Ταξίδι μέσα από τη μνήμη: Από τις 26 Αυγούστου στους κινηματογράφους
NewsroomΤίποτα δεν είναι πιο εθιστικό από το παρελθόν. Αυτό είναι το έναυσμα της δυστοπικής, ρομαντικής, αγωνιώδους υπερπαραγωγής που κινείται ανάμεσα στην επιστημονική φαντασία, το φιλμ νουάρ και το θρίλερ. Με την ταλαντούχα δημιουργό Λίζα Τζόι (παραγωγός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος του τηλεοπτικού Westworld) να έχει τα ηνία του σεναρίου και της σκηνοθεσίας, το Ταξίδι Μέσα από τη Μνήμη κάνει υπερβάσεις ανάμεσα σε διαφορετικά κινηματογραφικά είδη για να ταξιδέψει το κοινό σε έναν απόκοσμο κόσμο, όπου οι αναμνήσεις είναι εκεί για να κάνουν τις απάνθρωπες συνθήκες της ζωής πιο ανθρώπινες.
Στη μυστηριώδη και σαγηνευτική περιπέτεια πρωταγωνιστούν οι Χιού Τζάκμαν (Οι Άθλιοι), Ρεμπέκα Φέργκιουσον (Δόκτωρ Ύπνος) και Θάντι Νιούτον (Westworld).
Σύνοψη
Ο Νικ Μπάνιστερ (Χιού Τζάκμαν), ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ που ξέρει να ανιχνεύει το μυαλό, βοηθάει τους πελάτες του να ανακτήσουν τις χαμένες μνήμες του παρελθόντος. Ζει στις παρυφές της ακτής του Μαϊάμι, που βυθίζεται κάτω από το νερό, και η ζωή του μέλλει να αλλάξει για πάντα όταν αναλαμβάνει μία νέα πελάτισσα, τη Μέι (Ρεμπέκα Φέργκιουσον). Μία απλή υπόθεση εξαφάνισης καταλήγει σε επικίνδυνη εμμονή. Όταν ο Μπάνιστερ παλεύει να λύσει το μυστήριο της εξαφάνισης της Μέι, βρίσκεται αντιμέτωπος με μία βίαιη συνομωσία. Έχει έρθει η ώρα να δώσει απάντηση σε ένα από τα πιο κρίσιμα ερωτήματα της ζωής: μέχρι πού θα έφτανε κάποιος για να κρατήσει κοντά του αυτούς που αγαπά;
Σημείωμα της δημιουργού
Έγραψα το σενάριο όταν ήμουν η ίδια σε ένα σταυροδρόμι ανάμεσα σε ένα ξεκίνημα και ένα τέλος. Ήμουν έγκυος στο πρώτο μου παιδί και γεμάτη ελπίδα, προσμονή και μια κάποια νευρικότητα για το ταξίδι που θα ακολουθούσε. Μετά, δέχτηκα ένα τηλεφώνημα. Ο αγαπημένος μου παππούς είχε πεθάνει.
Μερικά πράγματα για τον παππού μου: έζησε στη βόρεια Αγγλία όλη του τη ζωή. Υπάρχει μια ζώνη ορυχείων εκεί με ταπεινά σπίτια διάστικτα σε ένα φόντο από συνεχόμενους λόφους. Το μικρό του σπίτι στο βουνό, όπως όλα τα υπόλοιπα γύρω του, ήταν τακτοποιημένο και απλό. Εκτός από μία αδιόρατη πινελιά. Είχε μία περίτεχνη, χρυσή ταμπέλα με την αναγραφή: Σούκι Λιν.
Αυτή η ταμπέλα με είχε συναρπάσει από τότε που ήμουν μικρή. Ταίριαζε περισσότερο στην είσοδο μίας μεγάλης έπαυλης παρά σε ένα ταπεινό, πέτρινο σπίτι. Συχνά ρώταγα των παππού μου ποια ήταν η Σούκι Λιν και εκείνος απαντούσε ότι απλώς του άρεσε το όνομα.
Μετά τον θάνατο του, πήγα στην Αγγλία για να βοηθήσω με το σπίτι. Όταν βρέθηκα στη σοφίτα για να τακτοποιήσω τα πράγματα του, βρήκα μία ασπρόμαυρη φωτογραφία. Η φωτογραφία είχε τραβηχτεί πριν από 60 χρόνια. Παρόλο που ήταν ξεθωριασμένη, διέκρινα το πρόσωπο μιας νέας γυναίκας με σκούρα μαλλιά που χαμογελούσε την κάμερα. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας, με τον χαρακτηριστικό γραφικό χαρακτήρα του παππού μου, υπήρχε το όνομα Σούκι Λιν.
Επιτέλους, ανακάλυψα την καταγωγή του ονόματος. Αυτή η πανέμορφη γυναίκα από τα παλιά σήμαινε ξεκάθαρα κάτι για εκείνον. Μπορώ μόνο να υποθέσω τη φύση της σχέσης τους… αλλά ποτέ δεν θα μάθω.
Η αλήθεια τους και η αλήθεια της σχέσης τους υπάρχει μόνο στις μνήμες τους.
Λένε ότι όλοι βιώνουν δύο θανάτους. Ο πρώτος θάνατος είναι όταν φεύγουν από τη Γη. Ο δεύτερος, όταν οι τελευταίες αναμνήσεις που τους αφορούν εξανεμίζονται. Με τον θάνατο του παππού μου, η ιστορία τους υπάρχει μόνο στο μυαλό ενός από τους δύο, στο μυαλό της Σούκι Λιν, όποια κι αν είναι, όπου κι αν είναι. Αν είναι ακόμα ζωντανή.
Λίγο μετά το περιστατικό με τη φωτογραφία, γέννησα την κόρη μου. Θυμάμαι να την κρατάω στο σκοτεινό υπνοδωμάτιο τη νύχτα και να σκέφτομαι ότι θα ήθελα εκείνη η στιγμή να κρατήσει για πάντα.
Προσπάθησα να θωρακίσω την ανάμνηση αυτή στο μυαλό μου. Τον ήχο της ανάσας της, τη μυρωδιά των μαλλιών της, την αίσθηση των μικρών της δαχτύλων γύρω από το δικό μου δάχτυλο…
Αλλά εκείνη τη στιγμή, ένιωσα ένα κάποιο πένθος. Γιατί ήξερα ότι όσο κι αν προσπαθήσω να θυμηθώ τα πάντα, δεν υπήρχε επιστροφή σε εκείνη τη στιγμή. Η μνήμη διαβρώνεται. Βλέπουμε το παρελθόν μέσα από μία ομίχλη υποκειμενικότητας. Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε ολοκληρωτικά.
Τι θα συνέβαινε, όμως, αν μπορούσαμε;
Λίζα Τζόι
Θραύσματα μνήμης και μυθοπλασίας
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, η Λίζα Τζόι δεν απομακρυνόταν από τον υπολογιστή της. Η απώλεια του παππού της και η νέα ζωή που ερχόταν πυροδότησε το δημιουργικό της πνεύμα καθώς εξερευνούσε το θέμα της μνήμης μέσα από έναν πρωτόγνωρο, κινηματογραφικό κόσμο δικής της επινόησης.
«Μερικές από τις πιο απίστευτες στιγμές της ζωής μας είναι κλειδωμένες στο κεφάλι μας. Είναι οι ιστορίες στις οποίες επιστρέφουμε ξανά και ξανά, αυτές που κάνουν τη ζωή αξιόλογη. Καμιά φορά, δεν μοιραζόμαστε αυτές τις ιστορίες με κάποιον άλλον, οπότε όταν φεύγουμε από τη ζωή, φεύγουν κι αυτές. Στο τέλος, νομίζω ότι όλοι γινόμαστε ιστορίες. Συμπυκνωνόμαστε σε μερικές προτάσεις με το πέρασμα των γενεών και πάντα πίστευα ότι αξίζει να προσπαθούμε έτσι ώστε οι προτάσεις να είναι καλές, να δίνουν περισσότερη χαρά στον κόσμο από αυτήν που πήραμε εμείς» λέει η δημιουργός.
Παρά τις πλούσιες κινηματογραφικές αναφορές του έργου της, είναι εκπληκτικό ότι η ίδια δεν μεγάλωσε στον κόσμο του σινεμά. Η εκπαίδευση της και η αγάπη της για τις ταινίες καλλιεργήθηκαν όταν ήταν στο κολέγιο. «Το φιλμ νουάρ με άγγιξε πολύ, όπως και η μυθολογία. Και τα δύο πραγματεύονται σύνθετους χαρακτήρες σε έναν σκοτεινό, σκληρό κόσμο χωρίς κανόνες. Δεν υπάρχουν μονοδιάστατοι ήρωες ή θύματα. Η περιπλοκότητα αυτών των χαρακτήρων με ενδιέφερε πολύ. Όταν έγραφα το σενάριο της ταινίας ήθελα να βυθιστώ σ’ αυτό, να πειράξω τις παραδοσιακές έννοιες του νουάρ. Έχουμε συνηθίσει αυτές οι ταινίες να είναι σκοτεινές και εγώ ήθελα φως και φυσική ομορφιά, γιατί καμιά φορά τα πιο σκοτεινά θέματα κρύβονται στα πιο όμορφα περιβάλλοντα».
Ο παραγωγός Τζόναθαν Νόλαν θυμάται την πρώτη αντίδραση του στο σενάριο: «Το διάβασα και έμεινα έκθαμβος. Είχε αναφερθεί σε όλες τις αγαπημένες μου ταινίες, σε φιλμ νουάρ, σε κλασικές ταινίες και έπαιζε με ερωτήματα για τη μοίρα και τη μνήμη… Πήρε πολλές ιδέες και τις ανέτρεψε. Τις διέλυσε και τις συναρμολόγησε ξανά με έναν εκπληκτικό τρόπο. Όταν διάβασα το σενάριο, ήξερα ήδη από την 20η σελίδα ότι θα το έκανα».
Ο Χιού Τζάκμαν που αναλαμβάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο λέει: «Όταν συνάντησα τη Λίζα, μου έδειξε τις οπτικές αναφορές της και κατάλαβα το γενικό νόημα της ταινίας, αλλά δεν είχα διαβάσει το σενάριο. Ήμουν ενθουσιασμένος με τον κόσμο της ταινίας. Μου άρεσε ο χαρακτήρας και η συνεργασία μαζί της. Είναι απίστευτα ταλαντούχα και όταν τη γνώρισα εξέπεμπε σιγουριά. Είναι παθιασμένη».
Αντίστοιχα, η Ρεμπέκα Φέργκιουσον ανταποκρίθηκε στο σενάριο. «Ο τρόπος γραφής της είναι ποιητικός και μουσικός. Η Μέι έχει διαφορετικά πορτρέτα. Τη βλέπουμε μέσα από τα μάτια των άλλων. Ποια είναι πραγματική της ταυτότητα; Δεν είχα ξανακάνει κάτι τέτοιο, ήταν απίστευτη εμπειρία» λέει η ηθοποιός.
Για τον ρόλο της Γουάτς -της βοηθού του Νικ Μπάνιστερ- η Τζόι στράφηκε στη Θάντι Νιούτον. Η ηθοποιός θυμάται σχετικά: «Μου πήρε μία εβδομάδα να συνειδητοποιήσω ότι η Λίζα με ήθελε στην πρώτη της ταινία. Δεν θεωρώ ότι είμαι η προφανής επιλογή, αλλά έτσι συμβαίνουν τα μαγικά πράγματα, όταν σου εμπιστεύονται κάτι τολμηρό, κάτι διαφορετικό. Έτσι μεταμορφώνονται οι ικανότητες ενός ηθοποιού. Η Λίζα με ήξερε από το Westworld και ήταν σίγουρη ότι θα έχτιζα τον χαρακτήρα. Με τη Γουάτς μου δόθηκε η ευκαιρία να εξερευνήσω και να υποδυθώ μία προσωπικότητα που δεν νομίζω ότι θα μου δινόταν αλλιώς».
Με το βλέμμα στο παρελθόν, με το βλέμμα στο μέλλον
Η Τζόι περιγράφει τη δημιουργική διαδικασία που ακολουθεί: «Όταν γράφω, ερωτεύομαι τους χαρακτήρες, είτε είναι καλοί είτε κακοί, δεν έχει σημασία τι φύλο είναι ή πόσες αδυναμίες έχουν, υπάρχει πάντα ένα κομμάτι δικό μου μέσα τους. Έτσι μπορώ να γράφω με ειλικρίνεια και να ξεπερνώ τις προσδοκίες, όπως το αν είναι κορίτσι και πρέπει να συμπεριφέρεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο ή αν είναι αντιήρωας και πρέπει να γραφτεί αντίστοιχα. Όλοι έχουν ψυχή, όλοι αντιμετωπίζουν τα ίδια θέματα… απλώς ο καθένας έχει τον τρόπο του. Θέλεις να είσαι ευγενής, θέλεις να βιώσεις την αγάπη και την ευτυχία και θέλεις να επιβιώσεις».
Ο Νικ Μπάνιστερ είναι ένας διακεκριμένος βετεράνος του πολέμου που ζει βοηθώντας άλλους να βιώσουν ξανά το παρελθόν τους, αλλά η καλόκαρδη τάση του να μη χρεώνει τους πελάτες του δεν του εξασφαλίζει τα προς το ζην. Η Τζόι νιώθει ότι οι εμπειρίες του είναι επίκαιρες. «Ο Νικ μιλάει σε κάποια στιγμή για το πόσα ηλιοβασιλέματα είδε όταν ήταν στον πόλεμο και πώς έμαθε να εκτιμά κάθε στιγμή, γιατί η μάχη άρχιζε μετά το δειλινό. Νομίζω ότι μερικές φορές οι δύσκολες εμπειρίες μας δίνουν την ικανότητα να αφεθούμε στην ευτυχία όταν την αντικρύζουμε. Έχουμε ζήσει κυνικές στιγμές, ο κόσμος βγαίνει από ένα τραύμα και δεν χρειάζεται να είμαστε πια ειρωνικοί. Είναι ένα μάθημα που έμαθε ο Μπάνιστερ και ίσως κι εμείς».
«Ο Χιού κατάλαβε το πιο σημαντικό για την ταινία και ήταν πρόθυμος να κάνει ό,τι χρειαστεί για να ερμηνεύσει τις πτυχές του χαρακτήρα» θυμάται η δημιουργός. «Αυτό που με τράβηξε, εκτός από τη συνεργασία με τη Λίζα, ήταν η πρωτοτυπία της ταινίας. Το κοινό θέλει να βλέπει πρωτόγνωρες ταινίες. Να βυθίζεται σε έναν άγνωστο κόσμο. Να κάνει ένα απρόσμενο ταξίδι και η ταινία το προσφέρει αυτό. Ο κόσμος της ταινίας είναι συναρπαστικός. Πάνω που νόμιζα ότι τα είχα καταλάβει όλα, έμενα και πάλι έκπληκτος. Η ιστορία ανατρέπεται και έχει ένα καταπληκτικό τέλος» λέει ο Τζάκμαν.
Ο ηθοποιός ήταν πρόθυμος να βυθιστεί σε αυτόν τον ανήσυχο, σκοτεινό χαρακτήρα. «Είναι ένας μοναχικός άντρας, ένας βετεράνος. Είναι τρομαγμένος. Έχει πολύ σκοτάδι μέσα του. Είναι απομονωμένος, γιατί έχει μάθει να τα βγάζει πέρα με αυτόν τον τρόπο. Με το μηχάνημα που επαναφέρει τις μνήμες, καθοδηγεί τους άλλους πίσω στις αναμνήσεις, οπότε δεν μπλέκουν με το λάθος μονοπάτι και με μέρη που δεν θέλουν να βρεθούν. Το μυαλό είναι πολύπλοκο και πιθανά ένα επικίνδυνο μέρος, οπότε ο χαρακτήρας μου οδηγεί τους άλλους εκεί που θέλουν να πάνε με ασφάλεια».
Η δημιουργός επινόησε αυτόν τον ρόλο του οδηγού στη μνήμη για να εκφράσει του πώς είναι κάποιος να εξαφανιστεί και να διαγραφεί από αυτόν τον κόσμο. Ο Νικ και η Γουάτς ίσως είναι οι μόνοι που έχουν στην κατοχή τους τα εναπομείναντα ίχνη μερικών πελατών τους. Με έναν τρόπο, ο Μπάνιστερ είναι επιρρεπής στο να προσκολληθεί σε οποιονδήποτε διαταράσσει την ισορροπία του και μετά εξαφανίζεται… Όπως η αινιγματική Μέι.
«Η Μέι είναι ένας πολύπλοκος χαρακτήρας» λέει η δημιουργός. «Τα φιλμ νουάρ είναι διάσημα για τις μοιραίες γυναίκες τους. Έχεις μια γυναίκα με παρελθόν, που έχει βασανιστεί και βασανίζει τους άλλους, είναι γεμάτη με προδοσίες και μυστικά. Ήθελα να παίξω με αυτή την ιδέα. Σε πολλές ταινίες έχεις το αθώο και ανέγγιχτο κορίτσι και από την άλλη την πονηρή και σέξι μέγαιρα. Επικρατεί αυτή η διχοτόμηση, τα άκρα δεν συναντιούνται κι αυτό είναι απλουστευτικό και λανθασμένο. Μπορεί ένας χαρακτήρας να είναι αξιαγάπητος και σέξι την ίδια στιγμή, μπορεί να είναι έξυπνος και γλυκός, αλλά αυτές οι ιδέες είναι τόσο ριζωμένες στην κοινωνία μας και έχει πάντα ενδιαφέρον να παίζεις μαζί τους και να τις ανατρέπεις. Οπότε το ερώτημα είναι, ποια είναι η Μέι; Η απάντηση είναι ότι είναι ένας άνθρωπος γεμάτος αινίγματα, δεν είναι αγία, δεν είναι αμαρτωλή. Για να τη μάθει ο Μπάνιστερ πρέπει να αναγνωρίσει όλα αυτά τα στοιχεία πάνω της. Καμία ιστορία αγάπης δεν στέκει χωρίς τα καλά στοιχεία του άλλου, τα γοητευτικά στοιχεία του άλλου. Διαφορετικά δεν είναι έρωτας, είναι απλώς ξεμυάλισμα. Αυτό που ξεκινά σαν σαγήνευση και εμμονή εξελίσσεται σε κάτι άλλο, καθώς τη γνωρίζει καλύτερα».
Η Ρεμπέκα Φέργκιουσον εξερεύνησε όλες τις πτυχές της Μέι, καθώς περιηγείται στον λαβυρινθώδη της κόσμο. «Η Λίζα Τζόι είναι πολύ έξυπνη και χρησιμοποιεί όλα τα εργαλεία που χρειάζεται. Δεν ξέρω πώς λειτουργεί το μυαλό της. Είναι αδύνατο να κατατάξεις την ταινία σαν επιστημονική φαντασία ή κάτι άλλο. Έχει πολλά επίπεδα. Για μένα, έχει πολύ δράμα και συναίσθημα. Είναι ένα θρίλερ. Έχει αγωνία, έχει χαρακτήρα. Το στοιχείο της επιστημονικής φαντασίας μας οδηγεί σε διαφορετικές περιοχές του δράματος. Η ταινία έχει την ατμόσφαιρα ενός φιλμ νουάρ με μία αίσθηση κλασικής κινηματογράφησης».
Σύμφωνα με την Τζόι, «η Ρεμπέκα ακτινοβολεί ευφυία. Καταλαβαίνεις ότι πάντα υπάρχει κάτι στο μυαλό της Μέι, γιατί πάντα υπάρχει κάτι στο μυαλό της Ρεμπέκα. Από την πρώτη φορά που μιλήσαμε για τον ρόλο, συμφωνήσαμε σαν γυναίκες, άνθρωποι και καλλιτέχνιδες. Συμφωνήσαμε ότι είναι μία μοιραία γυναίκα και πολλά παραπάνω. Διανύσαμε όλες τις παραλλαγές της για να φτάσουμε στον πυρήνα της. Η Ρεμπέκα ανατρέπει τις έννοιες της παραδοσιακής μοιραίας γυναίκας, καθώς αρχικά εμφανίζεται ως τέτοια και στην πορεία αποκαλύπτεται ως κάτι παραπάνω, ως πολλά παραπάνω».
«Γίναμε αμέσως φίλοι με τον Χιού. Ήμασταν πολύ άνετοι. Για τη Μέι, ήθελα να επισκεφθώ τα σκιερά της σημεία. Δεν μπορώ να φανταστώ κάποιον άλλον, εκτός από τον Χιού, με τον οποίο θα ένιωθα άνετα. Ο Χιού είναι γνήσια γενναιόδωρος, ευγενικός και αστείος» επισημαίνει η Φέργκιουσον.
«Η Ρεμπέκα είναι μία από τις πιο ταλαντούχες ηθοποιούς εκεί έξω. Σε ελκύει αμέσως. Η Μέι είναι μυστηριώδης. Είναι αισθησιακή και ευάλωτη και σταδιακά αποκαλύπτεται, χωρίς να διαφωτίζει όλο το μυστήριο. Ο Μπάνιστερ δελεάζεται, εγώ δελεάστηκα, το κοινό θα δελεαστεί επίσης» λέει ο Τζάκμαν.
Η Τζόι θυμάται την πρώτη της διαδικτυακή συνάντηση με τη Θάντι Νιούτον: «Της μίλησα μέσω FaceTime και θηλάζαμε και οι δύο τα παιδιά μας. Δεν γινόταν να είναι πιο αληθινή συνάντηση. Τη σέβομαι σαν καλλιτέχνιδα και φίλη. Είναι μία όμορφη, έξυπνη γυναίκα και σκληραγωγημένη ηθοποιός. Μπορεί να ερμηνεύσει με δύναμη, είναι σκληρή γυναίκα με καρδιά και αυτό ακριβώς χρειαζόταν ο ρόλος της Γουάτς. Ερμήνευσε τον χαρακτήρα με δύναμη και πάθος» λέει δημιουργός για τη Νιούτον.
«Η Λίζα είναι πολύ ικανή και έχει ενσυναίσθηση. Βάζει τους χαρακτήρες σε έναν ψυχρό κόσμο και ένα δύσκολο περιβάλλον και μας ωθεί να σκεφτούμε το μέλλον μας και να αναρωτηθούμε για αυτό» λέει η ηθοποιός.
Όπως και ο Μπάνιστερ, η Γουάτς είναι μία ταλαιπωρημένη βετεράνος που συνεργάζεται με τον Νικ. «Είχαν μια πλατωνική φιλία στον στρατό. Ο Νικ την προσέχει, αν και τα βγάζει πέρα μόνη της. Η Γουάτς είναι εθισμένη στο αλκοόλ για να ξεπεράσει τα τραύματα της» εξηγεί η Νιούτον.
Ένας ακόμα χαρακτήρας που έχει πονέσει πολύ, είναι ο διεφθαρμένος αστυνόμος Σάιρους Μπουθ. Τον ρόλο υποδύεται ο Κλιφ Κέρτις. «Ο Κλιφ Κέρτις είναι ένας χαμαιλέοντας και αφοσιώνεται στον χαρακτήρα που υποδύεται. Ήξερα ότι ο Μπουθ χρειαζόταν ένα κάποιο βάθος, μία τραγική υφή, παρόλο που είναι πολύ σκληρός. Ήξερα ότι ο Κλιφ θα απέδιδε όλες αυτές τις αποχρώσεις του χαρακτήρα και θα τον έκανε κάτι παραπάνω από έναν εγκληματία» λέει η Τζόι.
Ο Κλιφ Κέρτις παραδέχεται ότι ήθελε να υπάρχει μία ποιητικότητα στον ρόλο. «Η Λίζα έχει γράψει τον χαρακτήρα μέσα από μία φιλοσοφική ματιά. Μερικοί κακοί είναι σαδιστές και ο Σάιρους Μπουθ είναι ακριβώς αυτό. Νιώθει δυνατός όταν κάνει αυτά που κάνει, γιατί βρίσκεται κοντά σε ισχυρούς ανθρώπους. Τον επιβραβεύουν και ο ίδιος αισθάνεται πανίσχυρος» λέει ο ηθοποιός.
Ο αδίστακτος αστυνομικός είναι στη δούλεψη του Σεντ Τζο, που πουλάει ναρκωτικά στους απελπισμένους. «Για τον Σεντ Τζο δεν ήξερα ποιον ηθοποιό θα επέλεγα. Αλλά όταν είδα τον Ντάνιελ Γου, ήξερα ότι ήθελα να συνεργαστώ μαζί του. Είναι ταλαντούχος και σε μαγνητίζει. Ο ρόλος και η ερμηνεία μου έδωσαν την ευκαιρία να εξερευνήσω το θέμα της ηθικής, της αμαρτίας και τις γκρίζες ζώνες του ηρωισμού και της εγκληματικότητας σε έναν διεφθαρμένο κόσμο» λέει η δημιουργός για τον χαρακτήρα του Σεντ Τζο και τη διανομή του.
Ο Ντάνιελ Γου περίμενε καιρό να εμφανιστεί ο σωστός ρόλος για τον ίδιο. «Είχα σταματήσει για 9 μήνες, αναμένοντας ένα ωραίο σενάριο» θυμάται. «Μετά, η Λίζα μου έστειλε το σενάριο και χάρηκα που περίμενα. Δεν έχω παίξει έναν τόσο σύνθετο χαρακτήρα. Είναι ένας γκάγκστερ, ένας κακός, αλλά είναι ευάλωτος, γιατί η καρδιά του έχει πονέσει. Είναι σκληρό καρύδι, αν και πληγωμένος, οπότε είναι ένας ενδιαφέρων χαρακτήρας» λέει ο ηθοποιός.
Ένας απόκοσμος κόσμος
Για να δώσει σάρκα και οστά στην ιδιαίτερη ατμόσφαιρα της ταινίας η δημιουργός απευθύνθηκε στους έμπιστους συνεργάτες της από την τηλεοπτική σειρά Westworld, ανάμεσα τους ο διευθυντής φωτογραφίας Πολ Κάμερον, ο σχεδιαστής παραγωγής Χάουαρντ Κάμινγκς, ο μοντέρ Μαρκ Γιοσικάουα και ο συνθέτης Ραμίν Τζαβάντι.
«Ο Χάουαρντ έχει συνηθίσει να εμφανίζομαι με απίθανα ζητούμενα και να τα εκπληρώνει. Είναι η υπερδύναμη του» λέει η Τζόι. «Του είπα ότι θέλω να βυθίσουμε το Μαϊάμι και γέλασε καθώς δεχόταν. Το γύρισμα ήταν τρελό αλλά απολαυστικό. Ευχαριστώ το καστ και το συνεργείο που δημιούργησαν τον κόσμο αυτό» λέει η δημιουργός.
«Η Λίζα είχε την ιδέα ότι όσο το νερό εισβάλλει στα κτίρια, οι άνθρωποι ανεβαίνουν σε ψηλότερα επίπεδα αντί να τα εγκαταλείπουν. Οπότε είχαμε το ζήτημα πώς περνάνε απέναντι. Υπάρχουν πλοία, γέφυρες, μένουν σε ταράτσες, καλλιεργούν τρόφιμα; Πώς έχουν ηλεκτρισμό; Κάναμε επιστημονική έρευνα και επινοήσαμε μερικά στοιχεία « λέει ο Κάμινγκς.
Η Ρεμπέκα Φέργκιουσον θυμάται πόσο εντυπωσιάστηκε από την παραγωγή. «Η Λίζα έχει προσέξει όλες τις λεπτομέρειες, το τοπίο, τα δωμάτια, τα έπιπλα, τα πρόσωπα των ηρώων που ζουν σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες».
«Κάθε χαρακτήρας της ταινίας, ειδικά ο δικός μου, πρέπει να κάνει μια επιλογή, να προχωρήσει ή να μείνει στάσιμος και να ζεί μόνο στο παρελθόν. Όλοι ζούμε σε έναν κόσμο αναμνήσεων. Το κοινό θα νιώσει πώς είναι η ζωή του σήμερα. Η ταινία μας πάει σε πρωτόγνωρους κόσμους, αλλά την ίδια στιγμή κάνει τις καρδιές μας να ανοίγουν στο τι συμβαίνει σήμερα στη ζωή μας» καταλήγει ο Τζάκμαν για την επίδραση της ταινίας στον θεατή.
Επίλογος από τη δημιουργό
Έχω ζήσει για καιρό με το όνειρο αυτής της ταινίας. Κανένας σκηνοθέτης δεν ξέρει πώς θα υποδεχτεί το κοινό μία ταινία και αν θα του αρέσει. Ξέρω, όμως, ότι όπως φιλοσοφικά δεν υπάρχει μόνο μία πλευρά στη ζωή έτσι δεν υπάρχει μόνο μία πλευρά στις ταινίες. Δεν υπάρχει μία απόλυτη κατάληξη, ένα φινάλε που ικανοποιεί τους πάντες. Υπάρχει μόνο η εμπειρία και τι σημαίνει για τον καθένα.
Με αυτό στο μυαλό, η συνεργασία με το συνεργείο και το καστ ήταν μία από τις πιο ικανοποιητικές και δημιουργικές εμπειρίες της ζωής μου. Κάθε μέρα στο γύρισμα ήμουν ευγνώμων που κάναμε αυτό το ταξίδι μαζί. Είναι μία ανάμνηση που θα κρατήσω με χαρά για το υπόλοιπο μέλλον. Λίζα Τζόι
Σενάριο/Σκηνοθεσία: Λίζα Τζόι
- Πρωταγωνιστούν: Χιού Τζάκμαν, Ρεμπέκα Φέργκιουσον, Θάντι Νιούτον, Νάταλι Μαρτίνεζ, Άντζελα Σαραφιάν, Κλιφ Κέρτις, Μαρίνα ντε Ταβίρα, Ντάνιελ Γου, Μπρετ Κάλεν, Νίκο Πάρκερ
- Διεύθυνση Φωτογραφίας: Πολ Κάμερον
- Σχεδιασμός Παραγωγής: Χάουανρτ Κάμινγκς
- Μοντάζ: Μαρκ Γιοσικάουα
- Μουσική: Ραμίν Τζαβάντι
- Ημερομηνία Εξόδου: 26 Αυγούστου 2021
- Διάρκεια: 1 ώρα και 56 λεπτά
- Ερευνητές ανέπτυξαν ακουστικά που μπορούν να εντοπίσουν πρώιμα σημάδια Αλτσχάιμερ - Πώς λετουργούν
- Κατά της διαγραφής Σαμαρά ο Καραμανλής: Η κριτική δεν αντιμετωπίζεται με πειθαρχικά μέτρα - Δεν με ενδιαφέρει η Προεδρία
- Εορταστικό ωράριο 2024: Πότε ξεκινάει - Ποιες Κυριακές θα είναι ανοιχτά τα μαγαζιά
- Σε τροχιά κλιμάκωσης ο πόλεμος στην Ουκρανία; Το επόμενο βήμα του Πούτιν, τα πυρηνικά και ο παράγοντας Τραμπ