Σινεμά|07.04.2024 10:17

Τζέλη Χατζηδημητρίου στο ethnos.gr: «Θα ήθελα η Λεσβία να γίνει γέφυρα για να πάψουμε να φοβόμαστε»

Άγγελος Γεραιουδάκης

Η σκηνοθέτρια, φωτογράφος και συγγραφέας Τζέλη Χατζηδημητρίου φέρει υπερήφανα και διττά την ταυτότητα της Λεσβίας. Με την ομώνυμη πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της παραδίδει μια πολύτιμη καταγραφή της πορείας της Ερεσού από τη δεκαετία του 70 έως σήμερα, διασώζοντας ταυτόχρονα ένα σημαντικό κομμάτι ΛΟΑΤΚΙ ιστορίας. Μέσα από σπάνιο αρχειακό υλικό, ημερολόγια, φωτογραφίες, βίντεο και συνεντεύξεις των ανθρώπων που καθόρισαν την ανθρωπογεωγραφία και το πνεύμα της περιοχής μέσα στα χρόνια, ξετυλίγεται η συναρπαστική ιστορία ενός τόπου αλλά και μιας ολόκληρης κοινότητας, που αξίωσε συμπερίληψη και ίση μεταχείριση, ακόμα κι όταν αυτά δεν ήταν καθόλου αυτονόητα. Μια ιστορία τόσο παλιά και τόσο καινούργια, επίκαιρη όσο ποτέ, τη στιγμή που στην Ελλάδα σήμερα δίνεται ξανά η μάχη για τα ίσα δικαιώματα.

Η ιδέα ξεκίνησε το 2011, με μια κάμερα ημιεπαγγελματική και ένα φορητό μικροφωνάκι. «Ηξερα μόνο πως θέλω να κρατήσω ζωντανή την ιστορία μας. Δεν ήξερα τι θα κάνω. Στην αρχή ήταν μόνο η λεσβιακή ιστορία που μ' ενδιέφερε αλλά με το που ξεκίνησα, ένοιωσα πως δεν μπορούσα να πω μόνο μια πλευρά της ιστορίας γιατί εγώ τα βίωσα και από τις δύο πλευρές. Αυτό είναι ένα τεράστιο πρόβλημα, το ποιος διηγείται την ιστορία, γιατί συνήθως ακούμε την υποκειμενική γνώμη ή την κατευθυνόμενη γνώμη της μίας πλευράς. Δεν ήθελα να συμβεί αυτό με εμάς, να αναθεματίσω. Ηθελα να έχουν χώρο όλοι οι πρωταγωνιστές και μια που δεν χωράνε όλοι στη ταινία, αποφασίσαμε να δημιουργηθεί ένα διαδικτυακό αρχείο με όλες τις συνεντεύξεις που θα επιτρέψει να αναπτυχθούν καλύτερα οι απόψεις και τα γεγονότα» λέει η Τζέλη Χατζηδημητρίου στο ethnos.gr.

Η Λεσβία είναι μια ταινία «χειροποίητη». «Ηθελα να καταγράψω την ιστορία μας. Τις μνήμες μας. Τις ανάγκες που δημιούργησαν αυτόν τον μοναδικό για μας τόπο. Χρειάστηκε να θυμηθώ τί σπούδασα στα νιάτα μου, να μάθω τα πάντα σχεδόν από την αρχή, να κάνω τον άνθρωπο ορχήστρα κρεμώντας μικρόφωνα από καλάμια, δουλεύοντας δυό κάμερες ταυτόχρονα, όταν μπόρεσα να αποκτήσω τη δεύτερη, να σκέφτομαι το θόρυβο του δρόμου ή το κύμα και ταυτόχρονα να είμαι συγκεντρωμένη στο τί λέμε, τί ρωτάω. Όλη την παραγωγή μέχρι να πάω στην Αγορά του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης την πλήρωνα από δικά μου χρήματα. Πρώτα, προς τιμήν τους, με χρηματοδότησε η Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, ύστερα έφτιαξα ένα crowdfunding που πάλι έτρεξα μόνη μου και οι λεσβίες με στήριξαν γενναιόδωρα, κι ύστερα ήρθαν όλα τα άλλα, μετά τα βραβεία από το Onassis Culture και τους 2/35» προσθέτει.

Το μοντάζ επίσης ήταν ολόκληρη ιστορία, όπως εξηγεί η Τζέλη Χατζηδημητρίου. «Πήρε δυόμιση χρόνια να τελειώσει το post production κι εκεί είχα σαν μοντέζ την Iva Radivojevic και μοντέρ τον Παναγιώτη Γάκη. Πώς να δουλέψεις με εκατό ώρες συνεντεύξεων, άπειρο αρχειακό υλικό και εικόνες της Ερεσού; Αυτή η ταινία ήταν μόνο προκλήσεις όπως φαίνεται… Να βρεθούν τα άτομα που είχαν υλικό, να το πάρουμε σε καλή ανάλυση, να πάρουμε τις άδειες δημοσίευσης από τις γυναίκες που απεικονίζονται, να παρουσιαστούν με τρόπο που να μην εκτίθενται, να ταιριάξει το αρχειακό υλικό με τη ποιητική εικόνα της Ερεσού που ήθελα εγώ, ατέλειωτος ο κατάλογος των προκλήσεων. Υστερα ήταν η επαφή μου με τους ντόπιους, που τόσα χρόνια το παίζαμε καλοί φίλοι, αλλά καθώς δεν κυκλοφορούσα σχεδόν ποτέ με κάποια σχέση στο χωριό, μπορούσαν κάλλιστα να κάνουν πως ξεχνάνε ότι είμαι και με την άλλη έννοια λεσβία. Αλλά όταν στήθηκε η κάμερα και άρχισαν οι ερωτήσεις, τότε χρειάστηκε να κρατήσω όλη μου την ψυχραιμία, να μην εκφράσω καμία δική μου άποψη, να συνεχίσω τη κουβέντα σαν να είμαι η παρέα τους από το χωριό κι ύστερα στο σπίτι να διαχειριστώ όλα τα συναισθήματα που μου προξενούνταν. Σταμάτησα για δυο χρόνια και δεν ήθελα να ολοκληρώσω την ταινία. Βλέπετε, σε αντίθεση με άλλα ντοκιμαντέρ, αυτή είναι η δική μου προσωπική ιστορία, ξεγυμνώθηκα μπροστά τους για να μπορέσουμε να μιλήσουμε ανοιχτά, για να μην μου πούνε ό,τι λέγανε στον περαστικό δημοσιογράφο που τους ρωτούσε. Εμείς έπρεπε να είμαστε αληθινοί μεταξύ μας, αλλιώς δεν είχε νόημα να κάνω αυτή την ταινία. Κι αυτό πονάει, δεν είναι απλή υπόθεση. Αλλά εάν δεν τους περιλάμβανα, η ιστορία θα ήταν μισή, θα έδειχνα μόνο το τι περάσαμε εμείς, χωρίς αντίλογο. Η αλήθεια θα ήταν κουτσή, μονόπλευρη.

Πώς πιστεύετε ότι θα επηρεάσει η ταινία τον τρόπο που αντιλαμβάνεται ο κόσμος τη λεσβιακή κοινότητα;

Θέλω να πιστεύω πως θα βοηθήσει στην κατανόηση. Συνήθως φοβόμαστε και γι’ αυτό είμαστε επιθετικοί με ό,τι δεν γνωρίζουμε. Στη «Λεσβία», και οι δυό πλευρές μοιράζονται την αλήθεια τους. Εάν κάποιος θέλει να μάθει, να καταλάβει, θα το κάνει. Αν όμως προτιμά να μείνει κλεισμένος στο μίσος του, τότε η ταινία δεν θα τον αγγίξει, μάλλον θα τον κάνει ακόμα επιθετικότερο.

Στο πλαίσιο της ταινίας σας, παρατηρούμε ότι κάποιοι κάτοικοι της Ερεσού χρησιμοποιούν τη λέξη «λεσβία» μ' έναν περιφρονητικό ή προσβλητικό τρόπο. Έχετε προσωπικά νιώσει ρατσιστικές ή κακοποιητικές συμπεριφορές λόγω των σεξουαλικών σας προτιμήσεων; Και πώς αντιδράτε σε αυτές τις καταστάσεις;

Φυσικά και το βίωσα, τόσο επαγγελματικά όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Όμως από τα 18 μου που το ανακοίνωσα σε οικογένεια και όπου αλλού με ρωτούσαν, δεν υπήρχε επιστροφή για μένα, έπρεπε να υπερασπιστώ αυτό που είμαι. Ούτε μια στιγμή δεν το ένοιωσα σαν κάτι υποτιμητικό, ίσως να ήταν η Σαπφώ που με έκανε να νοιώθω απολύτως σωστή, σαν αυτό να είναι το πιο όμορφο πράγμα στο κόσμο. Δεν άφηνα περιθώρια να το αμφισβητήσουν, χωρίς να σημαίνει πως δεν πλήρωνα το τίμημα και πρακτικά αλλά και ψυχολογικά. Μόλις πριν λίγα χρόνια, χωρίς λόγο, κάποιος άγνωστός μου, με αποκάλεσε «α μωρή παλιολεσβιάρα», νύχτα, σ' έναν χωματόδρομο της Ερεσού. Χωρίς να με έχει δει καλά - καλά. Του είπα πως ευχαριστώ για το κομπλιμέντο, τον μάζεψε η γυναίκα του και έφυγε βρίζοντας. Όλες μας το έχουμε υποστεί αυτό, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια. Βέβαια, οι ξένες που δεν καταλαβαίνουν ελληνικά, αν δεν αγριέψουν τα πράγματα, δεν θα το καταλάβουν, για μας τις Ελληνίδες ήταν πάντα πιο δύσκολο… Και απόπειρες βιασμού είχα, και ξύλο έφαγα τα πρώτα χρόνια, κι ακόμα τώρα κάποιοι πιτσιρικάδες το παίζουν μάγκες στις γυναίκες, όπως βλέπουμε να γίνεται και σε άλλα μέρη.

Με την πάροδο του χρόνου «από ανώμαλες γίναμε εμπορικό προϊόν των κατοίκων» περιγράφετε. Θεωρείτε ότι αυτή η φιλοσοφία αντικατοπτρίζει τις αξίες του σύγχρονου Έλληνα; Η κερδοσκοπική νοοτροπία έχει υπερισχύσει της φροντίδας για το κοινό καλό και την ευημερία του συνανθρώπου;

Αυτές δεν είναι μόνο οι αξίες του σύγχρονου Ελληνα. Είναι οι αξίες όλων όπως φαίνεται. Και όχι μόνο των σύγχρονων. Από την αρχή της ύπαρξης του ανθρώπου, το κάθε μορφής κέρδος, οικονομικό, δύναμη, εξουσία, είναι αυτό που καθορίζει τη συμπεριφορά του είδους μας. Ακόμα κι ο γάμος εφευρέθηκε ώστε ο άνδρας να μπορεί να ελέγξει την πατρότητα του παιδιού, που θα του χρησίμευε ως εργάτης, πολεμιστής και οι κόρες ανταλλάξιμο προϊόν για συμμαχίες. Γι' αυτό γίνονται οι πόλεμοι, γι’ αυτό ξεσπάνε οι πανδημίες στα χρόνια μας, όλα για το κέρδος. Τι να κάνει κι η καημένη η Ερεσός, ακολουθεί αυτό που συμβαίνει στον κόσμο. Τουλάχιστον εμείς, με το χρήμα σαν Δούρειο Ίππο, γνωριστήκαμε, κάναμε φιλίες, μπορέσαμε να συνυπάρξουμε και τώρα σαν λεσβιακή κοινότητα τουλάχιστον, να φροντίζουμε για το κοινό καλό.

Σε ηλικία 18 ετών κάνατε το coming out σας. Σκεφτήκατε να μετακομίσετε μόνιμα στην Αθήνα ή σε κάποια χώρα του εξωτερικού που οι συνθήκες ίσως είναι πιο ευνοϊκές;

Μετακόμισα. Πήγα για σπουδές στη Θεσσαλονίκη, μετά στη Ρώμη και επέστρεψα στην Αθήνα. Δεν αντέχεται η επαρχία εύκολα, ειδικά εκείνα τα χρόνια και ειδικά σε εκείνες τις εύθραυστες ηλικίες που είσαι μεταξύ θυμού και αυτοκτονίας. Αλλά την αγαπάω την Ελλάδα και πάνω απ’ όλα δεν επιτρέπω να με διώξουν από τον τόπο μου. Εδώ θα μείνω και θα ζω όπως αγαπά η καρδιά μου. Στα φεστιβάλ που πήγα τώρα, είδα αρκετές κοπέλες και άτομα που έφυγαν για να έχουν μια πιο απλή, εύκολη ζωή. Εγώ μουλαρώνω, λέω δεν έχετε το δικαίωμα να με διώξετε. Εύχομαι η καινούργια γενιά που φαίνεται αποπροσανατολισμένη, χαμένη, που εκφράζει με βία την έλλειψη κάθε αξίας και που προστρέχει σε απολυταρχικές ομάδες για να νοιώσει πως ανήκει κάπου, να βρει τρόπο να εκτονώσει το φόβο της και το θυμό της, αλλιώς δεν ξέρω εάν όσα λέω τώρα θα συνεχίσω να τα κάνω πράξη.

Επίσης, αναφέρετε ότι οι λεσβίες έδωσαν μεγάλη μάχη για να διεκδικήσουν έναν χώρο ώστε να νιώθουν ελεύθερες και ασφαλείς. Γιατί οι Έλληνες φοβούνται τόσο πολύ το διαφορετικό;

Ολοι φοβούνται το διαφορετικό, όχι μόνο οι Έλληνες και όχι μόνο όσον αφορά τη διαφορετική σεξουαλική ταυτότητα. Εδώ μέχρι πρόσφατα, μας φοβέριζαν στα χωριά με τον «αράπη». Τι μεγαλύτερο δείγμα ανθρώπινου φόβου; Ο,τι δεν καταλαβαίνουμε, ό,τι δεν έχουμε ξαναδεί, μας τρομάζει συνήθως. Σε σπάνιες εξαιρέσεις, μας εκστασιάζει ίσως, αλλά εάν μιλάμε για την πλειοψηφία, μιλάμε για φόβο. Η αντίδραση στο φόβο, είναι συνήθως ο θυμός. Έπειτα είναι και η περίφημη βολή μας. Δεν θέλουμε να ξεβολευτούμε και να μπούμε στη θέση του άλλου, να καταλάβουμε τη δική του πλευρά. Τώρα μιλώντας για την Ελλάδα ειδικά, είναι τόσο μεγάλη η επιρροή της εκκλησίας, που πώς να μας δεχτούνε. Δεν μιλάμε για τη θρησκεία, αλλά γι΄ αυτό στο οποίο κατέληξε. Από αγάπη και άνευ όρων αποδοχή, έγινε μια συνεχής ρητορική μίσους και απόρριψης.

Η «Λεσβία» έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο 26ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ενώ από τις 4 Απριλίου προβάλλεται στον κινηματογράφο Τριανόν στην Αθήνα. Ποιες είναι οι αντιδράσεις και τα σχόλια του κοινού;

Είχαμε δύο sold out προβολές και πολλά χειροκροτήματα. Υπήρξαν ερωτήσεις και νομίζω πως πραγματικά ήθελαν να μάθουν ό,τι μπορούσαν περισσότερο. Στις προβολές στο εξωτερικό με εντυπωσίασε η παρουσία τόσων νεαρών λεσβιών που διψούσαν να μάθουν την ιστορία μας. Σε όλες τις πόλεις που πήγα μέχρι τώρα, υπήρχε ενθουσιασμός, όπως και στη Θεσσαλονίκη, ο κόσμος έβγαινε με ένα πλατύ χαμόγελο. Θέλω να ελπίζω πως η ταινία μπορεί να βοηθήσει στην αλληλοκατανόηση, πως ίσως γίνει μια γέφυρα για να πάψουμε να φοβόμαστε. Προσπάθησα η ταινία να μην ακολουθήσει τον εντυπωσιασμό και την επιθετικότητα, να είναι ήπια, τα μηνύματα να περάσουν χωρίς καν να το καταλάβουν και νομίζω πως το κοινό το νοιώθει αυτό.

Πόσο και γιατί είναι σημαντική από ένα φεστιβάλ η ανάδειξη και προβολή ταινιών με queer περιεχόμενο;

Η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, δεν έχει πρότυπα για να ταυτιστεί. Είναι σημαντικό να μην νοιώθεις απομονωμένη, αποδιωγμένη, να μπορείς να αναγνωρίσεις κομμάτια του εαυτού σου μέσα σε μια ταινία χωρίς να είσαι το αγόρι ή ο άντρας της ιστορίας. Όπου και να γυρίσεις να κοιτάξεις, όλες οι ιστορίες μιλάνε για το αγόρι και το κορίτσι, με σχετικά συγκεκριμένους ρόλους. Πώς να νοιώσεις στη σωστή πλευρά όταν εσύ θέλεις να φιλήσεις και να κάνεις έρωτα με ένα άτομο του ίδιου φύλου, όταν αυτό δεν υπάρχει στον κόσμο που ζεις; Γιατί κακά τα ψέματα, οι ταινίες δημιουργούν πραγματικότητες, το βλέπεις και λες, έτσι είναι η ζωή. Παλιά ήταν τα βιβλία, τώρα πια μόνο η εικόνα μας επηρεάζει. Οπότε, το να υπάρχουν ιστορίες όπου πρωταγωνιστεί η δική μας πραγματικότητα, είναι σημαντικότατο. Επίσης, έτσι εξοικειώνονται και αρκετοί άλλοι άνθρωποι, το βλέπουν σαν «κανονικό». Αφού υπάρχει στην οθόνη, θα έρθει και στη ζωή μας.

Εκτός από τη «Λεσβία» έχετε παρουσιάσει και το ντοκιμαντέρ «Ο Δημητράκης και η Δημητρούλα» που αφορά τη δύσκολη ζωή του Δημήτρη Καλογιάννη. Πώς γνωριστήκατε και τι θαυμάσατε περισσότερο σε εκείν@;

Ο Δημητράκης όπως τον ξέραμε που μετά θάνατον όλοι αποκαλούν Δήμητρα, τη γυναικεία του φύση δεν τη χάρηκε παρά μόνο στο τέλος της ζωής τ@, λίγο. Η γνωριμία μας ήταν τυχαία. Ήμουν στη Σκαμνιά και χόρευε στη μέση του δρόμου με το κόκκινο φόρεμα. Μια γάτα ακολουθούσε τα βήματά τ@. Η γάτα τράβηξε την προσοχή μου, η λατρεία με την οποία τ@ κοίταζε. Ύστερα ήταν τα μάτια τ@. Απίστευτη θλίψη κι αξιοπρέπεια συγχρόνως. Πιάσαμε κουβέντα, είχα τις κάμερες μαζί, δέχτηκε να τ@ τραβήξω κι ύστερα στριφογυρνούσε μέσα μου αυτή η μοναξιά που έβγαινε από την εικόνα. Ο Δημητράκης και η Δημητρούλα, η γάτα της μαμάς τ@ που τ@ ακολουθούσε συνέχεια, η μόνη που επέτρεπε να μπει στο σπίτι. Ξαναγύρισα λοιπόν μετά από μήνες και τ@ ρώτησα αν ήθελε να τα πούμε.

Κάθε χρόνο πήγαινα και τ@ έβλεπα. Έτσι βγήκε η ταινία, εγώ ήμουν σε τέτοια αναστάτωση με όσα άκουγα που δεν σκεφτόμουν ούτε κάμερες, ούτε μικρόφωνα, τα μισά πλάνα βγήκαν φλου. Μιλούσε σαν η ταλαιπωρία που πέρασε να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Πήγαινε να θυμώσει και πάλι άφηνε την πίκρα στην άκρη. Είχα μόνιμα ένα κόμπο στο στομάχι όλο το χρόνο που προσπαθούσα να μοντάρω την ταινία κι άκουγα ξανά και ξανά αυτές τις ιστορίες κι άλλες που επέλεξα να μην χρησιμοποιήσω. Τελευταία φορά πήγα όταν έγιναν τα περιστατικά με τους έφηβους που τελικά οδήγησαν στον εγκλεισμό και στο θάνατό τ@. Ήταν άλλος άνθρωπος τότε, τρόμαξα. Όσο κι αν προσπάθησα να βρω βοήθεια, δεν τα κατάφερα κι ακόμα νοιώθω ενοχές που δεν μπόρεσα να είμαι κοντά τ@ όταν συνέβαιναν όλα αυτά.

Κάνοντας έναν απολογισμό ζωής, νιώθετε ότι έχετε καταφέρει περισσότερα από αυτά που ονειρευόσασταν ως παιδί;

Σαν παιδί ονειρευόμουν να πετάξω. Αυτό δεν το κατάφερα! Κατάφερα όμως πολλά άλλα που δεν είχα ποτέ ονειρευτεί. Εζησα τη ζωή μου μέχρι τώρα, όσο γίνεται πιο κοντά στις επιθυμίες μου. Κράτησα την ελευθερία μου και την ανεξαρτησία μου, συχνά με κόστος μια επαγγελματική επιτυχία. Ερωτεύτηκα με πάθος, έζησα με πάθος, ίσως υπερβολικά μερικές φορές, έκανα τις δουλειές που ήθελα να κάνω, με τη «Λεσβία» κλείνω ένα μεγάλο κεφάλαιο, και τώρα ονειρεύομαι να ζήσω πολύ περισσότερα, με τον αυθορμητισμό και την περιέργεια μικρού παιδιού. Να αποτινάξω δηλαδή και τις τελευταίες συμβιβαστικές συμπεριφορές προς χάριν της όποιας κοινωνικής αποδοχής και επιτυχίας. Για μένα αυτό είναι η αληθινή ζωή.

Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκηςειδήσεις τώραΛέσβοςqueerlgbtq