Οι ταινίες της εβδομάδας: Η επιστροφή του επικού «Dune» και το αισθηματικό δράμα «Πάγος που καίει» του Άντονι Τσεν
NewsroomΗ πολυαναμενόμενη επική περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας του Ντενί Βιλνέβ, «Dune: Mέρος Δεύτερο», έρχεται για ν' αναθερμάνει το ενδιαφέρον των κινηματογραφόφιλων και να δημιουργήσει νέες ουρές στα ταμεία των κινηματογράφων, έπειτα από την πτώση των εισιτηρίων που παρατηρείται τις τελευταίες εβδομάδες. Από τις υπόλοιπες έξι ταινίες, που βγαίνουν αυτή την εβδομάδα στις αίθουσες, ξεχωρίζει το αισθηματικό δράμα «Πάγος που καίει» του Άντονι Τσεν.
«Dune: Mέρος Δεύτερο» (Dune: Part Two)
Περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Ντενί Βιλνέβ, με τους Τιμοτέ Σαλαμέ, Ζεντάγια, Φλόρενς Πιου, Όστιν Μπάτλερ, Ρεμπέκα Φέργκιουσον, Ντέιβ Μπατίστα, Κρίστοφερ Γουόκεν, Λέα Σεϊντού κα.
Να, που η επιστημονική φαντασία, πέρα από τους χάρτινους υπερήρωες ή την κατάχρηση των ψηφιακών και τεχνολογικών ευκολιών, δείχνει ότι μπορεί να έχει μέλλον. Και αυτό οφείλεται κυρίως στον Ντενί Βιλνέβ, αλλά και στην εξαιρετική παραγωγή, την καλλιτεχνική διεύθυνση, τους ηθοποιούς. Ο Βιλνέβ, τήρησε την υπόσχεσή του, έπειτα από την εκτεταμένη εισαγωγή του πρώτου μέρους, παραδίδοντας μία συναρπαστική ταινία επιστημονικής φαντασίας, με υψηλού επιπέδου αφήγηση και αισθητική, μελετημένους χαρακτήρες και περισσότερη δράση, κάτι που έλειπε από το πρώτο φιλμ.
Στήνει περίτεχνα ένα καθηλωτικό μεσσιανικό φιλμ, κάτω από την επιφάνεια της περιπέτειας, τις μάχες σώμα με σώμα, τις συγκρούσεις με πολυπληθείς στρατιές, τις ραδιουργίες και τις προδοσίες. Συνταιριάζοντας μοναδικά το πολιτικό θρίλερ με την περιπέτεια, θα διατηρήσει στα ύψη την επική δράση, θα κόψει ουκ ολίγες φορές την ανάσα του θεατή, με εικόνες βγαλμένες από τις καλύτερες στιγμές του - ταλαίπωρου εδώ και χρόνια - είδους.
Το φιλμ, συνεχίζει ακριβώς από εκεί που σταμάτησε το πρώτο μέρος και παρουσιάζει, στις περίπου τρεις χορταστικές του ώρες, την άνοδο του Πολ Ατρείδη στην εξουσία ανάμεσα στους Φρέμεν, καθώς και την τελική εξέγερσή του ενάντια στον αυτοκράτορα Σαντάμ του 4ου. Εδώ, όμως, έρχεται και η μοναδική αδυναμία της ταινίας, που αφορά κυρίως όσους δεν έχουν δει το πρώτο φιλμ, με τις συνεχόμενες πληροφορίες, καινούργια πρόσωπα, προφητείες και τοποθεσίες που θα δημιουργήσουν απορίες και ίσως κουράσουν, ειδικά αυτούς που θέλουν πάντα να γνωρίζουν όλες τις πτυχές των ιστοριών.
Ο χαρακτήρας της Τσάνι, καθώς και οι μάγισσες Μπένε Γκεσάριτ παίρνουν μεγαλύτερο μέρος στο στόρι, ενώ από τους νέους χαρακτήρες, που είναι υπερβολικά πολλοί, μας συστήνονται, μεταξύ άλλων, η κόρη του Αυτοκράτορα, πριγκίπισσα Ίρουλαν, η μυστηριώδης η Λαίδη Μάρκο, ο ψυχωτικός ανιψιός του βαρόνου Χαρκόνεν, Φέιντ Ράουθα, ως το απόλυτο κακό, αλλά και αρκετά άλλα πρόσωπα, κάποια απ' τα οποία βάζουν και το απαραίτητο αλατοπίπερο σε ένα σίκουελ μιας υπερπαραγωγής.
Ο Βιλνέβ, ως δεξιοτέχνης της ατμόσφαιρας, θα φτάσει στα άκρα την υποβόσκουσα πολιτική ένταση, σαν λάβα που καίει κάτω από την ψυχρή έρημο, αντιπαραθέτοντας τις ραδιουργίες, τον μιλιταρισμό, τη διαφθορά και τον τυφλό φανατισμό με την αγωνία για την επιβίωση, το χρέος και την ενσυναίσθηση.
Εκεί, όμως, που ο Γαλλοκαναδός σκηνοθέτης δίνει τα ρέστα του είναι στη διατήρηση της απαράμιλλης αισθητικής του και των ψαγμένων πλάνων του, καθώς με την ορμή από το πρώτο μέρος, καταφέρνει να αναζωογονήσει το μύθο του πολυσήμαντου έργου του, να δημιουργήσει μία κινηματογραφική εμπειρία - ειδικά για τους λάτρεις του είδους.
Η δουλειά που έχει γίνει σε κοστούμια, σκηνικά, ήχο, μουσική και φωτογραφία είναι άψογη και δίνει στον Βιλνέβ τη δυνατότητα να διατηρήσει τη στιβαρή κινηματογραφική του ματιά, να παραμείνει προσηλωμένος στο θέμα του, να επικεντρωθεί στην ενορχήστρωση των επικών μαχών και το σασπένς. Και ταυτόχρονα να φρεσκάρει, με τις παύσεις και τη σιωπή των ηρώων του, την ανθρωπιά.
Ο Βιλνέβ, όπως κάθε δημιουργός που σέβεται την τέχνη του, δίνει και τον απαραίτητο χώρο να εκφραστεί το πολυπρόσωπο και «καυτό» καστ, που διαχειρίζεται άψογα. Δίνει στους ηθοποιούς του όλα τα όπλα για να αναδείξουν το ταλέντο τους και να συμβάλουν στην αποτελεσματικότητα της ταινίας. Και η επιτυχία του σε αυτό το επίπεδο, δεν οφείλεται στο σωστό μοίρασμα του χρόνου, αλλά στο μελετημένο χτίσιμο των χαρακτήρων, με δουλειά στη λεπτομέρεια, με προσήλωση στην ουσία.
Ο Τιμοτέ Σαλαμέ, βάζει κάτω το όμορφο κεφάλι του και δουλεύει τον χαρακτήρα του εξοντωτικά, η Ζεντάγια παραμένει εντυπωσιακή, ενώ η Φλόρενς Πιου βάζει το «λαβ στόρι», ο Μπατίστα παραθέτει την πέτρινη γοητεία του και ο Όστιν Μπάτλερ αναδύει έναν από τους πιο σαγηνευτικούς κακούς της μεγάλης οθόνης.
«Ο Πάγος που Καίει» (The Breaking Ice)
Αισθηματικό δράμα, κινέζικης και σιγκαπουριανής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Άντονι Τσεν, με τους Ζου Ντονγιού, Λιου Χαοράν, Κου Τσουξάου κα.
Ο Άντονι Τσεν, ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της νέας γενιάς του ασιατικού σινεμά, βραβευμένος το 2013, διά χειρός Ανιές Βαρντά, με τη Χρυσή Κάμερα στις Κάννες, για το «Ilo Ilo» και μετά την «Εποχή της Βροχής» που είδαμε πριν πέντε χρόνια, σπάει τον πάγο των στερεότυπων για τη νέα γενιά, φιλοτεχνώντας ένα ιμπρεσιονιστικό πορτρέτο της. Μια γενιά παρεξηγημένη, που αφού εγκλώβισαν οι προηγούμενες γενιές σ' έναν κόσμο ψηφιακής απομόνωσης και «ιδανικών επιτυχίας», ήρθε και η πρόσφατη πανδημία να την χτυπήσει καθοριστικά, να την περιχαρακώσει και να την κατακερματίσει περαιτέρω.
Η λυρική ταινία, που άφησε καλές εντυπώσεις στο Τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα στο περσινό φεστιβάλ των Καννών και αποτελεί επίσημη πρόταση της Σιγκαπούρης για το Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας, λόγω της καταγωγής του νεαρού σκηνοθέτη από τη Σιγκαπούρη, διαθέτει υφέρπουσα ερωτική ένταση, αλλά ταυτόχρονα και το ρομαντικό βλέμμα της Nouvelle Vague.
Σε μια μεθοριακή πόλη της βόρειας Κίνας, τρεις νέοι, δυο αγόρια κι ένα κορίτσι, συναντούνται τυχαία και κατά τη διάρκεια λίγων ημερών, μέσα στο χιονισμένο τοπίο, αναπτύσσουν μία στενή φιλία, που φτάνει στο ερωτικό πάθος και την όρεξη για ζωή και επικοινωνία. Τρεις νέοι, θα φτιάξουν ένα ερωτικό τρίγωνο που δεν οδεύει σε προβλέψιμες συγκρούσεις, καθώς η απόκοσμη μοναξιά του τοπίου εξευγενίζει τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες, την ιδιοτέλεια και φέρνει στην επιφάνεια τη δίψα για επικοινωνία και συντροφικότητα.
Ο Τσεν τα πηγαίνει περίφημα όταν μεταφέρει με απλότητα τους χαρακτήρες των νέων, αλλά όχι το ίδιο καλά όταν προσπαθεί να μιλήσει με συμβολισμούς και αλληγορίες. Ωστόσο, τα δυνατά πλάνα και η δεξιοτεχνική σκηνοθεσία του Τσεν καλύπτει τις σεναριακές αδυναμίες, δίνοντας μια χάρη και ένα παιχνίδισμα αναζωογονητικό σαν ένα ελαφρό αεράκι, κόντρα στον καταψύκτη που θέλουν κάποιοι να επιβάλουν.
Ικανοποιητικές ερμηνείες και από τους τρεις πρωταγωνιστές, αν και η Ζου Ντονγιού κλέβει τις περισσότερες φορές τη ματιά και δίνει τον μελαγχολικό τόνο της ταινίας.
«Περάσματα» (Passages)
Ερωτικό δράμα, γαλλικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Άιρα Σακς, με τους Φράνσις Ρογκόφσκι, Μπεν Γουίσο, Αντέλ Εξαρχόπουλος, Έρβαν Κεπόα Φάλε κα.
Σκληρό ερωτικό δράμα από τον γνώριμο Άιρα Σακς, έναν Αμερικάνο σκηνοθέτη, σε μία γαλλική παραγωγή, γυρισμένη στο Παρίσι, με πολυεθνικό καστ. Αν σε αυτή την κοσμοπολίτικη ταινία και άποψη, προσθέσουμε και την ύπαρξη ενός ερωτικού τριγώνου, που διαλύεται από τις διαφορετικές επιθυμίες των ηρώων και κυρίως από τον εγωκεντρικό και σχεδόν αντιπαθητικό χαρακτήρα του βασικού πρωταγωνιστή, του Γερμανού ηθοποιού Φράνσις Ρογκόφσκι, τότε αδιαμφισβήτητα προκαλείται, αν μη τι άλλο, η περιέργεια για το περιεχόμενο και την κατάληξη αυτής της ιστορίας.
Σενάριο, που πληγώνει τους ήρωές του και χωρίς να φλυαρεί ή να δημιουργεί εντυπώσεις για κάτι ξεχωριστό, για έρωτες που μένουν στη μνήμη, δίνει στον Σακς τη δυνατότητα να κάνει παρατηρήσεις για τους τρόπους, που ερωτευόμαστε, πληγωνόμαστε και πληγώνουμε τους άλλους, όταν το πάθος ή το προσωπικό συμφέρον τυφλώνει.
Απ' τα πρώτα πλάνα καταλαβαίνεις ότι ο Τομάς, ένας σκηνοθέτης, που ολοκληρώνει τα γυρίσματα της ταινίας του, είναι ένας ήρωας που δύσκολα θα τον συμπαθήσεις.
Θα εγκαταλείψει την παρέα και τον σύζυγό του Μάρτιν στο μπαρ που γιορτάζουν την ολοκλήρωση της ταινίας του, για να συνευρεθεί ερωτικά με μία δασκάλα. Την επόμενη μέρα, σχεδόν θριαμβευτικά θα ανακοινώσει στον σύζυγό του ότι κοιμήθηκε με μια γυναίκα, κάτι που μάλλον έχει ξανασυμβεί, θέλοντας να επιβραβευθεί απ' αυτόν. Αντιθέτως, ο Μαρκ θα τον διώξει και θα έρθει κοντά με ανερχόμενο συγγραφέα, έναν Αφρικάνο μετανάστη στο Παρίσι, κάτι που θα ανάψει τη σπίθα της ζήλιας ίσως και ξανά τον έρωτα στον Τομάς.
Οι δυο κεντρικοί χαρακτήρες είναι εντελώς διαφορετικοί. Ο Τομάς είναι παρορμητικός, νάρκισσος, εγωιστής, μεταδίδει ενέργεια αλλά και ένταση, ενώ ο Μάρτιν είναι εσωστρεφής, χαμηλών τόνων, υπομονετικός και κουρασμένος από τον χαρακτήρα του Τομάς.
Μια ενδιαφέρουσα προοπτική, που όμως δεν κρατά για πολύ, κάτι που προαναγγέλει και ο κεντρικός ήρωας όταν σε μία ερώτηση απαντά «είμαι μπερδεμένος», όπως μάλλον και ο σκηνοθέτης. Το σενάριο δείχνει να χάνει από ένα σημείο και μετά τον προσανατολισμό του, να αντικαθιστά τη διαμάχη των χαρακτήρων με το μελόδραμα και ορισμένες φορές με μία τάση να δώσει πόντους συμπάθειας σε έναν αρνητικό ήρωα - σαν να μην επιτρέπεται αρνητικός χαρακτήρας στο σενάριο - και ιδίως με το καλογυρισμένο, αλλά εντελώς λάθος φινάλε.
Προσεγμένες ερμηνείες, αφού εύκολα θα μπορούσαν να φτάσουν στο γκροτέσκο ή στην καρικατούρα, αν και τελικά το μεγαλύτερο εμπόδιο ήταν η βούληση του Σακς να δώσει σε όλα τα πρόσωπα της ταινίας του από ένα συγχωροχάρτι.
«Ακουσέ Με» (Listen)
Δραματική ταινία, ελληνικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Μαρίας Ντούζα, με τους Ευθαλία Παπακώστα, Δημήτρης Κίτσος, Γιώργος Πυρπασόπουλος κά.
Ακόμη μία φιλόδοξη προσπάθεια του ελληνικού σινεμά, αυτή τη φορά από την Μαρία Ντούζα, η οποία επανεμφανίζεται έπειτα από δέκα χρόνια, έχοντας απ' ότι φαίνεται διατηρήσει πολλά απ' τα χαρακτηριστικά της πρώτης της ταινίας «Το δέντρο και η κούνια».
Μια τρυφερή ταινία, που επιχειρεί μία απόπειρα συμφιλίωσης διαφορετικών ανθρώπων μεταξύ τους, αλλά και διαφορετικών γενεών, με φόντο την επαρχιακή Ελλάδα. Θίγοντας θέματα όπως την υποκρισία, τα ερείπια της οικονομικής κρίσης, την αγριότητα, κυρίως των νέων, που εμφανίζονται με τα κατάλοιπα της πατριαρχίας, και την τοξική τους συμπεριφορά απέναντι στο «διαφορετικό» ή το ξένο, η Ντούζα βρίσκει την ευκαιρία να σχολιάσει ορισμένες φορές αποτελεσματικά, άλλες όχι, την έλλειψη επικοινωνίας και εμπιστοσύνης προς τον διπλανό μας.
Μία νεαρή κοπέλα, η Βαλμύρα, που είναι κωφή, πρέπει να αφήσει την ασφάλεια του σχολείου κωφών για να συναντήσει τον πατέρα της και τη νέα της οικογένεια, σε ένα νησί. Η ίδια θέλει να επιστρέψει, αλλά και να προσπαθήσει να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα, να γίνει χορεύτρια. Θα δημιουργήσει μία αδελφική σχέση με τον γιο της μητριάς της, θα νιώσει τα πρώτα της ερωτικά σκιρτήματα και θα βρεθεί παγιδευμένη ανάμεσα στην απότομη ενηλικίωση και την αναπηρία της, απ' όπου θα προσπαθήσει να ξεφύγει χαμένη στον θόρυβο των συναισθημάτων και των παρακινδυνευμένων επιλογών της.
Η Μάρθα Ντούζα, ακολουθώντας μία μεθοδική δομή, θα φέρει στο προσκήνιο το δράμα της ιστορίας της, καταφέρνει ως τα μισά της ταινίας, να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή, παρά τις σεναριακές επαναλήψεις και τις υποπλοκές που την απομακρύνουν από το βασικό θέμα της, που είναι η Βαλμύρα. Στη συνέχεια, όμως, δείχνει αμήχανη και αφού παρουσιάζει μονοδιάστατα μία Ελλάδα, που φτάνει στα όρια της γραφικότητας, φαίνεται να χάνει και το κέντρο βάρους της ιστορίας της, ενώ και το φινάλε μοιάζει αταίριαστο με το ύφος της ταινίας της.
Ικανοποιητική στο δύσκολο ρόλο της η Ευθαλία Παπακώστα, όπως και ο έμπειρος Γιώργος Πυρπασόπουλος, καλός ο Δημήτρης Κίτσος, ενώ η Γιοάνα Μπουκόφσκα δείχνει απροετοίμαστη για τον ρόλο της.
«Μια Γυναίκα» (Une Femme de Notre Temps)
Αστυνομικό θρίλερ, γαλλικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Ζαν Πολ Σεβεϊράκ, με τους Σοφί Μαρσό, Γιόχαν Χέλντερμπεργκ, Κριστίνα Φλουτούρ κα.
Με βασικό πλεονέκτημα την παρουσία της Σοφί Μαρσό, το αστυνομικό θρίλερ του, αν και παραγωγικού στη Γαλλία, όχι και τόσο γνωστού στη χώρα μας, Ζαν Πολ Σεβεϊράκ μπορεί να είναι καλοβαλμένο και να διαθέτει ορισμένες υποβλητικές σκηνές, αλλά μάλλον κατατάσσεται στις δεκάδες ταινίες του είδους, που παίρνουν γρήγορα το δρόμο της λησμονιάς.
Ο αρχικός τίτλος της ταινίας («Μια γυναίκα της Εποχής μας") που δίνει και το στίγμα των προθέσεων του σκηνοθέτη και σεναριογράφου Σεβεϊράκ, μοιάζει με σύνθημα, κενό περιεχομένου, καθώς αποτυγχάνει να υλοποιήσει την ιδέα του, να βάλει στο επίκεντρο των σύγχρονων θεμάτων και την επαναδιαπραγμάτευση των σχέσεων των φύλλων μια γυναίκα του σήμερα. Και δεν φτάνει αυτό, αλλά μπερδεύει μέσα σε όλα και το metoo, το ερωτικό πάθος και την απιστία, μέσα από μία κλισέ ιστορία εκδίκησης, στην οποία εντάσσει και ξεπερασμένους συμβολισμούς.
Η Ζουλιάν, μία έντιμη αστυνομική επιθεωρήτρια, που ζει μια ήσυχη ζωή με τον σύζυγό της, ενώ γράφει ένα βιβλίο για την αδελφή της, που πέθανε πριν πέντε χρόνια και ερευνά τον θάνατο ενός διεφθαρμένου πράκτορα, αρχίζει να υποψιάζεται τον άνδρα της από τις πολλές απουσίες του. Όταν καταλαβαίνει ότι αυτός έχει ερωμένη, η Ζουλιάν θα πάρει την απόφαση να λύσει μαζί του τους λογαριασμούς της, αλλά όλα αλλάζουν όταν συναντά μία μητέρα και την κόρη της, που καταδιώκονται από έναν βίαιο πατέρα.
Η ταινία ξεκινά ενθαρρυντικά, ο Σεβεϊράκ χτίζει τους χαρακτήρες και τα γεγονότα, μέχρι να έρθουν οι αποκαλύψεις, οι αμφιβολίες για την αλήθεια και το ψέμα και τη μετατροπή μίας συναισθηματικής και ήσυχης γυναίκας σε θανατηφόρο εκδικητή. Οι ανατροπές μοιάζουν υπερβολικές και όχι και τόσο αληθοφανείς, ενώ η ηρωίδα του μοιάζει με γυναίκα άλλης εποχής. Η Σοφί Μαρσό παραμένει γοητευτική, αλλά εγκλωβισμένη σε έναν χαρακτήρα που υπονομεύεται συνεχώς από το σενάριο, ενώ ο Γιόχαν Χέλντερμπεργκ, που υποδύεται τον σύζυγο, αν και δεν είναι κακός, είναι αρκετά χλιαρός, για τον ρόλο του.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες
Πρίμα Μπαλαρίνα (Joika): Βιογραφικό δράμα, αμερικάνικης και νεοζηλανδικής παραγωγής του 2023, του Νεοζηλανδού Τζέιμς Νάπιερ Ρόμπερτσον, που αφηγείται την ιστορία της πρώτης και μοναδικής Αμερικανίδας που πήγε να σπουδάσει και να ενταχθεί στα μπαλέτα Μπολσόι. Βασισμένη σε μία αληθινή ιστορία, που αποτελεί αξιοπερίεργο γεγονός από μόνη της, καθώς το ρωσικό μπαλέτο και ειδικά τα Μπολσόι θεωρούνται κλειστά για τους ξένους, όπως και το πραγματικό ρωσικό σύστημα στον κλασικό χορό. Η ταινία αφηγείται την πορεία της Τζόι Γούμακ, που θα φύγει από το Τέξας για να ακολουθήσει το όνειρό της, να γίνει πρίμα μπαλαρίνα στα μπαλέτα Μπολσόι.
Μια ιστορία για την ομορφιά του μπαλέτου, που μετατρέπεται όμως σε θρίλερ όταν μιλάμε για πρίμες μπαλαρίνες, σε επίπεδο Μπολσόι και όχι μόνο. Η αυστηρότητα των Μπολσόι, με την ευκολία μιας αμερικάνικης επιφανειακής προσέγγισης γίνεται ανταγωνιστική τοξικότητα, μίσος για τους ξένους και μαζί όλα τα στερεότυπα που επαναλαμβάνονται από τις αμερικάνικες παραγωγές. Βεβαίως, η ταινία έχει το ενδιαφέρον της και ορισμένες καλές σκηνές χορού, αλλά προς Θεού, (επειδή θα δουν την ταινία και κορίτσια) το μπαλέτο δεν έχει σχέση με όσα διαδραματίζονται στα παρασκήνια των μεγάλων σκηνών όλου του κόσμου και φυσικά της Ρωσίας.
Και βεβαίως η απόρριψη της Γούμακ από τα Μπολσόι, είναι φανερή από το μένος της ίδιας, η οποία μπορεί να έχει ορισμένα δίκια, αλλά μάλλον και ως τεχνική σύμβουλος στο φιλμ,δείχνει να αγαπάει τον εαυτό της πολύ περισσότερο από τον χορό. Παίζουν οι Τάλια Ράιντερ, Ντάιαν Κρούγκερ, Όλεγκ Ιβένγκο, Νατάλια Οσίποβα κα.
Οι Περιπέτειες του Επιθεωρητή Σαν (Inspector Sun and the Curse of the Black Widow): Ισπανικής παραγωγής (2022) παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων, σε σκηνοθεσία του Χούλιο Σότο Γκουρπίντε, με νουάρ ατμόσφαιρα και διασκεδαστικές περιπέτειες από τον μοναχικό επιθεωρητή Σαν, που ανήκει στο είδος της αράχνης κυνηγού. Ένας ντετέκτιβ που πρέπει να ξεδιαλύνει μία περίεργη υπόθεση ζωής και θανάτου για ανθρώπους και έντομα. Το φιλμ προβάλλεται μεταγλωττισμένο στα ελληνικά.
*Με πληροφορίες του Χάρη Αναγνωστάκη, ΑΠΕ-ΜΠΕ
- Η... απώλεια βιντεοληπτικού υλικού «εξαφανίζει» τους υπεύθυνους για τα Τέμπη - Τα κραυγαλέα λάθη που στοιχειώνουν τη δικογραφία
- ΕΣΥ: Αλλαγές στον νόμο Κεραμέως για την επιλογή στελεχών στο δημόσιο ετοιμάζει η κυβέρνηση - Τι είπε ο Άδωνις Γεωργιάδης
- Οι πρώτες κινήσεις της κυβέρνησης μετά τη διαγραφή Σαμαρά - Τέλος στα σενάρια για πρόωρες κάλπες
- Πού θα ταξιδέψουν οι Έλληνες φέτος τα Χριστούγεννα; Πού κυμαίνονται οι τιμές και τι ισχύει για το εξωτερικό