Σινεμά | 04.03.2023 10:00

Οι ταινίες της εβδομάδας: Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Μπερέιντ και το αθλητικό δράμα «Κριντ 3»

Newsroom

Την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου ξεχωρίζουν εμφανώς το δραματικό φιλμ από την Ιρλανδία «Το Ήσυχο Κορίτσι» του Κόλουμ Μπερέιντ, που είναι υποψήφιο για Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας, ενώ τη δική τους χάρη έχουν και η κωμωδία τρόμου «Cocaine Bear», το ερωτικό δράμα «Οι Δυο Όψεις του Ξυραφιού» με Ζιλιέτ Μπινός και Βενσάν Λεντόν και το αθλητικό δράμα «Κριντ 3». Επίσης, σε επανέκδοση προβάλλονται «Οι Κυνηγοί» του Θόδωρου Αγγελόπουλου.

«Το Ήσυχο Κορίτσι» (The Quiet Girl)

Δραματική ταινία / Σκηνοθεσία: Κόλουμ Μπερέιντ / Παίζουν: Κάθριν Κλιντς, Άντριου Μπένετ, Κάρι Κρόουλι, Μίκαελ Πάτρικ, Κάρολι Μπράκεν κά.

Από αυτά τα πολύτιμα πετραδάκια που αρχικά μπορεί να κλωτσήσεις με το πόδι και στη συνέχεια καταλαβαίνεις την αξία του. Και όσο το βλέπεις τόσο γοητεύεσαι, τόσο συνειδητοποιείς ότι η ταπεινότητά του κρύβει έναν μικρό θησαυρό. Πρόκειται για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Ιρλανδού σκηνοθέτη Κόλουμ Μπερέιντ, ένα χειροποίητο καλλιτεχνικό χαμηλόφωνο δράμα ενηλικίωσης, που δικαίως βρίσκεται ανάμεσα στα υποψήφια φιλμ για το Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας.

Χαμηλού προϋπολογισμού ταινία, που γύρισε ο Μπερέιντ στην ήσυχη καταπράσινη ιρλανδική επαρχία, τοποθετώντας την ιστορία του στη δεκαετία του 1980, αποφεύγοντας την τοξικότητα της σημερινής εποχής και τα «έξυπνα» τηλέφωνα, που θα χάλαγαν την αρμονία και τα αυθεντικά συναισθήματα του σεναρίου.

Το στόρι θέλει ένα ήσυχο κορίτσι, παραμελημένο λόγω των συνθηκών διαβίωσης της πολυμελούς φτωχής οικογένειάς της, να στέλνεται προσωρινά ένα καλοκαίρι σε μία μακρινή συγγενή, μέχρι να γεννήσει η μητέρα της. Εκεί θα γνωρίσει για πρώτη φορά την αγάπη και ένα στοργικό περιβάλλον, αλλά θα ανακαλύψει και το μυστικό του ζευγαριού που ζει το δικό του δράμα.

Ο Μπερέιντ, ξεδιπλώνει αργόσυρτα και με μία πρωτόγνωρη αφηγηματική αυτοπεποίθηση την ιστορία του, αποδεικνύοντας ότι υπάρχουν και διαφορετικοί τρόποι να μιλήσει κάποιος για την απότομη ενηλικίωση ενός παιδιού. Ξεφεύγει από τα τετριμμένα, τις συνηθισμένες μελοδραματικές εξάρσεις, το κούρδισμα της συγκίνησης, τις ακραίες καταστάσεις, τις ευκολίες που παρέχουν οι διαλυμένες οικογένειες, τα ζοφερά μυστικά.

Αντιθέτως, ο σκηνοθέτης, που τιμά και τη μητρική του γλώσσα, καθώς οι διάλογοι είναι στα γαελικά κατά κύριο λόγο, θα αφηγηθεί με μειλίχιο τρόπο μία απλή ιστορία (η απλότητά της φτάνει στις παρυφές του μεγάλου σινεμά του Σατιατζίτ Ράι), αναδεικνύοντας την αιώνια ανάγκη των ανθρώπων για αγάπη, πόσο δε μάλλον ενός παιδιού. Αυτή τη ριμάδα αγάπη, που στερούν οι συνθήκες και απέναντι υπάρχουν εκείνοι οι άνθρωποι που δεν ξέρουν που να τη διοχετεύσουν. Δηλαδή, απ' τη μία το μικρό κορίτσι και η οικογένειά της - η μητέρα αποκαμωμένη από τις γέννες και τα παιδιά, ο πατέρας ρέμπελος και ο εαυτούλης του - και απ' την άλλη η οικογένεια που αναλαμβάνει τη σύντομη φροντίδα τού κοριτσιού. Ένα ζευγάρι, που με διακριτικότητα περνά το δικό της δράμα από ένα θλιβερό συμβάν του παρελθόντος. Ένα δυσβάστακτο γεγονός στο οποίο οφείλεται και η περισσή αγάπη που θα δώσει στο παιδί, θα το νιώσει δικό του, θα του απελευθερώσει συναισθήματα, τα οποία η μικρή θα ανταποδώσει με την αγνότητά της, τον καλοσυνάτο χαρακτήρα του.

Ο Μπερέιντ, θα φανερώσει όλες αυτές τις πληροφορίες σταδιακά, με μία απαλότητα και συνάμα με μία στεγνή αφήγηση, αφήνοντας τα χαρτομάντιλα στην τσέπη και τη συγκίνηση για το μεγαλειώδες συνταρακτικό φινάλε. Μία συγκίνηση, που λειτουργεί λυτρωτικά και θα συνεχίσει να απασχολεί τον θεατή για μέρες, καθώς στο τελευταίο πλάνο θα προσθέσει μία εμπνευσμένη πινελιά, για το τι σημαίνει ενηλικίωση.

Από τις ταινίες που αξίζει να υπομένουν ακόμη και οι ανυπόμονοι θεατές την αρχική βραδύτητα της αφήγησης, για να χαρούν τη συνέχεια και να αισθανθούν πλήρεις στο τέλος και συνειδητοποιώντας ότι ο κινηματογράφος δεν χρειάζεται παρά μόνο γνήσια συναισθήματα και ταλέντο. Ένα σπάνιο ταλέντο που διαθέτει η νεαρά πρωταγωνίστρια Κάθριν Κλιντς, που με μία απίστευτη ωριμότητα μεταδίδει τις ελαφρές μεταπτώσεις του ψυχικού της κόσμου, ενώ αξιέπαινες είναι και οι ερμηνείες των υπόλοιπων ηθοποιών.

«Cocaine Bear» 

Θρίλερ / Σκηνοθεσία: Ελίζαμπεθ Μπανκς / Παίζουν: Ρέι Λιότα, Κέρι Ράσελ, Ο'σι Τζάκσον Τζ., Τζέισι Τάιλερ Φέργκιουσον κά.

Και μόνο η ιδέα ότι μία θεόρατη μαύρη αρκούδα «έκανε χρήση» κοκαΐνης και μέχρι να πεθάνει από overdose, κατασπάρασσε όποιον έβρισκε μπροστά της, έχει από μόνη της μεγάλη πλάκα. Πόσο δε μάλλον όταν στην ιστορία, που βασίζεται σε κάποια πραγματικά γεγονότα, αλλά σαφώς αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας, εμπλέκονται γονείς που ψάχνουν τα άτακτα παιδιά τους, φυσιολάτρες, εγκληματίες που αναζητούν το λευκό χρυσάφι, περίεργοι αστυνομικοί, νοσοκομειακοί και όποιον άλλο φανταστεί ο νους.

Μία κατάμαυρη, περισσότερο και από την αρκούδα, κωμωδία τρόμου, που γύρισε η πρώην ηθοποιός Ελίζαμπεθ Μπανκς, με κέφι, εμπνευσμένη από την αληθινή ιστορία μίας αρκούδας που έφαγε πολλά κιλά κοκαΐνης, όταν ένα αεροπλάνο που μετέφερε το πολύτιμο παράνομο εμπορεύματος, έπεσε το 1985 στα βουνά της Τζόρτζια. Η αρκούδα βρέθηκε νεκρή έχοντας στο αίμα της τέσσερα γραμμάρια κοκαΐνης, χωρίς, ωστόσο, να υπάρχουν πληροφορίες ότι σκότωσε άνθρωπο.

Εδώ, έρχεται η Ελίζαμπεθ Μπανκς και το πανούργο σενάριο, για να αναδείξει τις κακές επιπτώσεις του ανθρώπου στην άγρια φύση, αλλά και τη γενικευμένη ανοησία που έχει χτυπήσει την αμερικάνικη κοινωνία, μέσα από μία πινακοθήκη διασκεδαστικών χαρακτήρων και που δένει κατάλληλα με την εποχή του ριγκανισμού.

Η ταινία καταφέρνει να είναι και τρομαχτική, ειδικά ως το σημείο που αρχίζει να επαναλαμβάνεται και άκρως διασκεδαστική, με τους αλλοπρόσαλλους χαρακτήρες και κυρίως με την αρκούδα, η οποία παρά την αγριάδα της θα κερδίσει και τη συμπάθεια, όταν έχει «φτιαχτεί» και κάνει τρέλες, αγαπάει τις πεταλούδες και είναι έτοιμη να χορέψει στο κελάηδισμα των πουλιών.

Το γέλιο διαδέχεται το «αχ» της αγωνίας και του τρόμου, ενώ από την πλευρά του το πολυπρόσωπο καστ δείχνει να το απολαμβάνει με τις ντελιριακές ερμηνείες, απ' τις οποίες ξεχωρίζει αυτή του Ρέι Λιότα, που πέθανε αμέσως μετά και ο ρόλος του παραπέμπει στον Χένρι Χιλ της γκανγκστερικής ταινίας του Σκορσέζε «Τα Καλά Παιδιά».

«Οι Δυο Όψεις του Ξυραφιού» (Avec amour et acharnement)

Αισθηματικό δράμα / Σκηνοθεσία: Κλερ Ντενί / Παίζουν: Ζιλιέτ Μπινός, Βενσάν Λεντόν, Γκρεγκουάρ Κολέν κα.

Ένα κεκαλυμμένο μελόδραμα, που ορισμένες φορές σκοτεινιάζει και γίνεται αδυσώπητα σκληρό, για το ερωτικό τρίγωνο της ταινίας, που γύρισε η γηραιά, αλλά γεμάτη ζωντάνια Κλερ Ντενί («Η Λιακάδα Μέσα μου»). Ένα φλογερό ερωτικό δράμα, το οποίο κέρδισε την Αργυρή Άρκτο για τη σκηνοθεσία της Ντενί, η οποία κατάφερε να ενώσει κινηματογραφικά, για πρώτη φορά, δυο κορυφαίους εκπροσώπους της σύγχρονης γαλλικής υποκριτικής, την Ζιλιέτ Μπινός και τον Βενσάν Λεντόν.

Η ταινία ξεκινά εντυπωσιακά στη θάλασσα, όπου το ώριμο ζευγάρι ζει τον έρωτά του, δείχνει να έχει κατακτήσει και την αγάπη, αλλά μια αδιόρατη απειλή πλανιέται πάνω απ' αυτό. Κάτι που οφείλεται στην επιστροφή του πρώην εραστή της γυναίκας και φίλο τού συζύγου, ενός άνδρα με σκοτεινό παρελθόν και διαθέτοντας μία επικίνδυνη γοητεία, μια αρρενωπότητα που δεν κάνει πίσω, πάντα διεκδικεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Η Ντενί, άμεσα ανεβάζει τους ρυθμούς, η παρόρμηση βρίσκεται σε ακράτεια, τα πάθη αρχίζουν να βγάζουν ατμούς, η σάρκα αντί να συρρικνώνεται αρχίζει να απλώνεται και μαζί το ερωτικό ξέσπασμα. Οι ελάχιστες πληροφορίες που μας δίνει η Ντενί για το παρελθόν των τριών ηρώων της, είναι αρκετές για να μας βάλει στο πνεύμα του δράματος, καθώς εκεί που τελειώνει η λογική έρχεται το πάθος και το βαρύ κόστος.

Η Ντενί κολλάει την κάμερα πάνω τους, δημιουργώντας την αίσθηση ότι βρίσκεται ανάμεσά τους, τους ψηλαφεί, όπως και τα συναισθήματα τα οποία δείχνουν ασυγκράτητα, έτοιμα για την καταστροφή, τον πόνο. Το ερωτικό πάθος οδηγεί το ζευγάρι στην υπαρξιακή κρίση, την τρέλα της ζήλιας, με την αύρα του μυστηρίου και την απαισιόδοξη προοπτική. Η Ντενί, όμως, προς το τέλος φαίνεται να χάνει την τολμηρή οπτική της και να αφήνει χαρακτήρες και στόρι να ξεθωριάζουν σε κάτι αναμενόμενο, που δεν αρμόζει στο παλλόμενο από πάθος φιλμ, ένα φινάλε που θα μπορούσαμε να δούμε και στις κυρίαρχες αμερικάνικες τάσεις.

Η Ζιλιέτ Μπινός, καταφέρνει να ενσαρκώσει ένα θύμα του ερωτικού πάθος, να γίνει καυτή και να ανεβάσει το θερμόμετρο, ενώ ο Βενσάν Λεντόν είναι απλώς άψογος και ο Γκρεγκουάρ Κολέν γοητευτικός και επικίνδυνος δίνει τις περισσότερες φορές τον τόνο που απαιτεί η ταινία. Ταινία ερωτικού πάθους από την αξιοσέβαστη Κλερ Ντενί, που αξίζει σίγουρα κάποιο βλέμμα, αλλά όταν σκέφτεσαι ταινίες, ας πούμε, όπως «Η Πισίνα», έχεις την αίσθηση ότι πρέπει να βάλεις την όπισθεν ολοταχώς.

«Κριντ 3» (Creed ΙΙΙ)

Δραματική περιπέτεια / Σκηνοθεσία: Μάικλ Μπ. Τζόρνταν / Παίζουν: Μάικλ Μπ. Τζόρνταν, Τέσα Τόμσον, Γουντ Χάρις, Τζόναθαν Μέιτζορς, Φλόριαν Μουντενάου, κά.

Μπορεί το διάδοχο φρανσάιζ του «Ρόκι», που εδώ και επτά χρόνια απαντάει στον νέο πυγμάχο «Κριντ», να υπάρξει χωρίς τον Σιλβέστερ Σταλόνε; Απ' ότι φαίνεται μπορεί, καθώς ο «Ιταλός Επιβήτορας», αυτή τη φορά μένει έξω από το καστ και περιορίζεται μόνο στην παραγωγή της τρίτης ταινίας, με ήρωα τον Άντονις Κριντ - Μάικλ Μπ. Τζόρνταν.

Μάλιστα, σε αυτό το σίκουελ ο Τζόρνταν θα κάνει και το ντεμπούτο του ως σκηνοθέτης, δοκιμάζοντας τις δυνάμεις του στο αθλητικό δράμα, ένα είδος που φαίνεται να γνωρίζει, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχει και τις γνώσεις για να ξεφύγει από το τετριμμένο, τις γνωστές συνταγές που πλέον είναι πιο οικείες και από μία μακαρονάδα ναπολιτάνα.

Όχι, ο Τζόρνταν δεν τα πάει άσχημα - ούτε όμως καλύτερα απ' τους προηγούμενους σκηνοθέτες των ταινιών «Κριντ», αφού αξιοποιεί το σχετικά καλογραμμένο σενάριο, που συνυπογράφουν οι Κουγκλέρ και Μπέιλιν, ενώ ταυτόχρονα, πέρα από τις θεαματικές γροθιές, αναπτύσσει σε καλό επίπεδο και τους δυο βασικούς χαρακτήρες.

Απ' τη μια ο Κριντ, ο γιος του μεγάλου αντίπαλου αλλά και γκαρδιακού φίλου του Ρόκι, Απόλο Κριντ, που έχει κατακτήσει την κορυφή την κορυφή της παγκόσμιας πυγμαχίας και η οικογενειακή του ζωή είναι ευτυχισμένη και απ' την άλλη ο Ντέμιαν, ένας νεανικός του φίλους, που μετά από 18 χρόνια στη φυλακή, θέλει να αποδείξει ότι ήταν ο καλύτερος πυγμάχος, αλλά μάλλον και να διεκδικήσει μέρος από την ευτυχισμένη ζωή του παλιού του φίλου.

Ένα φιλμ για τις ενοχές, την αδυναμία να ξεφύγει κάποιος από το παρελθόν και τους δαίμονές του, τη συγχώρεση, αλλά και την αρρωστημένη αρρενωπότητα, που μπορεί να μεταβληθεί στο απόλυτο κακό. Μία συμπαθητική προσέγγιση των παραπάνω για μία δυναμική αθλητική δραματική περιπέτεια, η οποία, όμως, είναι φανερό ότι έχει ταβάνι και από ένα σημείο και μετά δείχνει να εξαντλείται, να λαχανιάζει μέσα και έξω από το ρινγκ.

Έτσι, το αρχικό ενδιαφέρον, η συνάντηση δυο διαφορετικών χαρακτήρων, που είναι φανερό ότι θα έρθουν σε σύγκρουση μέχρις εσχάτων, θα δώσει τη θέση του στα κλισέ του είδους, τα οποία αποτελούν και μια σιγουριά για τον σκηνοθέτη Τζόρνταν.

Οι σκηνές πάνω στο ρινγκ έχουν τη γοητεία τους, παρά τη μανιέρα τους, ενώ ενδιαφέρον έχει και το πρώτο μέρος του φιλμ, με την εξερεύνηση της σχέσης των δυο παλαιών ατίθασων νέων και φίλων, μέχρι που το στόρι θα μπει σκηνοθετικά στον αυτόματο πιλότο και όλα τα γνωστά μοτίβα του είδους.

Συμπαθής πάντα ο Τζόρνταν ως Κριντ, αλλά αδιάφορος σε σχέση με το νέο αίμα του φρανσάιζ, που λέγεται Τζόναθαν Μέιτζορς, με το απειλητικό βλέμμα και τα ακόμη πιο επικίνδυνα μούσκουλα.

Προβάλλεται ακόμη η ταινία

Οι Κυνηγοί: Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος ολοκληρώνει την «Τριλογία της Ιστορίας» γυρίζοντας το 1977 τους «Κυνηγούς», με τους οποίους διεκδίκησε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες. Άλλωστε, ο κινηματογράφος του έχει αρχίσει να γίνεται γνώριμος και ο Αγγελόπουλος σιγά-σιγά να γίνεται γνωστός ανάμεσα στους κριτικούς της Γαλλίας και της Ιταλίας ως «Τεό». Μία ομάδα κυνηγών βρίσκει κοντά στη λίμνη των Ιωαννίνων, όπου επικρατεί βαρυχειμωνιά και το χιόνι έχει σκεπάσει τα πάντα, το πτώμα ενός αντάρτη του Εμφυλίου. Το αίμα του τρέχει φρέσκο ακόμη, παρότι έχουν περάσει 30 χρόνια. Οι κυνηγοί, όλοι μέλη της αστικής τάξης, θα μεταφέρουν το πτώμα στο ξενοδοχείο, όπου θα περάσουν την Πρωτοχρονιά. Ο Αγγελόπουλος καταπιάνεται με τον Εμφύλιο, τους φόβους και τα φαντάσματα του παρελθόντος. Ο σκηνοθέτης δείχνει ορισμένες φορές να επαναλαμβάνεται και να «βασανίζει» τον αμύητο θεατή με τα περιβόητα αργόσυρτα πλάνα του, ενώ έχει τη συμπαράσταση ενός αξιόλογου καστ, με Βαγγέλη Καζάν, Δημήτρη Καμπερίδη, Μπέτυ Βαλάση, Αλίκη Γεωργούλη, Εύα Κοταμανίδου, Στράτο Παχή, Χριστόφορο Νέζερ, Μαίρη Χρονοπούλου, στη διεύθυνση φωτογραφίας τον Γιώργο Αρβανίτη και στη μουσική τον Λουκιανό Κηλαϊδόνη. Η ταινία προβάλλεται, στο πλαίσιο του αφιερώματος στον Θ. Αγγελόπουλο, στο Studio.

*Με πληροφορίες από ΑΠΕ - ΜΠΕ, Χάρης Αναγνωστάκης

οι ταινίες της εβδομάδαςειδήσεις τώρα