Νάνος Βαλαωρίτης: Η τελευταία συνέντευξη που έδωσε στο «Έθνος της Κυριακής»
NewsroomΣε ηλικία 98 ετών, πέθανε ο ποιητής και συγγραφέας Νάνος Βαλαωρίτης, αφήνοντάς μας την ανεκτίμητη λογοτεχνική και ποιητική του παρακαταθήκη. Ο τελευταίος Έλληνας εκπρόσωπος των Μπίτνικ είχε παραχωρήσει συνέντευξη στον Γιώργο Βαϊλάκη για το «Έθνος της Κυριακής» πριν από δύο χρόνια.
Ακολουθεί η αναδημοσίευση της συνέντευξης:
Εντυπωσιακά ενεργός και πάντα επίκαιρος, είτε μέσα από το έργο του είτε μέσα από τις παρεμβάσεις του και τις συμμετοχές του σε εκδηλώσεις και φεστιβάλ –όπως το 3ο Φεστιβάλ Ποίησης που ολοκληρώνεται σήμερα, στην καταξίωση του οποίου συνέβαλε εξαρχής–, ο 96χρονος ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης δεν χρειάζεται συστάσεις. Είναι ένας σύγχρονος διανοούμενος, δηλαδή ένας άνθρωπος των Γραμμάτων και των Τεχνών που δεν διστάζει να μιλάει για τα μεγάλα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα της εποχής του.
Κύριε Βαλαωρίτη, υπάρχει η αίσθηση ότι τα τελευταία χρόνια βιώνουμε ένα τέλος. Το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Ποιες είναι οι συνέπειες στην Ελλάδα;
«Για την Ευρώπη δεν ισχύει αυτό. Ισχύει για εμάς. Τα τελευταία χρόνια πάθαμε μια απίθανη πολιτιστική, οικονομική και πολιτική καθίζηση. Ετσι ήρθε το τέλος μιας εποχής ψεύτικης ευδαιμονίας ή -εάν όχι ευδαιμονίας-, θα έλεγα, το τέλος μιας άνεσης. Δυστυχώς πιστέψαμε ότι είμαστε κάτι παραπάνω από αυτό που ήμασταν. Αλλά το να μας κατατάσσουν στην κατηγορία των απατεώνων ή των άχρηστων και πολιτιστικά και οικονομικά και πολιτικά είναι τελείως απαράδεκτο».
Ποιο θεωρείτε ότι είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας σε αυτήν τη συγκυρία; Υπάρχει κάτι που να σας φοβίζει περισσότερο;
«Ναι, υπάρχει: Εχουμε την κακή συνήθεια να εισάγουμε και όχι να παράγουμε. Αλλά το κράτος ευνόησε το μοντέλο των εισαγωγών γιατί ήταν πιο εύκολο να παίρνει χρήματα, να φορολογεί. Το γεγονός, όμως, ότι η παραγωγή αποθαρρύνθηκε είναι κάτι που σήμερα το πληρώνουμε. Και δεν έχω δει καμία αλλαγή».
Τις προηγούμενες δεκαετίες είχαν επικρατήσει η «φιγούρα», η υπερκατανάλωση και, στην πράξη, μια απαξίωση της τέχνης και του πολιτισμού που οι περισσότεροι θεωρούσαν ότι αφορούσε μια ελίτ. Πιστεύετε ότι η κρίση μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά σε επίπεδο αξιών;
«Ναι, γιατί οι κρίσεις δημιουργούν ένα συλλογικό αίσθημα, ότι δηλαδή όλοι υπόκεινται στο ίδιο καθεστώς. Οπότε οι εγωισμοί μειώνονται, ως επί το πλείστον, και αυτό στρέφει τον κόσμο σε κάτι που μπορεί να τον υποστηρίξει: Αυτό είναι η τέχνη, η ποίηση, η λογοτεχνία – όσα περιφρονούσε την εποχή που ευημερούσε και κατανάλωνε. Αλλά τώρα βλέπει την τέχνη ως καταφύγιο. Γι’ αυτό βλέπουμε ένα σωρό μικροθέατρα να ευημερούν ή τόσες εκθέσεις σε γκαλερί. Μπορεί όλα αυτά να μην είναι επικερδή, αλλά λειτουργούν ως καταφύγιο».
Εμείς τι κάναμε λάθος ως κοινωνία; Ποιες αιτίες μας έφεραν σε αυτήν την παρατεταμένη παρακμή σε σχεδόν όλα τα επίπεδα; Υπήρχε άραγε εναλλακτική λύση;
«Από τη στιγμή που δημιουργήθηκε το ελεύθερο ελληνικό κράτος, άρχισε να δανείζεται. Επειδή δεν είχαμε τα μέσα να κάνουμε επανάσταση απέναντι σε μια τεράστια αυτοκρατορία αρχίσαμε να δανειζόμαστε – πριν ακόμα υπάρξουμε ως κράτος. Τα 2/3 τα δίναμε ως επιτόκιο, το οποίο μάλιστα μας το κρατούσαν προκαταβολικά. Από εκείνη τη στιγμή το ελληνικό κράτος δανείζεται συνέχεια. Αλλά το να δανειζόμαστε για να υπάρχουμε, δεν μας ωφέλησε τελικά».
Υπάρχουν περιθώρια για εμπράγματη αισιοδοξία;
«Πιστεύω ότι οι νέοι έχουν συνειδητοποιήσει ότι, πια, δεν υπάρχουν θέσεις στο Δημόσιο – όπως άλλοτε. Κάθε Ελληνας φιλοδοξούσε να βάλει το παιδί του σε μια θεσούλα, στην οποία χωρίς να έκανε τίποτα θα έπαιρνε μισθό. Οι νέοι έχουν καταλάβει ότι πρέπει οι ίδιοι να δημιουργήσουν, να επινοήσουν κάτι που θα τους αποφέρει κέρδη. Αυτό για μένα αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας. Οι νέοι σταδιακά βγαίνουν από αυτήν την κατάσταση αδράνειας στην οποία μας έχουν ρίξει οι παλιοί πολιτικοί, οι οποίοι μας αποθαρρύνουν να κάνουμε οτιδήποτε».
Οι Ελληνες δεν φημιζόμαστε για την ικανότητα να συνεννοούμαστε μεταξύ μας, ακόμα και όταν ο κίνδυνος είναι ορατός.
«Αυτό το ελάττωμα δεν είναι καινούργιο. Και στην αρχαία Ελλάδα τα ίδια γίνονταν. Δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους επειδή υπήρχε τεράστια ανάπτυξη της ατομικότητας. Αυτή ήταν μια τομή που έκαναν οι Ελληνες στους θεοκρατικούς πολιτισμούς, μια επανάσταση με σπουδαία επιτεύγματα για την ανθρωπότητα. Αλλά το πήγαν πολύ μακριά και έτσι δεν μπορούσαν να κάνουν αυτό που οι θεοκρατικοί πολιτισμοί είχαν εξασκήσει τους πληθυσμούς τους. Η φωνή του Θεού και των ιερέων τούς ανάγκαζαν να συνεργάζονται εύκολα».
Ο στόχος της ΕΕ ήταν η σύγκλιση (αρχικά η οικονομική και στη συνέχεια η πολιτική και η πολιτιστική). Τι έχει μείνει τελικά απ’ όλα αυτά; Είναι, πια, απλώς μια παρακαταθήκη;
«Οταν δημιουργήθηκε η Ευρωπαϊκή Ενωση υπήρχε η ελπίδα ότι όλοι θα συνεργαστούν, ώστε να κλείσει η ψαλίδα ανάμεσα στους ικανούς και τους λιγότερο ικανούς ή ανάμεσα στους πλουσιότερους και τους φτωχότερους – κάτι που δεν έγινε. Η Ενωση δεν είναι μία ένωση εθνών με κάποια σύμπνοια – έστω και πολιτιστική, εάν δεν είναι ακριβώς οικονομική. Είναι απλώς ένα σύστημα ανταλλαγής, το οποίο μάλιστα έχει καταντήσει ένας προγραμματισμένος μηχανισμός ισοπέδωσης. Αντί να βοηθάει τις τοπικές οικονομίες, τις ισοπεδώνει προς όφελος των μεγαλύτερων. Η ΕΕ οδηγείται σήμερα από μια οικονομική ελίτ, η οποία έχει ένα χαρακτηριστικό: είναι αόρατη! Είναι πολύ δύσκολο να την εντοπίσεις και να ανακαλύψεις ποιοι βρίσκονται πίσω από τους επώνυμους παράγοντες. Η συνέπεια είναι ότι δεν ξέρουμε ακριβώς πώς λειτουργούν. Οπότε είμαστε χαμένοι σε ένα σύστημα που είναι εξαιρετικά επώδυνο».
Πιστεύετε ότι μετά την εκλογή του Μακρόν στη Γαλλία και με τις γερμανικές εκλογές να επιφυλάσσουν εκ νέου την εκλογή της Μέρκελ –η οποία πλέον θα νοιάζεται και για την υστεροφημία της– η Ευρωπαϊκή Ενωση θα μπορέσει να γυρίσει σελίδα;
«Ξέρετε, οι Γερμανοί είναι πεισματάρηδες. Φοβάμαι ότι η Γερμανία δεν αλλάζει. Αν και είναι η πιο ισχυρή οικονομικά χώρα, δύσκολα θα έκανε την υπέρβαση».
Ποια πράξη θεωρείτε επαναστατική σήμερα;
«Το να σκεφτόμαστε σωστά, πέρα από μικροσυμφέροντα και μικροπολιτικές. Το να δουλεύουμε για τον τόπο μας για να τον σώσουμε από τα χειρότερα, απ’ όσα μας απειλούν αυτήν τη στιγμή».
Τι συμβουλεύετε τους νέους για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν εκείνοι στην εποχή τους;
«Πρώτα απ’ όλα να βελτιώνουν τις γνώσεις τους. Και να μην περιφρονούν ούτε το διάβασμα, ούτε την πληροφόρηση, ούτε την έρευνα, γιατί μόνο έτσι μπορούμε να προχωρήσουμε. Και όχι με τα πολιτικά συνθήματα και με τις καταλήψεις των πανεπιστημίων, οι οποίες είναι τελείως άχρηστες: απλώς εμποδίζουν την Παιδεία. Οι Ελληνες είναι πολύ έξυπνοι, αλλά κακομεταχειρίζονται την εξυπνάδα τους –τουλάχιστον μέσα στον τόπο– καταστρέφοντας ο ένας τον άλλον. Από την άλλη, στο εξωτερικό όχι μόνο ευδοκιμούν, αλλά κάνουν και σπουδαίες ανακαλύψεις».
Είστε πολυγραφότατος, με πολλές ποιητικές συλλογές, πεζά, δοκίμια, μεταφράσεις. Θα λέγατε ότι η σημερινή εποχή στην Ελλάδα είναι αντιποιητική μέσα από την έλλειψη προοπτικής που τη χαρακτηρίζει; Από πού πηγάζει η έμπνευσή σας;
«Για να υπάρξει μια καλή ποίηση πρέπει να γυρέψει τη γλώσσα της, η οποία να ταιριάζει, όμως, με αυτά που συμβαίνουν. Εγώ αυτό προσπαθώ να κάνω και έχω αλλάξει το στυλ μου για να προσαρμοστώ στην καινούργια ατμόσφαιρα. Αυτό συμβαίνει στην αρχή ασυναίσθητα. Και μόνο μετά αντιλαμβάνεσαι περί τίνος πρόκειται. Αλλά έχω την εντύπωση ότι ο μεγάλος εχθρός μέσα στην Ελλάδα είναι η άγνοια. Για παράδειγμα, δεν γνωρίζουν τα ποιητικά κινήματα άνθρωποι που ασχολούνται με την ποίηση. Εδώ χρειάζεται ολόκληρη Παιδεία, είμαστε πολύ απομονωμένοι. Και η άγνοια δημιουργεί ψευδαισθήσεις, ότι κάνεις κάτι σπουδαίο. Βγαίνουν δεκάδες ποιητικές συλλογές, αλλά σπάνια διακρίνεις μια καινούργια γλώσσα».
Πώς αντιλαμβάνεστε την έμπνευση; Τι ιδιαίτερο έχει εκείνη η στιγμή που αποφασίζετε ότι μπορείτε να ξεκινήσετε να γράφετε ένα ποίημα;
«Η έμπνευση είναι κάτι το ασύλληπτο. Οι αρχαίοι είχαν εφεύρει τις εννέα μούσες, από τις οποίες η μία ήταν της ποίησης. Η έμπνευση βλέπουμε στον Ομηρο ότι κάθε φορά που ήταν δύσκολο να περιγράψει κάτι απευθυνόταν στις μούσες. Οι μούσες είναι μια συλλογική μνήμη στην περίπτωση του ονείρου. Ο Λόρκα την είχε ονομάσει ντουέντε, το ανερμήνευτο πάθος που κινεί την τέχνη και τη ζωή. Οι σύγχρονοι, βέβαια, επικαλούνται το υποσυνείδητο. Αλλά εγώ δεν πιστεύω ότι το υποσυνείδητο είναι η απάντηση. Γιατί η γλώσσα η ίδια έχει μια δυναμική και αλλάζει από τις περιστάσεις».
Ενας λογοτέχνης εξακολουθεί να ασκεί επίδραση; Ποια είναι η θέση ενός ποιητή στη σύγχρονη εποχή;
«Για να έχει επίδραση πρέπει να συμβαδίζει με τη γλώσσα της εποχής του. Να μπορεί να τη διακρίνει. Η ποίηση αυτήν τη στιγμή βρίσκεται σε μια ύφεση. Σε κάθε εποχή πρέπει να ψάξεις για τη γλώσσα της, μια γλώσσα που να ταιριάζει σε όσα συμβαίνουν. Και δεν είναι ίδιες οι εποχές. Βλέπουμε ότι η γλώσσα που μεταχειρίζονται οι ποιητές, όπως και οι καλλιτέχνες, αλλάζει σημαντικά με τις περιστάσεις. Σήμερα δεν μπορούμε να γράφουμε πια όπως γράφαμε τον 19ο αιώνα ή ακόμα και στις αρχές του 20ού με κινήματα που λειτουργούσαν μάλλον ναρκισσιστικά. Χρειάζεται μια πιο σκληρή γλώσσα, ίσως πιο γυμνή, όπως αυτή που χάραξε ως μεγάλη τομή στην ελληνική ποίηση ο Καβάφης, ο οποίος έδωσε πάρα πολλά νοήματα που δεν μπορούσαν να εκφραστούν με τον προηγούμενο τρόπο γραφής».
- Ερευνητές ανέπτυξαν ακουστικά που μπορούν να εντοπίσουν πρώιμα σημάδια Αλτσχάιμερ - Πώς λετουργούν
- Κατά της διαγραφής Σαμαρά ο Καραμανλής: Η κριτική δεν αντιμετωπίζεται με πειθαρχικά μέτρα - Δεν με ενδιαφέρει η Προεδρία
- Εορταστικό ωράριο 2024: Πότε ξεκινάει - Ποιες Κυριακές θα είναι ανοιχτά τα μαγαζιά
- Σε τροχιά κλιμάκωσης ο πόλεμος στην Ουκρανία; Το επόμενο βήμα του Πούτιν, τα πυρηνικά και ο παράγοντας Τραμπ