Θοδωρής Τσομίδης στο ethnos.gr: «Ως νεαρός συγγραφέας δέχτηκα πολλές απορρίψεις μέχρι να βρω εκδότη»
🕛 χρόνος ανάγνωσης: 10 λεπτά ┋
Σε μια εποχή όπου οι λέξεις συχνά μοιάζουν βιαστικές και εφήμερες, ο Θοδωρής Τσομίδης καταφέρνει να υφαίνει τη γραφή του με υπομονή και ακρίβεια, σαν τεχνίτης που δουλεύει πάνω σ' ένα πολύτιμο ύφασμα. Γεννημένος το 1994 στη Θεσσαλονίκη, έχει ήδη αφήσει το στίγμα του ως μεταφραστής με έργα σπουδαίων στοχαστών και λογοτεχνών όπως ο Φραντς Κάφκα, ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Αλβέρτος Σβάιτσερ, καθώς και τις προκηρύξεις της οργάνωσης Λευκό Ρόδο.
Με σπουδές Νομικής και διδακτική παρουσία στο Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Νομική Σχολή του Λάιντεν της Ολλανδίας, ο νεαρός συγγραφέας διαχειρίζεται με εξαιρετική μαεστρία τη λογική και τη βαθιά ευαισθησία του λογοτέχνη. Στο πρώτο του βιβλίο, «Η Γέννα», που κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Πατάκη, ο έρωτας συναντά την υπαρξιακή αγωνία και το ατομικό αδιέξοδο, συνθέτοντας μια πρόζα που ενσωματώνει φιλοσοφικό και ψυχολογικό στοχασμό χωρίς να χάνει την αφηγηματική της δύναμη.
Το Παρίσι της δεκαετίας του ’20 ζωντανεύει ανάμεσα στις λέξεις, ενώ ο Έζρα, ο κεντρικός ήρωας, αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη λαγνεία και την ανάγκη για νόημα, ερωτευόμενος μια πόρνη. Η περιγραφή της σεξουαλικότητας δεν πέφτει στην παγίδα της σαχλότητας ούτε φοβάται να κινηθεί σε τολμηρά μονοπάτια, αποδεικνύοντας την αφηγηματική ωριμότητα του συγγραφέα.
Κυκλοφορήσατε πρόσφατα το πρώτο σας βιβλίο με τίτλο «Η γέννα» από τις εκδόσεις Πατάκη. Ποιοι εσωτερικοί προβληματισμοί σας ώθησαν να μοιραστείτε αυτή την ιστορία με το ελληνικό κοινό;
Ώρες ώρες αναρωτιέμαι και ο ίδιος… Ξέρετε, αυτό που ονομάζουμε έμπνευση δεν είναι μια ευθύγραμμη διαδικασία. Ούτε πρόκειται απαραίτητα για κάτι που συμβαίνει σε επίπεδο συνειδητό. Οι ιστορίες περισσότερο σε βρίσκουν, παρά τις βρίσκεις. Υπάρχουν εικόνες, αισθήσεις, θολά συναισθήματα που έρχονται να κουμπώσουν πάνω σε μια πλοκή -που ούτε αυτή είναι πλήρως καταστρωμένη εξαρχής. Κάπως έτσι ξεκινάς να γράφεις. Ό,τι ακολουθεί είναι εν μέρει μόνο ελεγχόμενο. Το τελικό αποτέλεσμα δεν ταυτίζεται με τις αρχικές συγγραφικές προθέσεις.
Και μιλώντας γενικότερα, από ποιες εμπειρίες ή επιρροές της ζωής σας αντλείτε συνήθως έμπνευση για να γράψετε;
Η συγγραφή, βλέπετε, υπαγορεύεται σε μεγάλο βαθμό από εκλάμψεις και μύχιες διεργασίες που παραμένουν απροσπέλαστες και για τον ίδιο το δημιουργό. Ό,τι λοιπόν και αν σας πω για τους προβληματισμούς που με ώθησαν να γράψω τη «Γέννα», ή για τις πηγές έμπνευσης εν γένει, θα είναι μάλλον παραπλανητικό, μια εκ των υστέρων ερμηνεία που δεν ανταποκρίνεται απαραίτητα στην αλήθεια.
Με δεδομένο ότι το βιβλίο σας ακροβατεί μεταξύ ρεαλισμού και σουρεαλισμού, θεωρείτε ότι η πραγματικότητα είναι απαραίτητη για να γράψετε, ή προτιμάτε να «ξεφεύγετε» από αυτήν;
Δεν ξέρω αν μπορούμε να μιλήσουμε για σουρεαλισμό. Συμφωνώ πάντως ότι στη «Γέννα» τα όρια της ρεαλιστικής αφήγησης δοκιμάζονται σε κάποια σημεία. Νομίζω πως μέσα μου υπάρχει ένα αίτημα «φυγής» από την πεζότητα. Ψάχνω διαρκώς κάτι ικανό να θρέψει τα ονειροπολήματά μου. Αυτό το κάτι μπορεί να προέρχεται είτε από την πραγματικότητα, είτε από την φαντασία. Η πραγματικότητα «ξεφεύγει» και αυτή αν την κοιτάξεις από την κατάλληλη γωνία.
Είναι άραγε η σχέση των δύο ηρώων, Έζρα και Σελέστε, μια απόπειρα να βρουν νόημα σ' έναν δύσκολο κόσμο; Πώς σχετίζεται για εσάς η ένταση της σχέσης τους με την αναζήτηση νοήματος;
Υπήρξαν πολλοί άνθρωποι που αναζήτησαν το νόημα μέσα στην παραφορά, στην ένταση ενός πάθους- ακόμα και αυτοκαταστροφικού. Η εικασία λοιπόν που κάνετε δεν είναι αυθαίρετη, ειδικά αν συνυπολογίσουμε την αίσθηση που αποκομίζουμε για το δύσκολο παρελθόν των ηρώων. Κάποιος μπορεί να θεωρήσει λοιπόν πως ο Έζρα και η Σελέστε επιλέγουν ν' αφεθούν στο πάθος, όπως λέτε, για να φωτίσουν με μια φλόγα τα σκοτάδια τους. Αυτή είναι μια ανάγνωση. Οι άνθρωποι όμως συχνά ζούμε απλά τη ζωή που μας δόθηκε. Εξαρτάται συνεπώς πως το βλέπει κανείς. Ίσως απλά ο Έζρα και η Σελέστε να ήταν καμωμένοι για να ζήσουν μια τέτοια ιστορία, και όλα τ' άλλα να είναι απλά εκλογικεύσεις…
Στο βιβλίο σας, ο έρωτας και ο θάνατος παρουσιάζονται ως δύο αντίθετες, αλλά αλληλένδετες δυνάμεις. Τι θέλατε να εκφράσετε μέσα από αυτήν την αντιπαραβολή;
Πρόκειται πράγματι για δυο κεντρικά θέματα του βιβλίου. Το ένα προβάλλει μέσα από το άλλο. Κάθε ερωτικός δεσμός είναι αξεδιάλυτος από τον φόβο της απώλειας, τον προϋποθέτει. Και αντίστροφα ο θάνατος βιώνεται ως απώλεια μόνο αν έχεις ερωτευτεί αυτόν που χάνεις- φίλο, συγγενή, σύντροφο. Νομίζω πως ο έρωτας και η απώλεια συνιστούν απώτατα όρια για τον άνθρωπο. Είναι τα σημεία μέχρι τα οποία θέλεις απεγνωσμένα να φτάσεις, μα παρακάτω δε μπορείς να διαβείς. Είναι καταστάσεις που έρχονται απρόσκλητες και σε βρίσκουν πάντα απροετοίμαστο. Αν θέλετε, είναι επίσης η ώρα που γνωρίζεις τον εαυτό σου μέσα από τη δύναμη του δεσμού σου με τον άλλον. Εύλογα μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας επικεντρώνεται σε αυτές τις στιγμές.
Η απώλεια, η απόγνωση και η προσπάθεια υπέρβασης είναι κεντρικά θέματα στο βιβλίο σας. Θεωρείτε ότι είναι πιο απαιτητικό να γράφει κανείς για τέτοια ζητήματα όταν δεν έχουν βιωθεί προσωπικά;
Κοιτάξτε, δε θα μάθουμε ποτέ τι βιωματικό υλικό κουβαλάει κάθε άνθρωπος που γράφει. Οι ιστορίες τις οποίες αφηγείται ενδέχεται πάντως να του είναι οικείες, με τρόπους πολλές φορές αναπάντεχους. Από εκεί και πέρα, αλλοίμονο αν γράφαμε μόνο για όσα έχουμε ζήσει! Θα γεμίζαμε αυτοβιογραφική λογοτεχνία, που συνήθως δίνει κείμενα προφανή, ομφαλοσκοπικά, και ανακυκλούμενα. Σίγουρα όποιος γράφει βάζει και κάτι από τον εαυτό του μέσα σε κάθε του βιβλίο. Όμως αυτό δεν αρκεί, πρέπει να πας και παρακάτω.
Εχετε γεννηθεί και μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη. Πώς θα περιγράφατε τη ζωή σας εκεί;
Εχω πολύ στενή σχέση με την πόλη μου. Παρότι ζω στο εξωτερικό εδώ και χρόνια, επιστρέφω στην Θεσσαλονίκη συχνά, για μεγάλα διαστήματα, και χωρίς ποτέ να νιώθω απλός επισκέπτης. Είναι μια πόλη με πολύ ανθρώπινο πρόσωπο. Αν κινείσαι στο ευρύτερο κέντρο, πηγαίνεις παντού με τα πόδια και συναντάς συνεχώς τους πάντες στον δρόμο. Υπάρχουν άνθρωποι με τους οποίους δεν έχω μιλήσει ποτέ και ωστόσο μου φαίνονται τόσο οικείοι. Μου αρέσει πολύ αυτό, είναι εντυπωσιακό για μια πόλη του ενός εκατομμυρίου… Όπως μου αρέσει το γεγονός πως η πόλη διατηρεί κάποιο στοιχείο απροσποίητης λαϊκότητας, παρότι πολιορκείται και αυτή πλέον από την τυποποίηση και τον τουρισμό. Τελικά, όμως, η Θεσσαλονίκη είναι για μένα πάνω απ' όλα οι άνθρωποί μου εκεί, για αυτούς επιστρέφω.
Είστε νεαρός συγγραφέας. Πώς ήταν η δική σας εμπειρία στην προσπάθεια να βρείτε εκδότη; Πιστεύετε ότι οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι στηρίζουν νέους συγγραφείς και με ποιες προϋποθέσεις;
Δεν είναι εύκολο να βρεις εκδότη, εκτός και αν ως πρόσωπο απολαμβάνεις ήδη κάποια ευρύτερη αναγνωρισιμότητα, πράγμα που δεν ισχύει στην περίπτωσή μου. Δέχτηκα λοιπόν πολλές απορρίψεις, πρώτα για ένα προηγούμενο έργο μου -που τελικά δεν εκδόθηκε- και έπειτα για τη «Γέννα». Και αυτό παρότι είχα την τύχη να μην είμαι εντελώς άγνωστος στους εκδότες, λόγω μιας σύντομης θητείας στη μετάφραση.
Τελικά μετά από αρκετούς μήνες έλαβα δυο θετικές απαντήσεις από διαφορετικούς εκδότες με απόσταση μερικών εβδομάδων. Εγώ τίμησα την πρόταση συνεργασίας που αποδέχθηκα χρονικά πρώτη. Θεωρώ πως στην έκδοση του βιβλίου μου καθοριστικό ρόλο έπαιξε η εξαιρετικά ένθερμη παρέμβαση του Θανάση Τριαρίδη και η θετική γνώμη του Αχιλλέα Κυριακίδη. Συμβαίνει συχνά ο λόγος των ανθρώπων της γραφής να έχει βαρύτητα σ' έναν εκδοτικό οίκο…
Πώς ήταν η πρώτη σας εμπειρία όταν καθίσατε να γράψετε; Σκεφτήκατε ποτέ να τα παρατήσετε, και αν ναι, τι σας κράτησε στη συγγραφή;
Θέλει παράλογη πίστη και επιμονή το γράψιμο. Είναι μια τουφεκιά στα τυφλά προς έναν στόχο που ούτε ο ίδιος δεν μπορείς να προσδιορίσεις. Από τη στιγμή που ξεκινάς να γράφεις μέχρι τελικά να δημοσιεύσεις περνούν πολλά χρόνια. Και μέχρι να βρεις ουσιαστικές αναγνώσεις -αν και εφόσον υπάρξουν- μπορεί να μεσολαβήσουν δεκαετίες, αυτό μας λέει η ιστορία της λογοτεχνίας. Όλες αυτές οι αναμονές κουβαλούν απογοητεύσεις και ματαιώσεις που τις περνάς ολομόναχος, προσπαθώντας παράλληλα να βρεις χρόνο και τρόπο να δημιουργήσεις κάτι όμορφο.
Ολα αυτά τα ζητήματα που περιγράφω, τα έχει αντικρίσει μέσα του εξαρχής όποιος γράφει. Και παρόλα αυτά γράφει. Έχεις πιστέψει με κάποιον τρόπο στην υπόθεση της γραφής. Από εκεί και πέρα δεν υπάρχει κάτι να παρατήσεις. Παρατάς τις υποχρεώσεις, τη δουλειά σου, σχέσεις που δε δουλεύουν. Όχι το γράψιμο. Ο μόνος λόγος να σταματήσεις να γράφεις είναι επειδή δε σου κάνει πια κέφι, επειδή δεν απαντά πλέον σε καμία φωνή μέσα σου. Όχι επειδή δυσκολεύεσαι, επειδή σε απορρίπτουν, επειδή σε αγνοούν. Συνεχίζεις μέχρι να πεις όσα νομίζεις πως έχεις να πεις. Μιλάω φυσικά για όσους δεν έκαναν το γράψιμο επάγγελμα…
Ποιο είναι το πιο ωραίο σχόλιο που έχετε κρατήσει για το βιβλίο σας;
Μου άρεσε πολύ κάτι που μου είπε ένα έμπειρος αναγνώστης μεγαλύτερης ηλικίας, πως η «Γέννα» θα μπορούσε να είχε γραφτεί εξίσου τόσο τον 19ο αιώνα όσο και τον 21ο, πως είναι ταυτόχρονα κλασικότροπη και μοντέρνα.
Και ποιες είναι οι φιλοδοξίες σας ως συγγραφέας;
Ονειρεύομαι πως τα βιβλία μου ίσως μπορέσουν κάποτε ν' ασκήσουν σε μερικούς αναγνώστες τη μυστική γοητεία που ασκούν σε εμένα άλλα κείμενα… Από εκεί και πέρα δεν θέλω να δεσμευθώ σε κανένα πρόγραμμα, δεν θέλω να παγιδευτώ σε κανένα προφίλ. Θέλω να έχω την αυτονομία να προχωρήσω προς όποια κατεύθυνση μου αρέσει. Να πω όσες ιστορίες έχω να πω, στο χρόνο που θα μπορέσω. Θαυμάζω τον Νίκο Νικολαΐδη. Όχι απλά γιατί έκανε σπουδαίες ταινίες, αλλά επιπλέον γιατί οι σπουδαίες του ταινίες ήταν τόσο διαφορετικές μεταξύ τους. Τα «Κουρέλια», η «Γλυκιά συμμορία» και μετά, ξαφνικά, η «Νυχτερινή Περίπολος». Σαν να λέει, εγώ αυτό θέλω να κάνω, όποιος θέλει ακολουθεί…
Πώς ο Έλον Μασκ μεταμόρφωσε το «X» σε… πρωτοσέλιδο της παγκόσμιας ακροδεξιάς: Οι παρεμβάσεις σε εκλογές και οι θεωρίες συνωμοσίας
Ανησυχητική μελέτη: Σχεδόν το 20% των μαθητών, κινδυνεύει να αποφοιτήσει από το Γυμνάσιο λειτουργικά αναλφάβητο
Ο Μπάιντεν τίμησε με Μετάλλιο της Ελευθερίας, τον Ντένζελ Ουάσινγκτον, τον Μπόνο και άλλους – Ποιος δεν πήγε
Σπάνιο φωτογραφικό στιγμιότυπο του Τζακ Νίκολσον στην αγκαλιά της κόρης του
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr