Σινεμά|18.04.2024 12:31

Οι ταινίες της εβδομάδας: Απαγορευμένα συναισθήματα και ένας εμφύλιος

Newsroom

Αν και τα εισιτήρια έχουν πάρει την κατηφόρα, οι εταιρείες διανομής συνεχίζουν να ρίχνουν στην αγορά νέες ταινίες σωρηδόν. Έτσι, αυτή την εβδομάδα έρχονται ακόμη οχτώ ταινίες, λίγο πριν ανοίξουν τα θερινά σινεμά, θυμίζοντας κάτι από «εβδομάς υπολοίπων», παρότι αρκετές απ' τις πρεμιέρες και αξιόλογες είναι και θα μπορούσαν να βρουν το κοινό τους με μια διαφορετική διανομή. Ξεχωρίζουν οι ταινίες «Αρπαγή», με την Αφσιά Ερζί και «Το Περασμένο Καλοκαίρι» της Κατρίν Μπρεγιά, ενώ συζητήσεις θα προκαλέσει ο «Εμφύλιος Πόλεμος» του Άλεξ Γκάρλαντ.

«Η Αρπαγή» (Le Ravissement)

Δραματική ταινία, γαλλικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Ίρις Καλτενμπάκ, με τους Αφσιά Ερζί, Νίνα Μορίς, Αλέξις Μανεντί, Άνα Μπλαγκόγεβιτς, Γιουνές Μπουσίφ κ.ά.

Ο σύγχρονος τρόπος ζωής ρίχνει βαριά τη σκιά του πάνω στην ηρωίδα της ταινίας, με την οποία έκανε το ντεμπούτο της η νεαρά Ίρις Καλτενμπάκ, στο τελευταίο φεστιβάλ των Καννών και στο Τμήμα Εβδομάδα Κριτικής. Ένα ψυχοφθόρο δράμα, που βασίζεται σε κάποιο αληθινό περιστατικό, το οποίο είχε απασχολήσει τη γαλλική κοινή γνώμη. Ένα φιλμ για μια νέα γυναίκα, που βιώνει τη σκληρή μοναξιά της μεγαλούπολης, αλλά και την έλλειψη αγάπης και επικοινωνίας και θα προσπαθήσει να αποδράσει από την πραγματικότητα, επιλέγοντας το ψέμα.

Πρόκειται για την Λίντια, μία μαία, παθιασμένη με το επάγγελμά της, δουλεύοντας 20ωρα, για να ξεχάσει τη συναισθηματικά στεγνή ζωή της έξω από το μαιευτήριο, που θα βρεθεί αντιμέτωπη με μία ακόμη απόρριψη, αυτή του συντρόφου της, που της εκμυστηρεύεται ότι έχει σχέση με μία άλλη γυναίκα. Η μοναδική της φίλη, η Σαλομέ, που η ζωή της είναι σε τάξη, θα της ανακοινώσει στο πάρτι γενεθλίων της, ότι έχει μείνει έγκυος. Η Λίντια είναι αυτή που θα την ξεγεννήσει, έπειτα από αρκετή πίεση φέρνοντας στη ζωή ένα κοριτσάκι - εξαιρετική απεικόνιση του θαύματος της ζωής και της αγωνίας που περνούν μάνα και μαία. Η Λίντια εντωμεταξύ έχει μία σχέση μίας βραδιάς, με έναν οδηγό λεωφορείου, που νόμιζε ότι θα είχε συνέχεια, αλλά και πάλι θα δεχθεί μία απόρριψη.

Η Λίντια, με τη μελαγχολία της, να φτάνει στα όρια της κατάθλιψης, θα στραφεί στο μωρό της φίλης της, με το οποίο νιώθει έναν λόγο για να αναπνέει. Όταν κατά τύχη κι ενώ έχει στην αγκαλιά της το μωρό θα συναντηθεί με τον οδηγό του λεωφορείου, θα του πει ένα ψέμα -ότι το παιδί είναι δικό της- και θα πυροδοτήσει μία επικίνδυνη αλυσίδα γεγονότων, που θα σημαδέψουν τη ζωή της.

Αυτό το μελαγχολικό σπιράλ θλίψης και απεγνωσμένης αναζήτησης της αγάπης, της συντροφικότητας, της αποδοχής από τους άλλους, θα οδηγήσουν την ηρωίδα σε μια ζωή δομημένη πάνω σε ψέματα. Χωρίς να κρίνει την ηρωίδα της, η Καλτενμπάκ περιγράφει ψυχρά όλα τα στάδια μιας καθοδικής πορείας για μια νέα κοπέλα, που βιώνει την απόρριψη, την αδιαφορία, την έλλειψη προσοχής από τους άλλους, μένει στην αφάνεια, είναι ένα τραυματισμένο πλάσμα, που απλώς χρησιμεύει σαν ένα ρουλεμάν σε μία απρόσωπη κρεατομηχανή. Η ιστορία ξετυλίγεται, χωρίς εξάρσεις, ορισμένες φορές μονότονα, σαν μια χύτρα, όπου το περιεχόμενό της κρύβει τη βαρβαρότητα της φτώχειας και της μοναξιάς. Μόνο που η Καλτενμπάκ επιλέγει να κρατήσει κλειστό το καπάκι, χωρίς να δώσει μία στάλα λύτρωσης στην ηρωίδα ή τουλάχιστον στον θεατή.

Η Χαφσιά Ερζί, είναι εντυπωσιακή, με τη διαπεραστική μελαγχολία της, πέρα από την ομορφιά της, προερχόμενη από την τυνησιακή και αλγερινή καταγωγή της και δικαίως η σκηνοθέτιδα φορτώνει όλη την ταινία πάνω της.

«Το Περασμένο Καλοκαίρι» (L'ete dernier)

Αισθηματικό δράμα, γαλλικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Κατρίν Μπρεγιά, με τους Λεά Ντρουκέρ, Σαμουέλ Κιρσέρ, Ολιβιέ Ραμπουρντέν, Λίλα Ρόους Τζιλμπέρτι κ.ά.

Γοητευτική ανατομία ενός απαγορευμένου έρωτα, από την 75χρονη Κατρίν Μπρεγιά, γνωστή για τις ταινίες που επικεντρώνονται σε θέματα ταμπού και τη σεξουαλικότητα, στα περισσότερα από 40 χρόνια της σταδιοδρομίας της στο σινεμά.

Εδώ, κάνει το ριμέικ της ενδιαφέρουσας δανέζικης ταινίας «Η Βασίλισσα της Καρδιάς», που είδαμε πριν πέντε χρόνια, τινάζοντας από πάνω της τη σκανδιναβική ψυχρότητα, αλλά διατηρώντας τη σαγήνη του πρωταγωνιστικού παράνομου ζευγαριού και την άβολη συναισθηματική προσέγγιση του θέματός της.

Η Αν είναι μία πετυχημένη δικηγόρος που ζει με τον σύζυγό της και τις δυο κόρες τους. Όταν ο Τεό, ο 17χρονος γιος του άντρα της από τον προηγούμενο γάμο του, μετακομίζει το καλοκαίρι στο εξοχικό σπίτι τους, η Αν θα γοητευθεί από την ομορφιά και τα νιάτα του και θα αρχίσει μία παθιασμένη ανεξέλεγκτη ερωτική σχέση μαζί του, θέτοντας σε κίνδυνο την καριέρα της, αλλά και την οικογενειακή ζωή της.

Μετά από πολύχρονη απουσία από το σινεμά, η Μπρεγιά επέστρεψε με τούτο το ερωτικό δράμα, που προβλήθηκε και στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Καννών, για να ταράξει τα νερά για ακόμη μια φορά, διασκευάζοντας ελεύθερα τη δανέζικη ταινία της Μέι ελ Τούκι και δίνοντας τη δική της οπτική σε ένα θέμα ταμπού. Γιατί η σχέση μιας πενηντάχρονης με έναν δεκαεπτάχρονο, είναι τοποθετημένη απέναντι σε ένα ρομάντζο και ταυτόχρονα η μέση ηλικία προφανώς είναι έτοιμη να καταδικαστεί για την ερωτική της ατασθαλία. Και όχι μόνο, καθώς ως δικηγόρος βρίσκεται προ των ευθυνών της, κινδυνεύοντας να χάσει την επαγγελματική της καταξίωση, αλλά και ως σύζυγος κατηγορούμενη για προδοσία. Και μάλιστα μόνη της, καθώς ο 17χρονος είναι ο «αθώος», το «θύμα» της, αν και ο ατίθασος έφηβος έχει τις σκοτεινές επιδιώξεις του. Η Μπρεγιά, παίζει αισθητικά και ερεθιστικά με τις σεξουαλικές σκηνές, ποντάροντας στο νεανικό σφρίγος του νεαρού, του παιδικού του προσώπου και της ερωτικής χημείας του ζευγαριού.

Ωστόσο, από ένα σημείο και μετά η ταινία χάνει την αφηγηματική της χάρη, δίνοντας χώρο σε προφανή και αναμενόμενα ηθικά διλήμματα, θάβοντας το ερωτικό πάθος και ανεβάζοντας τους τόνους του χρέους προς την οικογένεια και την κοινωνία. Ο Σαμουέλ Κιρσέρ και η Λεά Ντρουκέρ δένουν ως ένα παράνομο ζευγάρι και είναι πειστικοί στις ερωτικές τους σκηνές, ενώ ο Ολιβιέ Ραμπουρτέν, ως απατημένος σύζυγος, είναι επαρκής, αν και ορισμένες φορές μοιάζει αμήχανος. 

«Σπίθα στη Θάλασσα» (Zeevonk)

Δραματική περιπέτεια, βελγικής και ολλανδικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Ντομίν Χέιγκε, με τους Σάαρ Ροζίερς, Χίλντε ντε Μπέρντεμεκερ, Βαλεντίν Ντένενς κ.ά.

Τρυφερό δράμα, για την απώλεια και το πένθος, την επιβίωση και την τιμή του ονόματος, στο ντεμπούτο του Ντομίν Χέιγκε, που μαζί με την αδελφή του, Γουέντι Χέιγκε, η οποία έγραψε το σενάριο, κέρδισε το χειροκρότημα στην τελευταία Μπερλινάλε, απ' όπου η ταινία έφυγε και με Ειδική Μνεία στο τμήμα Generation Kplus.

Τα αδέλφια Χέιγκε, έχοντας βιώσει και τα ίδια την εμπειρία της απώλειας, θα παραδώσουν ένα ιδιαίτερο συγκινητικό ψυχολογικό δράμα, που θα τρυπώσει σίγουρα στις καρδιές των θεατών.

Η Λένα, μία δωδεκάχρονη, που απολαμβάνει μια ξένοιαστη και χαρούμενη εφηβική ηλικία δίπλα στη θάλασσα με την οποία έχει μάθει να ζει μαζί, θα χάσει τον πολυαγαπημένο πατέρα της, όταν ναυαγήσει το ψαροκάικό του. Μαζί του θα χαθούν και δύο μέλη του πληρώματος. Κι ενώ έχουν αρχίσει να ακούγονται λόγια για ευθύνη του πατέρα της για το ναυάγιο, η οργή της Λένα κατευθύνεται προς μία νέα αποστολή, να κυνηγήσει ένα θαλάσσιο τέρας που πιστεύει ότι είναι υπεύθυνο για την απώλεια του πατέρα της.

Ο Χέιγκε, θα φτιάξει ένα ολοκληρωμένο πορτρέτο μιας εφήβου, με φόντο τη θλίψη, επενδύοντας στη χαρισματική ενέργεια της νεαρής πρωτοεμφανιζόμενης πρωταγωνίστριας Σάαρ Ροζίερς.

Η ηρωίδα θα πρέπει να διαχειριστεί κάτι, που δεν είχε φανταστεί ποτέ και λόγω της ηλικίας της, την απώλεια, αλλά και τις επικρίσεις για τον πατέρα της. Μέσα στο πένθος της, που δύσκολα μπορεί να διαχειριστεί ένα παιδί, παρόλο που είναι περικυκλωμένη από κόσμο, ξαφνικά και ανεξήγητα αισθάνεται μόνη, παρεξηγημένη και έχει την αίσθηση της προδοσίας, από ανθρώπους που δεν περίμενε. Η Λένα βυθίζεται στην άρνηση, κυριεύεται από θυμό και προσπαθεί να παλέψει με τον περίγυρο και τους δικούς της εφιάλτες, κατασκευάζοντας στο μυαλό της ένα φανταστικό τέρας της θάλασσας, που θα καθαρίσει το όνομα του πατέρα της. Η πεποίθησή της ότι υπάρχει ένα θαλάσσιο τέρας την οδηγεί στη δημιουργία ενός φανταστικού κόσμου, που τονίζεται και από τον ηχητικό σχεδιασμό της ταινίας. Ένας φανταστικός κόσμος μέσω του οποίου μπορεί να αποδράσει από την θλιβερή πραγματικότητα.

Αν ο Χέιγκε είχε συνδέσει καλύτερα τις σκηνές του δράματος με εκείνες της φαντασίας και είχε ρετουσάρει καλύτερα το ψυχρό σκηνικό όπου διαδραματίζεται η ιστορία, θα είχε φτάσει ένα επίπεδο παραπάνω, όπως κατάφερε η νεαρά Σάαρ Ροζίερς, με την αφοπλιστική και ειλικρινής ερμηνεία της.

«Εμφύλιος Πόλεμος» (Civil War)

Περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, αμερικανικής και βρετανικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Άλεξ Γκάρλαντ, με τους Κίρστεν Ντανστ, Βάγκνερ Μόρα, Κέιλι Σπέινι, Στίβεν ΜακΚίνλεϊ Χέντερσον, Νικ Όφερμαν κ.ά.

Δεν είναι η πρώτη ταινία, μάλλον ούτε και η τελευταία, όπου αναδεικνύεται η βαθιά κοινωνική και οικονομική κρίση στις ΗΠΑ, αλλά είναι η πρώτη αναφορά για έναν επερχόμενο εμφύλιο. Και μάλιστα από μία ανεξάρτητη αμερικάνικη εταιρεία παραγωγής, την Α24, γνωστή για την προβοκατόρικη διάθεσή της.

Αναθέτοντας στον οξυδερκή σκηνοθέτη -αλλά που αφήνει τα πράγματα να φτάνουν στα άκρα- Άλεξ Γκάρλαντ («Από Μηχανής»), η Α24 προχωρά ακόμη ένα βήμα, καθώς παρότι η ταινία προτάσσει το μήνυμα της ενότητας και της αφύπνισης για να αποφευχθεί ένας εμφύλιος πόλεμος στο αμερικάνικο έδαφος, είναι φανερό ότι απευθύνεται κατευθείαν στο βαθιά διχασμένο κοινό της Αμερικής.

Με επικεφαλής την έμπειρη φωτορεπόρτερ Λι, μία ομάδα δημοσιογράφων, ακολουθούν μία αγωνιώδη διαδρομή στις ΗΠΑ ενός κοντινού μέλλοντος, όπου διεξάγεται ένας εμφύλιος πόλεμος. Η Καλιφόρνια έχει συμμαχήσει με το Τέξας (για να αποφευχθούν συνειρμοί καθώς το Τέξας είναι με τους Ρεπουμπλικάνους του Τραμπ και η Καλιφόρνια παραδοσιακά με τους Δημοκρατικούς) και οι δυνάμεις τους είναι κοντά στον Λευκό Οίκο. Είναι η καλή ομάδα του Τύπου, γιατί υπάρχει και η κακή, αυτή που υποδαυλίζει τη σύγκρουση, κερδίζοντας συνεχώς επιρροή και δολάρια.

Ο Γκάρλαντ, χωρίς να παίρνει θέση, αφήνει μετέωρο για το πώς ξεκίνησαν όλα, ποιο είναι το διακύβευμα και μας ενημερώνει μόνο ότι υπάρχουν οι «Δυτικές Δυνάμεις» που στρέφονται εναντίον ενός διψασμένου για εξουσία Προέδρου. Βεβαίως υπάρχει και η αντιπολεμική αναφορά για τη φρίκη που εμπεριέχεται ειδικά σε έναν εμφύλιο.

Το φιλμ, που ξεκινά αργά και καταλήγει με μία δαιμονιώδη επιδρομή στην Ουάσινγκτον, διαθέτει σασπένς και καλογυρισμένες σκηνές, αλλά και μια επιφανειακή προσέγγιση των όσων συμβαίνουν, λες και το μόνο που ενδιαφέρει τους συντελεστές είναι η απενεχοποιημένη ψυχαγωγία, για ένα κοινό που θα ζητωκραυγάζει με τα κατορθώματα των δύο αντιμαχόμενων πλευρών.

Ακόμη μία προσπάθεια για το δημοφιλές είδος του μετα-αποκαλυπτικού θρίλερ, παρουσιάζοντας μια χώρα που βρίσκεται υπό κατάρρευση και οι Αμερικανοί έχουν στραφεί ο ένας εναντίον του άλλου και οι μόνοι που μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα είναι αυτοί με τα γιλέκα που γράφουν πάνω τους «PRESS». Ο Γκάρλαντ, είναι καλός στη δημιουργία του χάους, που ξεκινά από νωρίς, του πανικόβλητου όχλου, του φανατισμού, με ενδεικτική τη σκηνή στην οποία μια γυναίκα τρέχει κυματίζοντας την αμερικανική σημαία και κουβαλά ένα γεμάτο εκρηκτικά σακίδιο στο στήθος της.

Και αυτό παρότι -και πάλι οι επιφανειακές επεμβάσεις των σεναριογράφων- το στόρι μεταφέρει σχεδόν επιδεικτικά και κάπως ειρωνικά μηνύματα για να φέρει κοντά τους ανθρώπους. Αλλά, αυτό που μετράει είναι το αποτέλεσμα: και αυτό λέει ότι ουδείς μπορεί να αποκλείσει μία τεράστια ταραχή στις ΗΠΑ, κάτι που προβλέπουν ορισμένοι αναλυτές, άλλοι εύχονται και άλλοι θεωρούν ότι η ισχύς του δολαρίου δεν θα το επιτρέψει ποτέ.

Ικανοποιητική η Κίρστεν Ντανστ, στο ρόλο της κουρασμένης φωτορεπόρτερ από τους πολέμους και τις εμφύλιες διαμάχες, ενώ το υπόλοιπο καστ περνά αδιάφορα, όπως συμβαίνει συνήθως στις ταινίες του είδους.

«Μη μου Λες Ψέματα» (Arrete avec tes mensonges)

Αισθηματικό δράμα, γαλλικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Ολιβιέ Πεϊγιόν, με τους Γκιγιόμ ντε Τονκεντέκ, Βικτόρ Μπελμοντό, Ζιλιέτ ντι Σεντ, Ζαν Τζέρεμι Ζιλέ, Ζιλιέν Λοντέζ κ.ά.

Ένα αισθηματικό δράμα, για τη συντριβή ενός νεανικού έρωτα, κάτω από τις κοινωνικές επιταγές της εποχής του, που αγγίζει το ανάλαφρο μελόδραμα, πέρα από τον στοχασμό για την ελευθερία στον έρωτα. Ταινία, που κάποτε θα θεωρούταν τουλάχιστον προκλητική, απ' αυτές που θα ξεσήκωναν έντονες διαμαρτυρίες και αφορισμούς, λόγω κυρίως των τολμηρών ερωτικών σκηνών.

Πρόκειται για την καλογυρισμένη και αρκετά σεβαστική ταινία προς το κείμενο, του βραβευμένου αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος του Φιλίπ Μπεσόν, που σκηνοθέτησε ο αξιοπρόσεκτος Ολιβιέ Πεϊγιόν, έχοντας μια φροντισμένη παραγωγή πίσω του. Μάλιστα, ο σκηνοθέτης ήθελε τα δικαιώματα από την πρώτη κυκλοφορία του βιβλίου, το 2017, πριν γίνει μπεστ σέλερ, κάτι που εκτίμησε ιδιαιτέρως ο συγγραφέας.

Ένας καταξιωμένος 55άρης συγγραφέας επιστρέφει στη γενέτειρά του, το Κονιάκ, για πρώτη φορά έπειτα από 35 χρόνια, προκειμένου να συμμετάσχει στις εορταστικές εκδηλώσεις για το οινοποιείο που παράγει το πασίγνωστο ποτό. Αρχικά δείχνει ανήσυχος και βλοσυρός, ενθυμούμενος την εφηβική του ηλικία και τον πρώτο του μεγάλο έρωτα με έναν συμμαθητή του. Όλα, όμως, αλλάζουν όταν συναντά ένα νεαρό άνδρα, συνεργάτη του οινοποιείου, που τον συνδέει καθοριστικά με τους δικούς του δαίμονες, που πρέπει να αντιμετωπίσει, αλλά και το παρελθόν. Ο νεαρός αποδεικνύεται ότι είναι γιος του πρώτου του έρωτα...

Ο Πεϊγιόν, ακολουθώντας μία φιλική αφήγηση, αποφεύγοντας τα πολλά λογοτεχνικά στοιχεία, μας αποκαλύπτει σιγά σιγά την πραγματική σχέση του συγγραφέα με τον συμμαθητή του, χρησιμοποιώντας εκτεταμένα φλας μπακ, χωρίς, όμως να κουράζει ή να γίνεται ιδιαίτερα επεξηγηματικός. Προκαλεί τη συγκίνηση, κυρίως μέσα από τη συνάντηση του συγγραφέα με τον νεαρό και τις αποκαλύψεις που ακολουθούν, ενώ το χιούμορ στο φιλμ είναι μάλλον πενιχρό. Ταυτόχρονα, με έναν ιδιαίτερα κομψό τρόπο αμβλύνει τη σκληρότητα του θέματος, απορροφά την τολμηρότητα των ερωτικών σκηνών -κάποιες ίσως ήταν περιττές- και αναδεικνύει το χαμένο πάθος, τις ταξικές διαφορές (η οικογένεια του νεαρού ερωτικού συντρόφου του ανήκει στην εργατική τάξη), καθώς και το θάρρος που επιδεικνύει ο ήρωάς του γνωστοποιώντας στον γιο τού φίλου του και στους παραβρισκόμενους τον έρωτά του προς έναν άλλο άνδρα.

Ικανοποιητικός για την εσωτερική κυρίως ερμηνεία του ο Γκιγιόμ ντε Τονκεντέκ, ενώ ο Βικτόρ Μπελμοντό, που δεν θυμίζει σε τίποτα τον θρυλικό παππού του, δείχνει να έχει τη στόφα ενός ηθοποιού για να κάνει μία αξιόλογη καριέρα.

Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες

Αμπιγκέιλ (Abigail): Ταινία τρόμου, αμερικάνικης παραγωγής του 2024 και σε σκηνοθεσία Ματ Μπετινέλι-Όλπιν και Τάιλερ Τζιλέτ, που ανήκουν στην κινηματογραφική κολεκτίβα Radio Silence και έχουν υπογράψει τα horror «Είσαι έτοιμος;», «Scream» και το περσινό «Scream VI». Όταν μια συμμορία απαγάγει μία 12χρονη μπαλαρίνα και κόρη μιας ισχυρής φιγούρας του υποκόσμου, το μόνο που έχει να κάνει, για να εισπράξει τα λύτρα των 50 εκατομμυρίων, είναι να τη φυλάξει μία νύχτα. Στο απόμερο αρχοντικό, οι απαγωγείς αρχίζουν να λιγοστεύουν και ανακαλύπτουν με αυξανόμενο τρόμο ότι βρίσκονται εγκλωβισμένοι με ένα κάθε άλλο παρά φυσιολογικό μικρό κορίτσι. Εντάξει, η μπαλαρινούλα- βαμπίρ έχει την πλάκα της, αλλά μέχρις εκεί. Όλα τα άλλα είναι τα γνώριμα, αναμενόμενα, φρικώδη και ανατριχιαστικά, που συσσωρεύονται σε μια προσεγμένη παραγωγή του είδους. Παίζουν οι Μελίσα Μπαρέρα, Νταν Στίβενς, Αλίσα Γουίρ, Κέβιν Ντουράντ, Τζιανκάρλο Εσπόζιτο κ.ά.

«Η Μία και Εγώ: Η Ταινία» (Mia and Me: The Hero of Centopia): Παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων από την Αυστραλία και γερμανικής συμπαραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία του Άνταμ Γκαν. Τηλεοπτικό προϊόν, που μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη, απευθύνεται στο νηπιακό κοινό και προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά. Όταν η Μία επιστρέφει στο παλιό εξοχικό σπίτι της οικογένειας, η πέτρα στο μαγικό της βραχιόλι φωτίζει ξαφνικά. Μέσω μιας αστραφτερής πύλης μεταφέρεται στον φανταστικό κόσμο των μονόκερων της Σεντοπίας.

«Χαίρε Μαρία» (Je vous salue, Marie): Αβάν γκαρντ ταινία του 1985 σε επανέκδοση. Από τον αξέχαστο Ζαν Λικ Γκοντάρ, που τόσο μας λείπει η επαναστατική ματιά του και οι αιρετικές του απόψεις. Μια ταινία, που στην εποχή της προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από θρησκευτικές οργανώσεις και αποτελεί σύγχρονη μεταφορά της ιστορίας της Παρθένου Μαρίας και του Ιωσήφ, της σύλληψης και της γέννησης. Η Μαρία είναι μία νέα και χαριτωμένη εργαζόμενη και ο Ιωσήφ ένας νέος που δουλεύει σε βενζινάδικο. Ένα φιλμ για τον έρωτα και τη ζωή, όπου η Μαρία είναι ένα σύμβολο, ελευθερίας, αυτοδιάθεσης και εμπιστοσύνης στη ζωή και τους φυσικούς της νόμους. Αν κι εδώ ο Γκοντάρ δεν είναι στα μεγάλα του φόρτε, διατηρεί πάντα το βλέμμα του μεγάλου δημιουργού και φυσικά τις ξεχωριστές αιρετικές του απόψεις. Παίζουν οι Μιριέμ Ρουσέλ, Τιερί Ροντ, Φιλίπ Λακόστ και Ζουλιέτ Μπινός.

*Με πληροφορίες του Χάρη Αναγνωστάκη, ΑΠΕ-ΜΠΕ

οι ταινίες της εβδομάδαςκινηματογράφοςειδήσεις τώρα