομαι και να ευγνωμονώ. Και μες στο γράψιμο, στην περιπέτεια πάνω στο χαρτί, το ταξίδι αυτό που πότε είναι σε μπουνάτσες και πότε σε φουρτούνες βρίσκω τον τρόπο -ψάχνω τον τρόπο- ν' αγαπώ πιο πολύ, πιο πολλούς και πιο βαθιά» είπε.

Όπως υπογράμμισε η ίδια αργότερα, «ένα μυθιστόρημα δεν προκύπτει εν αιθρία. Συνήθως συμπληρώνει κενά και χρωστούμενα από προηγούμενα βιβλία. Ποτίζεται από ρίζες βαθιές που έχουν ακουμπήσει στο χώμα στην πρώτη απόπειρα του συγγραφέα να διατυπώσει αυτά που νιώθει και αυτά που πιστεύει ότι μπορεί να έχουν μια μικρή σημασία. Πολλές φορές, βέβαια, όλοι ψυχανεμιζόμαστε στο τέλος ότι μας έχει διαφύγει κάτι μείζον. Μπορεί τυχαία ή μπορεί να μην υπήρξαμε όσο ικανοί έπρεπε για το θέμα που έχουμε επιλέξει. Μπορεί να το έχουμε κάνει και συνειδητά γιατί υπήρξαμε άτολμοι ν' αντιμετωπίσουμε ερωτήματα που βάζει μια πλοκή μυθιστορήματος που στην πραγματικότητα ποτέ δεν είναι ξένη από αυτό που παίζεται μέσα στην ψυχή, στο νου και την καρδιά μας». 

«Έχω ανάγκη να διατηρώ μέσα μου ακέραιες κάποιες αγάπες»

Το λογοτεχνικό έργο της Καρυστιάνη έχει βραβευθεί επανειλημμένα και τυγχάνει γενικά θετικής αποδοχής από κριτικούς και κοινό. Όπως αποκάλυψε η ίδια, συνήθως ταυτίζεται με τους πιο αρνητικούς και δύσκολους χαρακτήρες στα μυθιστορήματά της. «Έχω την τάση να προσπαθώ να τους βρω ελαφρυντικά, πολλές φορές παραπανίσια από αυτά που θα ήταν δίκαια. Έτσι είμαι και σαν άνθρωπος. Αγαπώ την Ελλάδα και την Αριστερά, όπως τα έχω πάντα στο κεφάλι μου. Αμετακίνητα. Όταν για παράδειγμα, βλέπω να γίνονται κάποιες στραβοτιμονιές σε κάποια πράγματα που με στενοχωρούν, ψάχνω να εξαντλήσω ελαφρυντικά που μπορούν να υπάρχουν γιατί έχω σφοδρή ανάγκη να διατηρώ μέσα μου ακέραιες κάποιες αγάπες. Νομίζω πως πάρα πολλοί, μπορεί ν’ αντιλαμβανόμαστε με κριτική ματιά, διάφορα που συμβαίνουν ευρύτερα στην κοινωνία και να μη θέλουμε να δημοσιοποιήσουμε πολλές φορές αυτή τη γνώμη, γιατί ξέρετε ότι στις εποχές του παροξυσμού του πολιτικού λόγου ένθεν κακείθεν, ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος μιας διαστρέβλωσης. Αρπάζονται από μια λέξη σου και μεγεθύνουν ένα σκεπτικισμό ή κάτι άλλο».

 

Σε κάθε ιστορία που γράφει, όπως είπε, ζυγίζει και κοσκινίζει τα πάντα. «Κάθε χαρακτήρας δεν πρέπει στο μυαλό το δικό μου και στη δουλειά που κάνω να είναι λιποβαρής, ούτε ένα γραμμάριο. Κάνω ό, τι καλύτερο μπορώ, μέχρι εκεί που μπορώ. Δεν μπορώ τα πάντα, αλλά θέλω να έχω τη συνείδησή μου ήσυχη ότι έχω προσπαθήσει πολύ. Πάντα με ενδιαφέρει να καταλάβω τα γιατί και τα διότι της κάθε συμπεριφοράς. Όλα ανήκουν στη συλλογική κοινωνική ανθρώπινη εμπειρία. Κι εγώ δεν είμαι εισαγγελέας να σηκώσω το δάχτυλο. Θέλω με πάρα πολύ υπομονή να προσπαθήσω να κατανοήσω, να νιώσω, να γράψω και να διατυπώσω μερικές γραμμές που πιστεύω ότι πρέπει να έχουν νόημα». Όταν σκέφτεται μία ιστορία, βάζει ένα δύσκολο στοίχημα με τον εαυτό της, «με την πιθανότητα να σπάσω μέχρι και τα μούτρα μου. Επειδή βγήκα μεγάλη σε ηλικία στη λογοτεχνία, δεν μου αρκούσε να διεκπεραιώσω μια πλοκή. Ήθελα να δοκιμάσω και να δοκιμαστώ. Κάθε φορά είναι ένα διαφορετικό στοίχημα. Στα "Ψιλά γράμματα" ήθελα με πολλή ταπεινοφροσύνη ν' ακολουθήσω έναν και μόνο χαρακτήρα. Ακολουθούσα αυτό το δύσκολο στοίχημα, κάνοντας το σταυρό μου μπας και τα καταφέρω».

Ο Μιχάλης Τσιούλης είναι ο πρωταγωνιστής του πρόσφατου βιβλίου της, στο οποίο η συγγραφέας ακολουθεί πάρα πολύ σιγανά και φρόνιμα, με σύνεση και αδημονία τις κινήσεις, τις πρωτοβουλίες και τα βήματά του μέσα στο διάβα της ζωής. «Μπορώ να πω ότι τον σεβάστηκα, τον εκτίμησα και τον αγάπησα γιατί με ξεστράβωσε. Με φιλοξένησε στην υπομονή, στη μοναξιά και στην ευσυνειδησία του. Είναι ένας άνθρωπος τρωτός που έχει μια εξωτερικά θαμπή συμπεριφορά και κοψιά, αλλά για μένα μέσα του ξεχειλίζει μια λάμπουσα ανιδιοτέλεια. Είναι ένας σπινθηροβόλος χαρακτήρας καλοσύνης. Είναι ένας άνθρωπος από καρδιάς υπομονετικός, που ξέρει πολύ καλά ακόμα και ποια είναι τα κουσούρια του. Λέει ότι "δεν θέλω ούτε πολλή αγάπη ούτε πολλά λεφτά ούτε να μου δίνουν πολύ σημασία. Καταφέρνω να βλέπω τα πράγματα όταν είμαι ήσυχος στην άκρη και στις παρυφές της κοινωνίας, στα πίσω - πίσω καθίσματα της αίθουσας, από θέση οπισθοφυλακής". Εκεί έχει ευρύτερο οπτικό πεδίο και αισθάνεται ότι είναι και πιο ελεύθερος να διατυπώσει τη δική του ματιά, χωρίς εξαρτήσεις από συλλογικότητες που είναι ευλογημένες αλλά καμιά φορά, ας πούμε, δεν δίνουν την πρέπουσα σημασία και στην ατομικότητα, χωρίς εξαρτήσεις από υπαγορευμένες σκοπιμότητες και καθοδήγηση».

«Αγωνιζόμαστε για ένα ποίημα που θα ζεστάνει την καρδιά μας»

Ο Μιχάλης Τσιούλης είναι ένας άνθρωπος που αναρωτιέται: «Υπήρξα ποτέ σκεπτόμενος;». «Αυτό το ερώτημα νομίζω πως πρέπει να το βάλουμε όλοι στον εαυτό μας και ν’ αναπολήσουμε στιγμές που μπορεί να νιώσαμε έτσι ή να ψάξουμε για να νιώσουμε κάποιες τέτοιες στιγμές στο σήμερα, στο αύριο. Δεν γίνεται η ζωή δίχως ένα ποίημα. Τα υλικά αγαθά είναι ασφαλώς απαραίτητα και πολύτιμα στους ανθρώπους, στο μέτρο που τους εξασφαλίζουν μια αξιοπρεπή ζωή και μια δίκαιη συμμετοχή στις κοινωνικές δραστηριότητες, αλλά δεν είναι το παν. Αγωνιζόμαστε για ένα ποίημα που θα ζεστάνει την καρδιά μας. Ο Fernando Pessoa έλεγε: "Η λογοτεχνία και γενικά η Τέχνη είναι μια απόδειξη ότι η ζωή δεν αρκεί. Γυρεύει η καρδιά μας, η ψυχή μας το κάτι παραπάνω". Αυτός, λοιπόν, γυρεύει το ποίημα, αναστοχάζεται τα παλιά. Αυτό το μοναδικό που έζησε απέξω από την πύλη του Πολυτεχνείου, γιατί δείλιασε να μπει μέσα. Αυτή την τράκα ελευθερίας που τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή εκείνη τη μέρα. Τότε που βίωσε ατόφια συναισθήματα και σφράγισε όλη του την ύπαρξη».

 

Τα «Ψιλά γράμματα», ακολουθώντας τον πρωταγωνιστή, είναι γραμμένα σε μικρά κεφάλαια που όλα λειτουργούν σαν αναδρομικές ημερολογιακές εγγραφές και καλύπτουν από τις αρχές της δεκαετίας του ‘70 μέχρι και την άνοιξη του 2006 που τελειώνει το μυθιστόρημα. «Το βιβλίο δεν είναι για το Πολυτεχνείο. Υπάρχουν δημοσιογράφοι και λογοτέχνες που έχουν γράψει καλύτερα βιβλία γι' αυτό το θέμα. Μέσα από τη ζωή του Μιχάλη Τσιούλη και τους ανθρώπους που συναναστρέφεται στη δουλειά και το περιβάλλον του, μελετάω με πολύ απαλό τρόπο, θέματα σημαντικά για τη ζωή του καθενός μας, όπως είναι η επιθυμία, η μνήμη, η συνείδηση, η φιλία, η αλληλεγγύη, η καθημερινότητα, αυτά που μας πνίγουν κάθε φορά ή αυτά που μας αναπτερώνουν το ηθικό, όπως συμβαίνει με όλους τους ανθρώπους. Η μνήμη παίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Πιστεύω στις ζωές όλων μας. Άλλο αν υπάρχουν άνθρωποι που νομίζουν ότι όλα αρχίζουν από την ημερομηνία που γεννήθηκαν οι ίδιοι. Δεν θέλουν να θυμούνται τίποτε άλλο. Πιστεύω ότι οι αμνήμονες κυκλοφορούν ανέστιοι και είναι πιο ευάλωτοι. Είπα τη λέξη "ανέστιοι" και θυμήθηκα ότι της γης οι πιο κολασμένοι σήμερα είναι ουσιαστικά οι μετανάστες -ειδικά στις χώρες των ισχυρών- καθώς είναι παντού ανεπιθύμητοι».

Η Ιωάννα Καρυστιάνη γεννήθηκε στα Χανιά, το 1952, σε μια πολύτεκνη οικογένεια Μικρασιατών. Ο πατέρας της Χρήστος είχε γεννηθεί στα Βουρλά και η μητέρα της Χριστίνα στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Έφθασαν στην Κρήτη το 1922, ως πρόσφυγες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι γονείς της έχασαν τους δύο πρώτους γιους τους κατά τη διάρκεια της Κατοχής και μεγάλωσαν συνολικά επτά παιδιά μετά τον πόλεμο. «Δεν είχα σκοπό να γίνω συγγραφέας, ήθελα απλά να λέω ιστορίες όπως έμαθα όταν ήμουν παιδί. Εκεί στα σκαλοπάτια πίσω από τον Απόλλωνα, που ήταν μαζεμένοι γείτονες, συγγενείς, γονείς, αδέρφια και αντάλλαζαν ιστορίες, γιατί είναι ο ωραιότερος τρόπος, ο πιο βαθύς, στοχαστικός και πολύτιμος για να επικοινωνούν οι άνθρωποι και να νιώθουν ο ένας τον άλλον. Κάτι που πιστεύω και διδάχτηκα τότε. Εξού και μια προφορικότητα κάπως έντονη στα γραπτά μου και μια εικονοποιία πάρα πολύ έντονη, την οποία πολύ συνειδητά την καλλιεργώ. Όχι μόνο επειδή από παιδί αγαπούσα το σινεμά. Από παιδί τα μάτια μου ήταν πολύ διψασμένα να βλέπω και να παρατηρώ ανθρώπους, τοίχους, ντουβάρια, δρόμους, κύματα, ουρανούς, θάλασσες, πουλιά και φυλλώματα. Θα τελειώσω με μια φράση από το βιβλίο μου Σουέλ, την οποία λέει η Λίτσα Τσίχλη: "Όλη μου τη ζωή αγωνίστηκα να μη με ξελογιάσει το συμφέρον". Έτσι είναι και ο Μιχάλης Τσιώλης. Μακάρι έτσι να ήμασταν και περισσότεροι άνθρωποι σε αυτή τη ζωή».

Η βράβευση

Μετά την ολοκλήρωση της ομιλίας της, ακολούθησε η βράβευση τής Ιωάννας Καρυστιάνη από τον Δήμο Χανίων και την Περιφέρεια Κρήτης για όσα έχει προσφέρει στον πολιτισμό και τα γράμματα. Η ίδια ζήτησε συγκινημένη να παραδοθεί το βραβείο της στο Α΄ Γυμνάσιο Θηλέων Χανίων, απ’ όπου αποφοίτησε, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στις παλιές συμμαθήτριές της, οι οποίες βρίσκονταν ανάμεσα στο κοινό, καθώς και τους καθηγητές της που στάθηκαν καθοριστική επιρροή για εκείνη και τη φώτισαν από πολύ νωρίς στο δρόμο των βιβλίων.

 

βράβευσηειδήσεις τώραΚρήτηΦεστιβάλ ΒιβλίουΙωάννα ΚαρυστιάνηΚαστανιώτηςΧανιά